Αυτό που διακυβεύεται στη Συρία
«είναι ο ρόλος που η Αμερική επιθυμεί να διαδραματίσει στον κόσμο - και ο ρόλος που η Ρωσία μπορεί να διαδραματίσει στον κόσμο», υποστηρίζει το δημοσίευμα, χαρακτηρίζοντας στη συνέχεια την εξέλιξη της σύγκρουσης στη Συρία ως
«το αδιέξοδο που ο Μπαράκ Ομπάμα ήθελε να αποφύγει με κάθε τρόπο».
Το μέλλον της δεύτερης μεγαλύτερης πόλης του Ιράκ
Μοσούλη: μετά την ανακατάληψη, τι;
Η στρατιωτική επιχείρηση του ιρακινού στρατού με τη συμβολή των Ηνωμένων Πολιτειών για την ανακατάληψη της Μοσούλης, τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη του Ιράκ και προπύργιο του Ισλαμικού Κράτους, μπορεί να είναι το «εύκολο» κομμάτι της υπόθεσης, επισημαίνουν ειδικοί. Οταν το Ισλαμικό Κράτος εκδιώχθηκε από το Ραμάντι, το Τικρίτ και τη Φαλούτζα, οι πόλεις σχεδόν ισοπεδώθηκαν και η ανθρωπιστική καταστροφή ήταν τεράστια. Αν και η εκστρατεία ενάντια στους τζιχαντιστές στη Μοσούλη είναι δύσκολο να αποτύχει, η διαχείριση της ακόλουθης κατάστασης προκαλεί προβληματισμό.
Παρότι οι υποδομές, οι γραφειοκρατίες και οι θεσμοί της πόλης παρέμειναν σε καλή κατάσταση, ακόμη και υπό το Ισλαμικό Κράτος (για παράδειγμα το Πανεπιστήμιο της Μοσούλης, ένα από τα μεγαλύτερα της Μέσης Ανατολής, εξακολουθούσε να λειτουργεί), τώρα εκφράζονται φόβοι ότι μετά τη μάχη η Μοσούλη θα γίνει μια ισοπεδωμένη πόλη-φάντασμα. Επιπλέον, η επιχείρηση εκκαθάρισης της πόλης από τις βόμβες και τα εκρηκτικά που θα αφήσουν πίσω τους οι μαχητές του Ισλαμικού Κράτους, θα χρειαστεί χρόνο αλλά και χρήμα.
Οπως στο Τικρίτ, στο Ραμάντι και στη Φαλούτζα
Σήμερα, δέκα μήνες μετά την ανακατάληψη του Ραμάντι από τον ιρακινό στρατό, μεγάλα τμήματα της πόλης δεν είναι κατοικήσιμα εξαιτίας των εκρηκτικών που τοποθετήθηκαν σκόπιμα από τους τζιχαντιστές σε άδεια νοσοκομεία, κατοικίες και σχολεία. Μετά την απελευθέρωση του Τικρίτ, οι περίπου 150.000 κάτοικοι που είχαν αναγκαστεί να το εγκαταλείψουν, επέστρεψαν σε μια ρημαγμένη πόλη χωρίς υποδομές. Το ίδιο συνέβη και στη Φαλούτζα, που απελευθερώθηκε από τους τζιχαντιστές τον περασμένο Ιούνιο. Από τους 90.000 κατοίκους που είχε η πόλη όταν ξεκίνησαν οι μάχες, έχουν επιστρέψει περίπου οι 70.000.
Η ανοικοδόμηση της Μοσούλης μπορεί όμως να είναι πιο δύσκολη τόσο εξαιτίας του μεγέθους της (αφού είναι αρκετά μεγαλύτερη από τις υπόλοιπες πόλεις που είχε καταλάβει το Ισλαμικό Κράτος) αλλά και εξαιτίας της σύστασής της, με χριστιανικές, κουρδικές και σιιτικές μειονότητες. Η πλειοψηφία του περίπου 1,5 εκατομμυρίου κατοίκων της είναι σουνίτες και εκφράζονται φόβοι ότι οι σιίτες μαχητές μπορεί να συμμετέχουν σε αντίποινα ενάντια στους εκτοπισμένους σουνίτες πολίτες. Ηδη χιλιάδες άτομα έχουν εγκαταλείψει την πόλη, αναζητώντας καταφύγιο στον καταυλισμό Αλ Χολ στη Βορειοανατολική Συρία. Σύμφωνα με τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, τουλάχιστον 200.000 άνθρωποι αναμένεται να φύγουν από τη Μοσούλη το προσεχές διάστημα.
