Στυλ μαφίας
Το πολυτελές ξενοδοχείο Çırağan Palace, ένα μεγαλοπρεπές πρώην οθωμανικό σεράι στις όχθες του Βοσπόρου στην Κωνσταντινούπολη, τράβηξε τα βλέμματα αυτόν τον μήνα καθώς όπως είπε ο φιλοκυβερνητικός τύπος, έλαβε χώρα το γεγονός του αιώνα. Πρόκειται για έναν λαμπερό γάμο -δίχως να λυπηθούν τα έξοδα- με 2.000 καλεσμένους.
Την τελετή παρακολούθησε το ζεύγος Ερντογάν ενώ παραβρέθηκαν και δύο από τις πλουσιότερες οικογένειες της χώρας – των Demirörens και των Kalyoncus – λες και πρόκειται για συνάντηση αφεντικών της μαφίας. Η φιλοκυβερνητική εφημερίδα
Daily Sabah έγραψε: «Ο όμιλος Kalyon είναι ένας τουρκικός όμιλος διαφόρωνν δραστηριοτήτων με σημαντικά συμφέροντα στον τομέα των κατασκευών. Η εταιρεία είναι επίσης ο ιδιοκτήτης του Turkuvaz Media Group, του μητρικού οργανισμού της Daily Sabah, που περιλαμβάνει επίσης την εφημερίδα Sabah και τα μεγάλα τουρκικά τηλεοπτικά κανάλια AHaber και ATV«.
«Ο Όμιλος Demirören … δραστηριοποιείται στους κλάδους της ενέργειας, της εξόρυξης, της μεταποίησης, των κατασκευών, του τουρισμού και των ακινήτων. Ο όμιλος πρόσθεσε στο χαρτοφυλάκιό του το 2018 τα ΜΜΕ του Ομίλου Doğan, συμπεριλαμβανομένων των εφημερίδων Hürriyet και Posta και των τηλεοπτικών σταθμών Kanal D και CNN Türk. Το προηγούμενο διάστημα εξαγόρασε τις τουρκικές εφημερίδες Milliyet και Vatan από το Doğan τον Μάιο του 2011. Η εταιρεία κατέχει επίσης άδεια χρήσης των στοιχημάτων Iddaa».
Αυτές οι δύο οικογένειες μαζί ελέγχουν πάνω από το 60% των τουρκικών ΜΜΕ. Ο έλεγχος των μέσων ενημέρωσης είναι ένας από τους βασικούς πυλώνες της κυριαρχίας του Ερντογάν μέσω του οποίου είναι σε θέση να περνάει το μήνυμά του σε ένα κοινό το οποίο εξακολουθεί να βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην τηλεόραση και σε μικρότερο βαθμό στις εφημερίδες.
Εκτός από τις οικογένειες Demirören και Kalyoncu, ο όμιλος Sancak είναι επίσης γνωστός στον τομέα των ΜΜΕ. Από τότε που ήρθε στην εξουσία το κόμμα του Ερντογάν, η εταιρεία, υπό τον Ethem Sancak -ο οποίος ξεκίνησε από την παραγωγή γαλακτοκομικών προϊόντων και κρέατος- έγινε παγκόσμια ενεργή σε ένα ευρύ φάσμα τομέων, ειδικά αυτών των κατασκευών και άμυνας. Το 2013, ο όμιλος αγόρασε τρεις σημαντικούς τίτλους ΜΜΕ από το κρατικό Ταμείο Αποταμιεύσεων και Ασφαλίσεων το οποίο του είχε αποκτήσει πρωτύτερα από τον προηγούμενο ιδιοκτήτη τους, προκειμένου ο ίδιος να διευθετήσει ένα χρέος του στο κράτος.
Όμως, παρά το γεγονός ότι το μήνυμα του κυβερνώντος κόμματος θέλει να σέβεται τις ισλαμικές αξίες, η εξουσία του βασίζεται στην υποστήριξη ενός πολύπλοκου δικτύου οικονομικών συμφερόντων. «Ο Τούρκος πρόεδρος Ερντογάν είναι πλούσιος. Πόσο πλούσιος είναι άγνωστο. Οι επικριτές εκτιμούν τον πλούτο του σε αρκετά δισεκατομμύρια ευρώ, προϊόν της αχαλίνωτης διαφθοράς και της κρατικής κακομεταχείρισης», γράφει ο δημοσιογράφος Craig Shaw στο ερευνητικό site ειδήσεων «Black Sea».
