Οι Ιταλοί πήγαν στα Γιάννενα και συνάντησαν τον διευθυντή της Ζωσιμαίας Σχολής Χ. Σούλη, από τον οποίο ζητήθηκαν πληροφορίες για την εθνολογική σύνθεση της Ηπείρου και ιδιαίτερα για τους Αλβανούς και τους Κουτσόβλαχους. Μετά από λίγο καιρό ο Σούλης τους παρέδωσε ένα υπόμνημα με επίσημες στατιστικές (Δεκέμβριος 1941), το οποίο προηγουμένως είχε μεταφραστεί στα γαλλικά από τον δικηγόρο Χ. Λάππα. Οι Ιταλοί εντυπωσιάστηκαν από το κείμενο τόσο ώστε είπαν στον Λάππα ότι ''έσωσε την Ήπειρο από την προσάρτηση στην Αλβανία'' (Α. Π. Παπαθεοδώρου, ''Χρίστος Ι. Σούλης, το ''Τσάμικο'' και το ''Βορειοηπειρωτικό''). Το ίδιο κείμενο έστειλε ο Σούλης και στους Γερμανούς που διαδέχθηκαν τους Ιταλούς στην κατοχή της Ηπείρου μετά τη συνθηκολόγηση των γειτόνων μας με τους Συμμάχους (Σεπτέμβριος 1943).
Οι Γερμανοί υποχρέωσαν τους Αλβανούς να περιορίσουν τη δράση τους εναντίον των Ελλήνων της Θεσπρωτίας. Το κείμενο αυτό αξιοποιήθηκε και στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης μετά τη λήξη του Β' Παγκόσμιου Πολέμου. Τότε δημοσιεύτηκε στα γαλλικά ένα τμήμα του από τη ''Βορειοηπειρωτική Ένωση Παρισίων'' (Union des Epirotes du Nord en France). Στο κείμενο αυτό μεταξύ άλλων ο Σούλης απέδειξε ότι από τους 350.000 κατοίκους που είχε η Ήπειρος εκείνη την εποχή (νομός Ιωαννίνων 150.000, νομός Άρτας 60.000, νομός Πρεβέζης 70.000 και νομός Θεσπρωτίας 70.000) οι Αλβανοί (έτσι τους χαρακτηρίζει) του νομού Θεσπρωτίας ήταν 19.505 (το 5% του συνολικού πληθυσμού της Ηπείρου), ενώ οι Κουτσόβλαχοι ήταν 11.447 (το 3% του πληθυσμού της Ηπείρου).
Στη συνέχεια ο Χ. Σούλης προχώρησε στην ανάλυση της εθνολογικής σύστασης της Βορείου Ηπείρου. Κατά την τουρκική απογραφή του 1908 η Βόρεια Ήπειρος είχε 128.000 Έλληνες και 95.000 Αλβανούς. Στην απογραφή που έγινε το 1913 από την ελληνική Κυβέρνηση υπήρχαν 116.888 Έλληνες και 111.534 Αλβανοί. Τέλος, κατά την αλβανική απογραφή του 1927 υπήρχαν 123.959 Ορθόδοξοι και 139.453 Μωαμεθανοί. Σύμφωνα με τον Σούλη: «Η αλβανική κυβέρνησις ίνα συσκοτίσει τα πράγματα και αποκρύψει την αλήθειαν, αποκαλεί τους Έλληνας της Βορείου Ηπείρου Ορθοδόξους. Και είναι μεν αληθές ότι τινές τούτων δεν ομιλούν την ελληνικήν γλώσσαν, αλλ' ουδέποτε ήσαν Αλβανοί την συνείδησιν». Εκείνο που μας εντυπωσιάζει στα στοιχεία της καταγραφής αυτής από την αλβανική κυβέρνηση Ορθοδόξων και Μωαμεθανών είναι ότι το 1927 η μόνη επαρχία της Βορείου Ηπείρου όπου δεν υπήρχε ΟΥΤΕ ΕΝΑΣ Μωαμεθανός ήταν αυτή της Χιμάρας! Ορθόδοξοι 8.043, Μωαμεθανοί 0 (μηδέν)! Είναι η ίδια περιοχή στην οποία σήμερα η κυβέρνηση Ράμα καταπατά περιουσίες ομογενών και κατεδαφίζει σπίτια Βορειοηπειρωτών.
