Ahval
Μτφρ. Βαγγέλης Γεωργίου
Όταν ο υποψήφιος της κοσμικής αντιπολίτευσης Εκρέμ Ιμάμογλου αναγνωρίστηκε ως νικητής των εκλογών στον δήμο Κωνσταντινούπολης, που είναι η μεγαλύτερη πόλη και ο σημαντικότερος οικονομικός κόμβος της Τουρκίας, ένα από τα πρώτα πράγματα που έκανε ήταν να αντιγράψει και να αποθηκεύσει με ασφάλεια όλους τους φακέλους των προκατόχων του που ανήκαν στο ισλαμικό κόμμα του Ερντογάν.
«Οι εποχές που γίνονταν εξυπηρετήσεις «ενός ανθρώπου», των ενώσεων, συγκεκριμένων προσώπων, ιδρυμάτων και θρησκευτικών ομάδων τελείωσαν» , δήλωσε ο Ιμάμογλου λίγες μέρες μετά την 31η Μαρτίου. «Θα εγκαινιάσουμε τέτοια διαφανή διοίκηση που θα δημοσιοποιούνται τα πάντα, συμπεριλαμβανομένων και όσων σχετίζονται με τον δήμαρχο».
Σύντομα όμως, ένα δικαστήριο της Κωνσταντινούπολης απαγόρευσε στον Ιμάμογλου και το προσωπικό του να κατεβάσουν οποιοδήποτε αρχείο από τη βάση δεδομένων του δήμου. Η δικαστική απόφαση σημαίνει ότι ο νέος δήμαρχος θα μπορεί να αποκλειστεί από την εύρεση απαντήσεων σε μια σειρά ερωτημάτων απασχολούν πολλούς Τούρκους εδώ και πολύ καιρό. Πόσο βαθιά είναι η διαφθορά και η ευνοιοκρατία του Ερντογάν, της οικογένειάς του και των βασικών υποστηρικτών του;
Την ίδια στιγμή, το υπουργείο Εσωτερικών εξέδωσε οδηγία σε όλους τους δήμους της Τουρκίας. Με βάση τις τροποποιήσεις του νόμου, η οδηγία ανέφερε σε όλους τους δημάρχους πως δεν θα τους επιτρέπεται πλέον να διατηρούν ή να εγκαθιστούν τις δικές τους βάσεις δεδομένων και ότι όλες οι πληροφορίες θα παρέχονται κεντρικά. Οι δήμοι θα έχουν πρόσβαση μόνο στις πληροφορίες της κεντρικής βάσης δεδομένων κατόπιν κυβερνητικής άδειας.
Η απώλεια των πέντε μεγαλύτερων δήμων της Τουρκίας στις δημοτικές εκλογές προκάλεσε μεγάλο άγχος στο κυβερνών Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης καθώς φοβάται ότι οι λεπτομέρειες της -μεγάλης έκτασης- διαφθοράς ενδέχεται να αποκαλυφθούν. Αν και τα στοιχεία και οι πιστές στο κυβερνών κόμμα εταιρείες ελέγχουν περίπου το 90% των τουρκικών ΜΜΕ, τα νομικά βήματα για την προώθηση τέτοιων αποκαλύψεων είναι σημαντικά.
Το Κόμμα του Ερντογάν βρίσκεται στην εξουσία από το 2002, ενώ ελέγχει τον δήμο Κωνσταντινούπολης ήδη από το 1994 όταν ο ίδιος ο Ερντογάν ήταν δήμαρχος εκεί, μιας πόλης που παράγει το 1/3 του ΑΕΠ της Τουρκίας. Δεδομένου ότι μεγάλο μέρος του τοπίου στη χώρα έχει αλλάξει από μεγάλα έργα υποδομής που υποστηρίζονται από την κυβέρνηση, τα οποία εκτελούνται από εταιρείες που πρόσκεινται στο κυβερνών κόμμα.
