Βεβαίως, η Τουρκία, άλλο που δεν ήθελε, καθώς έβλεπε μία χρυσή ευκαιρία να εκπληρώσει τα πάγια όνειρα της, ενώ ήδη η προοπτική της ένταξής της στην ευρωπαϊκή οικογένεια είχε μπει ατύπως στο ψυγείο, κάτι που για τη νέα κατάσταση στην Τουρκία, σε πρώτη τουλάχιστον φάση, ταίριαζε πολύ περισσότερο με τη «φύση» της χώρας.
Η Τουρκία είναι μια χώρα που πάντα έβλεπε εαυτόν ως έναν ισότιμο διεθνή δρώντα με το σύνολο της ΕΕ, οπότε εάν ήταν να ενταχθεί, αυτό θα γινόταν μόνο με τη διεκδίκηση ηγετικού ρόλου… και όλοι γνωρίζουμε τι σημαίνει τουρκική διεκδίκηση.
Η τουρκική ηγεσία, την εποχή εκείνη συνειδητοποίησε, ότι με το να είναι (κατά την άποψη της) το «καλό παιδί» της Δυτικής συμμαχίας δεν αποκόμιζε τα στρατηγικά οφέλη που επεδίωκε και άρχισε να αλλάζει την πάγια στρατηγική της, από μηδενικά προβλήματα με τους γείτονές της, σε… προβλήματα με όλο τον κόσμο.
Το επιχείρημα προς εξέταση εδώ που προκαλεί τη συμβατική σοφία, είναι ότι είναι πιθανό να μην είχαμε κατάρρευση της θεωρίας «μηδενικών προβλημάτων» του καθηγητή, υπουργού Εξωτερικών και σήμερα πρωθυπουργού, Αχμέτ Νταβούτογλου, αλλά να επρόκειτο για μια σκόπιμη, σε έναν τουλάχιστον βαθμό προσαρμογή της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, δηλαδή την εφαρμογή μια «δεύτερης φάσης»… Δηλαδή, η κατάρρευση να είχε προβλεφθεί, έστω ως σενάριο…
Σ’ αυτή της την απόφαση, εάν το επιχείρημα αυτό υποτεθεί ότι αντιπροσωπεύει την πραγματικότητα, ενθαρρύνθηκε από την συμμαχία και χρηματοδότησή της από το Κατάρ και την Σαουδική Αραβία. Θεωρούσε, ότι με τις ευλογίες της Ουάσιγκτον και τους χρηματοδότες της, μέλος του ΝΑΤΟ, αλλά και με στενές σχέσεις με την Ευρωπαϊκή Ένωση, θα της επιτρεπόταν να αρχίσει να συμπεριφέρεται ως ηγέτιδα δύναμη, ως ηγεμών της περιοχής της Ανατολικής Μεσογείου και της «μεσανατολικής ενδοχώρας».
Τα αποτελέσματα της πολιτικής αυτής είναι γνωστά και δεν χρειάζεται να επαναληφθούν. Ωστόσο, τηλεγραφικά, τίποτε από όσα η Άγκυρα επεδίωκε τελικά δεν «βγήκε», με αποτέλεσμα… «back to square one», επανασχεδιασμός της εξωτερικής πολιτικής, καθώς και της στρατηγικής της.
Η Τουρκία, τα τελευταία χρόνια παγίως εφαρμόζει μία επιθετική πολιτική προς όλους, μια πολιτική που φλερτάρει έντονα με τα όρια του θράσους. Πολλές φορές παραβαίνει τους διπλωματικούς κανόνες και ενίοτε γίνεται ακόμα και προσβλητική. Γιατί; Ίσως η ερμηνεία συνδέεται με το εσωτερικό πολιτικό μέτωπο. Οι ειδήσεις στη χώρα εμφανίζουν την τακτική αυτή του τουρκικού «τσαμπουκά» ως εθνικό θρίαμβο…
Όταν βέβαια βρίσκει αντιστάσεις στις κατά κανόνα μαξιμαλιστικές της διεκδικήσεις άλλοτε υπαναχωρεί, άλλοτε υποχωρεί και άλλοτε αναγκάζεται να… γλύφει εκεί που έφτυνε, όμως αυτό είναι κάτι που στο εσωτερικό της χώρας «περνάει στα ψιλά». Είναι κι αυτό μία μορφή διαπραγμάτευσης, ασυνήθιστη μεν, η οποία όμως σε πολλές περιπτώσεις αποδεικνύεται αποτελεσματική.
