Ως τώρα είχαμε μία Τουρκία να καταπατά σχεδόν κάθε κανόνα Διεθνούς Δικαίου που αφορά την θάλασσα στην γειτονιά της με την Ελλάδα, η οποία είναι μέλος της Ε.Ε., και την ίδια ώρα να διαπραγματεύεται με την Ε.Ε. για τελωνειακή ένωση, μεταναστευτικό, οικονομική ενίσχυση αλλά και να επεκτείνει την στρατιωτική της δράση σε Συρία, Λιβύη επιχειρώντας να υποδυθεί Ισχυρή Περιφερειακή Δύναμη.
Όλα αυτά στηριζόντουσαν σε μία κατευναστική πολιτική της Ελλάδας προς την Τουρκία είτε σε επίπεδο συζητήσεων στα πλαίσια Ε.Ε., είτε σε επιχειρησιακό επίπεδο (ORUC REIS και υποθαλάσσιες έρευνες στην Κύπρο), είτε σε διπλωματικό επίπεδο με στρογγυλεμένη διπλωματική γλώσσα Π.χ. η χρήση του όρου «έχουμε διαφορές στις θαλάσσιες ζώνες», είναι μία έκφραση που μπορεί να έχει πολλές ερμηνείες ιδιαίτερα όταν αφορά δύο χώρες από τις οποίες η μία (Τουρκία) δεν έχει υπογράψει την Διεθνή Σύμβαση του ΟΗΕ για την θάλασσα (Mondego Bay).
Το παραπάνω περιγραφόμενο σκηνικό είναι σαφές ότι από μεν την Τουρκία θεωρήθηκε σαν υποχώρηση είτε ηττοπαθής στάση εκ μέρους της Ελλάδας από δε τον διεθνή παράγοντα σαν πιθανή αδυναμία της Ελλάδας να ανταποκριθεί στον ρόλο της ή να αντιδράσει ουσιαστικά στις προκλήσεις. Με αυτή την χλιαρή στρατηγική φθάσαμε στην απώλεια του διπλωματικού όπλου επιβολής κυρώσεων στα Ευρωπαϊκά Συμβούλια Δεκεμβρίου 2020 και Μαρτίου 2021. Την Τουρκία διέσωσαν 3 παράγοντες.
- 1. Η πρωτοβουλία της Γερμανίας για «διερευνητικές συζητήσεις» (συμφωνία Σουρανή-Καλιν Ιούλιος 2020 στο Βερολίνο)την οποία δεχθήκαμε χωρίς εγγυήσεις περιεχομένου.
- 2. Η αψυχολόγητη δήλωση Γεραπετρίτη για περιορισμό της Ελλάδας στα 6 μίλια, που προκάλεσε ψευδαίσθηση συμφωνίας η παραχώρησης προς την Τουρκία.
- 3. Το μετέωρο βήμα της κυβέρνησης στην αμυντική συμφωνία με την Γαλλία αλλά και τις προμήθειες φρεγατών, που ουσιαστικά ενόχλησε την Γαλλία και την ακύρωσε από ισχυρό συμπαραστάτη στην σύνοδο κορυφής.
Σε αυτό το κλίμα, με αυτά τα γεγονότα και με τις ανάλογες συζητήσεις στα διπλωματικά δρώμενα φθάσαμε σε μία σαφή, ευθυτενή και ουσιαστική απάντηση Δένδια στον Τσαβούσογλου.
Ο Έλληνας Υπουργός Εξωτερικών ξεκαθάρισε με “συνοπτικές διαδικασίες” ότι η συμφωνία της Λωζάννης δεν αλλάζει ότι η Τουρκία δεν είναι δυνατόν να παραβιάζει αρχές Διεθνούς Δικαίου, ότι τα νησιά του Αιγαίου απειλούνται και επομένως είναι υποχρέωσή μας η άμυνα και ότι δεν υφίσταται ζήτημα Τουρκικής μειονότητας στη Θράκη. Δηλαδή προεξοφλησε το αδιέξοδο των διερευνητικών συνομιλιών που ξεκίνησαν με πρωτοβουλία του Υπουργού Εξωτερικών της Γερμανίας (Maas) και πίεση από την κ. Μέρκελ που ασφαλώς αποτελεί το βασικό στήριγμα της Τουρκίας στη σύνοδο κορυφής της Ε.Ε. Από αυτές τις διερευνητικές οι γείτονες ανέμεναν διεύρυνση των θεμάτων των διαπραγματεύσεων και άνοιγμα νέων κεφαλαίων (Θράκη, αποστρατικοποίηση νησιών, βραχονησίδες).
Η κίνησή του αυτή αλλάζει απολύτως τις συνθήκες διαλόγου Ελλάδας-Τουρκίας (για τις οποίες η Ελλάδα τοποθετήθηκε θετικά για την συνέχισή του) και δίνει πρωτοβουλία κινήσεων στην Ελλάδα, εφ΄ όσον βέβαια θελήσει να την λάβει για το Αιγαίο και την Ν.Α. Μεσόγειο. Ακόμα αλλάζει υποχρεωτικά τον άξονα των συζητήσεων σε επίπεδο Ε.Ε. διότι η απειλή κυριαρχίας της Ελλάδος αφορά άμεσα και την Ευρώπη. Η αλλαγή ρητορικής από το ΥΠΕΞ δίνει σαφές σήμα εκ μέρους της Ελλάδας ότι η μετατροπή της Τουρκίας σε περιφερειακή δύναμη δεν μπορεί να περνάει μέσα από παραχωρήσεις εθνικής κυριαρχίας μας.
