Τα γεγονότα αυτά επαναφέρουν εκ των πραγμάτων το χρόνιο και κρίσιμο ερώτημα του τρόπου που η Ελλάδα πρέπει να αντιμετωπίσει την τουρκική επεκτατική πίεση. Και μάλιστα σε μία τόσο δύσκολη περίοδο, λόγω της οξύτατης και παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, η οποία έχει -μεταξύ των άλλων- ως συνέπεια και την ολοένα και μεγαλύτερη επιδείνωση στο επίπεδο των εξοπλισμών.
Μέχρι πρότινος, η Τουρκία πρόβαλε τις μονομερείς επεκτατικές διεκδικήσεις της και συντηρούσε το κλίμα έντασης και στο Αιγαίο και στη Θράκη, αλλά απόφευγε τις επικίνδυνες έμπρακτες προκλήσεις. Τρεις ήταν οι αιτίες:
Πρώτον, το γεγονός ότι ο Ερντογάν «έχει απλώσει πολύ τραχανά» στα ανατολικά του. Έχει ανοικτό στρατιωτικό μέτωπο στη Συρία με τους Κούρδους.
Δεύτερον, το γεγονός ότι το αμερικανοτουρκικό ρήγμα δεν γεφυρώνεται, γεγονός που εκ των πραγμάτων συνιστά μειονέκτημα για την Άγκυρα, ενισχύοντας κατ’ αντιδιαστολή τη θέση της Αθήνας στο πολιτικό-διπλωματικό επίπεδο. Το κλίμα για τη νεοοθωμανική Τουρκία είναι πιο αρνητικό παρά ποτέ και στην Ευρώπη και στην Ουάσιγκτον.
Τρίτον, το γεγονός ότι ο Ερντογάν έχει ανοικτό εσωτερικό μέτωπο και κυρίως ότι ακόμα δεν εμπιστεύεται τις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις, οι οποίες είναι σε μεγάλο βαθμό αποδυναμωμένες και με πεσμένο ηθικό, λόγω των εκτεταμένων εκκαθαρίσεων και του εμφυλιοπολεμικού κλίματος.
Ως αποτέλεσμα των παραπάνω, μέχρι πρότινος ο Ερντογάν έδειχνε να θεωρεί πως ένα είδος θερμού επεισοδίου στο Αιγαίο με σκοπό την εξασφάλιση μίας εύκολης συμβολικής νίκης, εμπεριείχε τον κίνδυνο να ανοίξει τον ασκό του Αιόλου. Με άλλα λόγια, φοβόταν πως εάν τα πράγματα οδηγηθούν σε ελληνοτουρκική σύγκρουση, οι στρατηγοί εκ των πραγμάτων θα αποκτήσουν μεγάλη αυτονομία κινήσεων, την οποία ενδεχομένως να εκμεταλλευθούν για να τον ανατρέψουν.
Πολιτικό όπλο η απειλή χρήσης βίας
Για όλους αυτούς τους λόγους, το σενάριο πρόκλησης ελληνοτουρκικής σύρραξης δεν φαινόταν να είναι στην ατζέντα του Τούρκου προέδρου. Οι νεοοθωμανοί χρησιμοποιούν την απειλή χρήσης στρατιωτικής βίας ως πολιτικό όπλο, όπως και οι κεμαλιστές προκάτοχοί τους. Μέχρι τώρα τουλάχιστον, η Άγκυρα προωθούσε με συστηματικότητα τις μονομερείς επεκτατικές διεκδικήσεις της, αλλά σε γενικές γραμμές ήταν ικανοποιημένη από το γεγονός ότι αφενός έχει καταστήσει αμφίβολο το νομικό καθεστώς του Αιγαίου, αφετέρου έχει ενισχύσει τα ερείσματά της στη Θράκη παρά τον εμφύλιο μεταξύ ερντογανικών και γκιουλενιστών.
Πρόκειται για στρατηγική, την οποία δρομολόγησε το μετακεμαλικό καθεστώς το 1973 και συνέχισαν να την εφαρμόζει ο Ερντογάν. Στο επίπεδο αυτό, άλλωστε, είχε εξαρχής δημιουργηθεί μία όσμωση μεταξύ των δύο μεγάλων ιδεολογικοπολιτικών ρευμάτων της Τουρκίας. Αυτή δεν ήταν εκ πρώτης όψεως ορατή, επειδή τα προηγούμενα χρόνια οι νεοοθωμανοί απέφευγαν να υψώνουν πολύ τους τόνους στο ελληνοτουρκικό μέτωπο. Η συγκρατημένη εκείνη στάση τους είχε ανοήτως δημιουργήσει στην Αθήνα τον μύθο για τον «καλό Ερντογάν» και τους «κακούς στρατηγούς».
Χωρίς ρίσκο και μεγάλο κόστος
Στην πραγματικότητα, η συγκρατημένη στάση του νεοοθωμανού ηγέτη οφειλόταν στο γεγονός ότι βρισκόταν σε εμφύλιο πόλεμο με το βαθύ κράτος των κεμαλιστών από το 2002. Πιο συγκεκριμένα φρόντιζε να κρατάει χαμηλά τη θερμοκρασία στο Αιγαίο, επειδή φοβόταν μήπως οι στρατηγοί προκαλέσουν κάποιο θερμό επεισόδιο, με σκοπό να τον ανατρέψουν.
Το τελευταίο διάστημα υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις ότι κάτι έχει αλλάξει. Δεν είναι ακόμα σαφές εάν η όξυνση της τουρκικής επιθετικότητας έχει τακτικό ή στρατηγικό χαρακτήρα. Με άλλα λόγια, εάν ο Ερντογάν έχει καταλήξει στο συμπέρασμα πως λόγω και της δυσμενούς κατάστασης, στην οποία βρίσκεται η Ελλάδα, μπορεί να δημιουργήσει στρατιωτικού χαρακτήρα τετελεσμένο και στην κυπριακή ΑΟΖ και στο Αιγαίο, χωρίς ρίσκο και μεγάλο κόστος.
Για τους λόγους που προαναφέραμε, το σημείο-κλειδί είναι το «χωρίς μεγάλο κόστος». Μετά τα Ίμια έχει δημιουργηθεί η εντύπωση στην Άγκυρα πως το ελληνικό πολιτικό σύστημα, αν και έχει ακόμα τη δυνατότητα στο στρατιωτικό επίπεδο, δεν έχει τη βούληση να απαντήσει δυναμικά κατά τρόπο που να προκαλέσει ισοδύναμο κόστος στην Τουρκία. Η εντύπωση αυτή έχει διαβρώσει την αξιοπιστία της ελληνικής αποτρεπτικής στρατηγικής.
Πρόκειται για εξαιρετικά επικίνδυνο γεγονός, επειδή ωθεί την Άγκυρα να προχωρήσει παραπέρα στον δρόμο του τυχοδιωκτισμού. Ένα θερμό επεισόδιο, όμως, έχει την τάση να κλιμακωθεί σε σύρραξη. Με άλλα λόγια, εάν ο Ερντογάν υπερβεί ένα όριο κινδυνεύει να προκαλέσει αυτό που στην πραγματικότητα δεν επιθυμεί. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο η Αθήνα πρέπει να είναι εξαιρετικά σαφής σ’ αυτό το ζήτημα. Μόνο έτσι θα αποτρέψει μία τέτοια επικίνδυνη εξέλιξη.
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.