Οι Πρέσβεις των Μεγάλων Δυνάμεων ανήγγειλαν στην Ελλάδα ότι οι κυβερνήσεις των εγκρίνουν το Πρωτόκολλο και η Αλβανική κυβέρνηση αποδέχτηκε την συμφωνία και απέδωσε το επίσημο έγγραφο του πρωτοκόλλου στις 23 Ιουνίου 1914 στην αυτόνομη κυβέρνηση της Βορείου Ηπείρου.
Η περιοχή της Βορείου Ηπείρου απέκτησε επίσημα την αυτονομία της υπό την αιγίδα του πρίγκηπα Vidi Ι της Αλβανίας, με δικαιώματα μεταξύ των οποίων:
- Στρατολόγηση αυτοχθόνων στην χωροφυλακή.
- Απαγόρευση παραμονής στρατιωτικών μονάδων αποτελούμενων από μη ντόπιους στην περιοχή, παρά μόνο σε περίπτωση πολέμου ή επανάστασης.
- Διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας στα σχολεία, αν και στις τρεις πρώτες τάξεις η αλβανική θα διδάσκονταν παράλληλα με την ελληνική.
- Θρησκευτική διδασκαλία μόνο στα ελληνικά.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος παρακίνησε τον Ζωγράφο να επικυρώσει όσο το δυνατόν ταχύτερα τους όρους του Πρωτοκόλλου χωρίς να προβάλει επιπλέον αξιώσεις. Η κυβέρνηση της Β/Η από την πλευρά της αξίωνε να εγκριθούν και να εγγυηθούν για το Πρωτόκολλο οι Μεγάλες Δυνάμεις. Τελικά την 1η Ιουνίου 1914 το επικύρωσαν με εξαίρεση τους εκπρόσωπους της Χειμάρρας, οι οποίοι επέμεναν υπέρ της ένωσης με την Ελλάδα με το σύνθημα «Ένωσις ή θάνατος». Λίγες μέρες αργότερα η Αλβανική κυβέρνηση αποδέχτηκε οριστικά την συμφωνία και απέδωσε το επίσημο έγγραφο του πρωτοκόλλου στις 23 Ιουνίου 1914 στην αυτόνομη κυβέρνηση.
Όμως, πριν τεθεί σε εφαρμογή, κηρύχθηκε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος (Αύγουστος 1914) και παρόλο που το Πρωτόκολλο δεν αναιρέθηκε ποτέ από κάποια μεταγενέστερη συνθήκη, μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μέχρι σήμερα ουδέποτε εφαρμόστηκε.
Στις 17 Δεκεμβρίου 1913 είχε υπογραφεί το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας από τις Μεγάλες Δυνάμεις και πιο συγκεκριμένα την Αγγλία, τη Γαλλία, την Αυστρία, τη Γερμανία, την Ιταλία και τη Ρωσία βασιζόμενες αποκλειστικά στο κριτήριο της γλώσσας όσον αφορά στα σύνορα της νεοσύστατης Αλβανίας. Έτσι υπό τις πιέσεις της Ιταλίας και της Αυστρίας, παραχωρήθηκαν στην Αλβανία, το Αργυρόκαστρο, το Δέλβινο, η Κορυτσά, το Λεσκοβίκι και η Πρεμετή.
Στις 14 Οκτωβρίου 1914 οι Μεγάλες Δυνάμεις ζήτησαν από την Ελλάδα να ανακαταλάβει την Β/Η και στην περίπτωση συμμετοχής της Ελλάδας σε Παγκόσμιο Πόλεμο με το μέρος τους τότε η ενσωμάτωση της Βορείου Ηπείρου στην Ελλάδα θα ήταν πλέον οριστική. Η Ελλάδα εισήλθε στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο τον Ιούνιο του 1917 χωρίς να εκμεταλλευτεί την υπόσχεση των Μεγάλων Δυνάμεων για ανακατάληψη της Β/Η.
Στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και συγκεκριμένα κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο (1940-41), η Ελλάδα απελευθέρωσε τη Β/Η, πλην όμως η γερμανική κατοχή που επακολούθησε, ματαίωσε την ενσωμάτωση της στη μητέρα Ελλάδα. Πάλι μπροστά μας οι φίλοι μας οι Γερμανοί!!!!!.
Όταν στις 17 Μαΐου 1914 υπογραφόταν το «Πρωτόκολλο της Κέρκυρας», που επικύρωνε τον Αυτονομιακό Αγώνα των Ηπειρωτών της Β/Η, κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι αυτό το ανελεύθερο καθεστώς της Αλβανίας θα έφθανε και θα ξεπερνούσε τα εκατό χρόνια.
