Η Συμφωνία των Πρεσπών, ως μια κατάφορα ετεροβαρής και σε βάρος της χώρας μας Συμφωνία, με την οποία ουσιαστικά εκποιήθηκαν θεμελιώδη αξιώματα (που συνθέτουν και εν τέλει «κλειδώνουν» τον σκληρό πυρήνα της Εθνικής κυριαρχίας, καταδεικνύοντας ταυτόχρονα το αδιαπραγμάτευτο του ιστορικού βάθους του και ως εκ τούτου δεν θα έπρεπε σε καμία περίπτωση να εκποιηθούν) έχει συμβάλει τα μέγιστα στην εκτροπή αυτής της συζήτησης σε μια ανούσια παραφιλολογία που αποπροσανατολίζει τους πολίτες και διευκολύνει το πολιτικό σύστημα που παραμένει εγκλωβισμένο στην παραδοσιακή ατολμία του και σε μια αδιέξοδη διαχείριση των ηττοπαθών επιλογών του.
Στα Βαλκάνια επανενεργοποιούνται σταδιακά οι «παγωμένοι» ιστορικοί ανταγωνισμοί δεκαετιών, οι οποίοι ενσωματώνονται πλέον στα αναβαθμισμένα χαρακτηριστικά που έχει προσλάβει ήδη η κορυφαία στρατηγική αντιπαράθεση. Αυτή η ποιοτική μετεξέλιξη και πολυμορφία της σύγκρουσης, έρχεται να επιβεβαιώσει, από την μία μεριά τις διαχρονικές ανεπάρκειες που συνθέτουν την Ελληνική βαλκανική παρουσία και από την άλλη τους επιταχυνόμενους ρυθμούς με τους οποίους ο ανανήψας βαλκανικός μικρομεγαλισμός των υπόλοιπων, προσπαθεί να ανακτήσει το «χαμένο έδαφος», να επικαιροποιήσει τις απαιτήσεις του και να ενισχύσει την θέση και τον ρόλο που διεκδικεί στην νέα ισορροπία ισχύος.
Εάν σε όλα τα παραπάνω συνυπολογίσει κανείς και τον δυναμικό εισοδισμό με τον οποίο επιχειρεί η Τουρκία να καταστεί αναπόσπαστο μέρος ΚΑΙ της Βαλκανικής Αρχιτεκτονικής, επιβάλλοντας το αυθαίρετο «δικαίωμά» της να έχει λόγο και βαρύνουσα παρουσία στις εξελίξεις της επόμενης μέρας, τότε γίνεται αντιληπτό ότι η αναγκαία μεταστροφή που είναι απαραίτητο να υπάρξει προκειμένου να επαναπροσδιοριστεί η φυσιογνωμία και το εύρος της Βαλκανικής μας πολιτικής, δεν σχετίζεται απλά με την ανάγκη μιας αξιοπρεπούς περιφερειακής παρουσίας αλλά ταυτίζεται με την ίδια την στρατηγική επιβίωση της πατρίδας μας.
Από την άποψη αυτή, είναι εξαιρετικά επείγουσα η ανάγκη να συμφωνήσουμε ότι το πρώτο πράγμα το οποίο οφείλει να κάνει η Ελληνική Διπλωματία, δεν είναι διαχείριση Ευρωπαϊκών πολιτικών που υποβαθμίζουν ουσιαστικά την χώρα σε Επίτροπο και τοποτηρητή των Ευρωπαϊκών υποθέσεων και προτεραιοτήτων, αλλά «επιθετική» παρέμβαση με ταυτότητα, με αποσαφηνισμένες εθνικές προτεραιότητες και με επιλεγμένες στρατηγικού χαρακτήρα αλλά και θεματικές παρεμβάσεις που να την υπηρετούν απρόσκοπτα.
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η Ελληνική απάντηση σε ένα περιβάλλον με διάχυτη την γεωπολιτική ρευστότητα, στο οποίο συναντώνται αποσταθεροποιητικά…
Ο επεκτατικός νεο-οθωμανισμός της γείτονος…
Οι αυτοκρατορικές βλέψεις των επίδοξων του Βορρά…
Οι παραδοσιακές ιμπεριαλιστικές πατέντες της Δύσης…
Ποικίλοι αλυτρωτισμοί. Αλλά και…
Ο νοσηρός Αλβανικός μεγαλοϊδεατισμός…
Θα πρέπει να μετουσιώνεται σε ένα ολοκληρωμένο Βαλκανικό όραμα μέσα από το οποίο θα υπηρετούνται πληρέστερα και πρώτιστα τα ιστορικά Δίκαια του Ελληνισμού, χωρίς εκπτώσεις και χωρίς τον γνωστό φερετζέ της Ευρωπαϊκο-πολιτισμικής μεγαλοκαρδίας, στο όνομα της οποίας σωρεύονται Εθνικές παραχωρήσεις και εγγράφονται υποθήκες δυσβάστακτες.