Οι επικριτές λένε ότι η κυβέρνηση έχει χρησιμοποιήσει τέτοια έργα ως τρόπο να διοχετεύει δημόσιους πόρους σε ανθρώπους του κόμματος με αντάλλαγμα την υποστήριξη τους ώστε να διασφαλιστεί η συνεχιζόμενη εκλογική επιτυχία της. Ένας «τροχός της τύχης» που ευνοεί όλους του εμπλεκόμενους.
Περίπλοκο πλέγμα δωροδοκιών
Το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης φοβάται ότι τα κόμματα της αντιπολίτευσης θα μπορούσαν να αποκαλύψουν αυτό το περίπλοκο πλέγμα δωροδοκιών και ανταμοιβών, φέρνοντας δικαιολογημένα τα πάνω κάτω στους δήμους. Πρόσφατα, η Deutsche Welle ανέφερε μια διαρροή έκθεσης σύμφωνα με την οποία, ο δήμος της Κωνσταντινούπολης είχε διαθέσει συνολικά 146 εκατομμύρια δολάρια όλα αυτά τα χρόνια σε ιδρύματα και ενώσεις συνδεδεμένες με το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης.
Σύμφωνα με την έκθεση, ο μεγαλύτερος δικαιούχος ήταν ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα που πήρε 13,2 εκ. δολάρια και στην επιτροπή του οποίου βρίσκεται ίδιος ο γιος του Ερντογάν, ο Μπιλάλ Ερντογάν. Ένα άλλο εκπαιδευτικό ίδρυμα, στην δημιουργία του οποίου βοήθησε ο Μπιλάλ Ερντογάν και στο οποίο πρόεδρος του συμβουλίου είναι η κόρη του προέδρου, ήταν ο δεύτερος μεγαλύτερος αποδέκτης με 9,1 εκ. εκατομμύρια.
Μια άλλη ΜΚΟ υπό την προεδρία του γαμπρού του Ερντογάν, Σελτσουκ Μπαϊρακτάρ, έρχεται τρίτο με 7 εκ. δολάρια χρηματοδότηση. Περίπου 5,1 εκατομμύρια δολάρια δόθηκαν επίσης στο Ίδρυμα Ensar, μια θρησκευτική οργάνωση που παρέχει στέγη και εκπαίδευση σε παιδιά που έπεσαν θύματα κακοποίησης. Ένα άλλο έργο του Μπιλάλ Ερντογάν, ένα ίδρυμα εκμάθησης τοξοβολίας, έλαβε 2,95 εκ. δολάρια, ενώ ένα ίδρυμα με επικεφαλής τον αδελφό του πρώην δημάρχου της Κωνσταντινούπολης έλαβε 2,8 εκατομμύρια δολάρια. Αν και η χρηματοδότηση φιλανθρωπικών οργανώσεων δεν είναι κάτι παράνομο, παραμένει μυστήριο γιατί δόθηκαν τα μεγαλύτερα ποσά σε ιδρύματα που συνδέονται με τον Ερντογάν και το κόμμα του.
Στυλ μαφίας
Το πολυτελές ξενοδοχείο Çırağan Palace, ένα μεγαλοπρεπές πρώην οθωμανικό σεράι στις όχθες του Βοσπόρου στην Κωνσταντινούπολη, τράβηξε τα βλέμματα αυτόν τον μήνα καθώς όπως είπε ο φιλοκυβερνητικός τύπος, έλαβε χώρα το γεγονός του αιώνα. Πρόκειται για έναν λαμπερό γάμο -δίχως να λυπηθούν τα έξοδα- με 2.000 καλεσμένους.
