ΕισαγωγήΗ ελληνοτουρκική διαφορά στο Αιγαίο πέλαγος αποτελείται από ένα σύνολο περίπλοκων πολιτικών και νομικών ζητημάτων. Η Τουρκία προβάλλει μία σειρά από ενστάσεις, ιδίως σχετικά με:
Το εύρος της αιγιαλίτιδας ζώνης των ελληνικών νησιών στο Αιγαίο,
την χάραξη της υφαλοκρηπίδας της Ελλάδας και της Τουρκίας στα νησιά του Αιγαίου,
την εθνική κυριαρχία σε μία σειρά από νησιά, νησίδες και ύφαλους στο Αιγαίο,
την αποστρατιωτικοποίηση ορισμένων νησιών στο ανατολικό Αιγαίο, και
τις αμυντικές ζώνες και τον έλεγχο της εναέριας κυκλοφορίας στον ελληνικό εναέριο χώρο.
Τριβές και συγκρούσεις έχουν φέρει τις δύο χώρες στα πρόθυρα της ένοπλης σύρραξης αρκετές φορές κατά την διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών. Η εξερεύνηση πετρελαίου στο Αιγαίο το 1973 ήγειρε για πρώτη φορά τις Τουρκικές διεκδικήσεις και προκάλεσε γενικευμένη αμφισβήτηση σχετικά με την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας. Η επέμβαση της Τουρκίας στην Κύπρο το 1974 οδήγησε τις δυο χώρες στα όρια του πολέμου. Περαιτέρω, η κρίση στα Ίμια το 1996 οδήγησε σε αμφισβήτηση της εθνικής κυριαρχίας της Ελλάδας σε ορισμένες βραχονησίδες του Αιγαίου.
Μολονότι τις τελευταίες δεκαετίες οι δυο χώρες προχώρησαν σημαντικά στην άμβλυνση των εντάσεων και στην επίλυση των διαφορών τους μέσω διπλωματικών διαπραγματεύσεων – ιδίως ενόψει της πρόθεσης της Τουρκίας να προσχωρήσει στην Ευρωπαϊκή Ένωση – οι πρόσφατες πολιτικές συγκυρίες έχουν αναζωπυρώσει τις εντάσεις στο Αιγαίο.
Κατά την διάρκεια των τελευταίων μηνών έχουν αυξηθεί κατακόρυφα τα περιστατικά παραβίασης του ελληνικού εναέριου χώρου από Τουρκικά F-16 και οι υπερπτήσεις πάνω από ελληνικά νησιά από μαχητικά αεροπλάνα της τουρκικής πολεμικής αεροπορίας, ενώ η ένταση στην ευρύτερη περιοχή έχει κλιμακωθεί με παράλληλα στρατιωτικά γυμνάσια. Πρόσφατα ο Πρόεδρος της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν αμφισβήτησε ανοιχτά το κύρος της Συνθήκης της Λωζάννης, γεγονός που οδήγησε σε οξύτατη διπλωματική αντιπαράθεση. Παράλληλα, η αύξηση των προσφυγικών ροών στο Αιγαίο και η λειτουργία της Συμφωνίας ΕΕ-Τουρκίας για την διαχείριση των μεταναστευτικών ροών έχουν εμπλέξει ζητήματα ευρύτερης γεωστρατηγικής και πολιτικής σημασίας.
Ο σκοπός αυτής της μελέτης είναι να παρουσιάσει τα κρίσιμα ζητήματα οριοθέτησης της κρατικής κυριαρχίας των δυο Κρατών που αναφύονται στα πλαίσια της διαφοράς στο Αιγαίο, με βάση τους ισχύοντες κανόνες διεθνούς δικαίου και τις πρόσφατες νομολογιακές εξελίξεις στο διεθνές δίκαιο της θάλασσας.
- Tο Κεφάλαιο 2 εξετάζει την Συνθήκης της Λωζάννης, η οποία αποτελεί την βάση της διαφοράς.
- To Κεφάλαιο 3 εξετάζει το ζήτημα της αιγιαλίτιδας ζώνης των νησιών του Αιγαίου.
- Το Κεφάλαιο 4 εξετάζει το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας της Ελλάδας και της Τουρκίας.
- Το Κεφάλαιο 5 εξετάζει την ενδεχόμενη οριοθέτηση της Ελληνικής ΑΟΖ.
Η Συνθήκη της Λωζάνης
Νομική βάση της Έλληνο-Τουρκικής διαφοράς αποτελεί η Συνθήκη της Λωζάνης, η οποία αντικατέστησε την Συνθήκη των Σεβρών. Η Συνθήκη υπογράφηκε στις 24 Ιουλίου 1923 μεταξύ των συμμαχικών χωρών (συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας) που πολέμησαν μαζί στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και στην Μικρασιατική εκστρατεία (1919-1922), και της Τουρκίας. Η Συνθήκη της Λωζάνης, ανάμεσα σε άλλες λειτουργίες της, έληξε τον πόλεμο μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας και έθεσε τα σύνορα της σύγχρονης Τουρκίας τόσο στην ηπειρωτική γη όσο και στα νησιά του Αιγαίου.
Με βάση τα άρθρα 12 και 15 της Συνθήκης της Λωζάνης, η Τουρκία διατηρεί την εδαφική της κυριαρχία στα νησιά της Ίμβρου και της Τενέδου, τα οποία εξαιρέθηκαν από την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών, και για τα οποία προβλέφθηκε ειδική οργάνωση αποτελούμενη από τοπικά στοιχεία αυτοδιοίκησης που οφείλουν να παρέχουν στον τοπικό μη μουσουλμανικό ιθαγενή πληθυσμό εγγυήσεις προστασίας του προσώπου και της περιουσίας τους.