Οι θέσεις της ελληνικής κυβέρνησης και των Συμμάχων στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου
Η επίσημη θέση της εξόριστης στο Κάιρο ελληνικής κυβέρνησης διατυπώθηκε σε τηλεγράφημα του πρωθυπουργού Εμμανουήλ Τσουδερού προς την πρεσβεία μας στο Λονδίνο: ''Δι΄Αλβανίαν έχετε υπ'όψιν ότι θα ζητήσωμεν εν καιρώ Βόρειον Ήπειρον, ήτις και εθνολογικώς και δυνάμει παλαιοτέρων διεθνών συμφωνιών μας ανήκει...'' (25 Ιουνίου 1941).
Σε νέο κείμενο με τον τίτλο ''Υπόμνημα περί Εθνικών Αξιώσεων'' στις 12 Ιουνίου 1942 ο Τσουδερός επανήλθε αναφέροντας τη Βόρεια Ήπειρο και τα Δωδεκάνησα ως ''κατεχόμενο έδαφος''.
Ως τα τέλη του 1942 οι Βρετανοί απέφευγαν να απαντήσουν αφήνοντας να εννοηθεί ότι αμφισβητούσαν (έστω και έμμεσα) την αλβανική ανεξαρτησία. Άλλωστε σύμφωνα με καταγραφές του Τσουδερού στο Ημερολογιό του, τόσο ο πρωθυπουργός Τσόρτσιλ όσο και ο Υπουργός Εξωτερικών ΄Ιντεν, είχαν αφήσει στον βασιλιά Γεώργιο Β' να φανεί η πρόθεσή τους για απόδοση της Κύπρου, της Βορείου Ηπείρου και των Δωδεκανήσων μεταπολεμικά (καταγραφή στο Ημερολόγιο στις 3/10/1941). Αν και το Νοέμβριο φάνηκαν κάποιες τάσεις υπαναχώρησης από πλευράς Βρετανών, στις 2/1/1942 οι βουλευτές Νοέλ- Μπέικερ και Νίκολσον δήλωσαν στον Τσουδερό ότι η Ελλάδα θα έπαιρνε και τα Δωδεκάνησα και τη Βόρεια Ήπειρο. Ο Τσουδερός διευκρίνισε ότι με τον όρο ''Βόρειος Ήπειρος'' εννοούνται τόσο το Αργυρόκαστρο όσο και η Κορυτσά. Από τον Δεκέμβριο του 1942 τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν, καθώς ο Αμερικανός Υπ. Εξ. Cordell Hull σε δηλώσεις του προέτρεπε τους Αλβανούς να ξεσηκωθούν εναντίον των Ιταλών.
Παράλληλα, στροφή έκανε και η βρετανική κυβέρνηση. Αξιωματούχοι των Συμμάχων άρχισαν να εξαίρουν την αντιστασιακή δράση των Αλβανών (σημ.: εναντίον ποιων;) και να τάσσονται υπέρ τους. Χαρακτηριστική είναι η επιστολή του Ίντεν στον Έλληνα πρεσβευτή στο Λονδίνο, Αθανάσιο Αγνίδη στις 11 Δεκεμβρίου 1942, όπου τόνιζε ότι η κυβέρνησή του ενδιαφερόταν για την τύχη του αλβανικού λαού, που ήταν από τα πρώτα θύματα του ιταλικού φασισμού και ήθελε να δει την Αλβανία ελεύθερη και ανεξάρτητη. Ο Τσουδερός κατάλαβε τη μεταστροφή της βρετανικής πολιτικής και έγραψε στο Ημερολόγιό του: ''Συγκίνησις .Ελήφθη η από 11 Δεκεμβρίου επιστολή του Ίντεν προς Αγνίδην περί ανεξαρτησίας της Αλβανίας δεν προτείνονται εις αυτήν ούτε εδαφικαί τυχόν μεταβολαί ούτε το πολίτευμα της Αλβανίας. Τι την θέλουν την δήλωσιν; Να κερδίσουν τους Αλβανούς; Αρλούμπα πολιτική σαν και όλα τους.'' Ακολούθησαν αντικρουόμενες δηλώσεις των Βρετανών, οι οποίες προκάλεσαν την οργή των Ελλήνων. Σε ιδιαίτερα υψηλούς τόνους κινήθηκε ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ο οποίος εξόργισε τον Ίντεν, που έδωσε εντολή στις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες να τον απομονώσουν. Ακολούθησαν ελληνικά διαβήματα του ελληνικού Υπ. Εξ. προς το Φόρειν Όφις (11/5/1943 και 20/6/1943) με τα οποία διαμαρτυρόταν για τις πράξεις βίας των Αλβανών εναντίον των Βορειοηπειρωτών.
