Γεωπολιτική σε ένα μετα-Δυτικό κόσμο
Πρόσφατα, η Κίνα, η Ρωσία και οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν αρχίσει να ανταγωνίζονται για επιρροή στην Κεντρική Ασία. Όμως, σε αντίθεση με το Αφγανιστάν κατά το τελευταίο Μεγάλο Παιχνίδι οι κυβερνήσεις εκεί είναι αρκετά ισχυρές για να χρησιμοποιήσουν την σύγκρουση προς όφελός τους. Η περίπτωση της Κεντρικής Ασίας δεν είναι μια ιστορική αναδρομή στο παρελθόν, αλλά ένας οδηγός για το τι πρόκειται να έρθει: άνοδος των νέων παικτών και μείωση της επιρροής της Δύσης σε έναν πολυπολικό κόσμο.
Κατά την τελευταία δεκαετία, ο κόσμος έχει αρχίσει να λαμβάνει περισσότερο υπόψη του την Κεντρική Ασία. Για τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους τους, η περιοχή είναι ένας πολύτιμος κόμβος εφοδιασμού για την πολεμική προσπάθεια στο Αφγανιστάν. Για τη Ρωσία, είναι μια αρένα στην οποία ασκεί πολιτική επιρροή. Για την Κίνα, είναι μια πηγή ενέργειας και ένας κρίσιμος εταίρος για τη σταθεροποίηση και την ανάπτυξη της ανήσυχης επαρχίας Xinjiang στα δυτικά του Μέσου Βασίλειου. Ορισμένοι σχολιαστές αναφέρονται στην ανανεωμένη δραστηριότητα της Ουάσιγκτον, της Μόσχας και του Πεκίνου στην περιοχή ως μια σύγχρονη επανάληψη του Μεγάλου Παιχνιδιού. Αλλά σε αντίθεση με τη Βρετανική και τη Ρωσική αυτοκρατορία στην εποχή του ανταγωνισμού και των κατακτήσεων, οι κυβερνήσεις της Κεντρικής Ασίας έχουν αρχίσει να αξιοποιούν το ανανεωμένο εξωτερικό ενδιαφέρον ως κυρίαρχο πλεονέκτημα τους, αποκρούοντας τις προβληματικές απαιτήσεις και ενισχύοντας τον εγχώριο πολιτικό έλεγχο. Ως εκ τούτου, η περίπτωση της Κεντρικής Ασίας σήμερα δεν είναι μια αναγωγή στο παρελθόν, αλλά ένας οδηγός για το τι πρόκειται να έρθει: η άνοδος νέων παικτών και η παρακμή της δυτικής επιρροής σε έναν πολυπολικό κόσμο.
Το πρώτο μάθημα από την εμπλοκή της Κίνας, της Ρωσίας και των Ηνωμένων Πολιτειών στην Κεντρική Ασία είναι ότι έχει ενισχυθεί η εξουσία των κυβερνώντων τις χώρες της περιοχής, οι οποίοι έχουν τη δυνατότητα να βάζουν τους μνηστήρες να ανταγωνίζονται ο ένας τον άλλο και να κερδίζουν έτσι οικονομικά οφέλη και πολιτική στήριξη, όπου είναι δυνατόν. Στο πιο εντυπωσιακό περιστατικό, το 2009, ο πρόεδρος Κουρμανμπέκ Μπακίγεφ της Κιργιζίας, η οποία φιλοξενεί διαμετακομιστικό κέντρο στο Μανάς, ξεκίνησε έναν πόλεμο προσφορών μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ρωσίας, απειλώντας να κλείσει τη βάση. Απέσπασε εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια από τις δύο πλευρές, με τη μορφή ενός Ρωσικού πακέτου βοήθειας και μιας ανανέωσης της μίσθωσης σε υψηλότερο μίσθωμα από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Από το 2008, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν επίσης καταβάλει ως τέλη διέλευσης, περίπου 500 εκατομμύρια δολάρια ετησίως [1], στο Ουζμπεκιστάν και άλλες κυβερνήσεις της Κεντρικής Ασίας για να μεταφέρουν τον απαραίτητο εξοπλισμό στο Αφγανιστάν μέσω του Βόρειου Δικτύου Εφοδιασμού.