Την τελετή παρακολούθησε το ζεύγος Ερντογάν ενώ παραβρέθηκαν και δύο από τις πλουσιότερες οικογένειες της χώρας – των Demirörens και των Kalyoncus – λες και πρόκειται για συνάντηση αφεντικών της μαφίας. Η φιλοκυβερνητική εφημερίδα Daily Sabah έγραψε: «Ο όμιλος Kalyon είναι ένας τουρκικός όμιλος διαφόρωνν δραστηριοτήτων με σημαντικά συμφέροντα στον τομέα των κατασκευών. Η εταιρεία είναι επίσης ο ιδιοκτήτης του Turkuvaz Media Group, του μητρικού οργανισμού της Daily Sabah, που περιλαμβάνει επίσης την εφημερίδα Sabah και τα μεγάλα τουρκικά τηλεοπτικά κανάλια AHaber και ATV«.
«Ο Όμιλος Demirören … δραστηριοποιείται στους κλάδους της ενέργειας, της εξόρυξης, της μεταποίησης, των κατασκευών, του τουρισμού και των ακινήτων. Ο όμιλος πρόσθεσε στο χαρτοφυλάκιό του το 2018 τα ΜΜΕ του Ομίλου Doğan, συμπεριλαμβανομένων των εφημερίδων Hürriyet και Posta και των τηλεοπτικών σταθμών Kanal D και CNN Türk. Το προηγούμενο διάστημα εξαγόρασε τις τουρκικές εφημερίδες Milliyet και Vatan από το Doğan τον Μάιο του 2011. Η εταιρεία κατέχει επίσης άδεια χρήσης των στοιχημάτων Iddaa».
Αυτές οι δύο οικογένειες μαζί ελέγχουν πάνω από το 60% των τουρκικών ΜΜΕ. Ο έλεγχος των μέσων ενημέρωσης είναι ένας από τους βασικούς πυλώνες της κυριαρχίας του Ερντογάν μέσω του οποίου είναι σε θέση να περνάει το μήνυμά του σε ένα κοινό το οποίο εξακολουθεί να βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην τηλεόραση και σε μικρότερο βαθμό στις εφημερίδες.
Εκτός από τις οικογένειες Demirören και Kalyoncu, ο όμιλος Sancak είναι επίσης γνωστός στον τομέα των ΜΜΕ. Από τότε που ήρθε στην εξουσία το κόμμα του Ερντογάν, η εταιρεία, υπό τον Ethem Sancak -ο οποίος ξεκίνησε από την παραγωγή γαλακτοκομικών προϊόντων και κρέατος- έγινε παγκόσμια ενεργή σε ένα ευρύ φάσμα τομέων, ειδικά αυτών των κατασκευών και άμυνας. Το 2013, ο όμιλος αγόρασε τρεις σημαντικούς τίτλους ΜΜΕ από το κρατικό Ταμείο Αποταμιεύσεων και Ασφαλίσεων το οποίο του είχε αποκτήσει πρωτύτερα από τον προηγούμενο ιδιοκτήτη τους, προκειμένου ο ίδιος να διευθετήσει ένα χρέος του στο κράτος.
Όμως, παρά το γεγονός ότι το μήνυμα του κυβερνώντος κόμματος θέλει να σέβεται τις ισλαμικές αξίες, η εξουσία του βασίζεται στην υποστήριξη ενός πολύπλοκου δικτύου οικονομικών συμφερόντων. «Ο Τούρκος πρόεδρος Ερντογάν είναι πλούσιος. Πόσο πλούσιος είναι άγνωστο. Οι επικριτές εκτιμούν τον πλούτο του σε αρκετά δισεκατομμύρια ευρώ, προϊόν της αχαλίνωτης διαφθοράς και της κρατικής κακομεταχείρισης», γράφει ο δημοσιογράφος Craig Shaw στο ερευνητικό site ειδήσεων «Black Sea».