Ακόμα αποσαφηνίζει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο ότι οι μόνες διαφορές με Τουρκία είναι η οριοθέτηση ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδα, χωρίς αστερίσκους και γενικολογίες. Ακόμα ξεκαθαρίζει σε επίπεδο ΝΑΤΟ ότι άλλο ζήτημα η Εθνική Κυριαρχία και άλλο ο “Μηχανισμός Απεμπλοκής” ή τα ΜΟΕ (Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης). Ακόμα διέλυσε την καλοστημένη εικόνα της Τουρκίας σαν παράγοντα σταθερότητας και ασφάλειας στην περιοχή, που καλλιεργήθηκε από την αιφνιδιαστική συνάντηση με τον Ερντογάν λίγη ώρα πριν την συνάντηση και τον επεισοδιακό δημόσιο διάλογο με τον Τσαβούσογλου.
Παράλληλα έδιωξε το φοβικό σύνδρομο από την Ελληνική Διπλωματία, η οποία έχει θετικές στιγμές έχει όμως και αρνητικές πτυχές και κυρίως ικανοποίησε το εθνικό συναίσθημα διακομματικά, πάνω στο οποίο κτίζεται η θεωρία της ασφαλούς, ελεύθερης Ευρωπαϊκής Ελλάδας.
Τώρα ο πήχης είναι ψηλά τόσο για την κυβέρνηση όσο και προσωπικά για τον Νίκο Δένδια. Ο πήχης είναι ψηλά διότι μπροστά ευρίσκονται τρείς άμεσες προκλήσεις.
- 1. Η αναμενόμενη αντίδραση της αμήχανης Τουρκίας και προσωπικά του Σουλτάνου Ερντογάν.
- 2. Η πενταμερής για το Κυπριακό στο οποίο ο Ελληνισμός πρέπει επίσης να φανεί ανυποχώρητος σε ότι αφορά στο πλαίσιο των αποφάσεων του ΣΑ/ΟΗΕ και Διεθνές Δίκαιο.
- 3. Η θέση της χώρας για την διάσκεψη της Αν. Μεσογείου που αποτελεί πρόταση της Τουρκίας και στην οποία εκτιμώ ότι δεν μπορούμε να πάμε χωρίς όρους και όρια διαλόγου και συγκεκριμενοποίηση των στόχων της.
Η Ελλάδα οφείλει να προχωρήσει πιο βαθειά και πιο ουσιαστικά στην συμμαχία της με το Ισραήλ σε διπλωματικό και στρατιωτικό επίπεδο. Είναι απολύτως προφανές ότι η συμμαχία με Ισραήλ και Αίγυπτο έχουν την ευλογία των ΗΠΑ και ότι η πρόθεση της Γαλλίας στις ιδιαίτερες σχέσεις με την Ελλάδα, χτίζουν ένα στεφάνι ισχυρών συνεργασιών στη Ν.Α. Μεσόγειο. Δεν έχει αξία αν αυτές οι συνεργασίες περνούν μέσα από αμυντικές προμήθειες, αμυντικές συμφωνίες, ενεργειακές προοπτικές ή άλλα οικονομικά μεγέθη. Εχει μεγάλη αξία η “έξοδος”της Ελλάδας σε έξυπνες και σταθερές συμμαχίες που κλείνουν τους διαδρόμους της Τουρκίας.
Η στρατηγική της χώρας μοιάζει να είναι μονόδρομος, χωρίς μετέωρο βήμα ή αναποφασιστικότητα. Δυστυχώς για την Ελλάδα, η θέση της στον χάρτη και η μόνιμη απειλή της Τουρκίας έχουν καταστήσει την εξωτερική της πολιτική σε μεγάλο βαθμό με βλέμμα μόνιμα στραμμένο προς ανατολάς.
Είναι ευκαιρία τώρα για την χώρα να αποκτήσει Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας και όχι μονοπρόσωπο Σύμβουλο Ασφαλείας, ιδιαίτερα δε όταν πλέον ο ρόλος του κ. Ντόκος είναι αμφισβητήσιμος μετά την διαρροή των wikileaks και με δεδομένη την θέση του στην πλευρά των θεωρητικών του κατευνασμού της Τουρκίας, μιας τακτικής που αποδεικνύεται δραματικά ότι απέτυχε πλήρως. Η σκιά Σημίτη και της πολιτικής του φαίνεται ότι ακόμα τραυματίζει την παραδοσιακή πολιτική της Ν.Δ. στα Ελληνοτουρκικά ζητήματα. Είναι και αυτό ένα ζήτημα που απαιτεί αποσαφήνιση στο Μαξίμου.
Η άνοδος Μπάϊντεν, η αποχώρηση της Μέρκελ σε συνδυασμό με την ενίσχυση των Πράσινων στην Γερμανία δίνει μεγάλη ευκαιρία στην Ελλάδα να κερδίσει «πόντους» και να υλοποιήσει σχέδιο πρωταγωνιστικού ρόλου στην Ν.Α. Μεσόγειο, σε αντίθεση με την Τουρκία που ίσως μπει σε ανακύκλωση προβλημάτων. Ας ελπίσουμε ότι αυτή η νέα επανεκκίνηση, δεν θα υπονομευτεί ούτε θα χαθεί σαν ευκαιρία. Είμαστε και παραμένουμε ένας ειρηνικός λαός και έχουμε ανάγκη την εθνική μας αυτοπεποίθηση.