Των
Γεωργίου Κ. Φίλη, Ph.D. & Ζαχαρία Β. Μίχα*
Δεν μπορεί η υφήλιος να αναγνωρίζει όσα έγιναν ως τη γαλλική και κατ’ επέκταση την ευρωπαϊκή 11η Σεπτεμβρίου, να αναγνωρίζουν τον ρόλο του αποκαλούμενου ως Ισλαμικού Κράτους στο μακελειό και από την άλλη να μη ληφθούν μέτρα τα οποία στόχο θα έχουν να αποδείξουν ότι τα σύγχρονα κράτη δεν θα επιτρέψουν σε μη κρατικούς δρώντες να υπαγορεύσουν την ατζέντα τους, πολλώ δε μάλλον να αμφισβητήσουν τον τρόπο ζωής της ενωμένης Ευρώπης.
Οι δυτικοί ηγέτες ήδη, ο ένας μετά τον άλλον περιγράφουν την διαμορφωθείσα κατάσταση ως «συνθήκες πολέμου» και δεσμεύονται να πράξουν όσα απαιτηθούν για να εξαφανίσουν την απειλή του Ισλαμικού Κράτους, ανεξαρτήτως του πόσο εφικτός είναι ο εν λόγω στόχος, σε πρώτη τουλάχιστον φάση.
Αναπόφευκτα, για στρατηγικούς και πολιτικούς λόγους η δράση αναμένεται να επικεντρωθεί στη Συρία, όπου τα μέτωπα είναι ανοικτά, οι πληγές χαίνουν και το Ισλαμικό Κράτος βρίσκεται υπό ασφυκτική πίεση μετά τη στρατιωτική επέμβαση της Ρωσίας και των Σιιτών συμμάχων της. Αξίζει να σημειωθεί πως η Μόσχα έχει πλέον διπλασιάσει και τις χερσαίες δυνάμεις οι οποίες ανέρχονται σε 4.000 στελέχη των ενόπλων δυνάμεων, αλλά και μισθοφόρους, σύμφωνα με κάποιες πληροφορίες.
Με δεδομένο πως η προσπάθεια θα επικεντρωθεί στο έδαφος της Συρίας, γίνεται κατανοητό πως λόγω της γεωγραφίας και των επιχειρησιακών δυνατοτήτων των δυτικών δυνάμεων, οι τρόποι δράσης ποικίλουν κάτι που σημαίνει πως ενδεχομένως και να μη δούμε χερσαίες δυνάμεις να εμπλέκονται άμεσα στις επόμενες φάσεις της κρίσης. Με άλλα λόγια, ακόμα και μετά την τραγωδία των Παρισίων, η ηγεσία της χώρας έχει την ψυχραιμία να αντιληφθεί πως είναι σε θέση να εμπλακεί εμφανώς στην σύγκρουση, χωρίς όμως να διακινδυνεύσει να δει τον δείκτη απωλειών της να αυξάνεται κατακόρυφα.
Η εντατικοποίηση των βομβαρδισμών από διάφορα αεροναυτικά μέσα, η αποστολή όπλων η εκπαίδευση και χρηματοδότηση «αξιόπιστων συμμάχων» οι οποίοι διαθέτουν χερσαίες κατά του ISIS είναι μία αποτελεσματική πρακτική, η οποία εάν συνδυαστεί με μία λελογισμένη εμπλοκή άκρως εξειδικευμένων δυνάμεων ειδικών επιχειρήσεων, καθώς και η παροχή πληροφοριών μέσω των εξελιγμένων επίγειων εναέριων και διαστημικών μέσων στους μαχητές των φίλιων δυνάμεων κατά του ISIS, θα αλλάξει τις ισορροπίες επί του εδάφους.
Φυσικά η εμφανής αλλά προσεκτική κλιμάκωση της εμπλοκής της Γαλλίας στον πόλεμο, θα περάσει και το κατάλληλο μήνυμα και στη Ρωσία, η οποία ειδικά από τη στιγμή που ενεπλάκη άμεσα στις πολεμικές επιχειρήσεις, δείχνει να προκρίνει τη δημιουργία μίας ευρύτερης συμμαχίας κατά του Ισλαμικού Κράτους.
