Από τα παραπάνω προκύπτει πως ο,τιδήποτε συμβαίνει στην ρωσική Εκκλησία συντονίζεται και ελέγχεται από την επικρατούσα πολιτική.
Τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας έχει παρατηρηθεί πλειάδα εκδόσεων βιβλίων πνευματικού περιεχομένου που αναφέρονται σε βίους αγίων ή πνευματικών προσωπικοτήτων ρωσικής καταγωγής. Οι παραπάνω εκδόσεις είναι απλοί βίοι αγίων με νουθεσίες πνευματικές, είτε κατά την περίοδο του κομμουνιστικού καθεστώτος, είτε ρώσων μοναχών στο Άγιον Όρος, είτε απλών πιστών πριν η μετά το σοβιετικό καθεστώς. Οι βίοι και οι νουθεσίες περιγράφονται με απλοϊκό τρόπο, αλλά συγχρόνως εξάρουν την πνευματικότητα του ρωσικού λαού ακόμη και σε κρίσιμες περιόδους. Αυτές οι ψυχωφελείς διηγήσεις έχουν έντονα φιλολογικά χαρακτηριστικά ποιητικού τύπου και είναι φορτισμένα με έντονο συναισθηματισμό. Μέσα από κείμενα όπου κυριαρχούν έντονα τυπολατρικά χαρακτηριστικά, στα μάτια του απλοϊκού πιστού προβάλλεται η βαθειά πνευματικότητα του ρωσικού λαού, δημιουργώντας έτσι συγκρίσιμα χαρακτηριστικά με διαφορετικές εκφράσεις παραδοσιακής ορθόδοξης πνευματικότητας από αυτή που βιώνεται στη λεκάνη της Μεσογείου.
Με μια πιο προσεκτική προσέγγιση, αυτό που διαπιστώνεται είναι ότι υποσυνείδητα καλλιεργείται μια αίσθηση υπεροχής της ρωσικής ορθόδοξης πνευματικότητας και ευσέβειας, η οποία, όμως, για τους γνώστες της ρωσικής πολιτικής, στην ουσία προετοιμάζει και καλλιεργεί αθέατα την αντίστοιχη πολιτική υπεροχή και επιβολή. Από την μία η συμπάθεια μέσω της απλότητας απευθύνεται στις λαϊκές μάζες των πιστών και από την άλλη η αίσθηση της αυθεντικής έκφρασης πίστεως, σύμφωνα με την ρωσική προπαγάνδα, στη συνέχεια πιστώνεται σε πολιτικό επίπεδο. Έτσι, η ρωσική υπεροχή σε πνευματικό επίπεδο προετοιμάζει και εξασφαλίζει την πολιτική υπεροχή.
Οι ρωσικής καταγωγής άγιοι έχουν μεγάλη αποδοχή στον ελληνόφωνο Ορθόδοξο χριστιανικό κόσμο, με την περιφορά των ιερών λειψάνων τους, των εικόνων, την κατασκευή ναών προς τιμή τους. Η λαϊκή ευσέβεια τρέφεται με την έκδοση των σχετικών βίων και των δημοσιευμάτων που προαναφέρθηκαν. Με αυτό τον τρόπο, η ρωσική πνευματικότητα προωθείται, φανερά ή όχι, από τον κατώτερο έως και τον ανώτατο κλήρο. Το παραπάνω ρεύμα τροφοδοτείται από τις συχνές επισκέψεις στην Ρωσία, σε ιερές Μονές, και με την καλλιέργεια σχέσεων με ρώσους κληρικούς και Μητροπολίτες. Αντίστοιχα με την προσέλευση προσκυνητών σε Ορθόδοξα προσκυνήματα από την Ρωσία, σε Άγιον Όρος, γενικά στον Ελλαδικό χώρο, αλλά και στην Αγία Γη, όπου η επιρροή των Ρώσων αυξάνεται γεωμετρικά και πάλι μέσα από τα προαναφερθέντα κανάλια της «ρωσικής πνευματικότητας». Αν και έχουν περάσει πάνω από χίλια χρόνια από των εκχριστιανισμό των Ρως, για πρώτη φορά σήμερα στην Ιστορία στην μητροπολιτική Ελλάδα κτίζονται νέοι ναοί με καθαρά ρωσική τεχνοτροπία.
