Επίδοξος ηγέτης του μουσουλμανικού κόσμου
Η ισλαμική κυβέρνηση αυτοπροβάλλεται ως προστάτης και ηγέτης των απανταχού μουσουλμάνων, αναπτύσσοντας έντονα αντιδυτική ρητορική και αντίστοιχες πρακτικές. Με αυτό τον τρόπο πιστεύει πως θα ενισχύσει τον διεθνή ρόλο της και θα διευρύνει τα περιθώρια διπλωματικών ελιγμών της. Απευθυνόμενη σε ισλαμικά ακροατήρια κυρίως της Μέσης Ανατολής, μονίμως κατηγορεί τη Δύση για την υστέρηση των μουσουλμανικών κρατών και κοινωνιών. Καλλιεργεί την ταξική-θρησκευτική συνείδηση του «φτωχού και καταπιεσμένου μουσουλμάνου».
Ο αραβικός κόσμος, όμως, δεν βλέπει την Τουρκία με αυτό το μάτι. Αντίθετα, είναι εξαιρετικά επιφυλακτικός απέναντί της και δεν πρόκειται να της επιτρέψει να ηγεμονεύσει στο σουνιτικό στοιχείο. Άλλωστε, το Κοράνι γράφτηκε στα αραβικά και όχι στα τουρκικά…
Το «βαθύ κράτος» έχει συμπεριλάβει στο κύμα διώξεων και τις φιλελεύθερες φωνές. Κύρια επιδίωξή του, ωστόσο, είναι η καταστροφή αφενός του δικτύου Γκιουλέν, αφετέρου όλων των μη ελεγχόμενων από το ίδιο κουρδικών πολιτικών δυνάμεων. Χιλιάδες στελέχη του κουρδικού κόμματος HDP βρίσκονται στη φυλακή μαζί με βουλευτές και τους δύο συμπροέδρους. Υπό αυτές τις συνθήκες, είναι σχεδόν αδύνατο το εν λόγω κόμμα να αναπτύξει επιτυχώς οποιαδήποτε αποτελεσματική πολιτική δραστηριότητα.
Παράλληλα, το τουρκικό «βαθύ κράτος» προωθεί την ανάδειξη νέων, ισλαμικών κουρδικών οργανώσεων, φίλα προσκείμενων στον Ερντογάν και στο κόμμα του ΑΚΡ. Στόχος είναι η πλήρης πολιτική περιθωριοποίηση του HDP, το οποίο κατηγορείται ως προέκταση του ΡΚΚ και η αντικατάστασή του με τις ισλαμικές κουρδικές οργανώσεις.
Μυωπική πολιτική
Αυτή η μυωπική πολιτική της τουρκικής ηγεσίας στενεύει τα περιθώρια διαλόγου και πολιτικής επίλυσης του Κουρδικού ζητήματος, γεγονός που οδηγεί περισσότερους νέους Κούρδους στη ριζοσπαστικοποίηση και στη χρήση βίας για την επίτευξη των πολιτικών τους στόχων. Έτσι, το ΡΚΚ βγαίνει ακόμα πιο ενισχυμένο σε ανθρώπινο δυναμικό και σε πολιτική νομιμοποίηση εντός της κουρδικής εθνότητας.
Τους τελευταίους μήνες τα δυτικά ΜΜΕ, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, έχουν πάψει να χαρακτηρίζουν το ΡΚΚ τρομοκρατική οργάνωση. Το αναφέρουν είτε ως «Εργατικό Κόμμα Κουρδιστάν» ή ως «Κούρδοι ριζοσπάστες». Πρόκειται για σαφέστατη ένδειξη αυξάνουσας διεθνούς νομιμοποίησης της ένοπλης αυτής παράταξης.
Επιπλέον, ο αγώνας του ΡΚΚ εναντίον του Ισλαμικού Κράτους του παρείχε μεγαλύτερη νομιμοποίηση. Αντιθέτως, η ταύτιση της Τουρκίας –στα μάτια της διεθνούς κοινής γνώμης– με την ισλαμική τρομοκρατία την κατέστησαν στόχο δριμείας κριτικής.
Αντί το τουρκικό κράτος να καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με την κουρδική ηγεσία, επέλεξε τον δρόμο του πολέμου και της καταστροφής. Αυτός, όμως, είναι ένας αδιέξοδος δρόμος. Η δημογραφική, κοινωνική και πολιτική δυναμική του κουρδικού στοιχείου, αλλά και η διεθνής συγκυρία, δεν ευνοούν στρατιωτικές «λύσεις» παρόμοιες με αυτές που επιβλήθηκαν στους Αρμένιους και στους Έλληνες της Μικράς Ασίας στις αρχές του 20ου αιώνα.
