Μελάς ΚώσταςΣτο δημόσιο διάλογο όλο και πιο συχνά εμφανίζονται απόψεις οι οποίες πιστοποιούν με βεβαιότητα την επικείμενη "κατάρρευση" της τουρκικής οικονομίας. Το βασικό επιχείρημα εδράζεται στη σημαντική υποτίμηση του τουρκικού νομίσματος έναντι των νομισμάτων των βασικών εμπορικών εταίρων της Τουρκίας και κυρίως του αμερικανικού δολαρίου και του ευρώ, που έχει παρατηρηθεί ειδικά μετά το 2018. Αξίζει να σημειωθεί ότι από την 1η Ιανουαρίου 2005 που εισήχθη η νέα τουρκική λίρα με ισοτιμία έναντι του δολαρίου ίση με 1,325,7 καθ΄ όλη τη διάρκεια της διακυβέρνησης Ερντογάν το τουρκικό νόμισμα συνεχώς διολίσθαινε.
Ο βασικός λόγος μπορεί να αναζητηθεί στην συνεχή ελλειμματικότητα του τουρκικού ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών η αναχρηματοδότηση, όμως του οποίου, με συνεχή εισροή πόρων από το εξωτερικό, καθιστούσε ελεγχόμενη σε σχετικό βαθμό τη διολίσθηση του νομίσματος. Είναι δεδομένο ότι η νομισματική αυτή διολίσθηση είχε ενταχθεί οργανικά στην χάραξη και άσκηση της οικονομικής πολιτικής της Τουρκίας με όλες τις αρνητικές αλλά και θετικές επενέργειες που αυτό συνεπάγεται.
Οι εξελίξεις ως προς τη συνεχή διολίσθηση του νομίσματος είναι κάτι το συνηθισμένο σε χώρες με ελλειμματικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών στην προσπάθειά τους να καλύψουν μέρος της απώλειας ανταγωνιστικότητας της οικονομίας τους. Μη ξεχνάμε ότι η δραχμή διολίσθαινε συνεχώς την περίοδο 1974-2000. Συγκεκριμένα, η ισοτιμία έναντι του δολαρίου ήταν το 1974 30 δρχ. ενώ το 2000 όταν εισήλθε στο ευρώ ήταν 365,6 δρχ.
Τα πράγματα στην Τουρκία αλλάζουν μετά το πραξικόπημα του Ιουλίου 2016. Την τελευταία τριετία οι εισροές πόρων από το εξωτερικό έχουν μειωθεί δραματικά με αποτέλεσμα να υπάρχει όλο και μεγαλύτερη στενότητα συναλλάγματος για να αναχρηματοδοτηθούν οι υφιστάμενες υποχρεώσεις (μακροχρόνιες και βραχυχρόνιες) του ελλειμματικού ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Οι δύο βασικές αιτίες αυτής της κατάστασης είναι: τα γεωπολιτικά παιχνίδια και η ασκούμενη οικονομική πολιτική του προέδρου Ερντογάν.
To πρώτο μέλημα
Μια σειρά εξελίξεων στην τουρκική πολιτική έχουν προκαλέσει ανησυχία και αβεβαιότητα στους επενδυτές με αποτέλεσμα να αποσύρουν τα κεφάλαιά τους από την χώρα. Οι εξελίξεις αυτές είναι:
Η απομάκρυνση του Ερντογάν από τις "πολιτικές αρχές" της Δύσης,
Η εγκατάλειψη κάθε σκέψης ένταξης στην ΕΕ με την παράλληλη ανάδειξη από τμήμα του πολιτικού κατεστημένου της ασιατικής προοπτικής της χώρας,
Οι απειλές που εκστομίζει ο Ερντογάν σε όποιον διαφωνεί με τις απόψεις του, η στρατηγική προσέγγιση με Ρωσία και Ιράν και τελευταία με Κίνα,
Η εμπλοκή σε πολεμικές διαμάχες με στόχο την κατάκτηση εδαφών (Συρία) ή αποικιοποίηση χωρών (Λιβύη) ως κλασικός ευρωπαίος ιμπεριαλιστής πριν το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και γενικότερα η ανάμειξή του σε όλο το φάσμα των προβλημάτων που αφορούν στον αραβικό κόσμο
Συγχρόνως η ασκούμενη οικονομική πολιτική, δείχνει να είναι στον αντίποδα αυτής που θα έπρεπε να ασκείται στο συγκεκριμένο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον που εξακολουθεί να λειτουργεί η τουρκική οικονομία. Η άσκηση αυτού του είδους της οικονομικής πολιτικής συνέβαλε παράλληλα και περισσότερο στην απόσυρση ξένων κεφαλαίων από την χώρα.
