Η αίθουσα του κοινοβουλίου ήταν ασφυκτικά γεμάτη. Σχεδόν όλοι οι βουλευτές (πλήν ελαχίστων εξαιρέσεων) ήσαν παρόντες καθώς και τα μέλη του νέου υπουργικού συμβουλίου. Στα πάνω διαζώματα, κοινό και δημοσιογράφοι συνωστισμένοι, περίμεναν με περιέργεια την ομιλία του νέου πρωθυπουργού Γιάννου Βατάτζη σε αυτήν την έκτακτη πρό ημερησίας διάταξης συνεδρίαση, όπου η λεγόμενη υπηρεσιακή κυβέρνηση θα αναλάμβανε το δύσκολο - ομολογουμένως - έργο της μετάβασης της χώρας σε εκλογές και στην τήρηση των συμπεφωνημένων, μετά την έκων άκων παραίτηση της προηγούμενης, επίσης έκτακτης ανάγκης κυβέρνησης Παπαδήμα, η οποία και είχε ως κατάληξη τον γενικό ξεσηκωμό της 21ης Γενάρη και τα αιματηρότατα επεισόδια που έληξαν υπο το βάρος των 22 νεκρών και της πλήρους καταστροφής του κέντρου της πρωτεύουσας.
Ο Γιάννος Βατάτζης κάθονταν στο έδρανο του πρωθυπουργού, με φανερή την ένταση στο πρόσωπό του. Ηξερε οτι απόψε, τούτη την ώρα, θα έπαιζε σε μια ζαριά όλη του τη ζωή και ίσως και τη ζωή της πατρίδας. Κανείς δεν ήξερε εκτός απο αυτόν τι θα επακολουθούσε. Τι στ' αλήθεια θα επακολουθούσε. Ούτε καν ο Δημήτρης Στρατάκης, ο νέος υπουργός Οικονομικών, που καθόταν λίγα έδρανα πιο πέρα απο αυτόν και τον κοιτούσε επίμονα και με την αγωνία να του σκεπάζει το πρόσωπο. Κάθε λίγο και λιγάκι, έβγαζε τα γυαλιά του και τα καθάριζε με το μαντήλι, μιας και η άχνη που έβγαζε το μέτωπό του θόλωνε τα τζάμια σε χρόνο μηδέν!
Το μικρό εκκλησάκι του Αι Δημήτρη του Λουμπαρδιάρη, έσταζε ακόμα απο τη φλεβαριάτικη πρωινή δροσιά. Είναι απίστευτο, πόσους χειμώνες και πόσα καλοκαίρια πέρασε τούτη η μικρή, μα πανέμορφη εκκλησίτσα. Και πόσα δεν είχε δεί και νοιώσει, μέσα σ' αυτή την απεραντοσύνη των αιώνων ζωής της. Ακόμη αχνίζει η λουμπάρδα του τούρκου Γιουσούφ Αγά που ανατινάχτηκε απο θεία παρέμβαση - πολλοί λένε πως ήταν θαύμα του Αι Δημήτρη ο κεραυνός που είχε πέσει πάνω της σκοτώνοντας τον τούρκο μαζί με με πολλούς συντρόφους του. Είχε βλέπεις σχεδιάσει τον αφανισμό όσων χριστιανών πήγαιναν ανήμερα της γιαρτής του Αγίου για να προσκυνήσουν. Ανήμερα θεριά οι αγαρηνοί, δε σεβόντουσαν τίποτα κι ήταν ολημερίς κι ολονυχτίς έτοιμοι για σφαγές και σκοτωμούς.
