Για αρκετούς αναλυτές ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν ήταν παρά μια πρόβα τζενεράλε, ένα «πείραμα» για το πώς θα μπορούσαν να διαμορφωθούν παγκοσμίως οι στρατιωτικές, πολιτικές, οικονομικές και διπλωματικές ισορροπίες στην περίπτωση που ξεσπούσε μια στρατιωτική σύγκρουση στην Ταϊβάν, η οποία θα έφερνε αντιμέτωπες τις δύο υπερδυνάμεις του πλανήτη: την Κίνα και τις ΗΠΑ.
Αν και η Κίνα θεωρεί την Ταϊβάν «επαρχία» της, η οποία θα πρέπει να επιστρέψει στη «μητέρα – πατρίδα» και αν και οι ΗΠΑ την προμηθεύουν διαρκώς με όπλα και με στρατιωτικό εξοπλισμό, υποσχόμενες πως θα προστατεύσουν την ανεξαρτησία της και θα σπεύσουν προς βοήθεια της σε περίπτωση κινεζικής εισβολής, μέχρι στιγμής ούτε το Πεκίνο ούτε η Ουάσινγκτον εμφανίζονται έτοιμες – τουλάχιστον αυτή τη στιγμή - να «σπάσουν» το σημερινό status quo και να κάνουν το βήμα εκείνο που όχι μόνο θα ανέτρεπε τις γεωπολιτικές ισορροπίες, αλλά θα πυροδοτούσε ένα νέο παγκόσμιο πόλεμο ασύλληπτης διάστασης.
Τεράστιο κόστος
Πρόκειται όμως για ένα βήμα που φαντάζει πολύ δύσκολο να γίνει κυρίως λόγω του κόστους που θα συνεπαγόταν μια τέτοια στρατιωτική σύγκρουση.
Δημοσίευμα του Bloomberg υποστηρίζει πως μια στρατιωτική σύγκρουση στην Ταϊβάν, θα μπορούσε να κοστίσει στην παγκόσμια οικονομία το ασύλληπτο ποσό των 10 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, ξεπερνώντας κατά πολύ τις οικονομικές συνέπειες από την πανδημία του covid, τον πόλεμο στην Ουκρανία και την παγκόσμια οικονομική κρίση.
«Ένας πόλεμος για την Ταϊβάν θα κόστιζε τόσο πολύ σε αίμα και σε πόρους που ακόμη και εκείνοι που είναι δυσαρεστημένοι με το status quo έχουν λόγους να μην τον ρισκάρουν» αναφέρει το δημοσίευμα, το οποίο επισημαίνει πως το κόστος των 10 τρις δολαρίων, ισοδυναμεί με το 10% του παγκόσμιου ΑΕΠ.
Συνθήκες κρίσης και η υστεροφημία του Xi
Βάσει του δημοσιεύματος, έχουν ήδη δημιουργηθεί οι συνθήκες για μια πιθανή κρίση γύρω από την Ταϊβάν δεδομένης της αυξανόμενης στρατιωτικής και οικονομικής επιρροής του Πεκίνου, της ενίσχυσης του αισθήματος εθνικής ταυτότητας στην Ταϊβάν αλλά και της επιδείνωσης των σχέσεων Κίνας – ΗΠΑ.
Υπό αυτό το πλαίσιο, οι πρόσφατες δηλώσεις του προέδρου της Κίνας, Xi Jinping ότι «η ένωση της Ταϊβάν με την ηπειρωτική Κίνα θα πραγματοποιηθεί σίγουρα» έρχονται να πυροδοτήσουν εκ νέου την ένταση, ιδιαίτερα ενόψει των προεδρικών εκλογών στην Ταϊβάν το ερχόμενο Σάββατο 13 Ιανουαρίου.
«Αν και ο Mao εξέφρασε την επιθυμία του να ενώσει την ηπειρωτική χώρα με την Ταϊβάν κατά τη διάρκεια της ζωής του, δεν μπόρεσε να το πετύχει με τη δύναμη που διέθετε η Κίνα εκείνη την εποχή» ανέφερε ο Xi Jinping, υπαινισσόμενος πως οι συνθήκες έχουν αλλάξει και ενδεχομένως να είναι αυτός που θα πάρει το ρίσκο και θα φέρει εις πέρας την ένωση, κάτι που αν μη τι άλλο, θα εκτοξεύσει την πολιτική του υστεροφημία σε επίπεδα που δεν έχει φτάσει - και ούτε πρόκειται να φτάσει - κανείς Κινέζος ηγέτης.
Δύο πιθανά σενάρια
Βάσει του δημοσιεύματος, έχουν αναλυθεί δύο πιθανά σενάρια.