Από τον Μάρτιο του 1944 οι Βρετανοί απαγόρευσαν κάθε δημοσίευμα που θα αφορούσε τη Βόρεια Ήπειρο ή τα μελλοντικά σύνορα της Αλβανίας. Παράλληλα, όλοι οι αξιωματούχοι της βρετανικής Κοινοπολιτείας που αναφέρονταν στο θέμα αυτό έκαναν λόγο για απελευθέρωση και ανεξαρτησία της Αλβανίας.
Η κατάσταση στη Βόρειο Ήπειρο μετά το 1942
Οι περισσότεροι Βορειοηπειρώτες οργανώθηκαν και πολέμησαν στο Μ.Α.Β.Η. (Μέτωπο Απελευθερώσεως Βορείου Ηπείρου), το οποίο συγκροτήθηκε στα Τίρανα τον Ιούλιο του 1942. Προηγήθηκε η οργάνωση ανταρτικών ομάδων σε διάφορες περιοχές της Β. Ηπείρου. Επικεφαλής της Μ.Α.Β.Η. ήταν ο Βασίλειος Σαχίνης και ηγετικά της στελέχη οι Α. Κοκκαβέσης, Η. Κώνστας, Γ. Τάσιος και Σ. Ντάσιος. Στις 8/8/1943 έγινε το Συνέδριο της Μεμόραχης, που είχε σαν αποτέλεσμα τον ξεσηκωμό των κατοίκων της περιοχής Ριζών- Βούρκου. Το αρχηγείο του Μ.Α.Β.Η. βρισκόταν στο χωριό Γλύνα. Η οργάνωση είχε στενές σχέσεις με τον Ε.Δ.Ε.Σ.. Ο γιατρός Ιωάννης Γκινάλης από το Λεσκοβίκι, βοηθούμενος από τον Γεώργιο Τάσσο, ανέλαβε το έργο της συνεννόησης με την οργάνωση του Ν. Ζέρβα. Όταν μπήκε στο ελληνικό έδαφος συνελήφθη στην περιοχή του Πωγωνίου από τις δυνάμεις του Ε.Λ.ΑΣ. (22/3/1943), οι οποίες αφού κατάσχεσαν τα έγγραφα που είχε μαζί του και προορίζονταν για τον Ζέρβα, τον φυλάκισαν για 2 1/2 μήνες και έπειτα τον συνόδευσαν μέχρι τα σύνορα και του απαγόρευσαν να έρθει πάλι στην Ελλάδα (σχετικά στοιχεία στο βιβλίο του Κ. Βακαλόπουλου ''Ιστορία της Ηπείρου: Από τις Αρχές της Οθωμανοκρατίας ως τις Μέρες μας'', σελ. 736 και Β. Γεωργίου ''Βόρειος Ήπειρος: Η Συνεχιζόμενη Εθνική Τραγωδία'' σελ. 317).
Ο Βασίλειος Σαχίνης
Ωστόσο, στις αρχές Μαΐου 1943 οι δυνάμεις του Ε.Δ.Ε.Σ. πέτυχαν να έρθουν σε επαφή με τη Μ.Α.Β.Η., την οποία ο Ν. Ζέρβας ενίσχυσε με πολεμικό υλικό. Παράλληλα, έστειλε δυο Βορειοηπειρώτες Λοχαγούς, τους Ιωάννη Βιδάλη και Σπύρο Λύτο, με μικρές ομάδες ανταρτών στις περιοχές δράσεις του Μ.Α.Β.Η.
Όμως η ηγεσία του Ε.Λ.Α.Σ. από τα έγγραφα που κατέσχεσε από τον Γκινάλη, πληροφορήθηκε τις επιδιώξεις του Ζέρβα και αποφάσισε να εμποδίσει οποιαδήποτε επιχείρηση του Ε.Δ.Ε.Σ. στη Βόρεια Ήπειρο.
Στις 10 Αυγούστου 1943, υπογράφηκε συμφωνία μεταξύ των κομμουνιστικών κομμάτων Ελλάδας και Αλβανίας. Από αλβανικής πλευράς, υπέγραψαν οι Rexhep Plako και Qemal Karagioz (που χρησιμοποίησε το ψευδώνυμο Αλέξης Γιάνναρης). Στις 13/12/1943, ακολούθησε η υπογραφή πρωτόκολλου στρατιωτικής συνεργασίας ανάμεσα στα δύο κόμματα. Πρόκειται για τη Συμφωνία της Κονίσπολης που υπογράφηκε από τον Γ. Γκραμπάλα και τον Padrit Spahion.