Προσφυγικοί καταυλισμοί στήνονται γύρω από την πόλη προκειμένου να τους φιλοξενήσουν. Οι τζιχαντιστές κατέλαβαν τη Μοσούλη τον Ιούνιο του 2014. Από εκεί ο ηγέτης του Ισλαμικού Κράτους Αμπού Μπακρ αλ Μπαγκντάντι ανακοίνωσε την ίδρυση του χαλιφάτου του, που περιελάμβανε τμήματα του Ιράκ και της Συρίας. Σύμφωνα με μαρτυρίες κατοίκων, τις ημέρες πριν ξεκινήσει η επιχείρηση για την ανακατάληψη της πόλης, πολλοί ξένοι μαχητές που μέχρι τότε κυκλοφορούσαν ελεύθεροι, εξαφανίστηκαν, αφήνοντας τους ντόπιους μαχητές να πολεμήσουν τις στρατιωτικές δυνάμεις.
Επίσης, οι τζιχαντιστές άρχισαν να ξυρίζουν τις γενειάδες τους προκειμένου να μοιάζουν περισσότερο με πολίτες σε περίπτωση που ο ιρακινός στρατός εισέβαλλε στην πόλη. Οι κάτοικοι της πόλης ζούσαν σε καθεστώς τρόμου, καθώς οι τζιχαντιστές τούς κατηγορούσαν ότι συνεργάζονταν με τον εχθρό, «προδίδοντας το χαλιφάτο». Οπως έγραψε στο BBC ο Μάικλ Νάιτς του Washington Institute for Near East Policy «οι μαχητές του Ισλαμικού Κράτους που τρέπονται σε φυγή πρέπει να διαχωριστούν από τους πολίτες, ο νόμος και η τάξη πρέπει να αποκατασταθεί γρήγορα αλλά με ανθρώπινο τρόπο. Αυτά, μπορεί να αποδειχθούν πιο δύσκολα ζητήματα από την ίδια τη μάχη».
ΕΡΩΤΗΜΑ Για τον Τζέιμς Φίρον, καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ, ένα από τα μεγαλύτερα αναπάντητα ερωτήματα αυτή τη στιγμή είναι «ποιο είναι το σχέδιο, αν και όταν τερματιστεί ο έλεγχος του Ισλαμικού Κράτους στη Ράκα και τη γύρω περιοχή». «Θα παραδοθεί στον Ασαντ; Αυτό μοιάζει αδύνατο, εκτός και αν υπάρξει κάποια μεγάλη μεταστροφή στην πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρωπαϊκής Ενωσης, που θα έρχεται σε αντίθεση με την πορεία που έχουν πάρει μέχρι τώρα τα πράγματα. Μια ζώνη προστασίας και υποστήριξη προς τη “μετριοπαθή αντιπολίτευση” της Ανατολικής Συρίας; Κάτι τέτοιο θα αποτελούσε μια τεράστια υπερ-επέκταση της αποστολής εκεί» μας εξήγησε.
Παρ’ όλα αυτά, σύμφωνα με τον ίδιο, η κατάσταση στη Συρία είναι δύσκολο να εξελιχθεί σε μια πιο σοβαρή σύγκρουση μεταξύ των ΗΠΑ και της Ρωσίας. Αυτό θα συνέβαινε «μόνο σε περίπτωση μιας, ενδεχομένως δι’ αντιπροσώπου, εισβολής της Ρωσίας σε κράτος της Βαλτικής, επηρεάζοντας άμεσα το ΝΑΤΟ και αυξάνοντας τον κίνδυνο μιας πυρηνικής κρίσης. Ομως πρόκειται για εξαιρετικά απίθανο σενάριο».
Αμπντουλραχμάν αλ Μάσρι, δημοσιογράφος και αναλυτής
«Η κυβέρνηση Ομπάμα στοχεύει το ISIS και παραγνωρίζει τις ευρύτερες συγκρούσεις»
«Μια πολύπλοκη στρατιωτική αντιπαράθεση, όπως αυτή του συριακού πολέμου, μπορεί να εξελιχθεί σε παγκόσμια σύγκρουση, αλλά δύσκολα Ρωσία και ΗΠΑ θα επέτρεπαν κάτι τέτοιο» είπε στο «Βήμα» ο Αμπντουλραχμάν αλ Μάσρι, σύρος δημοσιογράφος και αναλυτής με έδρα τον Καναδά.
