Λαυρέντζος ΑναστάσιοςΗ Ελλάδα μπορεί να ακυρώσει τον τουρκικό εκβιασμό αν οι ελληνικές ελίτ υπερβούν τις αυταπάτες τους. Όλα δείχνουν ότι στα ελληνοτουρκικά "ο κόμπος φτάνει στο χτένι", καθώς πρόσφατα δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της τουρκικής Κυβέρνησης η αίτηση της κρατικής εταιρείας πετρελαίων ΤΡΑΟ για διενέργεια σεισμικών ερευνών εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας.
Η ενέργεια αυτή αποτελεί κλιμάκωση των τουρκικών προκλήσεων που ξεκίνησαν τον προηγούμενο Νοέμβριο. Η αρχή έγινε τότε με το παράνομο σύμφωνο Τουρκίας-Λιβύης, με το οποίο οι δύο χώρες μοιράστηκαν την ελληνική ΑΟΖ από το Καστελλόριζο έως την Κρήτη. Ακολούθησε η κατάθεση της συμφωνίας στον ΟΗΕ και πλέον η Τουρκία φαίνεται έτοιμη να προχωρήσει σε έρευνες και αργότερα σε γεώτρηση στην εν λόγω περιοχή.
Έως τώρα η αντίδραση της ελληνικής πλευράς στις τουρκικές προκλήσεις υπήρξε χλιαρή. Περιορίστηκε στην αναζήτηση φραστικής κυρίως στήριξης από την ΕΕ και τις ΗΠΑ και κατέφυγε στις γνωστές επικλήσεις του διεθνούς δικαίου. Όσον αφορά δε το εσωτερικό, από διάφορους κύκλους προβλήθηκε σαν λύση η προσφυγή στη Χάγη. Ακόμη και ο πρωθυπουργός δήλωσε ότι «αν δεν μπορούμε να τα βρούμε με την Τουρκία, ας πάμε στη Χάγη και ας είμαστε έτοιμοι να δεχτούμε την όποια απόφαση».
Πρόκειται για τη συνέχιση και από την παρούσα κυβέρνηση μιας ιδιότυπης πολιτικής κατευνασμού, η οποία δεν προσπαθεί να κερδίσει χρόνο για να χτίσει ένα πλαίσιο αποτροπής, αλλά για να μεταθέσει το πρόβλημα. Μπροστά στον διακηρυγμένο στόχο να αποφευχθεί μια σύρραξη, η Αθήνα φαίνεται να προβάλει ως μόνη πολιτική την παραχώρηση μέσω Χάγης ορισμένων κυριαρχικών της δικαιωμάτων, με αντάλλαγμα την αναγνώριση των υπολοίπων από την Τουρκία. Με άλλα λόγια η Αθήνα ήδη εμφανίζεται να έχει αποδεχτεί την Τουρκία ως κριτή των κυριαρχικών της δικαιωμάτων και απλώς επιζητά μια συμφωνία που θα κατοχυρώσει τα δικαιώματα που η Άγκυρα της επιτρέπει να έχει σε αυτή τη φάση.
Το διεθνές δίκαιο ως βολική ψευδαίσθηση
Η πολιτική αυτή πηγάζει από την ακατάσχετη τάση των ελληνικών ελίτ να υποχωρούν μπροστά στην Τουρκία και τον αυτοεγκλωβισμό τους στην ψευδαίσθηση του διεθνούς δικαίου. Στην πραγματικότητα, αυτό που επιδιώκει η Αθήνα είναι να ανταλλάξει μερικά από τα δικαιώματά της με μια τουρκική υπογραφή. Έτσι, όμως, η Ελλάδα απλώς υπερτιμά την υπογραφή της Άγκυρας σε μια προσπάθεια να εξαπατήσει τον εαυτό της. Πράγματι, ακόμη και αν κάποιος έμπαινε σε μια τέτοια λογική, θα παρέβλεπε ηθελημένα ότι η Τουρκία είναι ένα κράτος που ουδέποτε τήρησε τις συμφωνίες της.
Όμως και η επιμονή στην υποτιθέμενη παντοδυναμία του διεθνούς δικαίου είναι μια επικίνδυνη αυταπάτη για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι ότι το διεθνές δίκαιο δεν στάθηκε ποτέ ικανό να αποτρέψει τις ενέργειες των ισχυρών. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι ενώ η ελληνική πλευρά επικαλείται μονίμως το διεθνές δίκαιο, η ίδια δεν το εφαρμόζει για τον εαυτό της. Έτσι είναι χαρακτηριστικό ότι σήμερα η Ελλάδα είναι ίσως η μόνη χώρα στον κόσμο, η οποία δεν έχει επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 ναυτικά μίλια. Ακόμη είναι από τις ελάχιστες χώρες που δεν έχει ορίσει ΑΟΖ.
Πώς λοιπόν η Ελλάδα ομνύει στην παντοδυναμία του διεθνούς δικαίου, όταν η ίδια αποφεύγει να το εφαρμόσει; Δεν είναι αυτό άραγε μια ομολογία ότι οι διεθνείς εξελίξεις καθορίζονται από τους συσχετισμούς ισχύος; Θα έπρεπε όλα αυτά τα χρόνια να έχουμε κάνει ό,τι μπορούμε για να βελτιώσουμε αυτούς τους συσχετισμούς. Όμως, ως χώρα πράξαμε το αντίθετο. Έτσι, σήμερα το πολιτικό σύστημα, το οποίο ουσιαστικά μας έφερε έως εδώ, μας καλεί να κάνουμε έναν οδυνηρό συμβιβασμό.
Είναι ένας συμβιβασμός κατά βάθος ταπεινωτικός. Όμως, πάνω από όλα είναι ατελέσφορος. Διότι πάντα ισχύει αυτό που είπε ο Περικλής στο Μεγαρικό ψήφισμα για τους Σπαρτιάτες: «αν υποχωρήσουμε τώρα σε αυτές τις απαιτήσεις τους, την αμέσως επόμενη μέρα θα μας ζητήσουν κάτι ακόμη μεγαλύτερο». Και πώς θα μπορούσε, άλλωστε, να γίνει διαφορετικά; Αφού το δίλημμα "πόλεμος ή υποταγή" θα ισχύει και την επομένη ενός "λελογισμένου" συμβιβασμού, τον οποίο ονειρεύεται η Αθήνα.
Η Ελλάδα έχει δυνατότητες, οι ελληνικές ελίτ δεν έχουν βούληση
Τα παραπάνω αποδεικνύουν ότι ο μόνος δρόμος που υπάρχει για την Ελλάδα είναι ο δρόμος της υπεράσπισης των δικαιωμάτων της. Ωστόσο, το ίδιο το ελληνικό πολιτικό σύστημα έχει υπονομεύσει αυτόν τον δρόμο διαχρονικά. Το έκανε με την υπαγωγή της χώρας σε οικονομική επιτροπεία. Το έκανε με την παραμέληση των Ενόπλων Δυνάμεων που επί μια δεκαετία δεν έχουν αποκτήσει νέο μείζον οπλικό σύστημα. Συνεχίζει να το κάνει και υπό την παρούσα κυβέρνηση, η οποία παρέμεινε αδρανής όταν η Τουρκία έκανε γεώτρηση στην κυπριακή ΑΟΖ, ή όταν καταπάτησε την ελληνική ΑΟΖ με το παράνομο τουρκολιβυκό σύμφωνο.
Για να περιοριστούμε στο παρόν, τα τελευταία χρόνια είναι φανερή μια συνολική στρατηγική ακινησία της Αθήνας. Και όμως δυνατότητες υπάρχουν. Είναι ορατή η δυνατότητα για μια αντιτουρκική συμμαχία στην Ανατολική Μεσόγειο, της οποίας η Ελλάδα θα έπρεπε να προεξάρχει ως η άμεσα απειλούμενη χώρα. Μια συμμαχία που περιλαμβάνει τουλάχιστον τις χώρες της πρόσφατης πενταμερούς συνδιάσκεψης (Ελλάδα, Κύπρος, Αίγυπτος, Γαλλία, ΗΑΕ) και μπορεί να επεκταθεί με την εμβάθυνση της συνεργασίας με το Ισραήλ.
Ας μη μας διαφεύγει ότι το Ισραήλ ως "κράτος εθνικής ασφαλείας" δεν μπορεί να αποδεχτεί μια ηγεμονική και επεκτατική Τουρκία, όταν είναι ήδη περικυκλωμένο από αραβικούς, εν δυνάμει εχθρικούς πληθυσμούς. Μια πιθανή πτώση του καθεστώτος Σίσι στην Αίγυπτο θα καθιστούσε μάλιστα το Ισραήλ εγκλωβισμένο σε ένα "μπουκάλι", του οποίου ο "λαιμός" είναι ο άξονας Κύπρος-Ελλάδα.
Όλα αυτά δείχνουν ότι για την Ελλάδα υπάρχουν στρατηγικές συμμαχίες και επιλογές. Για να έχεις όμως συμμάχους πρέπει να διαθέτεις ικανό γεωπολιτικό μέγεθος και κυρίως τη βούληση να λειτουργήσεις ως ενεργός και αξιόπιστος εταίρος. Σε ένα πιο τακτικό επίπεδο, η Ελλάδα θα έπρεπε να είχε ήδη προχωρήσει σε διάφορες βραχυπρόθεσμες και μεσοπρόθεσμες ενέργειες για την ενίσχυση της αποτροπής της. Ενέργειες από την αύξηση της στρατιωτικής θητείας, την αύξηση των ποσοστών διαθεσιμότητας των μείζονων οπλικών συστημάτων, έως και στοχευμένες αγορές αμυντικού υλικού που θα αναβάθμιζαν άμεσα τις δυνατότητες των Ενόπλων Δυνάμεων.
Να ενισχυθεί η ελληνική αποτροπή
Σε έναν πιο μεσοχρόνιο ορίζοντα θα έπρεπε να εξετασθεί η αναδιάρθρωση δυνάμεων και αμυντικού δόγματος, με αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών. Τεχνολογίες, οι οποίες με χαμηλό κόστος μπορούν να αυξήσουν κατακόρυφα την ελληνική αποτροπή. Ακόμη θα έπρεπε να είχε ήδη ξεκινήσει η εφαρμογή ενός σχεδιασμού ανασυγκρότησης της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας σε τομείς τεχνολογικής αιχμής. Το έχουμε ανάγκη για τη άμυνα και για την οικονομική ανασυγκρότηση της χώρας. Το έχουμε ανάγκη και για τον επαναπατρισμό των νέων επιστημόνων που κατά εκατοντάδες χιλιάδες έφυγαν στο εξωτερικό.
Για καλή μας τύχη, οι νέες τεχνολογίες δεν απαιτούν μεγάλα κεφάλαια και προηγούμενη βιομηχανική εμπειρία. Απαιτούν κυρίως ανθρώπινο κεφάλαιο, το οποίο διαθέτουμε. Για παράδειγμα είναι σήμερα αδιανόητο η Τουρκία να χρησιμοποιεί εκατοντάδες μη επανδρωμένα αεροσκάφη (UAV) δικής της κατασκευής και εμείς να μην έχουμε αναπτύξει ανάλογες δυνατότητες, αλλά και δυνατότητες κατάρριψης των τουρκικών UAV.
Αυτά είναι τα πράγματα που πρέπει να γίνουν σήμερα. Εκτός και αν οι ελληνικές πολιτικές ηγεσίες έχουν αποφασίσει ότι η Ελλάδα θα συνεχίσει να υπάρχει ως οικονομικά εξαρτημένη επαρχία της ΕΕ, χωρίς δική της εξωτερική πολιτική. Μια επαρχία που θα εποικίζεται εντατικά από τα αφροασιατικά μεταναστευτικά ρεύματα και θα αφήνει τα κυριαρχικά της δικαιώματα να ακρωτηριάζονται, εκδίδοντας μόνο διπλωματικές διαμαρτυρίες.
Το ελληνικό πολιτικό σύστημα οφείλει σήμερα να αντιληφθεί τις ιστορικές του ευθύνες και να οργανώσει τον μόνο δρόμο που έχει η χώρα: τον δρόμο της αντίστασης. Κι αυτό, όχι μόνο γιατί το υπαγορεύει η Ιστορία αυτού του τόπου, αλλά και γιατί κανένας συμβιβασμός δεν θα λύσει το πρόβλημα. Ας αφήσουν, λοιπόν, οι αθηναϊκές ελίτ τα σχέδια για "έντιμους συμβιβασμούς" με την Άγκυρα. Μόνο η ελληνική αποφασιστικότητα μπορεί να συνετίσει την Τουρκία.
πηγήΟι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.