Στις 17 Ιουλίου 1953 το Τάγμα του Ελληνικού Εκστρατευτικού Σώματος Κορέας (ΕΚΣΕ) αποκρούει μια ακόμα ισχυρή κινεζική επίθεση στο ΒΔ τμήμα της Ζουγκάμ-Νι.
Ένα μήνα νωρίτερα, στις 17 και 18 Ιουνίου του ίδιου χρόνου, το ΕΚΣΕ είχε επιβεβαιώσει την αίγλη του μεταξύ των εκστρατευτικών Σωμάτων των διάφορων κρατών που συμμετείχαν στον πόλεμο όχι μόνο αποκρούοντας τις σφοδρότατες επιθέσεις των Βορειοκορεατών, που επιχειρούσαν την κατάληψη του υψώματος Χάρρυ, αλλά και διασπώντας, στη συνέχεια, την αμυντική γραμμή Γιομίνγκ, εξασφαλίζοντας έτσι μια ακόμα τιμητική διάκριση.
Πρόκειται για τις τελευταίες σκληρές μάχες που έδωσε το Ελληνικό Εκστρατευτικό Σώμα στη μακρινή Κορέα, λίγες ημέρες πριν υπογραφεί η ανακωχή στις 27 Ιουλίου 1953 και ο πόλεμος πάρει ουσιαστικά τέλος, αφού θεωρητικά δεν έχει λήξει μέχρι τις μέρες μας, καθώς δεν έχει υπογραφεί συνθήκη ειρήνης.
Όταν ξέσπασε ο πόλεμος στη χερσόνησο της Κορέας, η Ελλάδα βρισκόταν στην πιο δύσκολη φάση της νεότερης ιστορίας της. Μόλις είχε βγει από το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και η οικονομία της ήταν διαλυμένη.
Αλλά το χειρότερο ήταν ότι μέσα στα σύνορά της συνεχιζόταν ένας «πόλεμος» ύπουλος που εκτός από το αίμα, το κύμα διώξεων και τις υλικές καταστροφές, διέλυε τον κοινωνικό ιστό της χώρας.
Η Ελλάδα είχε μόλις βγει από τον εμφύλιο πόλεμο, που μπορεί να είχε τελειώσει, θεωρητικά, κάποιους μήνες πριν (το 1949), ουσιαστικά όμως η διχόνοια συνέχιζε να κατατρώει τα σωθικά μιας χώρας χωρίς ουσιαστικά οικονομία και εξωτερική πολιτική.
Κάτω από αυτό το κλίμα το μόνο που μπορούσε να προσφέρει η Ελλάδα στο ΝΑΤΟ, όταν το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ στις 29 Ιουνίου 1950 έκανε έκκληση προς τα κράτη-μέλη του, για παροχή στρατιωτικής βοήθειας ώστε να αντιμετωπιστεί η σύρραξη στην Κορέα, ήταν αξιόμαχοι, εμπειροπόλεμοι, μπαρουτοκαπνισμένοι στρατιώτες…
Στον πόλεμο επίσης συμμετείχαν: Αιθιοπία (με στρατό), Αυστραλία (με στρατό, ναυτικό και αεροπορία), Βέλγιο (με στρατό), Βρετανία (με στρατό, ναυτικό και πεζοναύτες), Γαλλία (με στρατό και ναυτικό), Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής (με στρατό, ναυτικό, αεροπορία, πεζοναύτες), Καναδάς (με στρατό, ναυτικό, αεροπορία), Κολομβία (με στρατό και ναυτικό), Λουξεμβούργο (με στρατό), Νέα Ζηλανδία (με στρατό και ναυτικό), Νότιος Αφρική (με αεροπορία), Ολλανδία (με στρατό), Ταϊλάνδη (με στρατό, ναυτικό, αεροπορία), Τουρκία (με στρατό) και Φιλιππίνες (με στρατό). Υγειονομικές μονάδες έστειλαν η Δανία, οι Ινδίες, η Ιταλία, η Νορβηγία και η Σουηδία.
Την ηγεσία και τη βάση των δυνάμεων επέμβασης αποτέλεσαν οι Ένοπλες Δυνάμεις των ΗΠΑ
. Ο εξοπλισμός όλων των στρατιωτικών δυνάμεων ήταν αμερικανικής προέλευσης, πλην του βρετανικού τμήματος που ήταν βρετανικής κατασκευής.