Η δημοσιογραφική έρευνα
Από ένα αρχείο 150.000 εγγράφων που διέρρευσε από έναν πάροχο νομικών και χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών με έδρα τη Μάλτα, η έκθεση του Shaw προσφέρει σπάνια στοιχεία για τη διαφθορά στην Τουρκία. «Μέσω των υπεράκτιων εταιρειών στη Νήσο του Μαν και στη Μάλτα, η οικογένεια Ερντογάν κατέχει κρυφά ένα πετρελαιοφόρο αξίας περίπου 25 εκ. δολ. που ονομάζεται Agdash. Η συμφωνία έγινε με τον στενό φίλο του Ερντογάν, τον Τούρκο επιχειρηματία Sitki Ayan και τον Αζερότουρκο δισεκατομμυριούχο Mübariz Mansimov, ιδιοκτήτη του ναυτιλιακού ομίλου Palmali. Τα έγγραφα δείχνουν ότι από το 2008 το κόστος της συμφωνίας Agdash για τους δύο επιχειρηματίες ανέρχεται σε σχεδόν 30 εκατομμύρια δολάρια, με επτά εκατομμύρια από τον Ayan και σχεδόν 23 εκατομμύρια από τον Mansimov«, έγραψε ο Shaw.
Σύμφωνα με την έρευνα, η οικογένεια Ερντογάν παρέλαβε το Agdash από τον Mansimov το 2008, χρησιμοποιώντας μια εταιρεία στη Νήσο του Μαν που ανήκε κυρίως στον γιο, τον αδελφό και τον γαμπρό του προέδρου. Ο έλεγχος των ΜΜΕ στην Τουρκία σημαίνει ότι οι περισσότερες λεπτομέρειες για τέτοιες διαρροές παραμένουν σε μεγάλο βαθμό άγνωστες ενώ οι διώξεις των δημοσιογράφων έχουν εξασφαλίσει τα μη φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ να υποφέρουν από μεγάλη λογοκρισία.
Ένα δικαστήριο καταδίκασε τον Τούρκο δημοσιογράφο Pelin Ünker σε φυλάκιση πάνω από ένα χρόνο για την έρευνα των Paradise Papers για παράκτιους φορολογικούς παραδείσους. Ο Pelin Ünker αποκάλυψε λεπτομέρειες για τις επιχειρηματικές δραστηριότητες του πρώην πρωθυπουργού Γιλντιρίμ και των γιων του.
Οι ρίζες του «τροχού της τύχης» του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης ξεκινούν από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, όταν ο Ερντογάν έγινε δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης και έστησε ένα σύστημα πελατειακών σχέσεων κλείνοντας συμβόλαια με εταιρείες ευσεβών επιχειρηματιών.
Οι επικριτές του Ερντογάν λένε ότι οι επιχειρήσεις στη συνέχεια βοήθησαν στη χρηματοδότηση των πολιτικών φιλοδοξιών του Erdoğan με τη δημιουργία του νέου κόμματος με το οποίο κέρδισε τις εκλογές του 2002 υποσχόμενος τον τερματισμό της διαφθοράς. Η έναρξη των επίσημων ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την ΕΕ το 2005 βοήθησε την Τουρκία να εξασφαλίσει μεγάλες εισροές ξένων επενδύσεων που ώθησαν την οικονομική ανάπτυξη. Αυτό βοήθησε τα δημόσια οικονομικά, τα οποία με τη σειρά τους θα μπορούσαν να δαπανηθούν σε έργα υποδομής εξασφαλίζοντας έτσι παράλληλα το πελατειακό σύστημα με τους επιχειρηματίες.
Από τότε που ήρθε στην εξουσία, η κυβέρνηση Ερντογάν τροποποίησε τον νόμο περί δημοσίων συμβάσεων περισσότερο από 160 φορές, καθιστώντας πιο αδιαφανή τον έλεγχο. «Μια χαλαρή οικονομική συγκέντρωση δημιουργήθηκε και ελέγχθηκε από την πολιτική εξουσία«, δήλωσε ένας εμπειρογνώμονας διατηρώντας την ανωνυμία του. «Αυτό το σύστημα είναι επίσης ένας τρόπος νόμιμης εγγραφής των πληρωμών από επιχειρηματίες. Αλλά θα ήταν λάθος να θεωρούμε ότι αυτό το σύστημα περιορίζεται απλά σε μεγάλους διαγωνισμούς«.
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Δημοσίευση σχολίου