Του
ΖΑΧΑΡΙΑ Β. ΜΙΧΑ(Διευθυντής Μελετών στο Ινστιτούτο Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας – IAAA/ISDA)
Σε περαιτέρω προσπάθεια προσέγγισης των διαπραγματεύσεων της ελληνικής με την αμερικανική πλευρά για την υπογραφή συμφωνίας αμυντικής συνεργασίας, την προσοχή του υπογράφοντος τράβηξε το ρεπορτάζ του πολύπειρου διπλωματικού συντάκτη, Νίκου Μελέτη, στην ιστοσελίδα liberal.gr με τίτλο “Τα ‘μυστικά’ στο ελληνοαμερικανικό παζάρι για τη Συμφωνία Αμυντικής Συνεργασίας MDCA“.
Ο δημοσιογράφος αναφέρει ότι η ελληνική διπλωματία έχει ανησυχήσει και κινητοποιηθεί από τη «μεγάλη στροφή της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής», την αδυναμία ασφαλούς πρόβλεψης συνεπεία των αιφνιδιασμών στις περιπτώσεις του Αφγανιστάν και της συμφωνίας AUKUS. Αυτή η νέα κατάσταση –επισημαίνει ο συντάκτης– έπαιξε ρόλο «στην απόφαση να επισπευσθεί με κάθε τρόπο η υπογραφή του τροποποιητικού Πρωτοκόλλου της Συμφωνίας Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας (MDCA)».
Συμπληρωματικά, την Αθήνα ανησυχεί «η διαφαινόμενη αλλαγή κλίματος στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις». Η ελληνική διπλωματία έκρινε πως δεν θα πρέπει «να χαθεί το θετικό μομέντουμ που έχει διαμορφωθεί στην Ουάσιγκτον για τις ελληνικές θέσεις και για την ανάγκη αποφυγής προκλήσεων στην Ανατολική Μεσόγειο».
Αυτό εξηγεί και την απόφαση μετάβασης του υπουργού Εξωτερικών Νίκου Δένδια στις 14 Οκτωβρίου στην Ουάσιγκτον, όπου θα συναντηθεί με τον Αμερικανό ομόλογο του Άντονι Μπλίνκεν και θα υπογράψει την MDCA.
Η ετήσια ανανέωση είχε επιλεγεί από της ελληνικές κυβερνήσεις κυρίως για λόγους ψυχολογικούς, ώστε να μη δίνεται η εντύπωση μόνιμης παράδοσης των διευκολύνσεων στους Αμερικανούς, χωρίς να είναι ξεκάθαρος ο προσανατολισμός της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Βεβαίως, είναι προφανές ότι ακόμη και όταν οι επιλογές των Αμερικανών δεν ήταν συμβατοί με την ελληνική εξωτερική πολιτική, ούτε η λειτουργία των βάσεων εμποδίστηκε ούτε η MDCA έμεινε χωρίς να ανανεωθεί.
Με βάση, λοιπόν, τα ανωτέρω και σε συνέχεια των ενστάσεων που καταγράφηκαν σε προηγούμενο επικριτικό σχόλιο-ανάλυση για τη διαπραγματευτική στρατηγική και τακτική της ελληνικής πλευράς για την MDCA, θα μπορούσαν να προστεθούν μερικές ακόμα παρατηρήσεις. Η αποτύπωση των σκέψεων της ελληνικής διπλωματίας εγείρει αβίαστα ένα κομβικό ερώτημα:
Εάν όντως η προσέγγιση της Ουάσιγκτον για την ευρύτερη περιοχή έχει αλλάξει, αλήθεια πιστεύουμε ότι η υπογραφή μιας διμερούς συμφωνίας αμυντικής συνεργασίας θα απέτρεπε τις ΗΠΑ από το να ακολουθήσουν την πολιτική που εξυπηρετεί το εθνικό τους συμφέρον, όπως οι ίδιες το αντιλαμβάνονται; Θεωρεί η Αθήνα ότι αυτή η υπογραφή θα απέτρεπε την αμερικανική πολιτική να λάβει “ανθελληνικό” προσανατολισμό;
Εάν η αμερικανική πολιτική έχει αρχίσει να θεωρεί την Ελλάδα βασική συνιστώσα της περιφερειακής της στρατηγικής, αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει με την υπογραφή ή όχι της MDCA, δεδομένου ότι ως γνήσια συμμαχικές χώρες και με βάση την ιστορική εμπειρία, πολλά θεωρούνται αυτονόητα. Από μια άποψη, ίσως και περισσότερα από όσα θα έπρεπε σε ένα ορθολογικό διαπραγματευτικό πλαίσιο μεταξύ κρατών.
Πιστεύουμε δηλαδή πως οι ΗΠΑ θα θεωρούσαν ποτέ ότι θα έχαναν την πρόσβαση στον ελληνικό χώρο, εάν η Ελλάδα για κάποιους λόγους επέμενε η διμερής αμυντική συμφωνία να είναι μονοετής; Όπως έχει εξηγηθεί αναλυτικά, η σύνδεση της MDCA με την ελληνική αποτρεπτική στρατηγική απέναντι στην Τουρκία δεν στερείται λογικής. Κάθε άλλο. Δεν είναι αυτό το ζήτημα όμως.