Ο πατερ-Γρηγόρης, ο εφημέριος της εκκλησίτσας, ήξερε τα πάντα γι αυτήν. Ο,τι κι αν τον ρώταγες για το εκκλησάκι και την πορεία του μέσα στους αιώνες σου έδινε την απάντηση στο λεπτό! Αγιος άνθρωπος, μοναχός χρόνια στ' Αγιον Ορός, ήρθε εδώ στα στερνά του να αναλάβει την εφημερία της εκκλησίτσας τούτης, που ήταν γι' αυτόν ένα ολοζώντανο κειμήλιο όχι μόνο της Ορθοδοξίας, μα και όλου του Ελληνισμού. Μόνο που το σημερινό πρωινό παραήταν αλλόκοτο γι αυτόν. Τον είχαν ξυπνήσει μέσα στα βαθιά χαράματα οι ασφαλίτες να ανοίξει το εκκλησάκι γιατί, λέει, κάποιος σημαντικός πολιτικός ήθελε να προσκυνήσει και να προσευχηθεί!
- Αλλο πάλι και τούτο, μουρμούραγε καθώς έσερνε το βήμα του στο δρομάκι, οδεύοντας προς τον μικρό ναό. Μέγας είσαι Κύριε! Ποιός μπορεί να ξέρει τα σχέδιά Σου...
Φτάνοντας μπροστά στη βαριά ξύλινη πόρτα του ναού, έβγαλε το παλιό βαρύ κλειδί και το έχωσε στη κλειδαριά. Το γύρισε κι ένας δυνατός, βαρύς μεταλλικός ήχος αντήχησε που ξύπνησε μερικά σπουργίτια, καθώς ήταν λουφαγμένα στο μικρό καμπαναριό. Η πόρτα υποχώρησε κι ο γέροντας μπήκε μέσα. Γύρισε τον μικρό διακόπτη κι ένα αχνό φώς πλημμύρισε το εκκλησάκι. Το βαρύ καντηλέρι μπροστά στην εικόνα του Αι-Δημήτρη κόντευε να σβήσει και τζιτζίριζε. Εκανε να πάρει το μπουκαλάκι με το αγγουρόλαδο για να συμπληρώσει με λάδι το φυτίλι, μα ξάφνου τινάχτηκε απο το άγγιγμα του Γιάννου Βατάτζη.
- Καλή σου μέρα γέροντα, έκανε ο Βατάτζης κι ένα ζεστό χαμόγελο ήταν ζωγραφισμένο στα χείλη του. Συμπάθα με που σε τρόμαξα, δε τό θελα. Συμπάθα με και για τη ταλαιπωρία τη πρωινή που σ΄ έβαλα σε φασαρίες!
- Καλη μέρα γιέ μου, έκανε ο παππούλης και σταυροκοπήθηκε. Δε σε άκουσα που μπήκες, ούτε και άκουσα αχό απο κανένα αυτοκίνητο. Εχω βλέπεις και κείνα τα προβλήματα με τη βαρυκοία... Εσύ είσαι ο...
- Ναί, εγώ παπούλη, τον έκοψε ο Βατάτζης. Και χίλα ευχαριστώ που με δέχτηκες. Σε τούτην εδώ την εκκλησίτσα με βάφτησε η μάνα μου, εδώ ερχόμουν τακτικά τις Κυριακές όταν ήμουν μικρός... Σήμερα είναι μεγάλη μέρα για μένα και θα θελα να...
- Ναί παιδί μου, καταλαβαίνω! Μη στενοχωριέσαι, κάτσε λιγάκι να βάλω λίγο λαδάκι στο καντηλέρι και θα πάω πίσω να ετοιμαστώ για τον όρθρο. Αναψε το κεράκι σου εσύ με την ησυχία σου, δε θα αργήσω...
- Παππούλη, δε θέλω να φύγεις... είπε ο Βατάτζης με σιγανή φωνή που τρεμόπαιξε για λίγο καθώς είχε απλώσει το χέρι και του βάστηξε τον ώμο. Θέλω να... Θέλω να με εξομολογησεις κι αν έχεις και λίγη κοινωνία, δώσε μου. Δεν έχω νηστέψει, μα έχω ανάγκη τον Θεό σήμερα, όσο ποτέ άλλοτε. Μπορείς;
Ο πατερ-Γρηγόρης τά χασε. Τον κοίταζε με ορθάνοιχτο βλέμμα, σαν να έβλεπε μπροστά του κάποιον άγιο ή κανέναν αρχάγγελο!