Τέλος, όλα τα εκστρατευτικά σώματα και υγειονομικές μονάδες αποτέλεσαν οργανικά τμήματα υπό τη διοίκηση αμερικανικών μεραρχιών και αντίστοιχων αμερικανικών μονάδων αεροπορίας και ναυτικού, πλην της βρετανικής Μεραρχίας που τέθηκε υπό αμερικανικό σώμα στρατού.
Το ελληνικό Σώμα
Το αρχικό Εκστρατευτικό Σώμα Ελλάδος, το οποίο απεστάλη στην Κορέα την περίοδο Νοεμβρίου 1950 μέχρι και 22 Αυγούστου 1951, αποτελούνταν από τη διοίκηση με το επιτελείο της και το Τάγμα του ΕΚΣΕ, συνολικής δύναμης 851 ανδρών με 63 οχήματα.
Αναχώρησε για την Κορέα από τον Πειραιά με το αμερικανικό οπλιταγωγό «Tζένεραλ Χαν» στις 16 Νοεμβρίου και αποβιβάστηκε στις 9 Δεκεμβρίου 1950 στο λιμάνι του Πουσάν στη Νότια Κορέα, εντασσόμενο στο 7ο σύνταγμα Ιππικού της Αμερικανικής Μεραρχίας, ενώ όταν αργότερα το ΕΚΣΕ αποτέλεσε Σύνταγμα, εντάχθηκε στην 3η αμερικανική Μεραρχία και εγκαταστάθηκε στην αμυντική τοποθεσία Τσορβόν.
Από 23 Αυγούστου 1951 μέχρι το Δεκέμβριο 1953, η ελληνική δύναμη αυξήθηκε στους 1.063 άνδρες, ενώ μετά την επίτευξη εκεχειρίας από Ιανουάριο 1954 μέχρι Μάιο 1955 απετέλεσε Σύνταγμα με δύναμη 2.163 ανδρών.
Εν συνεχεία, μειώθηκε στους 850 άνδρες, ενώ από Ιούλιο 1955 μέχρι Δεκέμβριο 1955 στους 191 άνδρες. Τελικά από Ιανουάριο 1956 μέχρι Μάιο 1958 παρέμεινε στην Κορέα αντιπροσωπευτικό τμήμα αποτελούμενο από 1 αξιωματικό και 9 οπλίτες.
Μετά την αρχική αποστολή και έως το 1955 πραγματοποιήθηκαν 22 αποστολές αντικαταστάσεως. Έτσι στο χρονικό διάστημα 1950-1955 στάλθηκαν στην Κορέα 669 αξιωματικοί και υπαξιωματικοί και 9.586 οπλίτες του ελληνικού στρατού (σύνολο ανδρών: 10.225).
Οι διακρίσεις
Το ΕΚΣΕ διακρίθηκε κατ’ επανάληψη είτε κατά την κατάληψη υψωμάτων είτε αμυντικών θέσεων, όπως του υψώματος 381 (Ιανουάριος του 1951), 326 (Μάρτιος του 1951) και 655.
Στη συνέχεια (Οκτώβριος του 1951), έπειτα από 3ήμερη σφοδρή επίθεση, πέτυχε την κατάληψη του πολύ σημαντικού, λόγω της τοποθεσίας, ζωτικού υψώματος 313 – Σκοτς, κοντά στον ποταμό Ιμτζίν.
Πρόκειται για την πλέον αιματηρή επιχείρησή του με 28 νεκρούς και 87 τραυματίες.
Η επιτυχία αυτή του ΕΚΣΕ, που βελτίωσε την αμυντική συμμαχική γραμμή, προκάλεσε την τιμητική διάκριση μεταξύ των συμμαχικών Μονάδων που συμμετείχαν και έτυχε ηθικής αμοιβής με την απονομή ευαρέσκειας από τους προέδρους των ΗΠΑ και Νοτίου Κορέας.
Η αξιόλογη δράση του ΕΚΣΕ συνεχίσθηκε με αμείωτο ρυθμό και ένταση με επιτυχείς επιθέσεις κατά των υψωμάτων Κέλλυ και 167. Επίσης, η δράση του στη μεγάλη επίθεση κατά του ζωτικού υψώματος ΜΕΓΑΛΟ ΝΟΡΙ (Σεπτέμβριος του 1952), για την αποκατάσταση της απολεσθείσης αμυντικής γραμμής, επισφράγισε μεταξύ του συμμαχικού Στρατού το «λίαν αξιόμαχό» του.
