- Πρώτον, η κυβέρνηση Τσίπρα και κυρίως η κυβέρνηση Μητσοτάκη δρομολόγησε σημαντικά εξοπλιστικά προγράμματα, με στόχο την αναβάθμιση του αξιόμαχου των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων.
- Δεύτερον, με όχημα την αγορά των φρεγατών Belhara και των μαχητικών Rafale, η κυβέρνηση Μητσοτάκη συνήψε το Σύμφωνο Αμοιβαίας Αμυντικής Συνδρομής με τη Γαλλία, το οποίο προβλέπει γαλλική στρατιωτική επέμβαση στο πλευρό της Ελλάδας σε περίπτωση σύρραξης με την Τουρκία.
- Τρίτον, η κυβέρνηση Μητσοτάκη έδωσε τα πάντα στις ΗΠΑ, ελπίζοντας ότι οι Αμερικανοί θα αποτρέψουν έναν τουρκικό στρατιωτικό τυχοδιωκτισμό ή θα παρέμβουν εγκαίρως για να τον σταματήσουν.
- Τέταρτον, Την τελευταία δεκαετία καλλιεργήθηκαν οι τριγωνικές συνεργασίες Ελλάς-Κύπρος-Ισραήλ και Ελλάς-Κύπρος-Αίγυπτος στην Ανατολική Μεσόγειο, οι οποίες στη συνέχεια επεκτάθηκαν και σε συνεργασίες με τα Εμιράτα και τη Σαουδική Αραβία. Κοινός ανομολόγητος παρονομαστής αυτών των συνεργασιών ήταν το αντιτουρκικό πρόσημο. Για τους δικούς της λόγους η κάθε χώρα ήθελε να ανασχέσει τις τουρκικές δραστηριότητες στην ευρύτερη περιοχή. Ενώ οι συνεργασίες φαινόταν μέχρι ένα χρονικό σημείο ότι θα απομόνωναν γεωπολιτικά την Τουρκία, για να αντιστρέψει αυτή την τάση το καθεστώς Ερντογάν έκανε στροφή και πραγματοποίησε τολμηρά ανοίγματα προς το Ισραήλ και τις προαναφερθείσες αραβικές χώρες. Ανοίγματα που περισσότερο ή λιγότερο βρήκαν ανταπόκριση, με αποτέλεσμα την υποβάθμιση των συνεργασιών με την Ελλάδα.
Κατά τα άλλα, η επίσημη ελληνική ρητορική κάνει λόγο για αποτρεπτική στρατηγική. Στην πραγματικότητα, όμως, το δόγμα της Αθήνας –εδώ και πολλά χρόνια– είναι αυτό που δεν ομολογεί, αλλά εφαρμόζει με θρησκευτική ευλάβεια: “Δεν κάνουμε τίποτα που μπορεί να προκαλέσει τουρκική αντίδραση, ούτε καν τα αυτονόητα“. Για να το πούμε απλά και καθαρά: “προς Θεού μην ερεθίσουμε το θηρίο”!
Το προαναφερθέν δόγμα εξηγεί γιατί η Αθήνα δεν επεκτείνει τα χωρικά ύδατα στα 12 μίλια, γιατί δεν ανακηρύσσει ΑΟΖ, γιατί δεν καταθέτει συντεταγμένες, γιατί ούτε καν κλείνει τους κόλπους με ευθείες γραμμές βάσης. Το δόγμα αυτό εξέφρασε –με άλλα λόγια– ο υπουργός Εξωτερικών Δένδιας σε συνέντευξή του (Real FM 6-5-2020), δηλώνοντας ότι η Ελλάδα δεν θα ακολουθήσει την Τουρκία στην κλιμάκωση. «Δεν πρόκειται να πάμε σε στρατιωτικοποίηση της κρίσης με την Τουρκία. Είναι η παγίδα, την οποία η Τουρκία στήνει για την Ελλάδα: να περάσουμε από το στάδιο του δικαίου στο στάδιο των ενεργειών αυτής τη μορφής. Η στρατιωτικοποίηση των διαφορών με την Τουρκία δεν θα οδηγήσει σε επίλυση, θα οδηγήσει σε επιδείνωση».