- Ποιός είσαι γιέ μου, μουρμούρισε.
Ο Βατάτζης προσπέρασε γρήγορα την έκλπηξη του γέροντα και συνέχισε πιο επτακτικά, αλλά στον ίδιο, παρακλητικό λόγο.
- Μπορείς γέροντα; Σε παρακαλώ! Ξέρω πως έπρεπε να πάω σε εξομολογητή, μα ο Θεός θαρρώ βλέπει. Και σε Εκείνον θα απευθυνθώ. Μην έχεις κρίμα το λοιπόν αν δεν έχεις τέτοια άδεια.
Ο γέροντας τον αγκάλιασε και τον φίλησε σταυρωτά. Ο Βατάτζης δεν είδε στο μισοσκόταδο ένα δάκρυ που είχε κυλήσει απο τα μάτια του γέροντα.
- Ας είναι δοξασμένο το όνομα του Κυρίου! αναφώνησε με στεντόρια φωνή. Ελα γιέ μου, πάμε στο Ιερό. Στο όνομα του Ενός και Αληθινού Θεού!
Ο γέροντας σταυροκοπήθηκε γι άλλη μια φορά και έπιασε απο το χέρι τον Βατάτζη, οδηγώντας τον στο εσωτερικό της εκκλησίτσας. Η μικρή φλογίτσα στο καντηλέρι, ξαφνικά φούντωσε και φώτισε δυνατά την εικόνα του Αι-Δημήτρη.
Ο πρόεδρος του Σοσιαλιστικού Κινήματος Γιώργος Ρωμανός , φανερά ανήσυχος, κοιταξε για τέταρτη φορά τα email του απο το ακριβό BlackBerry κινητό του και μουρμούρισε μια βρισιά στα αμερικάνικα. Ποτές του άλλωστε δεν είχε αποδεχτεί ως μητρική του γλώσσα τα ελληνικά, δε τα χώνευε αλλα ούτε κι αυτά φαίνεται να εκαναν το αντίθετο σ΄εκείνον. Κάθε φορά που πήγαινε να ξεσπάσει κάπου, οι πρώτες λέξεις που του έρχονταν στο στόμα ήταν αγγλικές. Κι αυτό, όσο νάναι, ξένιζε τους άλλους συνομιλητές του. Ακόμα και τη γυναίκα του.
- Ακόμα; είπε η Αννέτα Διαμαντή, επίσης "αμερικανοποιημένη" και δεξί του χέρι, πρώην υπουργίνα του όταν ήταν πρωθυπουργός.
- Ακόμα, έκανε ξερά ο Ρωμάνός. Κάτι ετοιμάζει αυτός κι αν οι φόβοι μου επαληθευτούν, την έχουμε άσχημα.
- Δε καταλαβαίνω, σαν τι δηλαδή να ετοιμάζει! Νομίζω οτι γινόμαστε παρανοικοί πρόεδρε. Κι ο Αντωνιάδης της ΕΥΠ άκομα πιο παρανοικός. Για να μην πω ανόητος.
- Ανόητος; Τι θέλεις να πείς; εκανε με αγωνία ο Ρωμανός. Δυο-τρείς βουλευτές που καθόταν πιο πέρα στο φουαγιέ γύρισαν και κοίταξαν προς το μέρος τους. Τόσο δυνατή ήταν η φωνή του Ρωμανού.
- Πρόεδρε, νομίζω οτι έχεις εκνευριστεί παραπάνω απ ό,τι πρέπει, τον καθησύχασε η Αννέτα. Και μας κοιτάνε απο κεί πέρα. Οπου νάναι θα αρχίσει την ομιλία του ο Βατάτζης, δεν πάμε μέσα σιγά-σιγά; Δεν είναι και τόσο ευγενικό να λείπεις εσύ απο το ξεκίνημα και τον χαιρετισμό.