Οι τελευταίες μάχες του ΕΚΣΕ ήταν η απόκρουση των σφοδρότατων επιθέσεων του εχθρού, που επιχειρούσαν την κατάληψη του υψώματος Χάρρυ (Ιούνιος του 1953), και η απόκρουση στις 17 Ιουλίου 1953 της ισχυρής κινεζικής επίθεσης στο τμήμα της Ζουγκάμ-Νι.
Οι ιπτάμενοι
Αντίστοιχα το Σμήνος (13ο Σμήνος Μεταφορών) συγκροτήθηκε στα μέσα Οκτωβρίου 1950 και απογειώθηκε για την εμπόλεμη περιοχή της Κορέας στις 11 Νοεμβρίου του ιδίου έτους. Αποτελείτο από επτά αεροσκάφη της 355 Μοίρας Μεταφορών, που έδρευε στην Αεροπορική Βάση της Ελευσίνας και από προσωπικό επιλεγμένο από διάφορες ειδικότητες.
Τον Αύγουστο του 1951 προστέθηκαν δύο ακόμα αεροσκάφη Dakota σε αναπλήρωση απολεσθέντων.
Έτσι το σύνολο των αεροσκαφών που διατέθηκαν από την Ελλάδα ανήλθε στον αριθμό εννέα. Τα πληρώματα διέθεταν ήδη πείρα από το μέτωπο της Μέσης Ανατολής 1941-’44.
Στις εκάστοτε αντικαταστάσεις του προσωπικού στέλνονταν μαζί με παλαιά στελέχη και νέα, από τη Σχολή Ικάρων των Τμημάτων Μονίμων και Εφέδρων και από τη νεοσύστατη Σχολή Αεροναυτίλων. Δεν θα πρέπει να αγνοηθεί το γεγονός ότι η Ελληνική Αεροπορία για πρώτη φορά στην ιστορία της εκτελούσε ένα τόσο μεγάλο διηπειρωτικό ταξίδι.
Οι Έλληνες αεροπόροι με τα μεταγωγικά αεροσκάφη της τότε τεχνολογίας, αφού τόλμησαν και πέτυχαν ένα ταξίδι μετάβασης πραγματική Οδύσσεια, που έκρυβε πολλούς κινδύνους, κυρίως πάνω από την περιοχή του Ειρηνικού, έπειτα από 21 ημέρες ταξιδιού και συνολικά περίπου 58 ώρες πτήσεων (ακολουθώντας το δρομολόγιο Ελευσίνα – Κύπρος – Σαουδική Αραβία – Πακιστάν – Ινδία – Ταϊλάνδη – Ινδοκίνα – Φιλιππίνες – Οκινάουα), έφθασαν στη Βάση Itazouke της Ιαπωνίας την 1η Δεκεμβρίου 1950.
Αμέσως μετά την άφιξή του το 13ο Σμήνος Μεταφορών εντάχθηκε στην 21η Αμερικανική Μοίρα της 374 Πτέρυγας Μεταφορών, λόγω της ανάγκης για άμεση συμμετοχή του στις επιχειρήσεις.
Αποστολές και εξορμήσεις
Τα αεροπλάνα του Σμήνους, με τα ελληνικά χρώματα και με την επιγραφή ROYAL HELLENIC AIR FORCE, είχαν ως αποστολές: τον εφοδιασμό εγκλωβισμένων συμμαχικών δυνάμεων, μεταφορά τραυματιών, προσωπικού, αιχμαλώτων, ταχυδρομείου και πάσης φύσεως υλικού, ρίψεις εφοδίων, πυρομαχικών και αλεξιπτωτιστών, καθώς επίσης και αποστολές ψυχολογικών επιχειρήσεων και συλλογής πληροφοριών.
Τα θρυλικά Dakota πρόσφεραν ένα ιδιαίτερα σημαντικό έργο, καθώς ήταν ευέλικτα στην εκμετάλλευση.
Μπορούσαν άμεσα να ανταποκριθούν στις εκάστοτε παρουσιαζόμενες ανάγκες, είχαν τη δυνατότητα να προσγειώνονται σε μικρού μήκους διαδρόμους, πρόχειρα κατασκευασμένους για τις ανάγκες των επιχειρήσεων.
Τα αεροδρόμια όμως και τα πεδία προσγείωσης της Κορέας έκρυβαν πολλούς κινδύνους. Υπήρχαν ελλείψεις σε ραδιοβοηθήματα, ο έλεγχος της εναέριας κυκλοφορίας είχε υποτυπώδη οργάνωση, υπήρχαν δυσμενείς παράγοντες όπως η ιδιάζουσα μορφολογία του εδάφους, οι έντονες καιρικές συνθήκες, η επίδραση στους χειμωνιάτικους μήνες των πολικών μαζών της Μαντζουρίας, η συνεχής ως εκ τούτου παρουσία χιονιού, πάγου, ισχυρότατης παγοποίησης στα σύννεφα και μαζί η ολισθηρότητα των διαδρόμων.