Ο Ερντογάν πιστεύει, απλά, ότι ο μόνος τρόπος να γίνει υπέρβαση των δυσκολιών είναι η συνεχής μεγέθυνση του ΑΕΠ, έστω και αν αυτό επιφέρει πρόσκαιρες δυσκολίες στην συναλλαγματική ισοτιμία του νομίσματος και όχι μόνο.
Φαίνεται ότι η μεγέθυνση του εγχώριου (πραγματικού) τομέα ήταν πάντοτε το πρώτο μέλημα και ο παράγοντας που εξασφάλιζε σε βάθος χρόνου την επίλυση των προβλημάτων που γεννιούνται στο νομισματικό τομέα της οικονομίας. Η μεγέθυνση του ΑΕΠ θεωρητικά αποτελεί κριτήριο για την εισροή κεφαλαίων, δεδομένου ότι σε οικονομία με υψηλό και αυξανόμενο εισόδημα ασκεί θετικό κίνητρο για άμεσες και άλλου είδους επενδύσεις από το εξωτερικό. Θεωρεί, δηλαδή, ότι κλείνοντας τα μάτια στα υπαρκτά προβλήματα (συσσώρευση εξωτερικού χρέους, υποτίμηση του νομίσματος, αδυναμία ή δυσκολία αναχρηματοδότησης του χρέους) η μεγέθυνση του ΑΕΠ θα τα καλύψει. Έτσι, θα επανέλθει η ανθηρή περίοδος της πρώτης δεκαετίας της διακυβέρνησης του κόμματος Δημοκρατίας και Ανάπτυξης.
Στην κόψη του ξυραφιού
Η συγκεκριμένη επιλογή θέτει την πορεία της τουρκικής οικονομίας στην κόψη του ξυραφιού, με την έννοια ότι η κρίση ρευστότητας συναλλάγματος κινδυνεύει να μετατραπεί σε κρίση φερεγγυότητας που σημαίνει πλήρη αποκοπή από τις χρηματοπιστωτικές αγορές. Μέχρι σήμερα αυτό δεν έχει συμβεί. Επίσης λόγω της ολιγαρχικής φύσης του καθεστώτος η κυβέρνηση μπορεί να επεμβαίνει με αυταρχικά διοικητικό τρόπο στην οικονομία προκειμένου να αποκομίσει τους απαιτούμενους πόρους για την αναχρηματοδότηση των υποχρεώσεών της.
Τα μέτρα αυτά, ως γνωστόν, είναι τα ακόλουθα: δάνεια από φιλικές χώρες, πράξεις ανταλλαγής νομισμάτων επίσης με φιλικές χώρες, δάνεια σε συνάλλαγμα της Κεντρικής Τράπεζας από τις ιδιωτικές τουρκικές τράπεζες, αγορά όλης της παραγωγής χρυσού της χώρας, υποθήκευση μελλοντικών στοιχείων του ενεργητικού (κυρίως υποδομές) του τουρκικού κράτους, αλλά και στοιχείων του ενεργητικού κρατικών και ιδιωτικών επιχειρήσεων σε ξένα κράτη (Κατάρ, Κίνα κτλ). Η έμμεση και άμεση πώληση των στοιχείων ενεργητικού του τουρκικού κράτους είναι σχεδόν βέβαιον ότι δεν αποτελεί μακροχρόνια λύση.
Βέβαια αυτή η πολιτική έχει τα όρια της. Όμως χρονικά δεν μπορούμε να πούμε πότε θα φθάσει σε αυτά τα όρια και αν θα φθάσει καθώς οι μελλοντικές εξελίξεις είναι ανοικτές και απρόβλεπτες και μάλιστα με πρόεδρο τον Ερντογάν.