Κυρίαρχο εργαλείο για την προώθηση αυτού του Βαλκανικού οράματος, δεν μπορεί να είναι απλά η φαιδρή λογική της «οικονομικής διείσδυσης» που κατασκευάζει πάμπλουτες επιχειρήσεις και κορυφαίους επιχειρηματίες που δραστηριοποιούνται στην αλλοδαπή, με καταγωγή όμως από μια πτωχευμένη χώρα που φορολογεί αδίστακτα ακόμη και τα όνειρα των παιδιών της. Αυτό δεν συνιστά Εθνική πολιτική, αλλά ανεπίτρεπτη φάρσα της Ιστορίας.
Το «επιθετικό» Βαλκανικό όραμα, για να είναι πρωτίστως Εθνικό όραμα, θα πρέπει να στηρίζεται σε συγκεκριμένους πυλώνες και οι πολιτικοί του διαχειριστές θα πρέπει να έχουν την ικανότητα και κυρίως τον προσανατολισμό να αναβαθμίζουν την θεσμική υπόσταση αυτών των πυλώνων, σε όλα τα Διεθνή και Ευρωπαϊκά φόρα.
Στην κορυφή αυτής της κατάταξης, θα πρέπει να είναι η Ελληνική Εθνική μειονότητα στην Αλβανία και τα αδιαπραγμάτευτα δικαιώματά της, στην θεσμική εκπροσώπηση, στην γη, στον πολιτισμό, στην εκπαίδευση και στην δημιουργία.
Είναι αδιανόητη η συμφωνία της Ελλάδας σε οποιαδήποτε περιφερειακή ή «συμμαχική» διευθέτηση, εάν προηγουμένως δεν εξασφαλίζονται στο ακέραιο τα δικαιώματα της Εθνικής μειονότητας στην γειτονική χώρα.
Όπως επίσης είναι αδιανόητη η Ελληνική στήριξη, απέναντι σε χώρες που συντηρούν και αρνούνται να αποκηρύξουν οριστικά και αμετάκλητα, αλυτρωτικές φαιδρότητες σε βάρος της πατρίδας μας.
Η Ευρωπαϊκή εμπειρία άλλωστε έδειξε πως η προσδοκία να εκτονωθούν και εν τέλει να ατονήσουν αυτές οι νοσηρότητες μέσα στο αναβαθμισμένο και εξευγενισμένο Ευρωπαϊκό περιβάλλον, είναι μια προσδοκία απατηλή. Καταλανικό και Ιρλανδικό παραμένουν αδιάψευστοι μάρτυρες. Ενώ η ανοχή και η δήθεν συμβιβαστική διάθεση απέναντι σε αυτά τα φαινόμενα, όχι μόνο δεν ισχυροποιεί την θέση της χώρας, αλλά αντίθετα ενεργοποιεί μια επικίνδυνη πυριτιδαποθήκη στην Θράκη.
Γι αυτό και επιμένουμε πως η βαρύτητα της Εθνικής ψήφου, δεν μπορεί να εξαργυρώνεται φτηνά και ανούσια, στην πασαρέλα που απονέμεται ο τίτλος του «καλού παιδιού» και του υπάκουου συμμάχου. Ομοίως πολύτιμα εργαλεία στην προώθηση αυτού του οράματος, θα πρέπει να είναι…
Η αποφασιστική διεθνοποίηση του αδιαπραγμάτευτου Ελληνικού ενδιαφέροντος, για την διάσπαρτη πολιτιστική κληρονομιά που φέρει ανεξίτηλη την Ελληνική ταυτότητα σε όλο το εύρος της Βαλκανικής γης…
Η στοχευμένη ενεργοποίηση της ουσιαστικά ανύπαρκτης εκκλησιαστικής Διπλωματίας, σε μια ευρύτερη περιφέρεια η οποία έχει εγκαταλειφθεί στα παίγνια των Πατριαρχείων, με κόστος ΚΑΙ για τους λαούς αλλά ΚΑΙ για την γεωπολιτική σταθερότητα ΚΑΙ σε κάθε περίπτωση με την Ελλάδα στο περιθώριο. Και φυσικά…
Η χρηματοδότηση και προώθηση εξειδικευμένων εκπαιδευτικών προγραμμάτων που θα μπορούσαν να προκαλέσουν το ενδιαφέρον ακόμη και ξενόγλωσσων τοπικών πληθυσμών, ενώ θα μπορούσαν να συμβάλουν καταλυτικά στις επιδόσεις των αποφοίτων της Ελληνικής μειονότητας.