Ρεύμα υπέρ της φιλελευθεροποίησης
Το τουρκικό κράτος επιδιώκει τον έλεγχο και την αντιστροφή του κοινωνικού ρεύματος που ζητά εκδημοκρατισμό και φιλελευθεροποίηση. Πρόκειται για ρεύμα που εμπνέει εκατομμύρια νέους, κυρίως Αλεβίτες και Κούρδους, αλλά και πάρα πολλούς εκκοσμικευμένους Τούρκους των δυτικών και νότιων παράλιων περιφερειών.
Αυτός είναι ο λόγος που το καθεστώς Ερντογάν συνεχίζει τις εκκαθαρίσεις στον ακαδημαϊκό χώρο. Ιδιαίτερα στις κοινωνικές επιστήμες, στις τέχνες, στη δημοσιογραφία, στους χώρους του κοινωνικοπολιτικού ακτιβισμού και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπου καλλιεργούνται δημοκρατικές και φιλελεύθερες ιδέες που εμπνέουν ευρύτατα στρώματα της νεολαίας.
Δεν είναι τυχαίο ότι εντός του κυβερνητικού ΑΚΡ υπάρχει η εκτίμηση, μετά και το δημοψήφισμα, ότι το ισλαμικό κόμμα έχει χάσει σημαντικό μέρος της υποστήριξής του από πολίτες νεαρής ηλικίας. Οι μαζικές πολιτικές διώξεις δημιουργούν χιλιάδες νέους αντικαθεστωτικούς εντός και εκτός Τουρκίας. Ένα ποσοστό από αυτούς ενδεχομένως να ριζοσπαστικοποιηθούν και να στραφούν δυναμικά εναντίον του καθεστώτος.
Σε εξέλιξη βρίσκεται και η εκκαθάριση του κρατικού και κομματικού μηχανισμού από στελέχη της επιρροής του δικτύου Γκιουλέν. Τα μέλη και οι υποστηρικτές του δικτύου αντικαθίστανται συστηματικά με εθνικιστές και ισλαμιστές προσκείμενους στο κόμμα του Ερντογάν. Επίσης, το καθεστώς διαλύει όλα τα μη ελεγχόμενα κοινωνικά δίκτυα δραστηριότητας και επαφής με τον Δυτικό Κόσμο.
Έτσι περιορίζει τις δυνατότητες ξένων κρατών να ασκούν επιρροή στην τουρκική επικράτεια. Η Τουρκία γίνεται περισσότερο κλειστή ιδεολογικά, γίνεται ισλαμοεθνικιστική και διεκδικητική. Παρόλα αυτά, το δίκτυο Γκιουλέν είναι ακμαίο και δυναμικό στο εξωτερικό, όπου ασκεί αντι-Ερντογάν πολιτική. Δεν είναι ακόμα βέβαιο πώς θα αντιδράσει και τι ρόλο θα διαδραματίσει το επόμενο διάστημα, σε περίπτωση που η Τουρκία αποσταθεροποιηθεί.
Αλλοίωση δημογραφικών ισορροπιών
Τέλος, το τουρκικό κράτος επιδιώκει την περαιτέρω αλλοίωση των δημογραφικών ισορροπιών της χώρας υπέρ των συντηρητικών σουνιτών μουσουλμάνων. Γι’ αυτό επιθυμεί και επιδιώκει διακαώς την κατάργηση της βίζας για τους Τούρκους που ταξιδεύουν στην Ευρώπη. Πιστεύει πως θα μεταναστεύσουν μαζικά στην Ευρώπη τα πιο δυναμικά άτομα που επιδιώκουν φιλελευθεροποίηση και ουσιαστικό εκδημοκρατισμό.
Παράλληλα, σχεδιάζει την πολιτογράφηση εκατοντάδων χιλιάδων σουνιτών Σύριων προσφύγων, καθώς και προσφύγων από το Αφγανιστάν, οι οποίοι σήμερα είναι εγκλωβισμένοι στο Ιράν. Σχεδιάζει να τους εγκαταστήσει σε περιοχές όπου πλειοψηφούν αντισυστημικοί Κούρδοι και Αλεβίτες, προκειμένου να αλλοιώσει τις δημογραφικές ισορροπίες. Για τον ίδιο σκοπό προτίθεται να αναδιαμορφώσει τις εκλογικές περιφέρειες, ώστε να έχει ευνοϊκότερα εκλογικά αποτελέσματα.
Με λίγα λόγια το καθεστώς επιδιώκει τη δημιουργία μιας περισσότερο σουνιτικής και τουρκικής Ανατολίας. Αυτή η πολιτική, όμως, αναπόφευκτα θα ενεργοποιήσει τα εσωτερικά κοινωνικά, εθνοτικά και θρησκευτικά ρήγματα, καθώς και τις πρακτικές βίαιης εσωτερικής αντιπαράθεσης. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα την ενίσχυση των αποσχιστικών τάσεων.
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.