Δυστυχώς, αν και κανείς δεν μπορεί να επιχειρηματολογήσει κατά μιας υγιούς κοινωνίας Ορθοδόξων χριστιανών, από όπου κι αν προέρχονται αυτοί, για τους αφελείς τονίζεται το ομόδοξο, η ανάσυρση διασκευασμένων προφητειών περί «ξανθού γένους», η αναγκαιότητα της σύσφιξης των σχέσεων, χρησιμοποιώντας τον βαρύγδουπο όρο «εκκλησιαστική διπλωματία». Αυτό που καλλιεργείται υποσυνείδητα είναι η έννοια μιας ισχυρής ρωσικής Ορθόδοξης πνευματικότητας, με μια ταυτόχρονη αναγωγή στην ισχυρή ρωσική πολιτική της σύγχρονης κρατικής τους υπόστασης, η οποία παραλαμβάνει δόξα και αίγλη από το τσαρικό και σοβιετικό καθεστώς.
Με την υποστήριξη του ρωσικού κράτους, ιδιαίτερα μετά την σχετικά επιτυχημένη έως τώρα επέμβαση στη Συρία, η ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία εμφανίζεται ως η προστάτιδα των εκεί Ορθοδόξων χριστιανών, αλλά και των χριστιανών στην ευρύτερη Εγγύς Ανατολή και των απανταχού της Οικουμένης ακόμη. Αυτού του είδους η προστασία των χριστιανών οπωσδήποτε επικουρείται από την πολιτική και στρατιωτική ισχύ του ρωσικού κράτους. Συγχρόνως δε καλλιεργούνται στενές σχέσεις με το σιιτικό Ισλάμ, ιδιαίτερα του Ιράν, αλλά και πρόσφατα αναπτύσσονται σχέσεις με το σουνιτικό Ισλάμ του Κατάρ και άλλων κρατών της Εγγύς Ανατολής.
Έτσι, με την επίφαση της αυθεντικής πνευματικότητας, η πολιτική υπεροχή επικουρεί και υποθάλπει την πνευματική υπεροχή –και τανάπαλιν- τόσο μεταξύ των Ορθοδόξων, όσο και μεταξύ των άλλων χριστιανών γενικά, αναπτύσσοντας έτσι την δυνατότητα να συνδιαλέγεται τόσο με τον μουσουλμανικό κόσμο, όσο και με τις άλλες θρησκείες.
Στο ενδορθόδοξο θεολογικό πεδίο, η ρωσική πολιτική επιστρατεύει την ρωσική θεολογική παράδοση του παρελθόντος για να θεμελιώσει και να οικοδομήσει την επιρροή της με βάση τρεις πυλώνες. Αρχικά, αν και η σύγχρονη ρωσική θεολογική σκέψη βρίσκεται σε εφηβικό στάδιο, η δια της Εκκλησιαστικής της προβολής ρωσική πολιτική στοιχειοθετεί σιγά-σιγά μια θεολογία κατά της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας (ΑΜΣΟΕ) που πραγματοποιήθηκε στην Κρήτη το 2016. Αναφερόμενη στα κείμενα και στις αποφάσεις της Συνόδου, η ρωσική θεολογική σκέψη παρουσιάζει τόσο επιθετικά, όσο και συγχρόνως αμυντικά χαρακτηριστικά. Δυστυχώς, η ρωσική θεολογική σκέψη κινείται εμφανώς κατά της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου Της Ορθοδόξου Εκκλησίας, δημιουργώντας και βρίσκοντας υποστηριχτές στον Ελλαδικό χώρο με ισχυρές επιρροές στην Ελλαδική Εκκλησία.
