Θετική αναμφισβήτητα είναι η εντύπωση που αφήνει η άμεση αντίδραση του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών για τη συνάντηση του Ισπανού σοσιαλιστή πρωθυπουργού Σάντσεθ, με τον Ερντογάν. Η αναφορά στο ιδεολογικό πρόσημό του κρίνεται απαραίτητη, με σκοπό να αναδειχθεί ο κυνισμός της διεθνούς πολιτικής, εν προκειμένω του τρόπου που κινείται η Ισπανία. Όσες αρχές και να επικαλείται η ελληνική εξωτερική πολιτική, οφείλει πάντα να εμφανίζεται και να είναι προσαρμοσμένη σε αυτή την πραγματικότητα.
Οι Ισπανοί έχουν αναπτύξει μια σχέση οικονομικής εξάρτησης με την Τουρκία του Ερντογάν, κυρίως στην αμυντική βιομηχανία και ειδικότερα στον τομέα των ναυπηγήσεων παντός είδους, από αεροπλανοφόρα και πλοία επιφανείας μέχρι υποβρύχια. Ακόμα και ισπανικά Ινστιτούτα Στρατηγικών Σπουδών, όπως το συνδεδεμένο με το ισπανικό υπουργείο Άμυνας IEEE (Instituto Español de Estudios Estratégicos) που μελετούν την τουρκική αμυντική βιομηχανία, έχουν επισημάνει την εξάρτησή της από ξένη τεχνολογία, ακριβώς λόγω του στρατηγικού χαρακτήρα που έχει για την Τουρκία.
Στο παρελθόν είχε αναφερθεί τουρκικό ενδιαφέρον για τα αεροσκάφη κάθετης απο-προσνήωσης AV-8 Harrier II του ισπανικού αεροπλανοφόρου Juan Carlos I, σε περίπτωση που αποφασιστεί η αντικατάστασή τους με την προμήθεια 50 αμερικανικών F-35B της Lockheed Martin. Η φερόμενη ως πρόθεση των Ισπανών επανήλθε προ ημερών στο φως της δημοσιότητας στο περιθώριο εκδήλωσης του διεθνούς φήμης βρετανικού Royal Institute of International Affairs.
Η Ισπανία έχει καταστεί στρατηγικός σύμμαχος της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας, κυρίως με βάση τις σχεδιάσεις του εθνικού ναυπηγικού κολοσσού Navantia. Με αντάλλαγμα την παραχώρηση τεχνογνωσίας στους Τούρκους, οι Ισπανοί έχουν κατορθώσει να αποσπάσουν χρυσοφόρα συμβόλαια, τα οποία στηρίζουν τη δική τους αμυντική βιομηχανία.
Οι αναφορές αυτές στόχο έχουν να αιτιολογήσουν όσα είδαμε στις δηλώσεις των Σάντσεθ και Ερντογάν. Ένας σοσιαλιστής ηγέτης, υποτίθεται με περισσότερο ιδεαλιστική οπτική στις διεθνείς σχέσεις, όχι μόνο δεν ασχολήθηκε καθόλου με το ζητημάτων ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Τουρκία και τη διεθνή συμπεριφορά κράτους-παρία, που μετέρχεται συνεχώς πρακτικές bullying απέναντι σε συμμάχους και εταίρους της Ισπανίας στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ, αλλά επί της ουσίας έχει μεταβληθεί σε δεκανίκι της τουρκικής διπλωματίας στις Βρυξέλλες.
Εν ολίγοις, το ξεκάθαρο και κατανοητό ισπανικό οικονομικό συμφέρον στην Τουρκία, οδηγεί κι αυτό σε βραχυκύκλωμα της ευρωπαϊκής απόπειρας να αρθρώσει ενιαίο ευρωπαϊκό λόγο και να λάβει αποφάσεις με στόχο τον συνετισμό της Άγκυρας. Στις εξελίξεις αυτές παίζουν ρόλο και οι εθνικές καταβολές Ευρωπαίων αξιωματούχων. Εν προκειμένω Ισπανών.
Όπως κάποτε ο Επίτροπος για θέματα Ανταγωνισμού Χοακίν Αλμούνια κατηγορούνταν σε δημοσιεύματα ότι ευνοεί με τις αποφάσεις του την ισπανική Navantia σε βάρος άλλων ναυπηγείων της Μεσογείου (του Σκαραμαγκά συμπεριλαμβανομένου), έτσι και ο Ισπανός Ζοζέπ Μπορέλ, από τη θέση του Ύπατου Εκπροσώπου της ΕΕ για τα θέματα εξωτερικής πολιτικής, προσπαθεί να βρει συμβιβαστικές λύσεις που θα αποτρέψουν την επιβολή κυρώσεων στην Άγκυρα, ανεξαρτήτως της τουρκικής συμπεριφοράς…
Η ελληνική διπλωματία δεν θα μπορούσε να παραμείνει βουβή, αφού είναι η Ελλάδα που απειλείται από τα ισπανικής προέλευσης τουρκικά οπλικά συστήματα. Στο παρελθόν, βέβαια, παρότι τα δεδομένα των προβλημάτων που αντιμετωπίζονταν ήταν εξίσου ξεκάθαρα, η ελληνική πλευρά περιοριζόταν στη διατύπωση κάποιας διαμαρτυρίας σε χαμηλούς τόνους, χωρίς όμως να κρύβεται η διάθεση να αποδεχθεί “φιλικές” διαβεβαιώσεις που είχαν σκοπό μόνο να κατευνάσουν την Αθήνα όχι να αλλάξουν κάτι.