Ας πάρουμε το μεταναστευτικό. Η Τουρκία κατάφερε να «γονατίσει» ολόκληρη την Ευρώπη και μην πιστέψετε ούτε στιγμή ότι υπάρχει έστω και ένας στο στράτευμα ή στα κόμματα της Τουρκίας που να μην συντάσσεται με τον Ερντογάν επί του θέματος, παρότι την ίδια στιγμή είναι έτοιμοι να τον… πετσοκόψουν στην οποιαδήποτε αποτυχία.
Είχε την δυνατότητα η Ευρώπη να αντιδράσει διαφορετικά απέναντι στην Τουρκία; Σίγουρα ναι. Θα μπορούσε – παρότι δύσκολο και περίπλοκο, σίγουρα – να απειλήσει π.χ. την Τουρκία με «πάγωμα» οικονομικών σχέσεων. Υπό τις παρούσες συνθήκες, αυτό θα ανάγκαζε την Τουρκία να γίνει πιο συνεργάσιμη, γιατί αλλιώς ένας οικονομικός πόλεμος με την Ευρώπη θα οδηγούσε τη χώρα σε οικονομική ασφυξία.
Γιατί η Ευρώπη δεν το έκανε; Δεν υπάρχει εύκολη απάντηση σε αυτό, αφού κάθε κίνηση στη διεθνή σκακιέρα αλλά και στο εσωτερικό μέτωπο κάθε χώρας, οδηγεί σε επιπτώσεις που πρέπει να προσμετρηθούν, προτού καταλήξει κανείς σε ένα πιο ασφαλές συμπέρασμα.
Τους πραγματικούς λόγους της ευρωπαϊκής συμπεριφοράς θα τους μάθουμε πολύ αργότερα, αν και σίγουρα επιδέχεται ερμηνείες που άπτονται τις συλλογικής ευρωπαϊκής ψυχολογίας με έναν συνδυασμό από τα στερεότυπα – περί Τουρκίας – και των αδυναμιών της Ένωσης, ή/και επικράτησης εθνικών πολιτικών προτεραιοτήτων.
Η Ουάσιγκτον σίγουρα έχει μετανιώσει για την υποστήριξη που προσέφερε στον Ερντογάν, αλλά… «είναι πια αργά για δάκρυα Στέλλα». Το πρόβλημα είναι ότι η Αμερική στοχοποιεί μόνο τον Ερντογάν και κατά πάσα πιθανότητα, αν ανέβει κάποιος άλλος στην ηγεσία της Τουρκίας θα επανέλθει στην προηγούμενη πολιτική της, καθώς όπως έχει αποδειχθεί, τα στερεότυπα στο State Department δεν αλλάζουν εύκολα. Το ίδιο βέβαια ισχύει και για τη Ρωσία.
Ας έρθουμε και στα δικά μας όμως, στις διεκδικήσεις, τις παραβιάσεις και τα λοιπά. Οι ελληνικές κυβερνήσεις, ακολουθώντας την ρήση του «Εθνάρχη», ότι «δεν διεκδικούμε τίποτε αλλά και δεν παραχωρούμε τίποτε», διαπραγματεύονται όπως μας λένε με τον γείτονα μόνο την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας.
Ο γείτονας όμως δεν φαίνεται να συμφωνεί και πολύ μαζί τους και η αλήθεια δείχνει να είναι μάλλον από την πλευρά του γείτονα, με τους δικούς μας να φαίνονται διατεθειμένοι να παραβούν την ρήση του «Εθνάρχη» (δεν θέλω ερωτήσεις, ένας είναι ο Εθνάρχης…), περί «μη παραχωρήσεων».
Πολλοί θα πούνε ότι προκειμένου να αποφύγουμε τον πόλεμο είναι προτιμότερο να διαπραγματευτούμε και να συμβιβαστούμε. Ουδεμία αντίρρηση, καταρχήν. Το ερώτημα όμως που τίθεται είναι, τί διαπραγματευόμαστε; Διότι διαπραγμάτευση σημαίνει ότι καθένας κάτι δίνει για να πάρει κάτι, η Τουρκία τι ακριβώς θα δώσει στο Αιγαίο; Δεν έχει να δώσει κάτι, ο μόνος που έχει να δώσει είναι η Ελλάδα.