Η ίδια συνταγή εφαρμόζεται και αλλού. Η διαθεσιμότητα εναλλακτικών κρατών-προστατών έχει κάνει τη στρατηγική εμπλοκή των ΗΠΑ πιο ακριβή παντού, τόσο από άποψη δολαρίων όσο και πολιτικής. Το 2008, ο Πρόεδρος του Εκουαδόρ Ραφαέλ Κορέα αρνήθηκε να παρατείνει μια δεκαετή μίσθωση της βάσης των ΗΠΑ στη Μάντα, αφού του είχαν προσφερθεί 500 εκατ. δολάρια για την αναβάθμιση της μονάδας από μια εταιρεία διαχείρισης λιμένων του Χονγκ Κονγκ. Ο Στίβεν Κουκ, συνεργάτης στο Council on Foreign Relations, έχει παρατηρήσει [2] ότι στην μετα-επαναστατική Αίγυπτο οι Ηνωμένες Πολιτείες συνέχισαν να παρέχουν βοήθεια ως αντάλλαγμα για τα δικαιώματα υπερπτήσεων και πρόσβασης του καναλιού του Σουέζ, ακόμη και καθώς η μόχλευση των ΗΠΑ σε όλη τη χώρα μειώνεται. Και κατά τη διάρκεια των επτά μηνών της ψυχρότητας του Πακιστάν με την Ουάσιγκτον όταν έκλεισε τις γραμμές εφοδιασμού προς το Αφγανιστάν, η Ισλαμαμπάντ ζήτησε δημόσια την αύξηση των τελών διέλευσης και φλέρταρε με την Κίνα. Τελικά, οι Αμερικανοί αξιωματούχοι φέρεται να συμφώνησαν να αποδεσμεύσουν 1,1 δισεκατομμύρια δολάρια για τον πακιστανικό στρατό από το Ταμείο Στήριξης της Συμμαχίας ώστε να ανοίξει πάλι ο διάδρομος ανεφοδιασμού [3].
Το δεύτερο μάθημα είναι ότι η περιφερειακή πολυπολικότητα έχει διαβρώσει την δυτική οικονομική επιρροή. Κατά την τελευταία δεκαετία, η Κίνα έχει αναδειχθεί ως η κορυφαία οικονομική δύναμη στην Κεντρική Ασία. Η κινεζική βοήθεια εκεί, όπως και στην Αφρική και σε άλλες αναπτυσσόμενες περιοχές, δεν είναι εύκολο να κατηγοριοποιηθεί: είναι συνήθως ένα υβρίδιο εξωτερικής βοήθειας, επενδύσεων και δανείων έκτακτης ανάγκης σε κατάσταση αναμονής. Το Πεκίνο στηρίχθηκε έντεχνα σε ένα μοναδικό συνδυασμό αυτών των οικονομικών μέσων με κάθε έναν από τους γείτονές του της Κεντρικής Ασίας. Το 2009, υπέγραψε δάνεια αντί ενεργειακών πακέτων με το ενεργειακά πλούσιο Καζακστάν και το Τουρκμενιστάν. Αυτά τα δάνεια εξασφαλίζουν προμήθειες πετρελαίου και φυσικού αερίου ή κεφάλαιο στους τοπικούς παραγωγούς. Εν τω μεταξύ, το Πεκίνο έχει αναλάβει σημαντικούς νέους αγωγούς πετρελαίου και φυσικού αερίου για να φέρει την ενέργεια της Κεντρικής Ασίας προς ανατολάς. Τα πακέτα αυτά αντικατοπτρίζουν παρόμοια δάνεια αντί ενέργειας που έχουν συναφθεί με την Ανγκόλα, τη Βραζιλία, το Εκουαδόρ, τη Ρωσία, το Νότιο Σουδάν, το Σουδάν και τη Βενεζουέλα.
Στις φτωχότερες χώρες Κιργιζία και Τατζικιστάν, το Πεκίνο έχει γίνει ένας σημαντικός επενδυτής και βοηθός παροχής ανάπτυξης, με επίκεντρο την παραγωγή ενέργειας, τις διαβιβάσεις και τις μεταφορές, συμπεριλαμβανομένων των δρόμων και σιδηροδρόμων. Πριν από τη σύνοδο κορυφής του SCΟ (Shanghai Cooperation Organisation) το 2012 στο Πεκίνο, η Τράπεζα Εξαγωγών-Εισαγωγών της Κίνας ήταν ήδη ο κύριος δανειστής του Τατζικιστάν. Οι συμμετοχές της επί του συνολικού εξωτερικού χρέους της χώρας σήμερα αναμένεται να φθάσουν το 70%. Τα περισσότερα δυτικά σχόλια εξέφρασαν την ικανοποίησή τους για την περιφερειακή βοήθεια και τις επενδύσεις του Πεκίνου, καθώς οι υποδομές της Κεντρικής Ασίας παραμένουν σε κατάσταση χρόνιας ερείπωσης και οι κινεζικές αναβαθμίσεις θα βελτιώσουν τους διασυνοριακούς περιφερειακούς δεσμούς και θα τονώσουν την περιφερειακή ανάπτυξη
πηγή