Μετάφραση και προλογισμός:
Γιώργος ΚουτσαντώνηςΜεταφράζουμε ένα πολύ ενδιαφέρον και ευσύνοπτο κείμενο του Ιταλού αναλυτή Stefano Modena που βασίζει τους συλλογισμούς του στη θεωρία των μεσαίων δυνάμεων, όπως αναπτύχθηκε από τον
Marco Valigi και άλλους. Η ανάλυση δημοσιεύθηκε στο
GeoPolitica.info, και δείχνει πώς ερμηνεύουν ορισμένοι Ιταλοί αναλυτές τη θέση και τη στάση της σύγχρονης Τουρκίας στο διεθνές πολυπολικό σύστημα. Η ανάλυση είναι ιδιαίτερα κατατοπιστική και χρήσιμη γιατί μπορεί να βοηθήσει το ελληνικό αναγνωστικό κοινό να δει την Τουρκία όπως την βλέπουν και κάποιοι άλλοι εκτός Ελλάδας.
Με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου το 1989, η διπολική τάξη πραγμάτων που κυβερνούσε τη μοίρα του κόσμου από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου έφτασε στο τέλος της και εμφανίστηκαν μια σειρά παικτών, που προηγουμένως είχαν συντριβεί στα δύο στρατόπεδα: οι μεσαίες δυνάμεις. Το κείμενο που ακολουθεί αναλύει την περίπτωση της Τουρκίας υπό το πρίσμα της θεωρίας των μεσαίων δυνάμεων (Valigi 2017), εστιάζοντας στην υπόθεση της Συρίας και στις σχέσεις μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας. Ο στόχος είναι να εξηγηθεί η συστημική δυναμική στην οποία βασίζεται η τουρκική επέμβαση στη Συρία και οι λόγοι για τις σχέσεις που δημιουργήθηκαν μεταξύ Άγκυρας και Μόσχας.
Η θεωρία των μεσαίων δυνάμεων
Η θεωρία των μεσαίων δυνάμεων, που προτείνεται, μεταξύ άλλων, και από τον Valigi (2017) επιτρέπει την αναπαράσταση του διεθνούς συστήματος, τον εντοπισμό και τον ορισμό των διαφορετικών τύπων μεσαίων δυνάμεων και των συμπεριφορών τους. Στο μοντέλο, οι δυνάμεις ταξινομούνται με βάση τρεις δομικούς παράγοντες ισχύος (έκταση, πληθυσμός, ΑΕΠ) – και έναν παράγωγο (τις στρατιωτικές δαπάνες). Για να αναπαραστήσει το διεθνές σύστημα, το μοντέλο ξεκινά από την παρατήρηση ότι ο πόλεμος αποτελεί τον φορέα σταθεροποίησης στις διεθνείς δομές, επομένως η προσφυγή στον πόλεμο θα εξαρτηθεί από τις σχέσεις οικονομικής-στρατιωτικής ισχύος και την ιδεολογική απόσταση μεταξύ των μερών, όπου αντιστοιχούν διαφορετικοί βαθμοί κινήτρων που οδηγούν στη σύγκρουση. Η διεθνής δομή, κάθε ιστορικής περιόδου, προέρχεται από τη διασταύρωση μεταξύ αυτών των μεταβλητών παραγόντων, με την οποία συνδέεται ένας ορισμένος βαθμός σταθερότητας του συστήματος. Αφού καθοριστεί το διεθνές πλαίσιο, το μοντέλο διακρίνει τις μεσαίες δυνάμεις με βάση δυο παραμέτρους: α) τους οικονομικό-στρατιωτικούς πόρους και β) τη διπλωματική ικανότητα. Η πρώτη παράμετρος είναι συνάρτηση των αμυντικών δαπανών, ενώ η δεύτερη εξαρτάται από το βαθμό πραγματισμού και ιδεολογικής πόλωσης σε σχέση με τον αντίπαλο. Η διασταύρωση αυτών των δύο μεταβλητών ορίζει πέντε διαφορετικούς τύπους μεσαίων δυνάμεων, καθεμία εκ των οποίων χαρακτηρίζεται από συγκεκριμένες συμπεριφορές: σύμμαχος, σταθεροποιητής, επιτιθέμενος, διαμεσολαβητής και δορυφόρος.