Περαιτέρω, με βάση το άρθρο 16 της Συνθήκης της Λωζάνης:
“Η Τουρκία δηλοί ότι παραιτείται παντός τίτλου και δικαιώματος πάσης φύσεως επί των εδαφών ή εν σχέσει προς τα εδάφη άτινα κείνται πέραν των προβλεπομένων υπό της παρούσης Συνθήκης ορίων, ως και επί των νήσων, εκτός εκείνων ων η κυριαρχία έχει αναγνωρισθή αυτή διά της παρούσης Συνθήκης, της τύχης των εδαφών και των νήσων τούτων κανονισθείσης ή κανονισθησομένης μεταξύ των ενδιαφερομένων.”
Επίσης η Συνθήκη ορίζει πως τα νησιά και οι βραχονησίδες που κείνται σε 3 ναυτικά μίλια από την ακτή ανήκουν στην εθνική κυριαρχία του παράκτιου κράτους. Εντούτοις, η Συνθήκη δεν ρυθμίζει ρητά το ζήτημα των θαλάσσιων ζωνών που παράγουν τα νησιά του Αιγαίου και οι ακτογραμμές εκατέρωθεν του Αιγαίου.
Το σημείο αυτό έχει αποτελέσει σημείο ρήξης ανάμεσα στις γείτονες χώρες αναφορικά με την έκταση των κυριαρχικών δικαιωμάτων τους με βάση το διεθνές δίκαιο, ιδίως μετά την κωδικοποίηση και προοδευτική εξέλιξη του διεθνούς δικαίου για το δίκαιο της θάλασσας και την ανάπτυξη των τεχνολογικών δυνατοτήτων για την πρόσβαση και εκμετάλλευση των υποθαλάσσιων ορυκτών πόρων (κυρίως φυσικού αερίου και πετρελαίου).
ΜΠΟΡΕΙ Η ΤΟΥΡΚΙΑ ΝΑ ΑΚΥΡΩΣΕΙ ΜΟΝΟΜΕΡΩΣ ΤΗΝ ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΗΣ ΛΩΖΑΝΗΣ;Μολονότι ο Πρόεδρος της Τουρκίας έχει προσφάτως αμφισβητήσει το κύρος της Συνθήκης της Λωζάνης καλώντας σε αναθεώρηση των ελληνοτουρκικών συνόρων, τα επιχειρήματα αυτά δεν φαίνεται να στηρίζονται σε κάποιο συγκεκριμένο νομικό έρεισμα. Με βάση το άρθρο 14(1)(α) της Σύμβασης της Βιέννης για το Δίκαιο των Συμβάσεων, η πρόθεση ενός Κράτους να δεσμευθεί από τις διατάξεις μίας σύμβασης εκφράζεται δια της επικυρώσεως της σύμβασης κι εφόσον ο εκπρόσωπος του Κράτους αυτού έχει υπογράψει την οικεία σύμβαση. Εν προκειμένω, με την υπογραφή και επικύρωσή της, η Συνθήκη της Λωζάνης κατέστη τμήμα της έννομης τάξης της Τουρκίας κατά το άρθρο 2 του Τουρκικού Συντάγματος του 1921.
Κατά το άρθρο 26 της Σύμβασης της Βιέννης, κάθε σύμβαση σε ισχύ δεσμεύει τα μέρη της και πρέπει να εκτελείται με καλή πίστη. Το γεγονός ότι η Συνθήκη της Λωζάνης έχει υπογραφεί και επικυρωθεί από όλα τα μέρη σημαίνει ότι τα μέρη της δεσμεύονται να εφαρμόζουν τις διατάξεις της κατά την αρχή pacta sunt servanda (‘τα συμπεφωνημένα πρέπει να τηρούνται’). Η λογική των διεθνών συμβάσεων επιβάλλει ότι οι διατάξεις τους πρέπει να τηρούνται για την ανάγκη της ασφάλειας δικαίου και της σταθερότητας της διεθνούς κοινότητας. Η επίκληση περιστάσεων που ακυρώνουν μία διεθνή συνθήκη είναι εξαιρετικά σπάνια στην πράξη. Η ίδια η Σύμβαση της Βιέννης, άλλωστε, εισάγει ένα τεκμήριο διατήρησης των συμβάσεων σε ισχύ: με άλλα λόγια, κάθε σύμβαση που έχει υπογραφεί και επικυρωθεί σύμφωνα με τις διατάξεις της, τεκμαίρεται ότι είναι έγκυρη και δεσμεύει όλα τα μέρη της καθ’ όλη την διάρκειά της, και μονάχα το άλλο μέρος φέρει το βάρος να ανατρέψει αυτό το τεκμήριο, επικαλούμενο και αποδεικνύοντας την συνδρομή περιστάσεων που επιφέρουν την ακυρότητα, λήξη ή αναστολή της σύμβασης. Δεδομένου ότι η Τουρκική πλευρά δεν έχει προσκομίσει αποδείξεις περί την συνδρομή περιστάσεων που θα δικαιολογούσαν την ακύρωση της Συνθήκης, προκύπτει ότι το τεκμήριο ισχύος της Συνθήκης της Λωζάνης παραμένει ισχυρό.
Ως εκ τούτου, η Συνθήκη της Λωζάνης είναι σε ισχύ και τα μέρη δεσμεύονται να την εφαρμόσουν στις μεταξύ τους σχέσεις.
Συνεχίζεται...
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.