Η τακτική του “καλού παιδιού”, όμως, ισοδυναμεί με αφέλεια στις διεθνείς σχέσεις. Πάντα αυτό ίσχυε. Η Ελλάδα δεν μπορούσε να το συνειδητοποιήσει, ή μάλλον να προσαρμόσει τη δική της διπλωματική στρατηγική στην προσπάθεια να προκαλέσει κόστος σε όποιον παραμελούσε τόσο κραυγαλέα τον στοιχειώδη έστω σεβασμό των ελληνικών συμφερόντων. Αποτέλεσμα αυτού ήταν η διπλωματική ανυποληψία, που οδηγούσε σε αναποτελεσματική υποστήριξη των εθνικών συμφερόντων.
Η Ελλάδα μπορεί να κατανοεί το ισπανικό συμφέρον, μέχρις του βαθμού όμως που αυτό δεν απειλεί την ελληνική εθνική ασφάλεια. Όταν οι ΗΠΑ, σύμμαχοι και των Ισπανών στο ΝΑΤΟ, αρνούνται να αποδεσμεύσουν το κορυφαίο μαχητικό τελευταίας γενιάς στην Τουρκία, λόγω της αντισυμμαχικής της συμπεριφοράς, είναι δυνατόν να γίνει ανεκτή η ισπανική πολιτική;
Ακόμα και η Γερμανία έχει παγώσει σιωπηρά με διάφορους τρόπους 700 μικρότερα ή μεγαλύτερα εξοπλιστικά προγράμματα. Αυτό σημαίνει ότι η ισπανική στάση καθίσταται “μη φιλική” προς την Ελλάδα, όπως λέγεται στη διπλωματική γλώσσα. Η περίπτωση των γερμανικών υποβρυχίων Type 214 στην Τουρκία είναι διαφορετική.
Πληροφορίες που έχουν δει το φως της δημοσιότητας, αναφέρουν ότι τα σημαντικότερα μέρη (π.χ. το πρωτοποριακό σύστημα αναερόβιας πρόωσης AIP / Air Independent Propulsion) για τη ναυπήγηση έχουν όλα παραδοθεί εδώ και χρόνια, πλην αυτών για ένα υποβρύχιο.
Ορθώς η Ελλάδα πιέζει και γι’ αυτό το εξοπλιστικό πρόγραμμα, αλλά σκοπός είναι να καταστεί βέβαια η πολυετής καθυστέρηση των πολυάριθμων τουρκικής ανάπτυξης και κατασκευής συστημάτων και υποσυστημάτων, των οποίων την ολοκλήρωση (integration) και πιστοποίηση (certification) επιθυμούν στα υποβρύχια οι Τούρκοι.
Οι Γερμανοί, χωρίς να το διατυμπανίζουν, φροντίζουν και για λόγους δικών τους εσωτερικών πολιτικών ισορροπιών (Σοσιαλδημοκράτες και Πράσινοι, οι οποίοι πλέον ανέρχονται στην εξουσία) να καθυστερούν την επίλυση των προβλημάτων, λόγω εμποδίων που αντιμετωπίζουν οι γερμανικές εταιρίες που διαθέτουν την τεχνογνωσία.
Εν κατακλείδι, όταν ένας Ευρωπαίος σοσιαλιστής ηγέτης παρακάμπτει σκανδαλωδώς τους πάντες και τα πάντα εμφανιζόμενος σαν δεκανίκι της Τουρκίας του Ερντογάν προσωπικά, πλήττει και τα ελληνικά και τα ευρωπαϊκά συμφέροντα. Διότι η τουρκική “φιλοσοφία” έχει διακηρυχθεί σε όλους τους τόνους:
Η γεωστρατηγική βαρύτητα της Τουρκίας θα πρέπει να ξεπερνά όλα τα προβλήματα και όπως είπε προσφάτως ο υπουργός Άμυνας Ακάρ, οι γείτονες πρέπει να αντιλαμβάνονται πιο είναι “το μπόι τους”, άρα να μην εναντιώνονται στην Τουρκία.
Η επικίνδυνη αυτή για την παγκόσμια ασφάλεια τουρκική νοοτροπία δεν πρέπει να γίνει ανεκτή. Το “μπόι” δεν μετριέται μόνο σε όρους μεγέθους (π.χ. Ισραήλ), οπότε μια Ελλάδα που θα ανατάξει την οικονομία της και θα επανεξοπλιστεί, χωρίς να παραμελεί την εγχώρια αμυντική βιομηχανία, είναι ο πρώτος τρόπος για τη σταδιακή ανάκτηση του “τουρκικού σεβασμού”.
Αυτό βέβαια δεν πρέπει να είναι αυτοσκοπός, καθώς η οπτική της Τουρκίας απέναντι στην Ελλάδα επηρεάζεται και από “ψυχολογικούς” παράγοντες. Μόλις χθες, η Τουρκία παραδέχθηκε εμμέσως την απελπιστική κατάσταση απομόνωσης στην οποία έχει περιέλθει, επιστρέφοντας στο “μικρό” Ισραήλ τους οδηγούς λεωφορείων που κρατούνταν με την κατηγορία της κατασκοπείας, σαν κατάσκοποι της Mossad. Το αντάλλαγμα ήταν μία επικοινωνία με τον Ισραηλινό πρωθυπουργό.
Η αντίδραση όμως απέναντι στην Ισπανία δεν θα πρέπει να μείνει στο επίπεδο των διπλωματικών διαμαρτυριών. Στη Μαδρίτη πρέπει να διαμηνυθεί ότι η Ελλάδα δεν έχει άλλη επιλογή από το να υπερασπιστεί τα δικά της συμφέροντα εθνικής ασφαλείας, με το ίδιο πάθος που ο σοσιαλιστής Σάντσεθ τα υπερασπίστηκε στην Τουρκία, ξεχνώντας ιδεολογίες, ανθρώπινα δικαιώματα και συμμάχους…