Το ζητούμενο είναι το ορθολογικό “ζύγισμα” ανάμεσα στα “πολιτικά” και τα αμιγώς επιχειρησιακά ανταλλάγματα και η συνεπακόλουθη απόδοση έμφασης σε αυτό που θεωρείται υπέρτερο. Το επιχείρημα του παρόντος σχολίου είναι ότι η λαϊκή ρήση “αν δεν έχει νύχια να ξυστείς…” ισχύει γενικά στις διεθνείς σχέσεις και ειδικά σε ό,τι αφορά στις ελληνοαμερικανικές σχέσεις.
Οι εκάστοτε ελληνικές πολιτικές και στρατιωτικές ηγεσίες θα πρέπει να δίνουν προτεραιότητα στην εξασφάλιση δυνατοτήτων στρατιωτικής αποτροπής, αφού αυτή είναι που έχει περισσότερες πιθανότητες αποτρέψει τον πόλεμο όταν η Τουρκία αποφασίσει να προχωρήσει σε στρατιωτική ενέργεια με σκοπό να δημιουργήσει τετελεσμένο.
Η μόνη ουσιαστικά παρέμβαση των ΗΠΑ θα είναι εξ ορισμού κατευναστική, αφού δεν περιλαμβάνει τη χρήση βίας έναντι “της συμμάχου Τουρκίας” ακόμα και σε περίπτωση εξόφθαλμης καταπάτησης του διεθνούς δικαίου. Πιθανότατα, η Άγκυρα έχει προβλέψει και συνυπολογίσει την κατευναστικού χαρακτήρα αμερικανική παρέμβαση σε περίπτωση ελληνοτουρκικής σύγκρουσης και μάλιστα ίσως να την θεωρεί επιθυμητή.
Η αμερικανική απροθυμία ενεργού εμπλοκής στην ελληνική αποτρεπτική στρατηγική προκύπτει και από το ρεπορτάζ του Νίκου Μελέτη: «Οι πρώτοι υπαινιγμοί για το ενδεχόμενο κάλυψης και άλλων νησιών του Αιγαίου απορρίφθηκαν από την πρώτη στιγμή, ενώ και για την Σκύρο αποδείχθηκε ότι δεν ήταν καθόλου εύκολο να πεισθούν οι Αμερικανοί, καθώς διαφάνηκε η γνωστή πρόθεση να αποφύγουν την οποιαδήποτε εμπλοκή στα ελληνοτουρκικά».
Η οριστικοποίηση και νομιμοποίηση του οφέλους που έχει αποκομίσει ο επιτιθέμενος περνά μέσα από διαπραγματεύσεις, στις οποίες προσβλέπει αυτός που προκάλεσε την κρίση. Υπό το βάρος του αρνητικού τετελεσμένου, όμως, για την ελληνική πλευρά. Αυτό απέδειξε αν μη τι άλλο η κρίση των Ιμίων. Η κατευναστική στάση και η αμερικανική παρέμβαση για αποκλιμάκωση δεν μπορεί να ανατρέψει το τετελεσμένο που θα έχει δημιουργηθεί, ενώ θα έχει συμβάλλει στη δημιουργία του.
Ο εκάστοτε “αναθεωρητής” έχει το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού σε τόπο και χρόνο! Το συμπέρασμα είναι απλό. Εάν οι ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις έχουν πειστική αποτρεπτική ισχύ, ο αντίπαλος θα το σκεφτεί πολύ περισσότερο να εκδηλώσει επιθετική ενέργεια. Άλλωστε, την επιθετική ενέργεια δεν αποκλείεται να την εκδηλώσει ακόμα κι αν σε μια περιοχή σταθμεύουν αμερικανικές δυνάμεις. Σίγουρα είναι δυσκολότερο. Δεν είναι όμως αδύνατο.
Η εξασφάλιση κύριων οπλικών συστημάτων αλλά και όπλων που μπορούν να πλήξουν τον αντίπαλο με ακρίβεια από stand-off αποστάσεις είναι η πιο ειρηνική πολιτική, σε συνδυασμό με την αξιοπιστία που θα χαράξει και θα τηρήσει τις κόκκινες γραμμές της η ελληνική πλευρά.
Ακόμα και αν οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις είναι άριστες, το ενδεχόμενο τουρκικού επεκτατικού τετελεσμένου έχει περιθώριο διπλωματικού χειρισμού, μόνο εάν υπάρχει περίπτωση άμεσης επαναφοράς στο status quo ante ή εάν έχει προκύψει και ισοδύναμο ελληνικό τετελεσμένο σε βάρος της Τουρκίας. Κατά συνέπεια, η ελληνική πλευρά πρέπει να κατανοήσει επιτέλους, ότι απόλυτη προτεραιότητα έχει το να έχεις στρατιωτική δυνατότητα και βούληση να αντιδράσεις.
Εάν μάλιστα το πράξεις, τότε και τετελεσμένο δεν θα υποστείς και θα αυξήσεις θεαματικά την αίσθηση του επείγοντος για αποτελεσματική και ισορροπημένη παρέμβαση στην Ουάσιγκτον, τέτοια που δεν θα αφήνει περιθώρια κατοχύρωσης ενδεχόμενων τουρκικών τετελεσμένων.
Κυρίως όμως, η στρατιωτική ισχύς είναι αυτή που προστατεύει την ειρήνη και άρα εξυπηρετεί το συμφέρον της ελληνικής κοινωνίας που πληρώνει για να απολαμβάνει το αγαθό της ασφάλειας. Και την προστατεύει, επειδή ελαχιστοποιεί τα πραγματικά περιθώρια επίδειξης τυχοδιωκτικής επιθετικότητας από τη Τουρκία.