Βυθισμένη σε μια παθητική ουδετερότητα, η Εκκλησία της Ελλάδας συνδιαλέγεται σε μια άνευ θεολογικής ουσίας κριτική της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου Της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Η περίπτωση του Μητροπολίτη Ναυπάκτου τροφοδοτεί την παραπάνω θεολογική στάση, με την υποστήριξη και άλλων Μητροπολιτών επίσης, δημιουργώντας εντός της Ιεραρχίας και της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος μια θεολογική ασάφεια για τα κείμενα και τις αποφάσεις της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου Της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Η παραπάνω θεολογική ερμηνεία της ΑΜΣΟΕ έχει προκαλέσει αποσχιστικές τάσεις στον ελληνόφωνο Ορθόδοξο κόσμο, τόσο εντός του Άθωνα, όσο και στην Ελλαδική Εκκλησία, ιδιαίτερα δε στη Βόρεια Ελλάδα. Οι όχι και τόσο αθώες αντιδράσεις στρέφονται κυρίως κατά του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου, ιδιαίτερα εντός του Αγίου Όρους, που ανήκει και στην πνευματική δικαιοδοσία του, όσο και εκτός αυτού στον απανταχού ορθόδοξο κόσμο. Το πολύ εύλογο ερώτημα που προκύπτει και εγείρει υποψίες είναι: Γιατί η τόσο ισχυρή κριτική για το πρόσωπο του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου, τη στιγμή που τα κείμενα της ΑΜΣΟΕ τα υπέγραψαν ομόφωνα όλοι οι παρευρισκόμενοι προκαθήμενοι των Ορθοδόξων Εκκλησιών;
Ο δεύτερος πυλώνας είναι το παλαιό και διόλου υποτιμητέο ιδεολόγημα της Μόσχας ως «Τρίτης Ρώμης», που ενισχύεται και θεολογικά, λαμβάνοντας τροφοδοσία από την αντίδραση σε θεολογικό επίπεδο κατά της ΑΜΣΟΕ, και θεολογικά ερείσματα από το Ουκρανικό ζήτημα κατά της Αυτοκεφαλίας και τις πρόσφατες εξελίξεις της διακοπής μνημόνευσης του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου από το Πατριαρχείο Μόσχας. Τα ταξίδια, οι εκπομπές και συνολικά η κινητικότητα του Αλεξάνδρου Ντούγκιν δεν είναι άσχετη ή απαρατήρητη, όπως και οι εμφανίσεις του πολύ κοντινού στον κ. Πούτιν π. Τύχωνος αλλά και τα ρωσικά ντοκυμαντέρ για το Βυζάντιο, επίσης. Μέσα από αυτούς τους διαύλους, η αποκαλούμενη «Τρίτη Ρώμη» υπόσχεται αυθεντικότητα στην θεολογική προσέγγιση και την επιστροφή σε ένα είδος παραδοσιακής ορθόδοξης πνευματικότητας. Όπως εμφανίζεται, αφού το Βυζάντιο έχει παρέλθει και η σημερινή Ελλάδα αδυνατεί, εκείνοι είναι οι μόνοι που μπορούν να την προσφέρουν.
Ο τρίτος πυλώνας οικοδομείται μέσα από την προβαλλόμενη θεολογική και πνευματική ρωσική υπεροχή, η οποία αποτελεί και την βάση για τη δημιουργία ενός χριστιανικού ρωσικού Υπερέθνους. Αφορμή και εφαλτήριο αυτού αποτελεί ο ρωσικός γεωγραφικός χώρος που θα επεκτείνεται σε παγκόσμιο επίπεδο. Η έμφαση που αποδίδει ο Ντούγκιν στην οικοδόμηση της αποκαλούμενης Ευρασίας (αντίστοιχη της heartland του Χίτλερ) είναι γνωστή. Εντός των συνόρων θα μιμείται τις αρχαίες αυτοκρατορίες, με ανοχή σε άλλες θρησκείες, αλλά το ρωσικό υπερέθνος θα απευθύνεται σε όλον τον κόσμο, με κύρια ερείσματα μια ουσιαστικά ανάμεικτη πνευματικότητα που θα κατοχυρώνεται θεολογικά.