Γιατί ο Ερντογάν αγνοεί τους οίκους
Γιατί, λοιπόν, ο Ερντογάν, παρά τις πολλαπλές παρατηρήσεις και προειδοποιήσεις των οίκων αξιολόγησης και των διεθνών αναλυτών ότι η ασκούμενη οικονομική πολιτική βρίσκεται στον αντίποδα αυτής που θα έπρεπε να ασκείται σύμφωνα με τα εγχειρίδια της οικονομικής θεωρίας, επιμένει να τους αγνοεί;
Το κρίσιμο σημείο που ίσως αποτελεί ένα είδους απάντησης στο έμμεσο ερώτημα της παραπάνω παραγράφου θα μπορούσε να είναι το ακόλουθο: το ασκούμενο μείγμα οικονομικής πολιτικής από την τουρκική κυβέρνηση συνάδει με τη γενικότερη γεωστρατηγική προσπάθεια του Ερντογάν να καταστήσει την Τουρκία περιφερειακή δύναμη. Όπως καταβάλλει προσπάθειες αυτονόμησης στη γεωπολιτική σκακιέρα από τις μεγάλες δυνάμεις με στόχο να καταστήσει την Τουρκία ισότιμο συνομιλητή μαζί τους, έτσι επιχειρεί και στην οικονομική πολιτική. Δηλαδή, αποσκοπεί στο να απεγκλωβιστεί από τους περιορισμούς που επιβάλλονται από το διεθνές περιβάλλον στο οποίο ως γνωστόν κυριαρχούν οι μεγάλες δυτικές οικονομίες.
Όμως, μία "φιλελεύθερη", στο πλαίσιο των δυτικών προτύπων, Τουρκία, θα μπορούσε εύκολα να αλλάξει οικονομική πολιτική όπως της δείχνουν όλοι οι δυτικότροποι πολυμερείς θεσμοί της παγκοσμιοποίησης. Όμως, αυτό θα σήμαινε, κατά τον Ερντογάν και την κυρίαρχη ομάδα του, ότι η Τουρκία θα βολοδέρνει ανάμεσα στη Σκύλα και στην Χάρυβδη των οικονομικών δεσμών που έχουν επιβάλει οι δυτικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Το έχει δηλώσει άλλωστε επανειλημμένως: περιφερειακή δύναμη χωρίς βαθμούς ελευθερίας και δυνατότητα άσκησης αυτόνομης οικονομικής πολιτικής δεν νοείται.
Από το 2002 μέχρι και το 2015-6, ο Ερντογάν εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο όλες περιστάσεις που του παρουσιάστηκαν, στο πλαίσιο του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, και με τη αμέριστη βοήθεια των δυτικών επιχειρήσεων κατάφερε να μεγεθύνει το ΑΕΠ της χώρας περίπου κατά 4 φορές (από 220 σε 850 δισ. δολάρια) με ότι αυτό συνεπάγεται για την γενικότερη ευημερία του τουρκικού λαού. Δηλαδή, το κατά κεφαλή ΑΕΠ σε όρους αγοραστική δύναμης το 2019 ήταν 28.167 από 15.469 το 2002. Ειρήσθω εν παρόδω το αντίστοιχο ελληνικό το 2019 ήταν 30.314 από 31.502 το 2002!
Τουρκική οικονομία και σκληρή ισχύς
Όμως, παράλληλα, η Τουρκία ακολούθησε με επιμέλεια την μετατροπή της οικονομικής της μεγέθυνσης σε υλικούς παράγοντες σκληρής ισχύος. Το δείχνουν δύο στοιχεία:
Το πρώτο είναι η ανάπτυξη της τουρκικής αμυντικής τεχνολογίας και βιομηχανίας τα τελευταία περίπου 20 χρόνια, η οποία τελικά φαίνεται ότι έχει αποδώσει καρπούς. Αν και ο συγκεκριμένος τομέας δεν έχει αναπτυχθεί στον βαθμό που τον παρουσιάζει το τουρκικό κατεστημένο, ωστόσο είναι σε τέτοιο επίπεδο ώστε να ενδυναμώνει την ισχύ του στρατού και να προκαλέσει πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα στην οικονομία. Εξάλλου, η συνεχής αύξηση των αμυντικών δαπανών και ιδιαίτερα την περίοδο μετά την απόπειρα πραξικοπήματος το 2016, γέμισε τα βιβλία παραγγελιών και των τουρκικών επιχειρήσεων ενεργοποιώντας την τουρκική οικονομία.
Το δεύτερο είναι η συνεχής αύξηση των αμυντικών δαπανών και ιδιαίτερα την περίοδο μετά την απόπειρα πραξικοπήματος το 2016, όπως φαίνεται από τα υπάρχοντα στοιχεία : από 13,0 το 2010 σε 22,0 δις δολάρια ΗΠΑ.
Δεν πρέπει να θεωρούμε ότι η Τουρκία έχει αποκτήσει αυτονομία στην παραγωγή οπλικών συστημάτων, δεδομένου ότι μεγάλο μέρος της χρησιμοποιούμενης τεχνολογίας είναι εισαγόμενη (η προστιθέμενη αξία δεν πρέπει να υπερβαίνει το 40,0%) και επίσης εισαγόμενες είναι οι απαιτούμενες πρώτες ύλες, τα ημικατεργασμένα, και σειρά από προϊόντα απαραίτητα για τη δημιουργία των τελικών προϊόντων.
Το ίδιο συμβαίνει και με την οικονομική της εξάρτηση από τη Δύση, την Κίνα και τη Ρωσία. Η Τουρκία εξάγει το 59,0% των αγαθών στις χώρες της Ευρώπης, το 25,0% στις χώρες της Ασίας, το 7,8% στις αφρικανικές χώρες και το 7,6% στις χώρες της Αμερικής. Αντίστοιχα εισάγει το 53,0% του συνόλου από τις ευρωπαϊκές χώρες, το 33,0% από τις χώρες της Ασίας και το 11,0% από τις χώρες της Αμερικής.
Με την Ευρώπη το ισοζύγιο αγαθών το 2019 είναι πλεονασματικό, σε αντίθεση με την Κίνα και τη Ρωσία που είναι καθαρά ελλειμματικό (περίπου 19 δις δολάρια και με τις δύο χώρες το 2018). Όμως δεν πρέπει να λησμονούμε ότι μεγάλο μέρος των εξαγομένων βιομηχανικών αγαθών προς την Ευρώπη οφείλεται ουσιαστικά στις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις που βρίσκονται εγκαταστημένες στην χώρα. Επίσης μεγάλο μέρος των λεγόμενων στρατηγικών αγαθών (τεχνολογία και πρώτες ύλες) εισάγονται από τη Δύση και τελευταία από την Κίνα. Η γεωοικονομική στροφή (;) που επιχειρεί η Τουρκία με τις Κίνα και Ρωσία ουσιαστικά μεγαλώνει την οικονομική της εξάρτηση με τις δύο αυτές χώρες.
Μετέωρο βήμα
Η έντονη αύξηση της σκληρής ισχύος, την οποία επιχειρεί να χρησιμοποιήσει ο Ερντογάν, όπως οι παλιές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, προκειμένου να αποκομίσει οφέλη (διπλωματικά, γεωπολιτικά και οικονομικά) σε μια απέλπιδα προσπάθεια να υπερβεί τις σημερινές του πάσης φύσεως δυσκολίες, κινδυνεύει να αποδειχθεί φενάκη και παράλληλα να επιβαρύνει τη σημερινές οικονομικές δυσκολίες. Όσο περισσότερο προσπαθεί η Τουρκία να μεγαλώσει την παραγωγική ικανότητα της βαριάς και σχετικής με την αμυντική βιομηχανία της, προετοιμαζόμενη για την επεκτατική πολιτική της τόσο περισσότερο θα εξαρτάται από την παγκόσμια αγορά και τις εισαγωγές πρώτων υλών και τεχνολογίας.
Πρόκειται για ένα μετέωρο βήμα που οι πιθανότητες να πέσει στο κενό είναι πολύ μεγάλες, δεδομένου ότι η δύναμη ισχύος της (πολιτικής και οικονομικής) εξακολουθεί, παρά τις προόδους, να υπολείπεται κατά πολύ των δυτικών αναπτυγμένων χωρών. Όμως, έχω τη γνώμη ότι όλα τα παραπάνω ερμηνεύουν το πως πολιτεύεται ο Ερντογάν στην οικονομία την τελευταία περίοδο.
Όλες οι αναλύσεις που στηρίζονται στην αυτονόμηση της Οικονομίας από την Πολιτική – κάτι αδύνατον εν τοις πράγμασι που αποτελεί μια παλαιά φιλελεύθερη προσέγγιση που δυστυχώς κυριαρχεί και σήμερα στην οικονομική σκέψη– επικεντρωμένες στους χρηματιστηριακού δείκτες, δεν μπορούν να ερμηνεύσουν την οικονομική πολιτική του Ερντογάν, εκτός του αν νομίζουν ότι ο Ερντογάν δεν ξέρει τι κάνει και βαδίζει στα τυφλά.
Η πολιτική έκφραση των οικονομικών και βιομηχανικών συμφερόντων, αλληλένδετων με άλλους, μη οικονομικούς παράγοντες, αντανακλά την τεράστια δυναμική του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, η οποία υπερβαίνει τον απλουστευτικό αναγωγισμό όσων επιχειρούν να διαχωρίσουν τους πολιτικούς από τους οικονομικούς παράγοντες, και φανερώνει τη σφαιρική λειτουργία του καπιταλιστικού συστήματος.
πηγήΟι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.