Στην πραγματικότητα, η Ελλάς όχι μόνο δεν στρατιωτικοποιεί τα ελληνοτουρκικά προβλήματα, αλλά και εξαντλεί κάθε περιθώριο για να κρατάει χαμηλά τη θερμοκρασία στις διμερείς σχέσεις. Αυτό επιχείρησε και ο Μητσοτάκης με την προ καιρού συνάντησή του με τον Ερντογάν στην Κωνσταντινούπολη. Όπως αποδεικνύεται από τα γεγονότα, όμως, δεν αρκεί η βούληση της μίας πλευράς και ούτε μπορεί η Ελλάδα να περιορίζεται στην άσκηση προσωπικής διπλωματίας από τον πρωθυπουργό της.
Τί θα πράξει η Ελλάς εάν…
Ας επιστρέψουμε, όμως, στο κρίσιμο ερώτημα: Τί θα πράξει εάν τουρκικό ερευνητικό σκάφος, συνοδευόμενο από φρεγάτες, πραγματοποιήσει σεισμικές έρευνες έξω από τα χωρικά ύδατα π.χ. της Καρπάθου ή της Κρήτης; Ισχύει η δήλωση Γεραπετρίτη ότι η κόκκινη γραμμή είναι στα έξι μίλια των χωρικών υδάτων; Τί θα πράξει η Ελλάς εάν η Τουρκία πραγματοποιήσει και γεώτρηση σε σημείο της δυνάμει (δεν υπάρχει συμφωνία οριοθέτησης) ελληνικής υφαλοκρηπίδας-ΑΟΖ; Τί θα πράξει εάν η Τουρκία πυκνώσει τις υπερπτήσεις πάνω και από τα μεγάλα νησιά του ανατολικού Αιγαίου; Τί θα πράξει εάν τουρκικά πολεμικά επιχειρήσουν να αποκλείσουν την πρόσβαση ελληνικών πλοίων σε κάποιο νησί;
Θα μπορούσα να συνεχίσω, προσθέτοντας κι άλλα ερωτήματα, αλλά δεν έχει νόημα. Μέχρι τώρα, η Ελλάς έχει αντιδράσει με διαβήματα (οι Τούρκοι τα πετούν στο καλάθι των αχρήστων), με κινητοποίηση του στόλου, αλλά με σαφή εντολή να μην εμπλακεί ακόμα κι όταν οι Τούρκοι παραβιάζουν ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα και βεβαίως με παραστάσεις στην ΕΕ. Οι προσδοκίες της Αθήνας για την επιβολή κάποιων ευρωπαϊκών κυρώσεων στην Τουρκία, όμως, αποδείχθηκαν φρούδες ελπίδες.
Το κρίσιμο ερώτημα είναι απλό: Η πολιτική της Αθήνας κατευνάζει ή παροξύνει την τουρκική επιθετικότητα; Την απάντηση δίνουν τα γεγονότα, αλλά και ο ίδιος ο Δένδιας, ο οποίος έχει ομολογήσει το προφανές, ότι η Άγκυρα συνεχώς κλιμακώνει. Τα μικρά τουρκικά τετελεσμένα ενισχύουν την εκτίμηση της τουρκικής πλευράς πως όσο πιέζει τόσο θα κερδίζει πόντους στον ιδιότυπο αυτό “πόλεμο θέσεων”, στριμώχνοντας ολοένα και περισσότερο την Ελλάδα.
Η κατάσταση αυτή όχι μόνο εξασφαλίζει στον Ερντογάν την πρωτοβουλία των κινήσεων, αλλά και του τροφοδοτεί την αλαζονεία. Δεδομένης και της προσωπικής πολιτικής σκοπιμότητας, λόγω των –κρίσιμων για την παραμονή του στην εξουσία– εκλογών του 2023, το ενδεχόμενο ενός τουρκικού τυχοδιωκτισμού καθίσταται ολοένα και πιθανότερο, χωρίς, βεβαίως, να είναι σίγουρο. Ο “σουλτάνος”, πάντως, συμπεριφέρεται σαν χείμαρρος, που είναι ασαφές εάν ξέρει πότε να σταματήσει. Είναι ακριβώς αυτό που έχει αλλάξει ποιοτικά τον χαρακτήρα της τουρκικής απειλής και ως εκ τούτου θέτει επί τάπητος το κρίσιμο ερώτημα, εάν ο Ερντογάν το πάει, ή με τις κινήσεις του μπορεί να καταλήξει σε κάποιας μορφής σύγκρουση.