Αξιομνημόνευτες είναι οι αποστολές στο αεροδρόμιο Yoju. Επρόκειτο περί εδαφικής λωρίδας πολύ περιορισμένων διαστάσεων, που βρισκόταν σε κατηφορικό τμήμα ορεινού συγκροτήματος.
Στο πρώτο διάστημα η έδρα του Σμήνους ήταν στην Ιαπωνία, διαδοχικά στα αεροδρόμια Itazouke, Tachikawa και Ashiya.
Στο διάστημα αυτό το Σμήνος επιχειρούσε στο θέατρο επιχειρήσεων της Κορέας με κλιμάκια, εξορμώντας από τα αεροδρόμια της κορεατικής χερσονήσου Yompo, Pusan-East, Taegu και Kimpo. Από τον Ιανουάριο του 1952 όλη η δύναμη του Σμήνους επιχειρούσε πλέον από την Κορέα, πρώτα από το αεροδρόμιο της Σεούλ και στη συνέχεια από το Kimpo.
Το Σμήνος, πριν ακόμη τα πληρώματά του προσαρμοστούν στις συνθήκες του περιβάλλοντος και του πολέμου, διετάχθη όπως μεταβεί κλιμάκιο αεροσκαφών του στην Κορέα, για τη διάσωση τραυματιών από το πεδίο της μάχης.
Τρία ελληνικά αεροσκάφη μαζί με άλλα ιδίου τύπου της 21ης Αμερικανικής Μοίρας, έλαβαν μέρος στη διάσωση 4.700 τραυματιών της 1ης Αμερικανικής Μεραρχίας Πεζοναυτών.
Η μεραρχία αυτή μαχόταν πέραν του 38ου Παραλλήλου στη Βόρεια Κορέα και απειλούμενη με καταστροφή από τα κινεζικά στρατεύματα στην περιοχή του Koto-ri, συμπτυσσόταν προς το λιμάνι Hungam όπου θα επιβιβαζόταν σε πλοία.
Τα αεροσκάφη Dakota, δημιουργώντας αερογέφυρα, παραλάμβαναν τους πολυάριθμους τραυματίες από τον εντός της ζώνης μάχης πρόχειρο διάδρομο στο Hangaru-ri και τους μετέφεραν στο κοντινό αεροδρόμιο Yonpo, από όπου μεγάλα αεροσκάφη τους μετέφεραν σε νοσοκομεία της Ιαπωνίας.
Οι τιμές
Αργότερα, ολόκληρη η 21η Μοίρα και το 13ο Σμήνος τιμήθηκαν με την προσωπική ευαρέσκεια του προέδρου των ΗΠΑ, ενώ οι χειριστές και τα πληρώματα που έλαβαν μέρος στην επική αυτή επιχείρηση με το «Μετάλλιο Αέρος» (Air Medal) των ΗΠΑ, για ηρωισμό και πράξεις που υπερέβαιναν κατά πολύ το καλώς εννοούμενο καθήκον.
Από τα ελληνικά πληρώματα παρασημοφορήθηκαν εννέα αξιωματικοί, έξι υπαξιωματικοί και τέσσερις σμηνίτες. Επίσης, αναφέρονται οι αποστολές στα νησιά πέραν του 38ου παραλλήλου εντός της εχθρικής περιοχής, Paeng Yong Do και Cho Do. Οι εκεί πρόχειροι διάδρομοι είχαν αντίστοιχα τους κωδικούς Κ-53 και Κ-54.
Η προσέγγιση γινόταν στον «αφρό της θάλασσας» και οι προσγειώσεις με μεγάλη επιδεξιότητα και προσοχή, λόγω των ανώμαλων συνθηκών και των ισχυρών πολλές φορές ανέμων.
Ιδιαίτερα στο Κ-53, στο νησί το επονομαζόμενο Leopard Base (είναι το νησί που πρόσφατα πλήγηκε από πυρά της Βόρειας Κορέας), οι προσγειώσεις και οι απογειώσεις πραγματοποιούνταν πάνω στην ανθεκτική αργιλώδη επιφάνεια που άφηνε η θάλασσα όταν υποχωρούσε, με βάση το χρόνο που διαρκούσε η άμπωτη.