Θα μπορούσε πραγματικά η σύγκρουση στη Συρία να εξελιχθεί σε έναν παγκόσμιο πόλεμο, όπως έγραψε πρόσφατα το «Der Spiegel»;
«Είναι μια πολύπλευρη σύγκρουση που περιλαμβάνει στοιχεία μιας δι' αντιπροσώπου αντιπαράθεσης και ενός διεθνούς ανταγωνισμού. Με την άμεση ρωσική στρατιωτική εμπλοκή στη σύγκρουση από τον Σεπτέμβριο του 2015, οι διεθνείς εντάσεις έχουν αυξηθεί σημαντικά. Δεδομένης της αυξανόμενης πολυπλοκότητας της σύγκρουσης και της ποικιλίας της διεθνούς ανάμειξης σε αυτή, μια στρατιωτική αντιπαράθεση, όπως είναι του συριακού πολέμου, μπορεί να εξελιχθεί σε παγκόσμια σύγκρουση. Παρ' όλα αυτά, πιστεύω ότι οι παγκόσμιες δυνάμεις δεν θα επιτρέψουν να συμβεί κάτι τέτοιο, ειδικά η Ρωσία και οι Ηνωμένες Πολιτείες. Ούτε η Μόσχα ούτε η Ουάσιγκτον έχουν συμφέρον να έρθουν στρατιωτικά αντιμέτωπες η μία με την άλλη».
Πως μια επανάσταση στο πλαίσιο της Αραβικής Ανοιξης έγινε ένας γενικευμένος εμφύλιος πόλεμος που εμπλέκει τουλάχιστον δύο από τις μεγαλύτερες παγκόσμιες δυνάμεις; Τι λάθη έγιναν;
«Από την αρχή της σύγκρουσης, η κυβέρνηση Ομπάμα δεν κατάφερε να υιοθετήσει μια πολιτική που θα στόχευε απευθείας στην επίλυση της συριακής κρίσης. Η πολιτική του Λευκού Οίκου για τη Συρία σήμερα επικεντρώνει στην αντιμετώπιση του ISIS και παραγνωρίζει τις ευρύτερες συγκρούσεις στη Συρία. Αν οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν ενεργήσει διαφορετικά στη Συρία, δεν θα είχαμε φτάσει σε αυτό το επίπεδο πολυπλοκότητας. Η σιγουριά της Μόσχας και η ικανότητά της να μονοπωλεί τη ροή των γεγονότων μπορεί να μην υπήρχαν σήμερα, αν οι ΗΠΑ δεν είχαν αποφασίσει να παραμείνουν αδρανείς με περιορισμένη παρουσία στη Συρία. Αν όχι η κυβέρνηση Ομπάμα, τότε ίσως ο επόμενος πρόεδρος, πρέπει να υιοθετήσει μια πολιτική που θα λαμβάνει υπόψη τη μεγάλη εικόνα και θα διευθετεί το ζήτημα της αντιτρομοκρατίας στο πλαίσιο της ευρύτερης συριακής σύγκρουσης. Η ρωσική παρουσία έχει περιπλέξει οποιαδήποτε πιθανή λύση. Η ρωσική ισχύς στην περιοχή και συγκεκριμένα στη Συρία πρέπει να περιοριστεί, ειδικά αν είναι να υπάρξει μια δημοκρατική, πλουραλιστική μεταπολεμική Συρία. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι ΗΠΑ ή η Δύση πρέπει να έρθουν σε ευθεία σύγκρουση με τη Ρωσία ή με τις άλλες διεθνείς δυνάμεις που εμπλέκονται, αλλά μια σθεναρή και πιο σκληρή στάση είναι απαραίτητη προκειμένου να υπάρξει ισορροπία στις επιρροές και στις δυνατότητες».
Πώς αναμένεται να επηρεάσει η διαφαινόμενη παρακμή του Ισλαμικού Κράτους την έκβαση του πολέμου;
«Το Ισλαμικό Κράτος εμφανώς συρρικνώνεται και χάνει εδάφη, τόσο στη Συρία όσο και στο Ιράκ. Οσον αφορά στη Συρία, οι ενέργειες ενάντια στο Ισλαμικό Κράτος από τους άραβες σύρους αντάρτες με την υποστήριξη της Τουρκίας, πηγαίνουν καλά και αυτοί συνεχίζουν την προώθησή τους. Ωστόσο, δεν είναι ξεκάθαρο το πού θα οδηγήσουν αυτά τα στρατιωτικά κέρδη, αφού το Ισλαμικό Κράτος χάσει την Αλ Μπαμπ στην επαρχία του Χαλεπίου, για παράδειγμα. Οι εντάσεις μεταξύ της Τουρκίας και των αράβων ανταρτών από τη μία και των κουρδικού YPG και SDF από την άλλη, πρέπει να διευθετηθούν ή να συζητηθούν. Επομένως η κατάσταση δεν μπορεί ακόμη να χαρακτηριστεί σταθερή. Ακόμη και αν το Ισλαμικό Κράτος εξαλειφθεί στη Συρία, οι προκλήσεις θα βρίσκονται μπροστά μας. Η διαδικασία των ενδοσυριακών διαπραγματεύσεων και η συμφιλίωση θα πρέπει να λάβουν χώρα παράλληλα με τη μάχη κατά της τρομοκρατίας προκειμένου να προετοιμαστεί το έδαφος για την ειρήνη σε μια μετά - ISIS εποχή».