Για να εκτιμηθούν οι συνέπειες στο παγκόσμιο ΑΕΠ, χρησιμοποιείται ένα σύνολο μοντέλων που εξετάζει τις επιπτώσεις στις προμήθειες των ημιαγωγών, τη διακοπή της μεταφοράς εμπορευμάτων, την επιβολή κυρώσεων και δασμών καθώς και τις συνθήκες που θα επικρατήσουν στις αγορές.
Στο πρώτο σενάριο, το οποίο προβλέπει μια στρατιωτική επιχείρηση της Κίνας κατά της Ταϊβάν, με τις ΗΠΑ να εμπλέκονται στη σύγκρουση, η παγκόσμια οικονομία εκτιμάται ότι θα μπορούσε να χάσει το 10,2% του ΑΕΠ της τον πρώτο χρόνο του πολέμου.
Βάσει αυτού, η Ταϊβάν θα έχανε το 40% του ΑΕΠ της, η Κίνα το 16,7% του ΑΕΠ της και οι ΗΠΑ το 6,7% του ΑΕΠ, ενώ τεράστιο θα ήταν το οικονομικό πλήγμα για τη Νότια Κορέα, την Ιαπωνία και για τα περισσότερα κράτη της ανατολικής Ασίας.
Το δεύτερο σενάριο προβλέπει τον στρατιωτικό αποκλεισμό της Ταϊβάν, κάτι που σημαίνει πως θα αποκόψει το νησί από το παγκόσμιο εμπόριο.
Σε αυτήν την περίπτωση, η παγκόσμια οικονομία θα μέτραγε απώλειες της τάξης του 5% του ΑΕΠ της κατά τη διάρκεια του πρώτου χρόνου των επιχειρήσεων.
Συγκεκριμένα, η Ταϊβάν θα έχανε το 12,2% του ΑΕΠ της, η Κίνα το 8,9% του ΑΕΠ της και οι ΗΠΑ το 3,3% του ΑΕΠ.
Εκλογές – καταλύτης των εξελίξεων
Το ερχόμενο Σάββατο 13 Ιανουαρίου αναμένεται να πραγματοποιηθούν οι προεδρικές εκλογές στην Ταϊβάν.
Ο Lai Ching-te, ο αντιπρόεδρος του Δημοκρατικού Προοδευτικού Κόμματος (DPP) ηγείται των δημοσκοπήσεων - εν μέρει λόγω της διχασμένης αντιπολίτευσης - και αν κερδίσει, το Πεκίνο μπορεί να αντιδράσει.
Η Κίνα δεν έχει κρύψει ότι ευνοεί τον υποψήφιο της αντιπολίτευσης Hou You-yi, τον οποίο θεωρεί πιο ανεκτικό στα κινεζικά συμφέροντα.
Ο Κινέζος πρόεδρος Xi Jinping βλέπει την επανένωση της Ταϊβάν και της Κίνας ως βασικό στόχο της θητείας του.
Αν και στη συνάντηση που είχε με τον Biden τον περασμένο Νοέμβριο, είπε ότι δεν υπάρχει χρονοδιάγραμμα για αυτόν τον στόχο, τόνισε ότι εάν η Ταϊβάν αντισταθεί ή καθυστερήσει την ενοποίηση, η Κίνα διατηρεί το δικαίωμα να χρησιμοποιήσει βία.
Αν και το Πεκίνο είναι απίθανο να απαντήσει στην εκλογή του Lai με εισβολή, μπορεί να κάνει τη ζωή πολύ δύσκολη για την Ταϊβάν.
Για παράδειγμα, θα μπορούσε να παρεμβαίνει στην εμπορική ναυτιλία, να εμπλακεί σε στρατιωτική δραστηριότητα που παραβιάζει τη θαλάσσια και εναέρια κυριαρχία της Ταϊβάν και να διακόψει κρίσιμες γραμμές εφοδιασμού από τις οποίες εξαρτάται η οικονομία της Ταϊβάν.
Ένταση
Οποιοδήποτε από αυτά τα βήματα θα ανάγκαζε την Ουάσιγκτον να σκεφτεί πώς να απαντήσει, γεγονός που θα συνιστούσε μια ακόμα πρόκληση για τον Biden ενόψει των προεδρικών εκλογών του Νοεμβρίου.
Υπενθυμίζεται ότι η κατάσταση στην Ταϊβάν επιδεινώθηκε σημαντικά μετά την επίσκεψη της τότε Προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ Nancy Pelosi τον Αύγουστο του 2022.
Η Κίνα αντέδρασε έντονα και καταδίκασε την επίσκεψη της Pelosi, κρίνοντας πως με αυτόν τον τρόπο εξέφρασε τη στήριξη των ΗΠΑ στην αυτονομία της Ταϊβάν και ότι απομακρύνθηκε από την πολιτική της «μιας Κίνας».
Κατόπιν και σε μια επίδειξη ισχύος προχώρησε σε στρατιωτικές ασκήσεις μεγάλης κλίμακας, πολιορκώντας επί της ουσίας όλο το νησί.
πηγήΟι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του Ellada simera.