Ξάφνου, το μάτι του Ρωμάνού πήρε κάποιον "φουσκωτό"¨της Ασφάλειας να περνά απο το διάδρομο και να χάνεται. Κάποιον, που κανονικά δεν θάπρεπε να βρίσκεται εδώ σήμερα.
- Τι γυρεύει αυτός εδώ! έκανε απορημένος και με μια δρασκελιά βρέθηκε να κοιτάει τον άδειο διάδρομο. Η Αννέτα τον ακολούθησε ξεφυσώντας.
- Ποιός ήταν; Ποιόν είδες; ρώτησε με βλέμμα που φανέρωνε τον εκνευρισμό της για τη συμπεριφορά του. Ο Ρωμανός στριφογύρισε τα μάτια του δεξιά - αριστερά.
- Κάποιος που ΔΕΝ ΕΠΡΕΠΕ να ήταν εδώ, αλλά κάπου ΑΛΛΟΥ! Τι γύρεύει εδώ τώρα;
Η Αννέτα του έσφιξε το μπράτσο και τον κοίταξε με ήρεμο, καθησυχαστικό βλέμμα.
- Δε ξέρω ποιόν είδες, αλλά πρέπει να ηρεμήσεις. Κι αν συμβαίνει κάτι, πρέπει να μου το πείς. Εχεις τόσο πολύ εκνευριστεί, που αρχίζεις να βλέπεις γύρω σου φαντάσματα. Μπορείς να ηρεμίσεις; Θα έχουμε πρόβλημα αν σε δούν οι άλλοι - και προπαντός ο Σωζόπουλος - με αυτά τα μούτρα. Ελα, πιές το τσάι σου και πάμε.
Ο Ρωμανός ξεφύσηξε και γύρισε πίσω στο μέρος που καθόταν. Σήκωσε το φλυτζάνι και κατέβασε μονορούφι το τσάι του. Οι τρείς βουλευτές απο απένταντι κάτι μουρμούρισαν μεταξύ τους και η Αννέτα τους κάρφωσε με βλέμμα διόλου φιλικό.
- Ο πρωθυπουργός κύριος Βατάτζης, έχει το λόγο, αναφώνησε ο Πρόεδρος της Βουλής μέσα απο το μικρόφωνό του. Γύρισε προς το μέρος του Βατάτζη και τον κάλεσε για άλλη μια φορά. Κύριε πρόεδρε, ελάτε παρακαλώ στο βήμα.
Ο Βατάτζης σηκώθηκε αργά-αργά απο το έδρανό του, κάτω απο το επίμονο βλέμμα του Στρατάκη που κόντευε να φάει τις παλάμες του, καθώς τις έτριβε εδώ και ώρα πάνω στο παντελόνι του. Μάζεψε τα χαρτιά του που είχε απλωμένα πάνω στο έδρανο, αλλά τα παράτησε κάτω. Κούμπωσε το σακκάκι του και με αργό, αλλά σταθερό βήμα, προχώρησε προς το βήμα. Ξεροκατάπιε, μα η γεύση απο το κρασί της κοινωνίας έμενε αναλλοίωτη μέσα στο στόμα του κι άς είχε πιεί στο μεταξύ ενα κάρο καφέδες.
"Αν εννοείς, αν πιστεύεις πραγματικά αυτά που μας αράδιασες πρίν από λίγο, είμαστε μαζί σου! Όλοι μας! Αποφασισμένοι για ζωή και για θάνατο! Αν όμως κάνεις πίσω, δε θα ζήσεις ούτε μια στιγμή! Αυτό το ορκίζομαι μπροστά σε όλους!"