Προφανώς και είναι εφικτό να «πειστούν» οι κυβερνήσεις των Βαλκανικών κρατών ώστε να συμφωνηθούν και εν τέλει να εφαρμοστούν αντίστοιχες διμερείς «διευθετήσεις». Η παρουσία των μεταναστών τους στην Ελληνική επικράτεια, είναι από μόνη της ένα πολύ ισχυρό «επιχείρημα» στο οπλοστάσιο της Ελληνικής Διπλωματίας και οφείλει να το αξιοποιήσει άμεσα και χωρίς περιστροφές.
Είναι λοιπόν φανερό, ότι γεωπολιτική διείσδυση, δεν υλοποιείται με πολιτικές που ευνοούν το επιχειρηματικό φαγοπότι. Μια χώρα που ενδιαφέρεται πραγματικά να ισχυροποιήσει την περιφερειακή της θέση σε ένα περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερη ρευστότητα, αυτό για το οποίο υποχρεούται να φροντίζει πρώτιστα, είναι η ανάγκη να διευρύνει το γεωπολιτικό της αποτύπωμα σε κρίσιμους τομείς που θα προσδιορίσουν την φυσιογνωμία της επόμενης μέρας κι αυτό δεν θα το κάνουν ΟΥΤΕ οι μπακαλόγατοι ΟΥΤΕ οι τραπεζίτες. Ας σοβαρευτούμε λοιπόν γιατί η κλεψύδρα αδειάζει…
Και στο βάθος… Πρέσπες…
Μέσα σε έναν πρωτοφανή ορυμαγδό αποσπασματικών συζητήσεων, παντελούς απουσίας ενός περιφερειακού σχεδιασμού με ξεκάθαρη εθνική ταυτότητα και με παλιές αλλά και νέες απειλές να κερδίζουν καθημερινά θέσεις στην σκαλέτα της περιφερειακής Ημερήσιας Διάταξης, η συμφωνία των Πρεσπών επανέρχεται στο προσκήνιο, άλλοτε ως παράπονο για τις απαράδεκτες και προκλητικές παραβιάσεις της στις οποίες προβαίνουν οι Σκοπιανοί… Και άλλοτε ως αιχμή του δόρατος της Ελληνικής μεγαλοστομίας η οποία ζητά μετ’ επιτάσεως την καταγγελία της Συμφωνίας και την αποχώρηση από αυτήν.
Οφείλουμε όμως να είμαστε ξεκάθαροι ως προς τα αυτονόητα, όχι για να συνετίσουμε τους πατριδοκάπηλους φαφλατάδες που συνηθίζουν να ομιλούν περί πάντων χωρίς να σκέφτονται, αλλά για να καταδείξουμε πως η επίκληση της ακυρωτικής ρητορικής, είναι ένα εργαλείο που επιστρατεύεται για να εκτονώσει την οργή των πολιτών για το συγκεκριμένο ανοσιούργημα, συντηρώντας παράλληλα ψευδεπίγραφες και ανυπόστατες αυταπάτες.
Όχι γιατί τα άρθρα 56 και 60 της Σύμβασης για το Δίκαιο των Συνθηκών δεν παρέχουν αυτήν την δυνατότητα, ούτε βεβαίως γιατί οι παραβιάσεις στις οποίες προβαίνουν οι Σκοπιανοί είναι ήσσονος σημασίας ως προς τα συμπεφωνηθέντα. Αλλά διότι η Συμφωνία των Πρεσπών…
Είναι μια πολύ ιδιαίτερη Συμφωνία…
Είναι μια Συμφωνία η αξιολόγηση της οποίας δεν σχετίζεται με την νομιμότητα ή μη της εφαρμογής κανόνων Δικαίου γενικώς…
Είναι μια συμφωνία η οποία πατά – ακουμπά – συναρτάται από ένα σύνολο κανόνων που έγιναν αποδεκτοί με την ενδιάμεση συμφωνία του 1995. Και κυρίως…
Είναι μια Συμφωνία η οποία δίνει στους Σκοπιανούς την Εθνική υπόσταση που έχουν ανάγκη για να επιβιώσουν, ενώ στην Ελλάδα εξασφαλίζει μια αράδα από προσχήματα που επιστρατεύονται για την εξαπάτηση του πληθυσμού. Με απλά λόγια, τα Σκόπια πήραν ΟΝΟΜΑ και ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ και η Ελλάδα απλώς πήρε «μπούλο».
