Μια σημαντική επίπτωση των εξεγέρσεων στη Μέση Ανατολή και στη βόρεια Αφρική είναι ότι οι κυβερνήσεις που παράγουν πετρέλαιο χρειάζονται περισσότερα έσοδα για να πληρώσουν τις κοινωνικές πολιτικές με τις οποίες θα καταπραΰνουν τη λαϊκή αντίδραση. Και για να γίνει αυτό χρειάζονται υψηλότερες τιμές.
Για παράδειγμα, το 2008 η εκτίμηση ήταν ότι το πετρέλαιο πρέπει να βρίσκεται στα 50 δολ. περίπου ανά βαρέλι για να ισορροπήσει η Σαουδική Αραβία τον προϋπολογισμό της. Πέρσι η εκτίμηση ήταν κοντά στα 95 δολάρια.
Τέτοιες υψηλές τιμές θα προκαλέσουν αντιδράσεις στις αγορές και εδώ είναι που μπαίνει ο παράγοντας της σχιστολιθικής τεχνολογίας. Αυτή η σχετικά ακριβή τεχνολογία έχει προκαλέσει θεαματική αύξηση στην παραγωγή πετρελαίου, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ. Η νέα έρευνα Review of World Energy Statistics της BP δείχνει ότι το 2012 εμφανίστηκε η μεγαλύτερη ετήσια αύξηση παραγωγής πετρελαίου στην Ιστορία των ΗΠΑ.
Την ίδια ώρα, εξαιτίας των υψηλών τιμών θα πέσει επίσης κάθετα η ζήτηση. Η επίπτωση αυτή θα γίνει ιδιαίτερα αισθητή στη Μέση Ανατολή, στην Ινδία και στην Κίνα. Η περιφέρεια MIC (από τα αρχικά των παραπάνω περιοχών), σύμφωνα με την International Energy Agency, αναμένεται να καταλάβει το 68% της αύξησης στη ζήτηση πετρελαίου εκτός ΟΟΣΑ, μεταξύ του 2011 και του 2035. Ωστόσο και οι τρεις περιοχές ιστορικά επιδοτούν έντονα την κατανάλωση πετρελαίου, ενθαρρύνοντας τη ζήτηση. Αυτό όμως τώρα αλλάζει. Με τις μεταρρυθμίσεις στις τιμές που πραγματοποιούνται στις MIC, οι καταναλωτές θα είναι αυτοί που θα πληρώσουν κατευθείαν τις υψηλότερες τιμές που χρειάζεται ο OPEC. Κι αυτό θα περιορίσει τη ζήτηση. Το αποτέλεσμα δεν θα είναι επιθυμητό. Η αυξημένη προσφορά και η μειωμένη ζήτηση θα θέσουν πιέσεις στις υψηλότερες τιμές που χρειάζεται ο OPEC.
Οι αγορές δεν έχουν σταματήσει να κινούν τα νήματα και η κατάσταση θυμίζει έντονα την περίοδο 1981-86, που κατέληξε στη δραματική κατάρρευση των τιμών του πετρελαίου το 1986. Η Σαουδική Αραβία λειτουργούσε τότε ως swing producer, όπως ονομαζόταν, δηλαδή με «μεταβλητή παραγωγή», προκειμένου να προασπιστεί τις υψηλότερες τιμές. Όταν εν τέλει αποποιήθηκε αυτόν τον ρόλο το 1985 προκάλεσε την κατάρρευση των τιμών το 1986. Τους τελευταίους εννέα μήνες, η Σ. Αραβία επαναλαμβάνει αθόρυβα αυτόν τον ρόλο.
Πριν από το διάστημα 1981-86, οι νέοι πετρελαϊκοί πόροι -από πηγές της Βορείου Θαλάσσης, της Αλάσκας ή από άλλες περιοχές εκτός OPEC- περίμεναν να αξιοποιηθούν όταν θα ανέβαιναν αρκετά οι τιμές.