Στο σημείο αυτό τίθεται και το καίριο ερώτημα, εάν η Γαλλία αποφασίσει να εμπλακεί πιο δυναμικά αλλά δεν θελήσει να στείλει στο έδαφος κάτι περισσότερο από μονάδες ειδικών επιχειρήσεων ή/και τη Λεγεώνα των Ξένων, τότε ποιον ακριβώς θα πρέπει να ενισχύσει στο έδαφος ώστε να εξαλείψει τουλάχιστον εδαφικά – διότι ιδεολογικά πλέον η σύγκρουση θα είναι πολύ σκληρή και μακροχρόνια – το Ισλαμικό Κράτος;
Οι προφανείς «μνηστήρες» στο συγκεκριμένο ερώτημα είναι τρεις: Πρώτον, η Τουρκία, δεύτερον οι Κούρδοι, τρίτον η Ρωσία. Κάθε μία από αυτές τις επιλογές έχει για το Παρίσι -και τη Δύση γενικότερα- πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Στις δυνητικές επιλογές εκτιμάται πως δεν πρέπει να υπολογίζονται ιδιαίτερα οι «αντικαθεστωτικοί» που «πολεμάνε τον Άσαντ και το Ισλαμικό Κράτος», διότι όπως η εμπειρία έχει δείξει πρόκειται για μη αξιόπιστους στην καλύτερη των περιπτώσεων «συμμάχους», πολλοί από αυτούς δεν έχαναν την ευκαιρία μόλις εκπαιδευτούν, οπλιστούν και χρηματοδοτηθούν να περάσουν στις γραμμές διαφόρων εξτρεμιστικών οργανώσεων, ή και ακόμα και του ίδιου του ISIS, αν και τώρα ο οπορτουνισμός μάλλον θα αλλάξει προσανατολισμό...
Από τον κατάλογο εξαιρούνται λογικά και οι δυνάμεις του Άσαντ, αφού σε μία τέτοια περίπτωση, το μήνυμα θα ήταν πως ολόκληρη η πολιτική γραμμή εναντίον της Δαμασκού, όπως αυτή είχε περάσει τα τελευταία τέσσερα έτη στη Δύση έχει καταρρεύσει. Εξάλλου, σε περίπτωση μεγάλης συμμαχίας που θα δράσει στην περιοχή, προφανώς και θα ενδιαφέρεται για την απεμπλοκή της, κάτι που δεν θα γίνει εάν πρώτα δεν υπάρξει μια κάποια συνολικότερη διευθέτηση του συνολικού προβλήματος.
Προχωρώντας στους τρεις «υποψηφίους» προς βοήθεια από την Γαλλία και την Δύση γενικότερα θα πρέπει να σημειωθεί πως οι περιπτώσεις δεν είναι καθόλου όμοιες.
Η Ρωσία, για παράδειγμα, δεν έχει ανάγκη να της παρασχεθεί βοήθεια της ιδίας φύσης με αυτή που απαιτείται για τους Κούρδους ή την Τουρκία. Μετά τα γεγονότα των Παρισίων, η πιθανότητα συνεννόησης, έστω και ευκαιριακής, δηλαδή σε τακτικό επίπεδο μεταξύ της Δύσης και της Μόσχας, έχει αυξηθεί θεαματικά, όπως διαφάνηκε και από τη συνάντηση Ομπάμα-Πούτιν στην Αττάλεια, σε εντελώς διαφορετικό από τις προηγούμενες φορές κλίμα.
Τέτοια συμφωνία, θα δώσει στην Μόσχα τον αναγκαίο πολιτικό και στρατιωτικό χώρο να εμπλακεί ακόμα πιο ενεργά και στην ουσία να επιχειρήσει να «καθαρίσει την παρτίδα» στη Συρία τόσο για τη ίδια όσο και για λογαριασμό των δυτικών, έχοντας ασφαλώς λάβει διαβεβαιώσεις για τα ανταλλάγματα που θα λάβει την επόμενη ημέρα...
Όπως μπορεί να γίνει κατανοητό, κάτι τέτοιο θα είχε ως πλεονέκτημα το ότι η επιφυλακτική στις χερσαίες στρατιωτικές επεμβάσεις Δύση, επιτίθεται στο Ισλαμικό Κράτος με έναν τρόπο που ελαχιστοποιεί τις δυνητικές της απώλειες. Σε μία δεύτερη ανάγνωση στην ουσία προ(σ)καλεί έναν γεωπολιτικό της αντίπαλο, τη Ρωσία, να εμπλακεί ακόμα περισσότερο σε μια κατάσταση η οποία εάν τελματωθεί θα αρχίσει να απομυζά τη δύναμη μίας ισχυρής αλλά με εμφανή αδύνατα σημεία -ειδικά στην οικονομία- Ρωσίας.
Ο θεωρητικός κίνδυνος φυσικά, είναι το Κρεμλίνο να μετατραπεί εκ των πραγμάτων στον κύριο ρυθμιστή των εξελίξεων, ενώ μέχρι πριν από λίγους μήνες δεν ήταν παρά μία από τις δυνάμεις που επιζητούσαν να παίξουν ρόλο στα τεκταινόμενα προασπίζοντας τα συμφέροντά τους, με το ρωσικό ενδιαφέρον να είναι -κατανοητά- κυρίως στραμμένο στην ανατολική Ουκρανία.