Η δημοσιογραφική έρευνα
Από ένα αρχείο 150.000 εγγράφων που διέρρευσε από έναν πάροχο νομικών και χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών με έδρα τη Μάλτα, η έκθεση του Shaw προσφέρει σπάνια στοιχεία για τη διαφθορά στην Τουρκία. «Μέσω των υπεράκτιων εταιρειών στη Νήσο του Μαν και στη Μάλτα, η οικογένεια Ερντογάν κατέχει κρυφά ένα πετρελαιοφόρο αξίας περίπου 25 εκ. δολ. που ονομάζεται Agdash. Η συμφωνία έγινε με τον στενό φίλο του Ερντογάν, τον Τούρκο επιχειρηματία Sitki Ayan και τον Αζερότουρκο δισεκατομμυριούχο Mübariz Mansimov, ιδιοκτήτη του ναυτιλιακού ομίλου Palmali. Τα έγγραφα δείχνουν ότι από το 2008 το κόστος της συμφωνίας Agdash για τους δύο επιχειρηματίες ανέρχεται σε σχεδόν 30 εκατομμύρια δολάρια, με επτά εκατομμύρια από τον Ayan και σχεδόν 23 εκατομμύρια από τον Mansimov«, έγραψε ο Shaw.
Σύμφωνα με την έρευνα, η οικογένεια Ερντογάν παρέλαβε το Agdash από τον Mansimov το 2008, χρησιμοποιώντας μια εταιρεία στη Νήσο του Μαν που ανήκε κυρίως στον γιο, τον αδελφό και τον γαμπρό του προέδρου. Ο έλεγχος των ΜΜΕ στην Τουρκία σημαίνει ότι οι περισσότερες λεπτομέρειες για τέτοιες διαρροές παραμένουν σε μεγάλο βαθμό άγνωστες ενώ οι διώξεις των δημοσιογράφων έχουν εξασφαλίσει τα μη φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ να υποφέρουν από μεγάλη λογοκρισία.
Ένα δικαστήριο καταδίκασε τον Τούρκο δημοσιογράφο Pelin Ünker σε φυλάκιση πάνω από ένα χρόνο για την έρευνα των Paradise Papers για παράκτιους φορολογικούς παραδείσους. Ο Pelin Ünker αποκάλυψε λεπτομέρειες για τις επιχειρηματικές δραστηριότητες του πρώην πρωθυπουργού Γιλντιρίμ και των γιων του.
Οι ρίζες του «τροχού της τύχης» του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης ξεκινούν από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, όταν ο Ερντογάν έγινε δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης και έστησε ένα σύστημα πελατειακών σχέσεων κλείνοντας συμβόλαια με εταιρείες ευσεβών επιχειρηματιών.
Οι επικριτές του Ερντογάν λένε ότι οι επιχειρήσεις στη συνέχεια βοήθησαν στη χρηματοδότηση των πολιτικών φιλοδοξιών του Erdoğan με τη δημιουργία του νέου κόμματος με το οποίο κέρδισε τις εκλογές του 2002 υποσχόμενος τον τερματισμό της διαφθοράς. Η έναρξη των επίσημων ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την ΕΕ το 2005 βοήθησε την Τουρκία να εξασφαλίσει μεγάλες εισροές ξένων επενδύσεων που ώθησαν την οικονομική ανάπτυξη. Αυτό βοήθησε τα δημόσια οικονομικά, τα οποία με τη σειρά τους θα μπορούσαν να δαπανηθούν σε έργα υποδομής εξασφαλίζοντας έτσι παράλληλα το πελατειακό σύστημα με τους επιχειρηματίες.
Από τότε που ήρθε στην εξουσία, η κυβέρνηση Ερντογάν τροποποίησε τον νόμο περί δημοσίων συμβάσεων περισσότερο από 160 φορές, καθιστώντας πιο αδιαφανή τον έλεγχο. «Μια χαλαρή οικονομική συγκέντρωση δημιουργήθηκε και ελέγχθηκε από την πολιτική εξουσία«, δήλωσε ένας εμπειρογνώμονας διατηρώντας την ανωνυμία του. «Αυτό το σύστημα είναι επίσης ένας τρόπος νόμιμης εγγραφής των πληρωμών από επιχειρηματίες. Αλλά θα ήταν λάθος να θεωρούμε ότι αυτό το σύστημα περιορίζεται απλά σε μεγάλους διαγωνισμούς«.
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.