Τα ερωτήματα λοιπόν είναι αμείλικτα και καλό είναι οι απαντήσεις να αναζητηθούν με σοβαρότητα και ευθύνη…
Τι ακριβώς είναι αυτό που θα μπορούσε η Ελλάδα να επιδιώξει να ακυρωθεί προσφεύγοντας στις προβλέψεις της Σύμβασης της Βιέννης;;;
Από που προκύπτει ότι αυτό που θεωρητικά θα μπορούσε να ακυρωθεί με την προσφυγή, θα μπορούσε ταυτόχρονα να αντικατασταθεί με κάτι άλλο που θα ήταν της απολύτου αρεσκείας όσων επιμένουν να σαγηνεύονται από αυτήν την προσδοκία;;;
Ας πούμε λοιπόν τα πράγματα με το όνομά τους…
Ακόμη και αν καταπέσει την επόμενη στιγμή το σύνολο των επιμέρους ρυθμίσεων, δεκάρα τσακιστή δεν θα έδιναν οι Σκοπιανοί για δαύτες. Είναι στο σύνολό τους ένα μάτσο από ανούσια επικοινωνιακά προσχήματα στα οποία καταφεύγει η ελληνική πολιτική τάξη για να κατευνάσει παραμυθιάζοντας το ανάθεμα των πολιτών.
Ακόμη και αν καταπέσει στο σύνολό της η συγκεκριμένη Συμφωνία (άρα και οι προσχηματικές προβλέψεις που υιοθετούνται για το όνομα, την εθνότητα και την ταυτότητα των προϊόντων) αυτό που θα κάνουν την επόμενη στιγμή οι Σκοπιανοί, θα είναι να στήσουν πάρτι αφού οι ίδιοι θα είναι οι αποκλειστικοί κτήτορες και νονοί ενός μεγαλοπρεπέστατου «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» (σκέτο… ολόσκετο), με την Ελλάδα στο περιθώριο και χωρίς δικαίωμα λόγου, με την διεθνή κοινότητα στο σύνολό της να το υιοθετεί σε ελάχιστο χρόνο και με τις διεθνείς ή πολυεθνικές συμμετοχές του κρατιδίου να μην μπορούν να ανακληθούν.
Όποιος νομίζει λοιπόν ότι ΑΥΤΗ η Ελλάδα… Με ΑΥΤΗΝ την Πρόεδρο της Δημοκρατίας, που ενώ θα έπρεπε να ΑΠΑΙΤΕΙ, αρκείται να αναφωνήσει ένα «ΜΑΚΑΡΙ οι Τούρκοι να σεβαστούν επιτέλους την Συνθήκη της Λωζάνης»… Και με κυβερνήσεις που αντί να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων καταφεύγουν σε επικοινωνιακά τεχνάσματα εξαπάτησης των πολιτών οι οποίοι πληροφορούνται από τουρκικά δημοσιεύματα τις απαράδεκτες υπαναχωρήσεις, μπορεί να εκβιάσει υπέρ των Εθνικών συμφερόντων ανατροπές Συνθηκών, καλύτερα να αλλάξει πλευρό.
Η Συμφωνία των Πρεσπών, είναι μια απαράδεκτη Συμφωνία που ΔΕΝ ανατρέπεται υπέρ του αυτονόητου Εθνικού αφηγήματος. Καμία τέτοια δυνατότητα δεν μπορεί να υπάρξει… Καμιά Διεθνής κοινότητα δεν πρόκειται να στηρίξει ανάλογους ακροβατισμούς.
Η Ελλάδα οφείλει να σοβαρευτεί… Να αποστασιοποιηθεί από την αναπαραγωγή παραπλανητικών και αποπροσανατολιστικών μυθευμάτων… Και κυρίως να ασχοληθεί σοβαρά με την επεξεργασία και την «επιθετική» προώθηση ενός ολοκληρωμένου Βαλκανικού οράματος, ώστε να σταματήσει να σέρνεται πίσω από τις εξελίξεις και να οριοθετήσει έναν δικό της δρόμο πραγματικών ανατροπών. Μέρος αυτού του οράματος, ΔΕΝ είναι η στήριξη καμιάς απολύτως Ευρωπαϊκής πορείας του υβριδικού και χειραγωγήσιμου κρατιδίου, αφού ο δρόμος για την αποκατάσταση της Βαλκανικής σταθερότητας, περνά αναγκαστικά μέσα από την αποσύνθεση υβριδικών γεωπολιτικών μορφωμάτων και σύντομα όλα δείχνουν πως οι εξελίξεις στην Βοσνία θα μετατρέψουν αυτούς τους φόβους σε βεβαιότητα.
Η σκακιέρα βρίσκεται σε πλήρη διάταξη. Η Ελλάδα, αν φιλοδοξεί να διεκδικήσει τον ρόλο του παίκτη και όχι του πιονιού σ αυτήν την σκακιέρα, οφείλει να πάρει θέση σήμερα γιατί αύριο θα είναι αργά.
πηγήΟι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.