Στη συνέχεια, η ρωσική διείσδυση σε ακαδημίες και διάφορα ιδρύματα ανά την Ελλάδα αποτελεί ένα άλλο μέρος και όργανο της ρωσικής πολιτικής. Αυτή η ακαδημαϊκού τύπου διείσδυση, επίσης, αντλεί δυνάμεις από την ρωσική πνευματικότητα και τη θεολογική σκέψη. Για τους έχοντες γνώση, πολλοί Ρώσοι θεολόγοι θεωρούν ότι οι περισσότεροι Έλληνες συνάδελφοί τους υποφέρουν από ακραίο εκδυτικισμό, πως έχουν απομακρυνθεί από την Παράδοση και τους Πατέρες και άρα ότι δεν αποτελούν πλέον αυθεντικούς εκφραστές της Ορθόδοξης θεολογίας. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, και θα πρέπει να απασχολήσει πολλούς. Οι Ρώσοι ακαδημαϊκοί θεολόγοι της διασποράς αποτελούν σημείο αναφοράς, παρότι στα έργα τους τονίζουν και στηρίζονται στην ελληνόφωνη πνευματική παράδοση. Είναι αξιοπρόσεκτο ότι εντός των ρωσικών συνόρων η ακαδημαϊκή θεολογία υποστηρίζεται από συγκριμένα ιδρύματα τα οποία σε χώρες εκτός της Ρωσίας δεν έχουν αναγνώριση Πανεπιστημιακού επιπέδου. Οι σπουδαστές των ρωσικών θεολογικών ακαδημιών, εφόσον δεν έχουν την ακαδημαϊκή αναγνώριση, δεν μπορούν να συνεχίσουν μεταπτυχιακές σπουδές εκτός Ρωσίας.
Αυτή η δίψα των ρωσικών ιδρυμάτων για ακαδημαϊκή πανεπιστημιακή αναγνώριση είναι εμφανής στους γνώστες του αντικειμένου. Διέξοδο στο πρόβλημα προσφέρει η συνεργασία με πανεπιστημιακά ιδρύματα ή πανεπιστημιακού επιπέδου ιδρύματα της Ελλάδας ή της Ευρώπης. Γιαυτό το λόγο, διάφορες συνεργασίες είναι αυτή τη στιγμή σε εξέλιξη. Στον ελλαδικό χώρο ακούγονται πολλά σχετικά με την ανάπτυξη διαδικασιών για την συνεργασία ελληνικών θεολογικών σχολών ή ανωτάτων Εκκλησιατικών Ακαδημιών με ρωσικές θεολογικές σχολές ή ακαδημίες. Σύμφωνα με πληροφορίες, ελληνική Εκκλησιατική Ακαδημία, ο Μητροπολίτης πρόεδρος της οποίας δείχνει φιλοσλαβικά αισθήματα, επεξεργάζεται τη δυνατότητα συνεργασίας με ρωσική θεολογική σχολή. Εντός της συγκεκριμένης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας ορισμένοι καθηγητές χαρακτηρίζονται επίσης για τα έντονα φιλορωσικά τους αισθήματα, πράγμα που τεκμηριώνεται από τις στενές, ακόμη και επαγγελματικού τύπου σχέσεις με Ι. Μονές του Αγίου Όρους, όπως για παράδειγμα με την Πεμπτουσία, η οποία ανήκει στην Ι. Μονή Βατοπαιδίου.
Στην πόλη της Θεσσαλονίκης η Θεολογική Σχολή με τα δύο τμήματά της από καιρό αποτελεί στόχο του φλέρτ ρωσικών ή φιλορωσικών παραγόντων. Ο απελαθείς Ρώσος διπλωμάτης είναι πτυχιούχος της Θεολογικής Σχολής της Θεσσαλονίκης. Οι ρωσικής επιρροής μνηστήρες έχουν δύο αφετηρίες, τόσο από τον Άθωνα, όπου η ρωσική διείσδυση είναι πέρα από κάθε έλεγχο (ιδιαίτερα με τις πρόσφατες εξελίξεις), αλλά και απευθείας από την ρωσική Εκκλησία. Αναλογικά των πιέσεων η Θεολογική Σχολή της Θεσσαλονίκης αντιστάθηκε και αντιστέκεται, εκτός μεμονωμένων καθηγητών, οι σχέσεις των οποίων με την Ρωσία είναι γνωστές, και Αγιορειτών, που φημίζονται για τα φιλορωσικά τους αισθήματα. Βέβαια, τα αντίδωρα είναι πολλά και οι μέθοδοι μπορούν να παίρνουν πολλές και διαφορετικές μορφές, όπως για παράδειγμα ένα μεταπτυχιακό πρόγραμμα για το Άγιον Όρος που υποστηρίζεται από τη Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου.