Τα λόγια του στρατηγού Καλαρίτη βούιζαν στ' αυτιά του σαν δαιμονισμένα. Κοίταζε τους πάντες μέσα στην τεράστια αίθουσα, που κάποτε πριν πολλά χρόνια, ήταν η αίθουσα του θρόνου του Οθωνα και στον καθένα έβλεπε ένα βλέμμα αδιαφορίας, βαριεστημάρας αλλά και τυχοδιωκτισμού συνάμα. "Θεέ μου, βοήθα με!" Δεν ήταν η πρώτη φορά πού είχε τέτοιο κοινό απέναντί του. Τους αντιμετώπισε κι άλλες φορές, πολλές φορές στο παρελθόν. Μπορεί πολλές απ' τις παλιές φάτσες να εκλείπουν απόψε, αλλά ο παρονομαστής ήταν κοινός. "Προδότες, μικρόψυχοι, τιποτένιοι".
- Κύριε πρόεδρε, ακούστηκε η φωνή του Προέδρου της Βουλής. Ο Βατάτζης τινάχτηκε και γύρισε το κεφάλι του προς το μέρος του, με βλέμμα απλανές. Αισθάνεστε καλά; Να σας φέρουν ένα ποτήρι νερό;
Ο Βατάτζης τον κοίταζε με το ίδιο χαμένο βλέμμα. Ένοιωθε τη γλώσσα του να είναι δεμένη σφιχτά, όπως καμμία φορά νοιώθουμε όλοι μας όταν βλέπουμε κάποιον εφιάλτη. Και μέσα στο άσχημο όνειρο να μην μπορούμε να αρθρώσουμε λέξη.
- Ναι, καλά είμαι, ψέλλισε. Ενα ποτήρι νερό, ναί, σας ευχαριστώ...
Δεν πρόλαβε να αποσώσει και αμέσως ο κλητήρας είχε τοποθετήσει μπροστά του το ποτήρι με το νερό. Ο Βατάτζης το σήκωσε αμέσως και κατάπιε με βουλιμία όλο το δροσερό νερό σαν διψασμένος. Αμέσως, ένοιωσε το κορμί του δυνατό, σαν κάτι να τον άγγιξε με μαγικό ραβδάκι. Καθάρισε τον λαιμό του, έβγαλε τα πρεσβυωπικά γυαλιά του, τα δίπλωσε προσεκτικά και τα έχωσε στο σακάκι του.
- Κύριε Πρόεδρε, κύριοι βουλευτές, κύριοι υπουργοί. Φαντάζομαι πως δεν σας είμαι άγνωστος. Μέχρι πρίν από δέκα χρόνια, ίσως περισσότερα, ίσως δώδεκα ή δεκατέσσερα, ΄βρισκόμουν κι εγώ σε κάποιο από τα έδρανα τα οποία κάθεστε εσείς ή σε κάποιο υπουργικό έδρανο (γυρνώντας στους υπουργούς) που εσείς τώρα κάθεστε, επωμιζόμενοι τη βαριά θέση και ευθύνη, ενός υπουργείου. Όταν παραιτήθηκα και στη συνέχεια διαγράφηκα από την παράταξη στην οποία είχα ταχθεί από τον καιρό της μεταπολίτευσης, κατείχα κι εγώ την ίδια θέση. Τη θέση του υπουργού. Ένοιωθα... ένοιωθα βαριά την ευθύνη, να πέφτει στους ώμους μου... Ήξερα πως με κάθε μου υπογραφή, με κάθε μου νομοσχέδιο, με κάθε μου κουβέντα ή ενέργεια, επηρέαζα τη ζωή χιλιάδων συμπατριωτών μου, επηρέαζα ίσως το μέλλον τους, τη ζωή τους, τη ζωή των παιδιών τους... το ίδιο φαντάζομαι πως νοιώθατε κι εσείς, όσοι από εσάς διατελέσατε υπουργοί ή σε κάποια άλλη κυβερνητική θέση. Έτσι θέλω να πιστέψω τουλάχιστον. Είναι όμως έτσι στην πραγματικότητα; Υπήρχε αυτή η ευθύνη, το βάρος, στους ώμους σας; ... Η Ιστορία, η νεώτερη ελληνική Ιστορία, θα μπορούσε μόνο να το βεβαιώσει.
