Και εάν σταθούμε με συγκεκριμένο τρόπο στην Ελληνική περίπτωση, η θέση των υπο-θεμέλιων αντιλήψεων της εξουσίας να υποστηρίζει την παράδοση του ενός δέκατου του Ελληνικού έθνους –που επί χιλιάδες χρόνια ζει στο σημαντικότερο γεωπολιτικό σημείο του πλανήτη– στον ακραία αναθεωρητικό και ακραία απειλητικό γείτονα; Γιατί αυτό είναι η ΔΔΟ με πολιτική ισότητα που καταργεί την ΚΔ και καθιστά την Τουρκία κυρίαρχο στην την Ελλάδα στρατηγικό όμηρό της.
Το παρόν και δύο προηγούμενα γράφονται μετά την υπογραφή αμυντικής συμφωνίας με την Γαλλία. Αφορά κάθε άλλη παρόμοια και συναφή σχέση ή συμφωνία και όλα τα συμπαρομαρτούντα πολιτικά, νομικά, διπλωματικά και στρατηγικά ζητήματα. Πολύ συναφής εάν όχι πανομοιότυπη είναι η συζήτηση πριν τρεις δεκαετίες για την Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση. Απλά στην Ελλάδα τα παρακμιακά φαινόμενα είναι σταθερά επαναλαμβανόμενα και καλό είναι να υπενθυμίζονται και να συνδέονται με τις διαιωνιζόμενες παθολογίες που τα προκαλούν. Ακόμη και «χρυσαφένια» να είναι μια αμυντική ή διπλωματική σχέση είναι στο κενό όταν οι αναλύσεις που την αφορούν είναι ερασιτεχνικές, μεταμφιέσεις επικοινωνιακών τεχνασμάτων και ασύμβατες με το κρατοκεντρικό σύστημα όπως είναι και όπως εξελίσσεται.
Έτσι, όταν η Ελλάδα εισήλθε στην ΔΕΕ αρχές του 1990 στο εξώφυλλο του Οικονομικού Ταχυδρόμου όπου και εμείς γράφαμε έγραφα δέσποζε το «ΕΓΓΥΗΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΣΥΝΟΡΩΝ». Παρόμοιες αλματώδεις εκλογικεύσεις οι οποίες στερούνται γνώσης για την διεθνή και ευρωπαϊκή πολιτική είναι κάτι –επαναλαμβάνεται– πολύ σύνηθες τις τελευταίες δεκαετίες. Όποιος τις αντέκρουε ή συνεχίζει να τις αντικρούει οι αντιδράσεις κυμαίνονταν από ειρωνείες μέχρι δολοφονίες χαρακτήρα. Αντικρούοντας λανθασμένες αναλύσεις και θέσεις περί Ευρώπης κανείς εισέπραττε και συνεχίζει να εισπράττει ακόμη και μεταμφιεσμένες ύβρεις με ανυπόστατα συνθήματα περί αντί-Ευρωπαϊσμού. Το ίδιο όταν υπογραμμίζεται το αυτονόητο, για παράδειγμα η ανάγκη για συναλλαγές στην βάση εθνικών συμφερόντων ως κάτι εκτός επίγειων συμφερόντων.
Η έννοια «εθνικό συμφέρον», μας έγραψε ένα συγκεκριμένος φορέας τίτλων σε επιφυλλίδα, ο οποίος διόλου τυχαία βρέθηκε σε θέση μεγάλης ευθύνης όσον αφορά την Ελληνική Ευρωπαϊκή πολιτική, είναι «Ελληνική ιδιοτροπία». Σε όλο τον κόσμο η φράση «εθνικό συμφέρον» είναι ιερή και απαραβίαστη στην Ελλάδα όμως θεωρείται «ιδιοτροπία» ή κατά άλλους «εθνικό συμφέρον της Μαριορής». Τέτοιες συζητήσεις είναι άγονες, άχαρες και ατελέσφορες αλλά καταμαρτυρούν το επίπεδο της γνώσης και επίγνωσης του ρόλου του κράτους και του τι ισχύει στην διεθνή πολιτική. Στην συγκεκριμένη συγκυρία από την πλευρά μας η απάντηση ήταν μονολεκτιοκή καλώντας να διαβάσουν μια μόνο ομιλία του Αμερικανού ή του Γάλλου προέδρου και να μετρήσει πόσες φορές ανέφεραν τον όρο «εθνικό συμφέρον».
Υπό τις συνθήκες που επικρατούν στην Ελλάδα τους δύο τελευταίους αιώνες ξένης εξάρτησης, λογικό ήταν και λογικό συνεχίζει να είναι φορείς τέτοιων θέσεων να συμβουλεύουν πρωθυπουργούς και υπουργούς που ακόμη και σε βιβλία τους έγραφαν ότι έχουμε παγκοσμιοποίηση, συνεπακόλουθα πλέον ένα διεθνικά συγκροτημένο νέο κόσμο και κατά συνέπεια το κράτος/κρατική κυριαρχία/εθνική ανεξαρτησία είναι περίπου περιττά ή και αναχρονιστικά και αντιδραστικά ως όροι και ως έννοιες.
Για να επανέλθουμε στην «εγγύηση των Ελληνικών συνόρων», τότε, δόθηκε ακόμη μια άχαρη «μάχη», για να εξηγηθεί – όπως και για πολλά ακόμη ζητήματα– ότι η ΔΕΕ δεν είναι αξιόπιστη και ότι η ΕΕ δεν διαθέτει αυτόνομη άμυνα και ασφάλεια για λόγους που αφορούν τις Ευρωατλαντικές σχέσεις, το «Γερμανικό ζήτημα» και άλλες ενδό-Ευρωπαϊκές βαθύτατες στρατηγικής διαφορές που όσοι ερευνούν τις στρατηγικές υποθέσεις μετά το 1945 τις θεωρούν δεδομένες. Οι διαφορές αυτές έγιναν ολοφάνερες σε όλους (πλην Ελλήνων) την φάση της Γερμανικής επανένωσης την περίοδο 1989-92.
Μάταια επίσης αναπτύχθηκαν επιχειρήματα για τις περί συμμαχιών τυπολογίες της στρατηγικής ανάλυσης που συγκλίνουν στο γεγονός ότι ποτέ δεν υπάρχει εγγύηση αλλά μόνο υπόσχεση συνδρομής. Και ότι η συνδρομή πάντα βρίσκεται υπό την αίρεση αναρίθμητων μεταβλητών μεγάλης κύμανσης που συμπλέκονται ακατάπαυστα και που αφορούν τα συμφέροντα, την ισχύ, τις ανακατανομές ισχύος, τις ανακατατάξεις των συμμαχικών συγκλίσεων και πλήθος άλλα κριτήρια και παράγοντα. Το εθνικό συμφέρον αυτού που λειτουργεί συμμαχικά είναι το προσδιοριστικό κριτήριο και μπορεί να εκτελεστεί ακόμη και εάν δεν υπάρχει η παραμικρή γραπτή συμφωνία.
Βέβαια, όσον αφορά την ΔΕΕ πριν πετεινός κράξει δις και ενώ στον Οικονομικό Ταχυδρόμο, στο Βήμα και αλλού διεξαγόταν «ομηρικοί καυγάδες» στους οποίους μοιραία ενεπλάκην, ποτέ δεν είπαν mea culpa οι αιθεροβάμονες όταν μια εβδομάδα πριν επισημοποιηθεί η ένταξη στην ΔΕΕ, λήφθηκε απόφαση ότι δεν ισχύει για κράτη μέλη του ΝΑΤΟ, μια δηλαδή φωτογραφική εξαίρεση των σχέσεων Ελλάδας – Τουρκίας.
Επειδή επί της ουσίας αυτά τα ζητήματα έχουν αναλυθεί εκτενώς αλλού απλά αναφέρεται ότι εδώ στην Ελλάδα μερικοί διαπράττουμε διαρκώς το λάθος να συμμετέχουμε για να αναφερθούν μερικές στοιχειώδεις θέσεις/επιχειρήματα. Έτσι, το ίδιο και στην παρούσα φάση έχουμε χείμαρρο παραμιλητών για μια συμφωνία (με την Γαλλία) που μαζί με πολλά άλλα θα μπορούσε να ενισχύσει τις προϋποθέσεις της Εθνικής στρατηγικής. Μόνο και μόνο να αναφέρεις τα κριτήρια και παράγοντες που θα την καταστήσουν σημαντική, όμως, αποδεικνύεται ότι είναι άγονη προσπάθεια κόντρα στον από καιρό εδραιωμένο χείμαρρο επικοινωνιακών τεχνασμάτων, γνωμών, ιδεολογημάτων και αλματωδών εκλογικεύσεων. Εάν λοιπόν κανείς αναλύσει την ουσία και πότε και πως μια τέτοια συμφωνία συγκροτεί αξιόπιστη συμμαχική σύγκλιση και ποιες είναι οι προϋποθέσεις εξ αυτού να ενισχυθεί η Ελληνική στρατηγική, είναι εκτός κλίματος των «πολιτικών» και «επιστημονικών» συζητήσεων.
Έστω συντομογραφικά και επειδή αυτό αφορά το κλίμα αλλά και τον τρόπο διεξαγωγής του δημόσιου διαλόγου για τόσο σοβαρά ζητήματα, καλά κάνουμε να υπενθυμίσουμε μερικές πτυχές της πολύμηνης εάν όχι πολυετούς συζήτησης πριν τρεις δεκαετίες για την ΔΕΕ. Για να υπογραμμιστεί, βασικά, ότι είναι ένα πράγμα η εθνική στρατηγική και άλλο οι συγκλίσεις ή διαφορές με άλλα κράτη, οι υποσχέσεις ή ακόμη και οι τυπικές ή άτυπες συμμαχικές συγκλίσεις. Οι υποσχέσεις αυτές επενεργούν βοηθητικά μόνο μάλιστα:
α. Όταν υπάρχει αξιόπιστη εθνική στρατηγική των εμπλεκομένων κρατών και κυρίως του αναμένοντος συνδρομή λιγότερο ισχυρού και
β. Όταν μετά την σύναψη συμμαχικών συμφωνιών τους επόμενους μήνες και χρόνια μεθοδεύονται προσεγγίσεις μεγιστοποίησης των ερεισμάτων που οδηγούν σε στέρεες συναλλαγές και δεσμεύσεις. Αιφνιδιαστικές ανακοινώσεις, κοινές συνεντεύξεις, ακόμη και συνομολόγηση τυπικά δεσμευτικών συμφωνιών δεν θεμελιώνονται ως αξιόπιστα γεγονότα όταν κινήσεις της τελευταίας στιγμής πολύ γρήγορα εξανεμίζονται και σιγάζουν.
γ. Το κύριο μέλημα του κράτους που έχει μεγάλη ανάγκη μια στρατιωτική συνδρομή σε ώρα ανάγκης είναι
1. Να διαθέτει το ίδιο αυτοδύναμη και αυτεξούσια αποτρεπτική δύναμη και ισχύ να επικρατήσει στην έναρξη μιας διένεξης,
2. Τα συμπλεκόμενα συμφέροντα των ενδιαφερομένων αλλά και των τρίτων και πως εξελίσσονται στην διεθνή πολιτική.
3. Όταν μεθοδικά καλλιεργεί συμφέρον του συμβαλλόμενου κράτους να προστρέξει σε ενίσχυσή του.
4. Όταν αυτά ενισχύονται εμπράγματα με συγκεκριμένες ενέργειες όπως για παράδειγμα με παρουσία στρατευμάτων του άλλου κράτους που θα το εμπλέξουν αμέσως. Και πολλά άλλα.
Στις περί συμμαχιών αναλύσεις της στρατηγικής θεωρίας η ρήτρα συνδρομής ποτέ δεν θεωρείται δεδομένη. Το συμπέρασμα αυτό το εδραίωσαν εκτεταμένες αναλύσεις που διερεύνησαν τους προσανατολισμούς και τις προϋποθέσεις που ενισχύουν ή αποδυναμώνουν μια τυπική ή άτυπη συμμαχική σύγκλιση. Βασικά, η ιστορική εμπειρία διδάσκει ότι οι ισχυρότερες συμμαχικές συγκλίσεις δεν είναι γραμμένες σε κανένα χαρτί και σίγουρα δεν έχουν σχέση με φιλίες, συναισθηματισμούς, συναδελφώσεις και άλλα συνήθη που ακούγονται στην Ελλάδα και αναμφίβολα προκαλούν γέλωτες σε όλους τους τρίτους.
Όσον αφορά την χαρακτηριστική περίπτωση της ΔΕΕ και ενώ οι συζητήσεις οίκοι συνεχίζονταν, το τι ισχύει όσον αφορά την Ευρωπαϊκή άμυνα επισφραγίστηκε στην σύνοδο του ΝΑΤΟ το 1996 όταν αποφασίστηκε ότι αμυντικές προσπάθειες θα τίθενται υπό την αίρεση της Ατλαντικής Συμμαχίας. Τελεία και παύλα και εκεί είμαστε ακόμη όχι μόνο επειδή είναι γραμμένο κάπου αλλά επειδή αυτές είναι οι προϋποθέσεις των ευρωατλαντικών και ευρωστρατηγικών υποθέσεων. Το ότι οι τελευταίες βρίσκονται υπό την αίρεση διεθνών και κυρίως στρατηγικών εξελίξεων δεν υπάρχει αμφιβολία. Όμως, για σωστή διάγνωση απαιτείται να υπάρχει σωστή ανάλυση της διεθνούς πολιτικής και κυρίως των ηγεμονικών δυνάμεων και των κρατών που απειλούν.
Όσον αφορά την Ευρωπαϊκή άμυνα, βέβαια, πολλοί έχουμε γράψει στο παρελθόν ότι κανείς δεν εμποδίζει τα μέλη της ΕΟΚ που τώρα ονομάζεται ΕΕ να βάλουν το χέρι βαθιά στην τσέπη και να διαθέσουν τα αναγκαία πολύ μεγάλα ποσά για ανεξάρτητη Ευρωπαϊκή Άμυνα. Αυτό όμως είναι το κριτήριο; Η απάντηση είναι ότι θα το έκαναν όχι για να κάνουν μια κοινή Ευρωπαϊκή άμυνα αλλά μια συμμαχική δομή και μόνο όταν για αυτό α) είχαν μεγάλο εθνικό συμφέρον που εξυπηρετείται και β) δεν υπήρχαν μεγάλες στρατηγικές διαφορές που καθιστούν κάτι τέτοιο εξωπραγματικό.
Όποιος αμφιβάλλει να διερωτηθεί γιατί παρά τις μεγαλόστομες διακηρύξεις δεν το έπραξαν μετά το 1945 και να εάν ενδιαφέρεται να καταλάβει να μελετήσει τους επιμέρους λόγους. Το ότι Μεταπολεμικά και Μεταψυχροπολεμικά η Ευρώπη και τα κράτη της Κοινότητας λειτουργούν μόνο βοηθητικά ως μέλη της Ατλαντικής Συμμαχίας (ειρηνευτικές αποστολές κτλ) οφείλεται σε βαθύτατες στρατηγικές διαιρέσεις που εκκρεμούν και «έχουν μέλλον». Αυτές να μελετήσει κάποιος για να καταλάβει τι βάση έχουν οι κατ’ εμάς πρόσφατες ρητορικές και επικοινωνιακής σημασίας εκκλήσεις για «Ευρωπαϊκό στρατό» (των Γάλλων αλλά επικουρικά και Ελληνικών).
Εύλογα θα διερωτηθεί κανείς για τον λόγο διαδοχικών και επί δεκαετίες παρεμβάσεων όπως η παρούσα. Είναι επειδή όπως και στο παρελθόν αποτελεί θανάσιμο σφάλμα να νομίζει κανείς, ακριβώς, όπως γράψαμε το 1991 στην «διαμάχη» για την ΔΔΕ, ότι «θα πέσουν Δανοί (και σήμερα Γάλλοι) αλεξιπτωτιστές στην Ρόδο» ή κάπου αλλού στο Αιγαίο ή στην Κύπρο.
Αυτό θα ισχύσει στην περίπτωση της Γαλλίας εάν, πέραν του μεγάλου γαλλικού συμφέροντος, υπάρξει άμεση και επί τόπου εμπλοκή της στα σύνορα με την Τουρκία και την Κύπρο και εάν η Ελλάδα καλλιεργήσει τόσο την παράσταση αξιόπιστου στρατηγικού κράτους όσο και εάν μεριμνήσει να συμπλέκει διαρκώς τα Ελληνικά συμφέροντα με τα Γαλλικά με συντελεστικό τρόπο. Να διαχειρίζεται επίσης ορθολογιστικά σχετιζόμενα ζητήματα με κράτη όπως οι ΗΠΑ αλλά και ευρωπαϊκά μέλη της Κοινότητας.
Σε κάθε περίπτωση σε όλες τις συμμαχικές σχέσεις τίποτα δεν είναι αυτοματοποιημένο, πάντα σε ύστατο επίπεδο ισχύει η αρχή της αυτοβοήθειας και μια συμμαχική συνδρομή είναι αξιόπιστη εάν συνοδεύεται με μεγάλα συμφέροντα αλλά και με εμπράγματη εμπλοκή όπως η παρουσία στρατευμάτων.