Οι αριθμοί
Αναφερόμενοι σε αριθμούς, το Σμήνος κατά τη διάρκεια της δράσης του στην Κορέα εκτέλεσε 2.916 πολεμικές αποστολές με 13.777 ώρες πτήσεων. Μετέφερε συνολικά 70.568 επιβάτες, 9.243 τραυματίες και 11.104.550 λίβρες εφοδιαστικού υλικού.
Επιπλέον έκανε ρίψεις 17.000 λιβρών πυρομαχικών και εφοδίων. Το 13ο Σμήνος κατόπιν αποφάσεως της ελληνικής κυβέρνησης τερμάτισε την παραμονή του στην Κορέα το 1955.
Προετοιμάστηκε για την επιστροφή του στην αεροπορική βάση Ashiya της Ιαπωνίας και στις 8 Μαΐου απογειώθηκε με τα πέντε εναπομείναντα στη δύναμή του αεροσκάφη, για να προσγειωθεί μετά από ενδιάμεσους σταθμούς στην Ελευσίνα στις 23 Μαΐου του 1955.
Το ελληνικό Εκστρατευτικό Σώμα είχε επιδείξει και φιλανθρωπικό έργο στην Κορέα.
Οι γιατροί και οι νοσοκόμοι του τάγματος παρείχαν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη σε Κορεάτες, ενήλικες και παιδιά, θύματα του πολεμικών συγκρούσεων, ενώ με έρανο μεταξύ του προσωπικού του ΕΚΣΕ πραγματοποιήθηκε η ανέγερση του ναού του Αγίου Νικολάου στο κέντρο της Σεούλ.
Οι απώλειες
Οι συνολικές απώλειες και των δύο στρατοπέδων έφθασαν τα 2 εκατομμύρια ψυχές, ενώ κάποιοι αναλυτές τις ανεβάζουν σε 4 εκατομμύρια.
Στο πεδίο της μάχης έχασαν τη ζωή τους περίπου 100.000 άνδρες των Νοτιοκορεατών και των συμμάχων τους και 280.000 τραυματίστηκαν, ενώ για τους Βορειοκορεάτες και τους συμμάχους τους οι νεκροί ξεπέρασαν τους 400.000 και οι τραυματίες τους 486.000.
Από ελληνικής πλευράς κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων στην Κορέα έχασαν τη ζωή τους 6 αξιωματικοί και 168 οπλίτες του Στρατού Ξηράς και 12 στελέχη της Πολεμικής Αεροπορίας (μεταξύ αυτών και ο Δκτής του Σμήνους).
Οι τραυματισθέντες ανήλθαν σε 33 αξιωματικούς και 577 οπλίτες. Επίσης, απωλέσθηκαν τα 4 από τα 9 διατεθέντα αεροσκάφη.
Αναγνώριση από ΗΠΑ, Κορέα και Ελλάδα
Η κυβέρνηση των ΗΠΑ απένειμε στην πολεμική σημαία και στους άνδρες του ΕΚΣΕ έξι Πολεμικούς Σταυρούς (Distinguished Service), 32 Ασημένιους (Silver Stars), 110 Χάλκινους (Bronze Stars) και 19 Αεροπορικά Μετάλλια (Air Medals) σε άνδρες του 13ου Σμήνους Μεταφορών.
Η Νότια Κορέα, σε αναγνώριση της θυσίας των 186 Ελλήνων Μαχητών και σε ένδειξη ευγνωμοσύνης, ανήγειρε στην περίφημη κοιλάδα των Ηρώων (τοποθεσία Γιουτζού Κιουν Τζι Ντο), κοντά στη Σεούλ, μεγαλοπρεπέστατο μνημείο πεσόντων για τους Έλληνες μαχητές, όπου σε πλάκα αναγράφεται:
«Οι γενναίοι αυτοί στρατιώτες της Ελλάδος ενσάρκωσαν το εύδαιμον το ελεύθερον, το δ’ ελεύθερον το εύψυχον.
Τιμή και δόξα τοις πεσούσι πολεμισταίς». Το 1993 για τον ίδιο σκοπό ένα άλλο μνημείο κατασκευάστηκε στη Θεσσαλονίκη, ενώ το 2004, με δαπάνες της Κορέας σε χώρο που διέθεσε ο Δήμος Παπάγου, ένα μνημείο τιμά και θυμίζει στους επισκέπτες και τους περαστικούς, ονομαστικά, τους νεκρούς εκείνου του αγώνα.
ΠΗΓΗ
Δημοσίευση σχολίου