Όμως, εγώ που βρίσκομαι απόψε μπροστά σας και σας μιλώ, δεν είμαι ο ιστορικός που θα αποτανθεί με ειλικρίνεια και δικαιοσύνη πάνω σε αυτό το θέμα, όπως και σε πολλά άλλα θέματα και καταστάσεις που ζήσαμε εδώ και μια τριακονταετία τώρα, από τότε που η χούντα των προδοτών και των επίορκων είχε πέσει. Δεν είμαι, γιατί κι εγώ υπήρξα κάποτε, ένα μέρος αυτής της Ιστορίας. Και κατ' επέκταση, δεν θα μπορούσα να είμαι δίκαιος, αμερόληπτος, με καθαρή κρίση. Γιατί θα έπρεπε να κρίνω και τον ίδιο μου τον εαυτό, μιας κι εγώ συμμετείχα στην όποια στραβή πορεία πήρε η πατρίδα μας κι ο λαός της. Και φοβάμαι. Φοβάμαι πως ίσως η ετυμηγορία γι αυτό να είναι αρνητική. Και δε θα το άντεχα....
Κυρίες και κύριοι βουλευτές, εδώ και δύο χρόνια έχει ξεσπάσει στον τόπο μας μια απίστευτη θύελλα. Ένα απίστευτα μεγάλο κακό, που το έβαλε πείσμα να μας εξαφανίσει ως Έθνος απο το χάρτη των εθνών. Μια τρομερή οικονομική κατρακύλα, που ξαφνικά και μέσα σε μια στιγμή, μετέτρεψε νοικοκυραίους σε επαίτες, μαγαζάτορες κι επιχειρηματίες σε ζητιάνους, απλούς εργαζόμενους σε οικονομικούς σκλάβους. Μέσα σε μια στιγμή, θαρρείς και η κατάρα του Θεού έπεσε πάνω μας και μας σκέπασε! Τι έγινε λοιπόν και βρεθήκαμε όλοι μας σε αυτή θέση; Τι συνέβη και ξαφνικά άνοιξαν οι ουρανοί και έβρεξε φωτιά και θειάφι και κατέκαψε τα πάντα; Ποιός ευθύνεται γι αυτό; Μήπως εμείς; Μήπως οι ξένοι, απο τους οποίους χρόνια ολόκληρα δανειζόμασταν; Μήπως οι μεγάλες δυνάμεις, που ξαφνικά συνωμότησαν όλες μαζί με σκοπό να μας αφανίσουν; Ή μήπως ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΙΔΙΟΙ, που αφήσαμε, ενώ ξέραμε, το κακό να μας καταποντίσει; Σας ρωτάω! Ρωτάω εσάς κύριε Ρωμανέ, που τα τελευταία δυό χρόνια ήσασταν στη κυβέρνηση! Ρωτάω κι εσάς κύριε Σωζόπουλε, που ήσασταν στην αντιπολίτευση! Ρωτάω κι εσάς κύριε Καρατζά! Που ήσασταν κι εσείς στην αντιπολίτευση! Κι εσάς κύριε Δεμίρη, τον εκπρόσωπο της λεγόμενης Αριστεράς και της Προόδου! Εσάς, που εκπροσωπείτε - υποτίθεται - τον εργαζόμενο, τον εργάτη, τον μισθοσυντήρητο! Σας ρωτάω όλους! ΓΙΑΤΙ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΑΣ ΒΡΕΘΗΚΕ ΣΕ ΤΟΥΤΗ ΤΗ ΘΕΣΗ ΚΥΡΙΟΙ;
Μουρμούρες και φασαρία διαδέχτηκαν τα τελευταία οργισμένα λόγια του Βατάτζη απο το ακροατήριο των βουλευτών και των αρχηγών των κομμάτων. Πετάχτηκαν απο τη θέση τους ο Καρατζάς κι ο Ρωμανός και αμέσως ακολούθησε ο Δεμίρης μαζί με τον Σωζόπουλο.