Κατεβαίνοντας νοτιότερα, συναντάμε την Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών του Βόλου που στηρίζεται από την Ι. Μητρόπολη Δημητριάδος. Μια προσπάθεια θεολογικής σκέψης αναζητώντας προσανατολισμό. Η αναζήτηση αυτού του προσανατολισμού επιβεβαιώνεται από το παραγόμενο έργο, από συγκεκριμένους βουλιμικούς θεολόγους, και από τις πηγές χρηματοδότησης. Κάποιοι γνώστες των πραγμάτων υποστηρίζουν ότι, εκτός από την χρηματοδότηση από ευρωπαϊκά προγράμματα ή άλλους δυτικούς φορείς, το ρωσικό ρούβλι έχει και αυτό τον λόγο του. Ερωτηματικά προκύπτουν από την συχνή παρουσία του Ηγουμένου Εφραίμ, φέροντας ευλογίες στην Ι. Μητρόπολη Δημητριάδος.
Η πόλη του Βόλου έχει στενές σχέσεις με την γνωστή για τις φιλορωσικές ‘’τουλάχιστο διαθέσεις’’ Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου, καθώς αρκετοί από τον Βόλο εργάζονται στο Άγιον Όρος και στην Μεγίστη Μονή. Αξιοσημείωτα, η εγκατάσταση της συνοδείας του Ιωσήφ – Εφραιμ έγινε όταν πολιτικός διοικητής του Αγίου Όρους ήταν ο κ. Λούλης από τον Βόλο. Αυτές οι σχέσεις καλλιεργούνται έως σήμερα με τον δήμαρχο και άλλους παράγοντες. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι μέσα από το λιμάνι του Βόλου ρέει άφθονο το ρωσικό μετρητό, λόγω του ότι τα ‘’κάγκελα είναι λίγο ανεκτικά’’. Επίσης, το για χρόνια τώρα λαϊκό πρωτοπαλίκαρο του ηγουμένου Εφραίμ είναι από τον Βόλο. Μέσα σε αυτό το φιλορωσικό κλίμα όσμωσης κάποιων θεολόγων, η ανάπτυξη συμμαχιών με φιλορωσικούς παράγοντες καθίσταται αυτονόητη. Όπως φαίνεται, αυτοί οι βουλιμικοί θεολόγοι της Ακαδημίας του Βόλου μοιάζουν να έχουν ως επιδίωξη να κατακλύσουν και να κατακτήσουν τις θεολογικές σχολές και Εκκλησιαστικές Ακαδημίες της Ελλάδας. Έως ένα σημείο το έχουν καταφέρει, αλλά οι επιδιώξεις δεν σταματούν εκεί, είναι υψηλότερες και πιο μακροπρόθεσμες.