Από τα τέλη του 1942 με υπόδειξη των Βρετανών, οι Αλβανοί δημιούργησαν «αντιστασιακές» οργανώσεις στη Βόρεια Ήπειρο. Κυριότερη ήταν η «Front National Cilimitar” με αρχηγό τον ανθέλληνα Εμβέρ Χότζα, γόνο εξισλαμισμένης βορειοηπειρωτικής οικογένειας από το Αργυρόκαστρο. Άλλες αλβανικές οργανώσεις που συνεργάστηκαν άλλοτε με τους Συμμάχους και άλλοτε με τους Γερμανούς ήταν η Balli Kombetar (Εθνικό Μέτωπο) με επικεφαλής τον Mithat Frasheri και το Legalitet υπό τον Abaz Kupi.
Στις 17/11/1943, συνελήφθη από άνδρες του Χότζα στο Αργυρόκαστρο ο αρχηγός του Μ.Α.Β.Η. Βασίλειος Σαχίνης. Αφού βασανίστηκε άγρια, δολοφονήθηκε το πρωί της επόμενης ημέρας.
Ο Pedrid Spahion μιλώντας στη Δερβίτσανη στις 6/11/1944, μεταξύ άλλων, είπε:
«Ό, τι έγινε με τον Σαχίνη δεν είναι δικό μας έργο, αλλά εντολή του ελλαδικού Ε.Α.Μ., εμείς απλώς εκτελέσαμε μια ορθή απόφαση των Ελλήνων συντρόφων, εφόσον ο Βασίλειος Σαχίνης ήταν εχθρός του λαού…».
Στις 3/12/1943, δολοφονήθηκε ο Γεώργιος Μπολάνος, επικεφαλής του Μ.Α.Β.Η. στην περιοχή της Χιμάρας. Ακολούθησε η καταστροφή του χωριού Γλύνα, προπύργιου της οργάνωσης και η εκτέλεση 24 κατοίκων «προς παραδειγματισμό».
Στη συνέχεια, το Μ.Α.Β.Η. υπέστη ήττες από τους Γερμανούς, τους Βρετανούς και το αλβανικό «Εθνικό Μέτωπο» (Balli Kombetar). Όσοι άνδρες του Μ.Α.Β.Η. μπόρεσαν να ξεφύγουν, εντάχθηκαν στην «Ελευθέρα Ορεινή Ελλάδα» του Ζέρβα, συγκροτώντας ιδιαίτερη διλοχία.
Το Balli Kombetar προέβη σε αντίποινα σε χωριά της Β. Ηπείρου. Στα τέλη Σεπτέμβρη 1944, δυνάμεις του Ε.Δ.Ε.Σ. υπό τον Ν. Ζέρβα, μπήκαν στο αλβανικό έδαφος και συγκρούστηκαν με τμήματα του Χότζα στην Κονίσπολη.
Παρενέβησαν ωστόσο οι Βρετανοί που υποχρέωσαν τον Ζέρβα να υποχωρήσει νότια της οδού Ιωαννίνων-Ηγουμενίτσας. Το επόμενο δίμηνο, 600 περίπου Βορειοηπειρώτες κατατάχθηκαν στον Ε.Δ.Ε.Σ. Οι άνδρες του Χότζα για αντίποινα, έκαψαν τα σπίτια τους.
Συνολικά, στη διάρκεια της κατοχής, πάνω από 250 χωριά της Β. Ηπείρου κάηκαν και 2.500 άμαχοι δολοφονήθηκαν από ένοπλες ομάδες Αλβανών ατάκτων και τις δυνάμεις του Άξονα.
Το 1945, επιβλήθηκε το κομμουνιστικό σύστημα σε ολόκληρη την Αλβανία. Το νέο καθεστώς αναγνωρίστηκε από τις Η.Π.Α., τη Μεγάλη Βρετανία, την Ε.Σ.Σ.Δ. και τα υπόλοιπα ανατολικά κράτη.
Τον Ιανουάριο του 1946, ανακηρύχθηκε η Λαϊκή Δημοκρατία της Αλβανίας. Πρωθυπουργός, Υπουργός Εξωτερικών, Υπουργός Εθνικής Αμύνης και αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού, ανέλαβε ο Εμβέρ Χότζα…
Με το βορειοηπειρωτικό μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, θα ασχοληθούμε σε επόμενό μας άρθρο.
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.