- Σας παρακαλώ κύριε Βατάτζη, φώναξε ο Σωζόπουλος, εδώ δεν είμαστε για να δεχτούμε τη κριτική σας, εδώ είμαστε για να σας ακούσουμε για το τι πρόκειται να κάνετε για να οδηγήσετε τον τόπο με ασφάλεια στις εκλογές. Δεν είναι η στιγμή για δημαγωγίες! Ο Ελληνικός λαός βρίσκεται ένα βήμα πρίν τη κάλπη για να αποφανθεί με τη ψήφο του για το ποιός έφταιξε και γιατί! Κι αν υπάρχουν κάποιοι που έφταιξαν, γι αυτό υπάρχουν τα αρμόδια όργανα της Βουλής για να τους παραπέμψουν στη δικαιοσύνη! Επι του θέματος σας παρακαλώ!
Ο Βατάτζης τον κοίταξε με βλέμμα που πέταγε σπίθες. Ανέπνευσε βαθιά δυο-τρείς φορές και ανάκτησε ένα μέρος απο τη χαμένη ψυχραιμία του.
- Κύριοι, κύριοι ησυχία! φώναξε ο Πρόεδρος της Βουλής χτυπώντας το καμπανάκι. Σας παρακαλώ κι εγώ κύριε πρόεδρε της κυβέρνησης, επί του θέματος, δεν δημαγωγούμε αυτή τη στιγμή. Ορίστε, συνεχίστε!
Ο Βατάτζης ένοιωσε ένα σφίξιμο στη καρδιά. "Τι πάω να κάνω Θεέ μου;" Ζήτησε ακόμη ένα ποτήρι νερό κι ο κλητήρας του το έδωσε. Το κατέβασε και πάλι με την ίδια ορμή, όπως και το πρώτο.
- Εχει χάσει τη ψυχραιμία του, μουρμούρισε ο Ρωμανός στην Αννέτα που καθόταν δίπλα του. Σε λίγο να τον δεις που θα καταρρεύσει!
Ο Αρχηγός ΓΕΣ, υποστράτηγος Δημήτρης Καλαρίτης, βρισκόταν στον θάλαμο γενικών επιχειρήσεων κάτω στα υπόγεια του Πενταγώνου, σκυμμένος πάνω σε ένα μόνιτορ υπολογιστή που απεικόνισε διάφορα στοιχεία και εικόνες με σημαδάκια. Ο ασύρματος που είχε δίπλα του έβγαζε παράσιτα. Σήκωσε το μικρόφωνο και είπε:
- Απόλλων 9, Απόλλων 9 ακούει; Τέλος!
Ενα δευτερόλεπτο μια νεανική φωνή ακούγεται από το μεγάφωνο.
- Απόλλων 9 έτοιμος, αναμένω! Τέλος!
- Πού βρίσκεστε Απόλλων 9; Τέλος!
- Έχουμε ήδη καταλάβει το προαύλιο και έχουμε ακινητοποιήσει όλο τον κόσμο, αναμένω! Τέλος!
Ο Καλαρίτης ρούφηξε μια τζούρα από το τσιγάρο του που σιγοκαιγε δίπλα στο τασάκι και φύσηξε με δύναμη τον καπνό.
- Εντάξει. Με τη λήψη του μηνύματος στα κινητά σας, προχωρείτε στη φάση Β' Απόλλων 9, κατανοητό; Μόνο μετά τη λήψη του μηνύματος! Αναμένω! Τέλος!
- Ελήφθη Ζεύ 13! Τέλος!
Ο Καλαρίτης έκλεισε το μικρόφωνο με φανερή την αγωνία να έχει κυριέψει το πρόσωπό του.