Η Τουρκία ως μεσαία δύναμη
Στην ταξινόμηση των δυνάμεων με βάση την έκταση, τον πληθυσμό, το ΑΕΠ και τις στρατιωτικές δαπάνες, η Τουρκία εμπίπτει πλήρως στις μεσαίες δυνάμεις και παρουσιάζει το προφίλ του επιτιθέμενου. Στόχος του επιτιθέμενου είναι να διατηρήσει το δικό του στάτους, αποφεύγοντας την κυριαρχία της συντηρητικής δυνάμεως χωρίς να συντριβεί από την αναθεωρητική. Έχει μια ιδεολογική σχέση αντίθεσης με τη συντηρητική δύναμη, διαθέτει υψηλούς οικονομικό-στρατιωτικούς πόρους και ελάχιστους περιορισμούς δράσης. Απέναντι σε μια αναθεωρητική απειλή, θα τείνει καταρχάς να υιοθετήσει τη στρατηγική γνωστή ως «Bandwagoning»[2] δηλαδή να ενωθεί με την αναθεωρητική δύναμη για να προστατευτεί από τη συντηρητική δύναμη στην οποία αντιτίθεται ιδεολογικά, αλλά θα εξακολουθεί να βρίσκεται παγιδευμένη ανάμεσα σε δύο επικίνδυνες εστίες (πόλους) και να απειλείται και από τις δυο.
Σε συστημικό επίπεδο, η Ρωσία χαρακτηρίζεται ως μια αναθεωρητική δύναμη, με φιλοδοξία να επιστρέψει σε πρωταγωνιστικό παγκόσμιο ρόλο. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, από την άλλη, είναι η συντηρητική δύναμη, σε σχέση με την οποία η Τουρκία βρίσκεται πλέον σε ιδεολογική αντίθεση, αφού η απώλεια του ρόλου της ως αμυντικού προμαχώνα κατά του κομμουνισμού έχει μειώσει το στάτους της. Η συμμαχία της Τουρκίας με τις ΗΠΑ, που εδραιώθηκε κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, γνώρισε συχνά στιγμές έντασης όταν τα συμφέροντα των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ ήρθαν σε σύγκρουση με εκείνα της Τουρκίας. Ένα ξεκάθαρο παράδειγμα αυτού είναι το άλυτο ζήτημα της Κύπρου, στο οποίο ο Αμερικανός Πρόεδρος Τζόνσον είχε ήδη παρέμβει το 1964 για να σταματήσει την τουρκική κατοχή, η οποία ωστόσο έγινε το 1974. Με την Ισλαμική επανάσταση στο Ιράν, οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις βελτιώθηκαν και στη συνέχεια εξασθένησαν με την κατάρρευση του Τείχους του Βερολίνου και την αμερικανική υποστήριξη των αυτόνομων κουρδικών οικισμών στο Ιράκ μετά τον Πρώτο Πόλεμο του Κόλπου. Από τότε, και ειδικότερα με την άνοδο του Ερντογάν στην εξουσία, έχουν αυξηθεί σημαντικά οι στιγμές έντασης. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε δυο: α) την τουρκική υποστήριξη των συμφερόντων της Ρωσίας στη Βαλτική και β) την αγορά του οπλικού συστήματος S-400 το 2017. Η αποτυχία της Άγκυρας να ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση συνέβαλε στην επιδείνωση των σχέσεων με τη Δύση, με επιπτώσεις και σε επίπεδο ΝΑΤΟ.