Οι Χειμαρριώτες που δεν αναγνώρισαν το «Πρωτόκολλο της Κέρκυρας» και στη συνέχεια το 1946 αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν το κομμουνιστικό καθεστώς του Ενβέρ Χότζα, τιμωρήθηκαν με την «στέρηση» της ελληνικής εθνικότητας τους. Τελικά όχι μόνοι οι Χειμαρριώτες, αλλά και όλοι οι Ηπειρώτες της Β/Η έχασαν τα πάντα, κυρίως δε την ορθόδοξη χριστιανική πίστη τους, όταν τον Νοέμβριο 1967 η Αλβανία ανακηρύχθηκε επίσημα ως το πρώτο άθεο κράτος στον κόσμο.
Με τις φοιτητικές κινητοποιήσεις τέλος του 1990 και το άνοιγμα των συνόρων αρχές του 1992, κατέρρευσε το κομμουνιστικό καθεστώς και γκρεμίστηκαν τα ηλεκτροφόρα συρματοπλέγματα, που έζωναν την Χώρα, πλην όμως οι συνθήκες εντός της χώρας μέχρι και σήμερα ελάχιστα έχουν βελτιωθεί. Από τη μια μεριά υπάρχει ο μισελληνισμός των Αλβανών, που προβαίνουν σε συχνές εκδηλώσεις κατατρομοκρατήσεως και ενέργειες κατά των περιουσιών των Ηπειρωτών της Β/Η, ενώ απ’ την άλλη μεριά βλέπουμε την απόλυτη αδιαφορία της Ελληνικής Πολιτείας για την οριστική προστασία της. Αν δε είχε γίνει ο τιτάνιος αγώνας του Μητροπολίτου Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανής και Κονίτσης κυρού Σεβαστιανού, το Βορειοηπειρωτικό ζήτημα θα ήταν θαμμένο στα χρονοντούλαπα της ιστορίας και ενδεχομένως να είχε ξεχαστεί.
Παρά του ότι το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας και τα δικαιώματα της Ελληνικής Εθνικής Μειονότητας ουδέποτε εφαρμόστηκαν από το αλβανικό καθεστώς και παρά της μη εισέτι άρσης της εμπολέμου καταστάσεως Ελλάδος – Αλβανίας, η Ελληνική κυβέρνηση το 1992 άνοιξε τα σύνορα με τη γείτονα χώρα και έτσι στήριξε την οικονομία της και εμμέσως την επιβίωση του αυταρχικού καθεστώτος της Αλβανίας.
Το Βορειοηπειρωτικό ζήτημα παραμένει εκκρεμές στο συμβούλιο των υπουργών των Εξωτερικών των τεσσάρων νικητριών Δυνάμεων (ΗΠΑ, τ. Σοβιετικής ‘Ένωσης, Βρετανίας και Γαλλίας). Όπως είναι γνωστό στο Παρίσι το 1946 πραγματοποιήθηκε η Διάσκεψη των τεσσάρων νικητριών Δυνάμεων. Στο συμβούλιο των υπουργών των Εξωτερικών και πάλι δεν ικανοποιήθηκε το αίτημα της Ελλάδος και η Βόρειος Ήπειρος παρέμεινε στην αλβανική επικράτεια. Δεν υπάρχει καμιά άλλη μεταπολεμική διεθνής πράξη που να κατοχυρώνει νομικά το γεγονός ότι η Βόρειος Ήπειρος παραμένει τμήμα της Αλβανίας.
H μεθοριακή γραμμή μεταξύ Ελλάδος και Αλβανίας υφίσταται μόνο de facto και όχι de jure και τo Βορειοηπειρωτικό ζήτημα εξακολουθεί να παραμένει ανοικτό ηθικά και νομικά.
Η Αλβανία ενώ επιδιώκει την είσοδο της στην οικογένεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν σέβεται την υπογραφή της όχι μόνο στο πρωτόκολλο της Κέρκυρας, αλλά και στην συμφωνία για την ΑΟΖ το 2009, ενώ η Ελλάδα αδικαιολόγητα αφήνει να διολισθαίνει το θέμα στη λήθη, ενεργώντας μάλιστα μονόπλευρα υπέρ της Αλβανίας. Χτυπητό παράδειγμα ο ΥΠΕΞ της Ελλάδος το 2014 ο οποίος διαβεβαίωνε χωρίς προαπαιτούμενα τον Έντι Ράμα, ότι η απόκτηση του καθεστώτος υποψήφιας χώρας για την Αλβανία, κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Προεδρίας της ΕΕ, αποτελεί βασική προτεραιότητα της προεδρίας.
Η οριστική επίλυση του Βορειοηπειρωτικού ζητήματος θέλει ηγεσία με Αρετή και Τόλμη όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στους Ηπειρώτες της Β/Η, η οποία δυστυχώς δεν υπήρξε ούτε υπάρχει στον απαιτούμενο βαθμό.
* Ο Αντώνης Βασιλείου είναι Αντιστράτηγος (εα), Διπλωματούχος Πολιτικός Μηχανικός, MSc Επιχειρησιακός Ερευνητής, τ. Σύμβουλος ΟΑΣΕ επί Συμβατικών Εξοπλισμών και τ. Μελετητής των Συστημάτων Διοικήσεως και Ελέγχου Πληροφοριών του ΝΑΤΟπηγήΟι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.