- Είστε μαζί μας; Σας ρωτάω Αρχηγέ, είστε μαζί μας;
Ο Γεράσιμος Σκαρλάτος, κοίταξε το πάτωμα σουφρώνοντας τα χείλη του. Δεν ήταν και η πιο εύκολη νύχτα που περνούσε κι αυτό το ήξερε. Δεν ήταν αυτό που λέμε "παλιοσειρά" ή "καραβανάς". Αστυνομικός καριέρας ήταν, που με τη βοήθεια του κόμματος που πρόσκειντο είχε ανεβεί την ιεραρχία με μεγάλη ταχύτητα και ήξερε τώρα ότι θα ερχόταν πρόσωπο με πρόσωπο με αυτούς που τον βοήθησαν. Μα το πράγμα είχε πια ξεφύγει από κάθε έλεγχο. 'Η θα έπρεπε να πάει μαζί τους ή θα έμπαινε σε περιπέτειες. Αλλά σε περιπέτειες θα έμπαινε ούτως ή άλλως, είτε μείνει απ έξω είτε μπει μέσα.
- Τι πιθανότητες υπάρχουν, έκανε ξεψυχισμένα στο τέλος.
- Οι μεγαλύτερες δυνατές. Δεν υπάρχει καιρός για χάσιμο, ή τώρα ή ποτέ Σκαρλάτε! Αλλιώς, η επόμενη μέρα θα σε βρεί να προσκυνάς ξένες ποδιές και να βαράς γεροντάκια και ανάπηρους που θα φωνάζουν στους δρόμους για ένα κομμάτι ψωμί!
Ο Καλαρίτης τον πιάνει απ τον ώμο και μ' ένα δυνατό τράβηγμα τον γύρισε προς το μέρος του.
- Θα το βάσταγε αυτό η καρδιά σου μωρέ; Θα σήκωνες το χέρι να χτυπήσεις τον παππού σου ή τον αδελφό σου, τη στιγμή που θα σε σημάδευε ένα όπλο Γερμανού ή Αμερικάνου; Λέγε θα το βάσταγε;
Ο Σκαρλάτος πέταξε το χέρι του άλλου και τραβήχτηκε πέρα.
- Σταμάτα ακούς; Φτάνει! ... Τις συνέπειες ζυγιάζω! Την αποτυχία!
- Δεν θα αποτύχουμε, αν δράσουμε έξυπνα και συλλογικά! Ο Βατάτζης είναι ο μόνος που μπορούμε να εμπιστευτούμε αυτή τη στιγμή! Σου τα λέω εδώ και δυο μερόνυχτα, όσο πιο αναλυτικά μπορώ! Καρδιά χρειάζεται, όχι σκέψη! Το λοιπόν, για να τελειώνουμε! Είσαι μαζί μας, ναί ή όχι!
Ο Σκαρλάτος τον κοίταξε με σφιγμένα χείλη. "Εχει δίκιο ο καραβανάς, που να τον πάρει ο διάολος βραδιάτικα".
- Πρέπει να στείλω τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου στον αδερφό μου, στο χωριό... Να τους κρατήσω μακρυά από...
Ο Καλαρίτης έσκασε ένα αχνό χαμόγελο. Η καρδιά του σκίρτησε και το αριστερό του χέρι έκανε ένα μικρό σπασμό.
- Εχεις 48 ώρες καιρό για κάτι τέτοιο. Στο μεταξύ οργάνωσε τους δικούς σου κατά πως είπαμε. Κράτα με ενήμερο. Οχι τηλέφωνα! Μόνο email. Και με τους κωδικούς που έδωσα.
Εκανε να φύγει, αλλά κοντοστάθηκε. Γύρισε και τον κοίταξε γι άλλη μια φορά.
- Είναι μεγάλες οι στιγμές που ζούμε Γεράσιμε. Πολύ μεγάλες. Καληνύχτα.
Ο Καλαρίτης τράβηξε προς τη πόρτα, την άνοιξε και βγήκε. Ο Σκαρλάτος αναστέναξε βαθιά και κατέβασε μονορούφι το ουίσκι του που είχε γίνει πια ένα με το νερό απ τα λιωμένα παγάκια.
Συνεχίζεται
ΠΗΓΗ