Η υπόθεση της Συρίας και οι σχέσεις με τη Μόσχα
Από τη δεκαετία του 2000, η Άγκυρα χρησιμοποιεί όλο και περισσότερο την εξωτερική πολιτική για να διεκδικήσει την αυτονομία της και να προσπαθήσει να αυξήσει την επιρροή της στη Μέση Ανατολή και τη Μεσόγειο, με προβολή ίδιας ισχύος στο Ναγκόρνο Καραμπάχ, τη Σομαλία και το Αφγανιστάν. Η δυσαρεστημένη με τις ΗΠΑ Τουρκία, πλησίασε τη Ρωσία, με τον κίνδυνο να βρεθεί σε σύγκρουση και με τις δύο δυνάμεις, μια πιθανότητα που φάνηκε να υλοποιείται το 2015 με τη ρωσική επέμβαση στη Συρία, έναν ιστορικό σύμμαχο της Ρωσίας, και τη χρήση της ναυτικής βάσης στην Ταρτούς. Ο εμφύλιος πόλεμος που ξέσπασε το 2011 είδε την Τουρκία να υποστηρίζει τους Σύρους αντάρτες, ώσπου το 2015 η απειλή της απώλειας μιας στρατηγικής θέσης στη Μεσόγειο, ώθησε τη Ρωσία να παρέμβει και να αλλάξει τη ροή της σύγκρουσης. Ως εκ τούτου, η Τουρκία έπρεπε να αναθεωρήσει τη στρατηγική της κάνοντας διάλογο με τη Ρωσία και το Ιράν στην αναζήτηση μιας διπλωματικής λύσης και σταδιακά να πλησιάσει ξανά τη Ρωσία. Η περίπτωση της Συρίας δείχνει, ωστόσο, ότι αυτή η προσέγγιση είχε και ποικιλες αντιθέσεις. Στην πραγματικότητα οι σχέσεις μεταξύ Άγκυρας και Μόσχας χαρακτηρίζονται από μια συνεχή έξαρση της έντασης που εξισορροπείται από την ικανότητα «τμηματοποίησης» των προβλημάτων για την αναζήτηση λύσεων αμοιβαίου οφέλους, που απορρέουν από τη συνεργασία, χωρίς ωστόσο να εγκαταλειφθεί ο διαρκής ανταγωνισμός. Με την πάροδο του χρόνου, οι δύο χώρες βελτίωσαν την ικανότητα διαχείρισης των μεταξύ τους συγκρούσεων με βάση τρεις παράγοντες: τις κακές σχέσεις και των δύο με τη Δύση, την εξατομίκευση των διαδικασιών λήψης αποφάσεων σε επίπεδο Προέδρων και την αμοιβαία «διαπλοκή» μεταξύ των οικονομιών των δυο χωρών, γεγονός που καθιστά μεγάλο το κόστος ενός ενδεχόμενου διαζυγίου.
Συμπεράσματα
Στην τουρκική εξωτερική πολιτική, η περίπτωση της Συρίας είναι παραδειγματική καθώς αφορά μια εσωτερική σύγκρουση που έχει διεθνοποιηθεί αναδεικνύοντας την ικανότητα της Τουρκίας να καταλήγει σε συμφωνία με τη Ρωσία, ενώ αντιτίθεται στις ΗΠΑ. Η στάση της Τουρκίας χαρακτηρίζεται από μια προοδευτική απόσπαση από τον δυτικό κόσμο με αυξανόμενες συγκρούσεις με τις ΗΠΑ, την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ. Μια στρατηγική θέση που πρέπει να ερμηνευθεί ως συνειδητοποίηση της απώλειας της σημασίας του τουρκικού ρόλου στο διεθνές σύστημα μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και την εξαφάνιση της σοβιετικής απειλής. Από αυτή την άποψη, η προσέγγιση της Ρωσίας, από την τουρκική πλευρά, είναι λειτουργική και έχει ως στόχο την ανάκαμψη των διαπραγματευτικών όρων της Άγκυρας απέναντι στις ΗΠΑ προκειμένου να διατηρηθεί το στάτους της Τουρκίας ως μεσαία δύναμη.
ΣτΜ.: στις διεθνείς σχέσεις ο όρος αναφέρεται στις περιπτώσεις όπου ένα κράτος ευθυγραμμίζεται με μια ισχυρότερη, αλλά εχθρική δύναμη, παραδεχόμενο ότι ο ισχυρότερος αντίπαλός του, που μετατρέπεται σε εταίρος, θα κερδίσει περισσότερα λάφυρα από τις κατακτήσεις. Για κάποιους αναλυτές, όπως ο John Mearsheimer, αυτή είναι μια στάση που δείχνει την αδυναμία μιας χώρας.