Νοτιότερα, η Θεολογική Σχολή της Αθήνας του ΕΚΠΑ με τα δύο Τμήματά της, και η Ανώτατη Εκκλησιαστική Ακαδημία της Αθήνας αποτελούν στόχο παρόμοιων επιδιώξεων. Μέσα από την ουδετερότητά της, σύμφωνα με τα παραπάνω, στην Ανώτατη Εκκλησιαστική Ακαδημία της Αθήνας παρατηρείται η σταδιακά αυξανόμενη παρουσία θεολόγων της Ακαδημίας του Βόλου. Όμως, και στην Θεολογική Σχολή της Αθήνας τον τελευταίο καιρό γίνεται μια συντονισμένη προσπάθεια διείσδυσης και επιρροής από φιλορωσικούς παράγοντες. Και εδώ έχει παρατηρηθεί η σιγά-σιγά αυξανόμενη παρουσία θεολόγων της Ακαδημίας του Βόλου με παράλληλους συσχετισμούς. Ο αυτοδιαφημιζόμενος Πολυεπιστήμων Μητροπολίτης των Μεσογείων, γνωστός για την στρατηγικά φιλορωσική προσέγγισή του, τα τελευταία χρόνια καλεί τους καθηγητές της Θεολογικής Σχολής του ΕΚΠΑ σε συχνές συναντήσεις, σε μυστικά δείπνα. Κάποιοι ανταποκρίνονται πολύ πρόθυμα, ιδιαίτερα δε με την καλλιέργεια της προσδοκίας διεκδίκησης του Αρχιεπισκοπικού θρόνου.
Υπάρχουν βέβαια εντός της Σχολής παράγοντες και καθηγητές που αντιλαμβάνονται και παρακολουθούν το φαινόμενο, αλλά υπάρχει και ένα ποσοστό που αντιμετωπίζει την κατάσταση παθητικά και αδιάφορα, μη κατανοώντας τις συνέπειες και την απειλή. Ακούστηκε μέχρι και το ενδεχόμενο χρηματοδότησης για την ανέγερση ναού της Θεολογικής του ΕΚΠΑ από την ρωσική Εκκλησία. Η θεολογική σχολή του ΕΚΠΑ δείχνει αυτή την περίοδο ευάλωτη, και ότι βρίσκεται στο στόχαστρο επιρροής κατάληψης από φιλορωσικούς παράγοντες. Η πιθανή κατάληψη της θεολογικής του ΕΚΠΑ θα αποτελούσε ισχυρό πλήγμα για την ακαδημαϊκή θεολογία με προεκτάσεις τόσο πνευματικές όσο και πολιτικές. Συμπεραίνεται ότι αυτές οι επιδιώξεις για τη Θεολογική Σχολή της Αθήνας εμφανώς προέρχονται από δύο κατευθύνσεις – αφετηρίες : από τον Βόλο και από τα Μεσόγεια Αττικής.
Σε μια εποχή που στιγματίζεται από τις απελάσεις των Ρώσων διπλωματών από την Ελληνική Πολιτεία, από το πολεμικό κλίμα στη νοτιοανατολική Μεσόγειο και τον ενεργειακό ανταγωνισμό των μεγάλων δυνάμεων, θα πρέπει να επιστρατεύεται η Πνευματική, Θεολογική και Ακαδημαϊκή δυναμική μας. Ιδιαίτερα δε με την πρόσφατη διένεξη μεταξύ του Οικουμενικού Πατριαρχείου και του Πατριαρχείου Μόσχας με αιτία το αυτοκέφαλο της Ουκρανίας, αλλά και πολλές άλλες αφορμές, η κατάσταση ηλεκτρίζεται έντονα και ο καθένας καλείται να αναλάβει τις ευθύνες του. Να επιστρατευτεί η Πνευματική, Θεολογική και Ακαδημαϊκή παράδοση για να ερμηνευτεί και να χρησιμοποιηθεί κατά το συμφέρον των πολιτικών επιδιώξεων.
Συνοψίζοντας, θα πρέπει να είναι κατανοητό ότι η πνευματική, θεολογική και ακαδημαϊκή ρωσική διείσδυση στην Ελλάδα αποτελεί όργανο της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής. Για τους έχοντες γνώση, αν κάποιος μπορέσει να ελέγξει το μυαλό και την ψυχή των ανθρώπων, χρησιμοποιώντας μάλιστα και το οικονομικό δέλεαρ, τότε ελέγχει και τις ψήφους τους, και όταν ελέγχει ψήφους ελέγχει και την πολιτική που εφαρμόζεται.