Επομένως η διαπραγμάτευση για την οποία συζητάμε είναι μία διαπραγμάτευση που αφορά του πόσα και τι θα δώσει η Ελλάδα και όχι η Τουρκία, η οποία μια χαρά βολεύεται όταν ακούει τους Έλληνες αφελώς να θέτουν υπερτονίζοντας θέματα όπως αυτό της Χάλκης και του Πατριαρχείου…
Υπό τη διαπραγματευτική οπτική γωνία πάντα, το τονίζουμε για να μην παρεξηγηθούμε. Διότι είναι αμφίβολο εάν πολλοί στην Ελλάδα αντιλαμβάνονται πως όταν μιλούμε για διαπραγμάτευση, έναν όρο δηλαδή εξόχως τεχνικό, διεθνώς αντιλαμβάνονται κάτι διαφορετικό από αυτό που αντιλαμβάνονται πολλοί από εμάς.
Αφού το αποσαφηνίσαμε αυτό, χρειάζεται να θέσουμε και να απαντήσουμε σε ένα ακόμα ερώτημα. Έστω ότι υποχωρούμε και δεχόμαστε ένα ορισμένο αριθμό παραχωρήσεων και υπογράφουμε μία διακρατική σύμβαση με την Τουρκία. Ποιος μας εγγυάται, με βάση πάντα την εμπειρία, ότι μετά κάποιο διάστημα η Τουρκία δεν θα επανέλθει με νέες απαιτήσεις;
Αν κοιτάξουμε την Ιστορία θα διαπιστώσουμε, ότι όλες οι ανάλογες περιπτώσεις καταλήγουν σε νέες απαιτήσεις του επιτιθέμενου (γιατί όταν απειλείς κάποιον με πόλεμο είσαι εξ ορισμού επιτιθέμενος), επομένως πρόκειται περί κλασικού «φαύλου κύκλου» και δεν είναι βέβαιο ότι όλοι έχουν επαρκή συναίσθηση αυτού…
Ποια είναι λοιπόν η λύση για την Ελλάδα; Είναι σαφές ότι η διαπραγμάτευση οδηγεί σε εθνική απώλεια. Ποιο όμως θα ήταν το αποτέλεσμα μιας στρατιωτικής σύγκρουσης, ειδικά υπό τις σημερινές οικονομικές συνθήκες;
Στρατιωτικά μία σύγκρουση στο Αιγαίο είναι ανοιχτή σε όλα τα αποτελέσματα, (οι συσχετισμοί για την Ελλάδα προς το παρόν δεν είναι απαγορευτικοί). Δεν θα είναι μία σύγκρουση διαρκείας, θα έχει απώλειες και από τις δύο πλευρές και σίγουρα θα δημιουργήσει τετελεσμένα.
- Τι μπορεί να χάσει η Ελλάδα; Μα τα ίδια που μπορεί να χάσει και στις διαπραγματεύσεις.
- Τι μπορεί να κερδίσει η Ελλάδα; Τα κεκτημένα και μία μακροχρόνια Ειρήνη (γιατί και κάποιοι άλλοι γνωστοί και μη εξαιρετέοι στα Βόρεια θα «καταπιούν την γλώσσα» τους).
- Τι θα κερδίσει η Τουρκία; Αυτά που διεκδικεί και πολλούς διπλωματικούς πονοκεφάλους.
- Τι πιθανόν να χάσει η Τουρκία; Πολλά και το ξέρει καλά ο Ερντογάν. Εάν από μία σύγκρουση με την Ελλάδα η χώρα του δεν βγει νικητής, ο Ερντογάν & Σια πιθανότατα θα δικαστούν ως προδότες και θα θυμηθούν την τύχη του Μεντερές, το 1960…
Η Τουρκία τραβάει την υπόθεση στα άκρα ανέξοδα και άκαπνα, θεωρώντας πως έχει απέναντι της έναν πολιτικό κόσμο, ο οποίος είναι σχεδόν νομοτελειακά βέβαιο, ότι θα κάνει τα ίδια που έκανε και στα Ίμια. Έστω με μικρές παραλλαγές.
Τι πρέπει να γίνει; Δεν θα μπω στον πειρασμό του να κάνω τον στρατηλάτη της πολυθρόνας ή του καναπέ (εξάλλου, η θέση είναι ήδη κατειλημμένη από ένα ευτραφή κύριο). Θα αφήσω τον καθένα να βγάλει μόνος τα δικά του συμπεράσματα. Ώριμοι πολίτες ήμαστε, ας βασανίσουμε λίγο το μυαλό μας αναλογιζόμενοι το τι θα έπρεπε να κάνει η ελληνική ηγεσία.