Σήμερα, τον ρόλο αυτόν τον έχουν αναλάβει τα ανεκμετάλλευτα κοιτάσματα σχιστολιθικού πετρελαίου. Επίσης, η επικρατούσα άποψη στη βιομηχανία τότε ήταν η πρόβλεψη ότι η ζήτηση πετρελαίου θα συνέχιζε αέναα να αυξάνεται - άποψη που αψηφούσε τις επιπτώσεις των πετρελαϊκών σοκ της δεκαετίας του '70. Σήμερα, επικρατεί ανάλογη άποψη, που και πάλι αψηφά το γεγονός ότι οι τιμές του πετρελαίου ανεβαίνουν σταθερά -αν και με πιο ευμετάβλητη δυναμική μετά το 2002-, κι έχουν ανέβει από τα 20 δολάρια ανά βαρέλι στα 100 δολ. και πάνω.
Γι' αυτό και τα νήματα που κινούν οι αγορές θα επηρεάσουν τις τιμές όπως το 1986, προκαλώντας πιθανόν σημαντική κατάρρευση τιμών. Το κλειδί σε αυτήν την περίπτωση θα είναι το διάστημα για το οποίο η Σ. Αραβία θα συνεχίσει να λειτουργεί με «μεταβλητή παραγωγή» μέχρι να γίνει το πρόβλημα ανυπόφορο, όπως συνέβη το 1985. Αν και τα τελευταία χρόνια το Ριάντ έχει καταφέρει να αποταμιεύσει έναν οικονομικό «αερόσακο» -μολονότι κανείς δεν γνωρίζει με βεβαιότητα το μέγεθός του-, όλοι οι αερόσακοι κάποια στιγμή ξεφουσκώνουν. Όταν δεν θα θέλουν ή δεν θα μπορούν πια οι Σαουδάραβες να προστατεύουν τις τιμές, τότε αυτές θα πέσουν. Ο OPEC, που σήμερα αντιμετωπίζει πρόσθετα αποσχιστικά προβλήματα στον απόηχο της εισβολής στο Ιράκ το 2003, θα δυσκολευτεί να ανταποκριθεί.
Υπάρχουν όμως διαφορές ανάμεσα στο σήμερα και στην περίοδο 1981-86, οι οποίες περιπλέκουν την υπόθεση. Τότε δεν υπήρχαν χρηματιστηριακές αγορές όπου διαπραγματεύονταν «στα χαρτιά» μελλοντικά συμβόλαια πετρελαίου. Σήμερα, οι προθεσμιακές αγορές (futures) παίζουν μεγάλο ρόλο στον καθορισμό των τιμών και φέρνουν αλλαγές στις τιμές πολύ ταχύτερα από όσο στο παρελθόν. Επίσης, στη νέα προσφορά σήμερα η δομή του κόστους είναι διαφορετική: η προσφορά αντιδρά γρηγορότερα στην πτώση των τιμών, από όσο στη δεκαετία του '80.
Αν οι τιμές πέσουν, θα προκαλέσουν πρόσθετη αναταραχή στα κράτη που παράγουν πετρέλαιο, τρομάζοντας τις αγορές. Το αποτέλεσμα θα είναι πολύ μεγαλύτερη μεταβλητότητα στις τιμές. Σε αυτήν την περίπτωση, τους φόβους για την ασφάλεια της προσφοράς -που προέρχονται από τους φόβους για αναταραχή στη φυσική αγορά- θα τους υπερκεράσουν οι φόβοι για τις μακροοικονομικές επιπτώσεις της μεταβλητότητας τιμών. Αυτό, αν μη τι άλλο, θα αυξήσει τις πιέσεις για εποπτική ρύθμιση στις χρηματιστηριακές αγορές.
Για τους παραγωγούς, θα σημαίνει ότι άμεση προτεραιότητα της ατζέντας στρατηγικής τους είναι η διασπορά των οικονομιών τους με λιγότερη εξάρτηση από το πετρέλαιο. Ήδη ένα μεγάλο τμήμα των παραγωγών έχει βάλει αυτόν τον στόχο, αλλά με πολύ φτωχά αποτελέσματα, που, με τη σειρά τους, τροφοδοτούν τις επιπτώσεις της πολιτικής αναταραχής. Χωρίς αμφιβολία, η συνολική εικόνα προδιαθέτει για πολύ άγρια διαδρομή στις αγορές πετρελαίου.
*Ο αρθρογράφος είναι μέλος του think-tank Chatham House.