Στην συγκεκριμένη όμως περίπτωση η εργαλειοποίηση της Πνευματικής, Θεολογικής και Ακαδημαϊκής Ορθόδοξης παράδοσης και κληρονομιάς από τη ρωσική πολιτική και στρατηγική είναι απαράδεκτη, έχει τα χαρακτηριστικά επέμβασης και αποτελεί σαφή απειλή για την Ορθοδοξία, τόσο στον ελλαδικό χώρο, όσο και ευρύτερα για την Ορθόδοξη Εκκλησία.
Ο κ. Στεπάσιν παρομοίασε το Άγιο Όρος με το Βατικανό, υποστηρίζοντας πως θα έπρεπε να είναι ουσιαστικά ανεξάρτητο από την Αθήνα. «Ο Άθως δεν θα έπρεπε να απασχολεί καθόλου την Ελλάδα», είπε.
Η Ρωσία έθεσε θέμα ανεξαρτησίας του Αγίου Ορους ???? Παλιό σχέδιο των ρώσων για το ΆΓΙΟΝ ΟΡΟΣ
«Ο Άθως δεν θα έπρεπε να απασχολεί καθόλου την Ελλάδα». Aπό τον πρώην πρωθυπουργό της Ρωσίας και επικεφαλής της Ορθόδοξης Αυτοκρατορικής Εταιρείας της Παλαιστίνης, Σεργκέι Στεπάσιν ο οποίος μίλησε για ένα Ορθόδοξο “Βατικανό”.
Tο καλοκαίρι του 1913 (με το Άγιο Όρος υπό ελληνική κατοχή) ένας λόχος Ρώσων αποβιβάστηκε και εξανάγκασε 800 Ρώσους μοναχούς να εγκαταλείψουν το Όρος με πλοία που ακολουθούσαν τα ρωσικά πολεμικά.
Λίγο αργότερα, το Φεβρουάριο του 1914 άρχισε η διαπραγμάτευση για το θέμα ανάμεσα στον Έλληνα και τον Ρώσο πρέσβη στη Κωνσταντινούπολη με τον Ρώσο πρέσβη De Giers να επιδίδει στον Έλληνα πρέσβη σημείωμα σύμφωνα με το οποίο θα αναγνωριζόταν η ελληνική κυριαρχία με την παρουσία Διοικητή, με περιορισμούς όμως, δικαίωμα της Ρωσίας για επέμβαση και προστασία των Ρώσων μοναχών και προαγωγή των δύο ρωσικών σκητών σε μονές.
Ευτυχώς το ξέσπασμα στο μεταξύ του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου άφησε το θέμα εκκρεμές εις όφελος της χώρας μας η οποία ασκούσε κυριαρχία.
Το θέμα της κυριαρχίας λύθηκε με τις συνθήκες του 1920 με τη Βουλγαρία (Neuilly) και τη Τουρκία (Σεβρών) και την συνθήκη προστασίας των μειονοτήτων του 1920 (Σεβρών), αλλά κυρίως με τη Συνθήκη της Λωζάννης (1923), όπου η Σοβιετική Ρωσία ουδέν ενδιαφέρον πλέον εκδήλωσε για το Άγιο Όρος.
Με άλλα λόγια η κομμουνιστικοποίηση της Ρωσίας και στη συνέχεια της Ανατολικής Ευρώπης διέσωσε το Άγιο Όρος για την Ελλάδα και εμπέδωσε την ελληνική κυριαρχία.
Οι δε Σλάβοι ορθόδοξοι αδελφοί ουδέν ενδιαφέρον έδειχναν (πλην σποραδικών πρακτόρων της KGB που εγγράφονταν στα μητρώα ως μοναχοί για να εξαφανιστούν αργότερα με ελληνικό διαβατήριο προς άγνωστη κατεύθυνση).
Κάποιοι άλλοι παρέπεμπαν στην ιστορία υπενθυμίζοντας τη διπλωματική «μάχη» της Ρωσίας στη σύνοδο των πρεσβευτών στις 29 Ιουλίου του 1913 στο Λονδίνο, για να μην κατοχυρωθεί στην ελληνική επικράτεια το Αγιον Ορος και να παραμείνει «αυτόνομο, ανεξάρτητο και ουδέτερο».
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.