Η περίπτωση της Τουρκίας είναι η πλέον ενδιαφέρουσα και εμπλέκεται άμεσα τόσο με τις επιδιώξεις της Άγκυρας στο θέμα των Κούρδων όσο και στο ζήτημα του Σουνιτικού αναθεωρητισμού. Όπως έχει αναφερθεί και σε προηγούμενες αναλύσεις οι Τούρκοι βλέπουν το ζήτημα της Συρίας υπό ένα διπλό πρίσμα. Στο ζήτημα των Κούρδων επιδιώκουν πάση θυσία -και είναι μία πραγματική κόκκινη γραμμή για τους ίδιους- τη μη δημιουργία οποιουδήποτε κρατικού κουρδικού μορφώματος, όπως αυτού του Βορείου Ιράκ. Στο θέμα του Σουνιτικού Ισλάμ προσβλέπουν σε μία Συρία η οποία θα έχει μετατραπεί σε ένα ισλαμικό κράτος, ή θα περιλαμβάνει ένα τέτοιου είδους μόρφωμα, ώστε αυτό να ελέγχεται και να εξαρτάται από την Άγκυρα.
Όπως μπορεί να γίνει κατανοητό, κάθε βοήθεια προς την Τουρκία λειτουργεί ως παίγνιο μηδενικού αθροίσματος σε σχέση με τους Κούρδους. Ταυτόχρονα, εμπεριέχει πάντα το σπέρμα της αμφιβολίας των δυτικών για το κατά πόσον η Τουρκία στην ουσία το μόνο που θα επιδιώκει, θα είναι η αποδυνάμωση των Κούρδων και όχι των ισλαμιστών, εάν υποτεθεί ότι θα της επιτρεπόταν να προχωρήσει στον σχεδιασμό της, δηλαδή για αρχή την άμεση εισβολή στην Συρία και τη δημιουργία «ουδέτερης ζώνης».
Αξίζει να σημειωθεί πως το έδαφος στο οποίο απαιτεί η Τουρκία να καταλάβει και να δημιουργήσει τη «ζώνη ασφαλείας», στην πραγματικότητα προβλέπεται να αποτελέσει τον συνεκτικό χώρο μεταξύ των βορειοανατολικών κουρδικών καντονιών και του δυτικού καντονιού το οποίο βρίσκεται πλησίον των ακτών της Συρίας. Η ένωση δηλαδή των παραπάνω καντονιών, θα επιτρέψει στους Κούρδους της Συρίας να δημιουργήσουν μία συνεχή εδαφική ζώνη από τα σύνορα με τους ομοεθνής τους στους Βόρειο Ιράκ έως τις ακτές σχεδόν της Μεσογείου...
Είναι ξεκάθαρο πως μία χωρίς όρους βοήθεια της Δύσης προς την Τουρκία, θα ζημίωνε και επί του πεδίου τον πλέον αξιόπιστο -όπως αναφέρεται από την Ουάσιγκτον- σύμμαχο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την περεταίρω κλιμάκωση της βίας αλλά και της πρόσδεσης των Κούρδων στο άρμα της Μόσχας, αλλά και για τις προοπτικές αποφυγής γενικευμένης εμπλοκής δυτικών χερσαίων στρατευμάτων.
Εν ολίγοις, όλα όσα θα δούμε την επόμενη ημέρα στην περιοχή, θα συνδέονται με τον έναν ή τον άλλον τρόπο με την Τουρκία, η γεωγραφική γειτνίαση της οποίας, αλλά και η ξεκάθαρα αυτόνομη ατζέντα της, την οποία δε συμμερίζονται δυνάμεις που εμπλέκονται στη συριακή κρίση -Ρωσία, ΗΠΑ, κάποιες ευρωπαϊκές χώρες- ενώ κάποιες άλλες προσπαθούν να αποκομίσουν οφέλη χρησιμοποιώντας διπλωματική οδό που θα διέρχεται από την Άγκυρα...
Εν κατακλείδι, όποια και να είναι τα σενάρια και με βάση τα παραπάνω, μια ασφαλής καταρχήν πρόβλεψη, θα ήταν πως η Τουρκία θα επιχειρήσει να ευθυγραμμιστεί με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Σε περιόδους τόσο φορτισμένες, με τις κοινωνίες δυτικές και όχι μόνο να πνέουν μένεα εναντίον του ισλαμικού εξτρεμισμού τον οποίο η Τουρκία έχει τόσο πολύ υποστηρίξει έμπρακτα και επιχειρήσει να δικαιολογήσει, η Άγκυρα αντιλαμβάνεται ότι οι ανοχές εξαντλούνται και η προοπτική να προκληθούν σοβαρά προβλήματα που θα υλοποιήσουν τα πιο εφιαλτικά σενάρια, είναι απολύτως ορατή.