Οι συμβατικές διαμάχες που εξακολουθητικά και επί δεκαετίες επηρεάζουν τα Ελληνικά εθνικά συμφέροντα συχνά επισκιάζουν την ουσία. Ενώ κάθε λογικός και ορθολογιστής αναλυτής θεωρεί αυτονόητα θετική την συμμετοχή σε όσους περισσότερους διεθνείς θεσμούς, αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι ο τρόπος συμμετοχής.
Η ΕΕ, για παράδειγμα, είναι ο πλέον ευνοϊκός διεθνής θεσμός ιδιαίτερα για ένα λιγότερο ισχυρό κράτος όπως η Ελλάδα. Όμως ο σκοπός εκπλήρωσης των εθνικών συμφερόντων δεν εξυπηρετείται εάν δεν γίνεται πλήρως κατανοητό πως αυτό οφείλεται στο γεγονός πως όπως η Κοινότητα εξελίχθηκε μετά το 1966 («Συμβιβασμός του Λουξεμβούργου») τα μέλη είναι ισότιμα και οι αποφάσεις είναι σχεδόν πάντα συναινετικές.
Επιπλέον, «ενώ είναι ένας πολιτικός-στρατηγικός νάνος» η Αμερικανική στρατηγική κάλυψη επέτρεψε να βρίσκεται στα θεμέλια ένας «νομικός γίγαντας» που θεωρούσαμε αυτονόητο ότι ένα κράτος όπως η Ελλάδα θα εκμεταλλευόταν για τα εθνικά της συμφέροντα με κατάλληλη –που όλοι ακολουθούν– διαπραγματευτική στρατηγική.
Αντί λοιπόν του σωστού «είμαστε ενταγμένοι ως ισότιμο μέλος» και αδιάλειπτα διαπραγματευόμαστε στην βάση των εθνικών συμφερόντων, στην Ελλάδα κυριάρχησε το δόγμα «ανήκουμε στην Ευρώπη». Καταμαρτυρείται από πολλά όπως οι στάσεις ουκ ολίγων στο ζήτημα της ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ, το σχέδιο Αναν που αντίβαινε στο ευρωπαϊκό κεκτημένο, την συνέχεια των διαπραγματεύσεων στην ίδια βάση ενώ τα συζητούμενα αντιβαίνουν στην Πράξη Προσχώρησης της ΚΔ στην Κοινότητα, την απουσία διασυνδέσεων όσον αφορά τις σχέσεις Τουρκίας-ΕΕ που μετά την Μαδρίτη εγκαταλείφθηκαν και ασφαλώς τα μνημόνια που αποτέλεσαν βασικά εκβιασμό των τεχνοκρατών –όπως οι ίδιοι ομολόγησαν μεταγενέστερα– προς όφελος διεθνικών χρηματοοικονομικών δρώντων.
Είναι λοιπόν ένα πράγμα να λες ότι θα πρέπει να έχεις στρατηγική σύμφωνα με την φύση, την δομή, τις λειτουργίες και την φυσιογνωμία της ΕΕ και άλλο να λες ότι θα εγγυηθεί κάποιος τα σύνορα είτε επειδή προσχώρησε η Ελλάδα στην ΔΕΕ ή συνήψε μια αμυντική συμφωνία με ένα κράτος-μέλος.
Εν τέλει, οι συμμαχίες ακόμη και οι πιο αξιόπιστες δεν αναπληρώνουν την απουσία ή τα ελλείμματα μιας εθνικής στρατηγικής. Αποτελεί γνωστικό κεκτημένο ακόμη και για πολιτικά νήπια ότι ο κατευνασμός σημαίνει είτε απώλεια χωρίς μάχη είτε στρατηγικό ανορθολογισμό που φέρνει μεγάλη πολεμική σύρραξη.
Εδώ βρισκόμαστε τα τελευταία χρόνια και τίποτα δεν θα αλλάξει με την συμφωνία με την Γαλλία εάν δεν υπάρξει αλλαγή κρατικού και στρατηγικού παραδείγματος. Εάν δεν υπάρξει αλλαγή κρατικού και στρατηγικού παραδείγματος που συμπεριλαμβάνει και κρατικά επιτελεία απαλλαγμένων κομματικών επιρροών ή ακόμη και συμμετοχής ιδιωτών, το χτένι μεγαλύτερων συμφορών θα φτάνει ολοένα και κοντύτερα στον κόμπο.
Συμφωνίες όπως αυτές με την Γαλλία απαιτούν στρατηγική σοβαρότητα και σωστή συνεκτίμηση όλων των κριτηρίων και παραγόντων που καθιστούν μια συμμαχία αξιόπιστη, συμφέρουσα και ενισχυτική.