Ο φόβος της εμπέδωσης στις δυτικές ελίτ και κοινωνίες πως οι Κούρδοι αποτελούν τους πλέον αξιόπιστους συμμάχους, είναι σίγουρα βαρύνουσας σημασίας. Αυτή τη στιγμή η Άγκυρα, μετά το χάος που έχει δημιουργηθεί -για το οποίο φέρει μεγάλο μερίδιο ευθύνης- και κινδυνεύει να επηρεάσει και την ίδια, θα θέσει σε δεύτερη μοίρα την επιθετική της πολιτική (εξάπλωση ενός Νεοθωμανικού ισλαμικού αναθεωρητισμού) και θα θέσει ως προτεραιότητα τον περιορισμό του Κουρδικού κινδύνου.
H στρατηγική της αυτή χαρακτηρίζεται ως απόπειρα περιορισμού της ζημίας (damage control - limitation), αφού αντιλαμβάνεται πλέον ξεκάθαρα ότι οι δύο ισχυρότερες δυνάμεις που εμπλέκονται στις περιφερειακές εξελίξεις, οι ΗΠΑ και η Ρωσία, διατηρούν αμφότερες καλές σχέσεις με τον κουρδικό παράγοντα και με δεδομένη την επιθυμία τους να αποφύγουν τουλάχιστον την εκτεταμένη χερσαία εμπλοκή, σε συνδυασμό με τις αποδεδειγμένες στο πεδίο της μάχης στρατιωτικές ικανότητες των Κούρδων μαχητών, είναι πλέον νομοτελειακά σχεδόν βέβαιο, ότι θα επιχειρήσουν να τους εξοπλίσουν και να τους χρησιμοποιήσουν, υποστηρίζοντάς τους. Αυτό που πάντα επιθυμούσε δηλαδή να αποτρέψει η Άγκυρα…
Εν ολίγοις, οι εξελίξεις φέρνουν πιο κοντά από ποτέ, το χειρότερο από τα δυνητικά σενάρια εξελίξεων για την Τουρκία. Την ίδια στιγμή, το εσωτερικό της χώρας στα νοτιοανατολικά «βράζει», καθότι η μεθόδευση του Ερντογάν για να κερδίσει απόλυτη πλειοψηφία και να αλλάξει το σύνταγμα διασφαλίζοντας το πολιτικό του μέλλον, αποσταθεροποίησε τη χώρα, καθυποτάσσοντας την πολιτική διαπραγμάτευση για την επίλυση του Κουρδικού στις ιδιοτελείς πολιτικές του ανάγκες και προτεραιότητες, κάτι που η χώρα πληρώνει.
Η Τουρκία παγίως επιχειρούσε να παίξει το χαρτί του ΝΑΤΟϊκού προπυργίου στη Μέση Ανατολή και τον Καύκασο. Η διαφαινόμενη σύγκληση όμως Μόσχας και Ουάσιγκτον με καταλύτη της αντιστροφής του κλίματος τις τρομοκρατικές ενέργειες στο Παρίσι, προκαλεί ισχυρούς πονοκεφάλους στην Άγκυρα. Ακόμα κι αν φαντάζει ασφαλής πρόβλεψη κάποιος νέος κύκλος αντιπαράθεσης Ρώσων και Αμερικανών στο προσεχές διάστημα, η συνεργασία των δυο στο πιο κρίσιμο γεωγραφικά σημείο, όπου διακυβεύεται ακόμα και αυτή καθαυτή η εδαφική ακεραιότητα της Τουρκίας, αλλάζει τον ρόλο τους στο πλαίσιο της τουρκικής στρατηγικής, ως δυο παράγοντες τους οποίους η τουρκική διπλωματία επιχειρούσε να παίξει τον έναν απέναντι στον άλλον…
* Ο κ. Γεώργιος Φίλης είναι διδάκτωρ Γεωπολιτικής (Durham University, UK), Επισκέπτης καθηγητής Ευρωπαϊκών Υποθέσεων στο τμήμα Διεθνών Επιχειρήσεων και μέλος του Institute of Diplomacy & Global Affairs του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος – DEREE καθώς και μέλος του Ινστιτούτου Αναλύσεων Ασφάλειας & Άμυνας (georgios.filis@hotmail.com)
Ο κ. Ζαχαρίας Μίχας είναι Διευθυντής Μελετών στο Ινστιτούτο Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυναςπηγή