Της έκπληξης εξαιρέθηκαν μόνον ο Ερντογάν και συγκεκριμένα υπεραντλαντικά κέντρα αποφάσεων, που φαίνεται ότι έπαιξαν, παρασκηνιακά, καθοριστικό ρόλο στην αιφνιδιαστική επίθεση που διέταξε ο Ιλχάμ Αλίγιεφ. Ο πρόεδρος του Αζερμπαϊτζάν είχε συναντηθεί με τον νεο-σουλτάνο, στις 15 Μαρτίου, ενώ η έναρξη της επιχείρησης ανακατάληψης του Καραμπάχ τον βρήκε στις ΗΠΑ. Οι συμπτώσεις είναι πολλές για χαρακτηριστούν τυχαίες. Όπως επίσης το ότι η έκρηξη στην Υπερκαυκασία εκδηλώνεται τη στιγμή που στη Συρία καταρρέει η πολύχρονη εκστρατεία Ισλαμιστών-Τουρκίας-Σαουδικής Αραβίας και κάποιων δυτικών κέντρων που την υποστήριξαν. Είναι προφανές ότι, η αντιπαράθεση Αζερμπαϊτζάν-Αρμενία, ιδιαίτερα αν ξεφύγει και εξελιχθεί σε γενικευμένο πόλεμο, υπονομεύει πρωτίστως την ρωσική πολιτική σε όλη την περιφέρεια της Μέσης Ανατολής και Κεντρικής Ασίας.
Ως εκ τούτου, η διατήρηση της εύθραυστης εκεχειρίας που επετεύχθη είναι αρκετά δύσκολο να διατηρηθεί, παρά τις τιτάνιες προσπάθειες της ρωσικής διπλωματίας που συνεπικουρείται και από το Ιράν. Δεν θα πρέπει, όμως, να αποκλειστεί και το ενδεχόμενο, η λύση του δράματος να είναι εντελώς διαφορετική απ’ αυτήν που υπολόγιζαν όσοι υποδαύλισαν την παρούσα κρίση.
Το Ναγκόρνο Καραμπάχ, ή Αρτσάχ, είναι μια αρμενική περιοχή που βρέθηκε σε καθεστώς αυτονομίας εντός των ορίων της σοβιετικής δημοκρατίας του Αζερμπαϊτζάν. Η μόνιμη εχθρότητα Αρμενίων και Αζέρων εκδηλώθηκε με σφοδρότητα το 1988, και οι συγκρούσεις που ξέσπασαν στάθηκαν ως μια από τις αφορμές της διάλυσης του σοβιετικού κράτους. Η ένδειξη απόλυτης αδυναμίας εκ μέρους του Γκορμπατσώφ να επιλύσει το πρόβλημα αποτέλεσε τη θρυαλλίδα της εκδήλωσης παρόμοιων, εν υπνώσει, εθνοτικών αντιθέσεων και διεκδικήσεων σε όλη τη σοβιετική επικράτεια. Ο πόλεμος Αζερμπαϊτζάν-Αρμενίας έληξε το 1994, και αφού άφησε πίσω του πάνω από 20 χιλιάδες νεκρούς και εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες. Απόλυτη νικήτρια της αναμέτρησης αναδείχθηκε τότε η Αρμενία, η οποία όχι μόνον κέρδισε το Καραμπάχ αλλά και επτά επαρχίες που παρεμβάλλονται μέχρι αυτόν τον αρμενικό θύλακα. Από τότε, το μέτωπο βρισκόταν σε σχετική καταστολή, με εποχικές αναζωπυρώσεις, που δεν δημιουργούσαν ανησυχία. Στο Μπακού, όμως, ποτέ δεν συμφιλιώθηκαν με την ιδέα της αποδοχής των τετελεσμένων της πολεμικής περιπέτειας της δεκαετίας του 1990. Τα μυθικά έσοδα από τις εξαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου επέτρεψαν στον αζερικό στρατό να εξοπλισθεί με σύγχρονα οπλικά συστήματα.
Μάλιστα, μια από τις σημαντικότερες πηγές των εξοπλιστικών προγραμμάτων του Αζερμπαϊτζάν είναι η Ρωσία, ενώ σοβαρό μερίδιο κατέχει και το Ισραήλ, που ασκεί έντονη επιρροή στην αζερική ηγεσία. Αντιθέτως, η Αρμενία, η οποία μαστίζεται από έλλειψη πόρων αλλά και εσωτερικές αντιθέσεις –έφθασε πρόσφατα στα πρόθυρα «έγχρωμης επανάστασης»- έχει αφεθεί στην απόλυτη προστασία της Μόσχας. Στο αρμενικό έδαφος λειτουργούν ισχυρές ρωσικές στρατιωτικές βάσεις, ενώ το Ερεβάν συμμετέχει και στην Ευρασιατική Ένωση και στον αμυντικό συνασπισμό -Οργανισμός Συμφώνου Συλλογικής Ασφάλειας- που ηγείται η Ρωσία. Παρά το γεγονός ότι το Μπακού ανήκει εν πολλοίς στη σφαίρα επιρροής των ΗΠΑ, αλλά και της Τουρκίας, αποφεύγει συστηματικά την αντιπαράθεση με τον ρωσικό παράγοντα. Από την πλευρά της η Μόσχα, αν και προσφέρει αφειδώς την υποστήριξή του στο Ερεβάν, προσπαθεί ταυτοχρόνως να εκμεταλλευθεί τη διάθεση του Αλίγιεφ για στενή συνεργασία. Η πολιτική του Πούτιν στην Υπερκαυκασία στόχευε σταθερά στην ανάδειξη της Μόσχας ως εγγυήτρια δύναμη διατήρησης της ειρήνης μεταξύ των εχθρικών μερών. Οι ισορροπίες ωστόσο είναι πολύ λεπτές και η ρωσική στρατηγική είχε ακόμη δρόμο για να ολοκληρωθεί.
Εν τω μεταξύ, οι εξελίξεις στο συριακό μέτωπο, και η προφανής ενίσχυση της Ρωσίας, σήμαναν συναγερμό στο αντι-ρωσικό στρατόπεδο, το οποίο αποφάσισε να απαντήσει και μάλιστα εις διπλούν. Η μία κίνηση ήταν τα «Panama Papers», τα οποία επιδιώκουν, μέσω μιας μακράς επικοινωνιακής διαδικασίας, την ηθική αποδόμηση του Πούτιν, και η άλλη το άνοιγμα ενός νέου μετώπου στην Υπερκαυκασία. Για την Ρωσία, αυτή την στιγμή, η αντιπαράθεση Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν, αν μάλιστα εξελιχτεί σε γενικευμένο πόλεμο, θα είναι το χειρότερο δυνατό σενάριο. Σε μια τέτοια περίπτωση, η Μόσχα θα είναι υποχρεωμένη να χειριστεί ταυτόχρονα τρεις ανοιχτές συγκρούσεις: στην Ουκρανία, στη Συρία και στην Υπερκαυκασία. Αυτό σημαίνει ότι η παρουσία της Ρωσίας στη Συρία θα αποδυναμωθεί, όπως επίσης και η προσπάθεια επανασχεδιασμού της Μέσης Ανατολής, στους επόμενους μήνες, σε συνεργασία με την κυβέρνηση Ομπάμα.
Για το λόγο αυτό, ο Ερντογάν, του οποίου τα σχέδια έχουν πλήρως ανατραπεί στη Συρία και την ίδια ώρα έχει κηρύξει τον πόλεμο στους Κούρδους του τουρκοκρατούμενου Κουρδιστάν, απέδειξε για μια ακόμη φορά πόσο επικίνδυνος και απρόβλεπτος είναι. Παρώθησε τον Αλίγιεφ στην πολεμική περιπέτεια, με τη αναμφίβολα σύμφωνη γνώμη αμερικανικών κύκλων, επιβεβαιώνοντας και επισήμως ότι η Τουρκία θα βοηθήσει το Μπακού να ανακαταλάβει το Ναγκόρνο Καραμπάχ. Αμφιβολία δεν υπάρχει και για το ότι στις τάξεις του αζερικού στρατού έχουν ενταχθεί πολυάριθμοι Τούρκοι «σύμβουλοι».
Η επίθεση του Αζερμπαϊτζάν δεν ήταν άριστα σχεδιασμένη. Εντούτοις, αιφνιδίασε τους Αρμένιους και ωφελήθηκε από τα αμυντικά τους κενά. Οι οχυρώσεις, όπως και τα ναρκοπέδια, αποδείχθηκαν ότι ήταν εύκολα προσβάσιμα για μεγάλες ομάδες δολιοφθοράς. Αρχικώς. ο αζερικός στρατός έκανε εύκολη προέλαση και κέρδισε κάποια εδάφη. Από την πλευρά τους οι Αρμένιοι ανταπέδωσαν με πυρά πυροβολικού, και αναχαίτισαν τη αζερική διείσδυση, ενώ γρήγορα λειτούργησε η στρατολόγηση εθελοντών. Οι απώλειες, ως τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές ήταν πάνω από 60 άνθρωποι, μεταξύ αυτών και άμαχοι.
Την παύση των εχθροπραξιών, εκτός της τουρκικής παραφωνίας, ζήτησε η διεθνής κοινότητα, και κυρίως η Μόσχα, η Ουάσιγκτον και το Παρίσι, τόσο σε επίπεδο υπ. Εξωτερικών όσο και στο πλαίσιο της ομάδας Μινσκ του ΟΑΣΕ. Βεβαίως, όπως σημείωσε ένας Ρώσος αναλυτής, οι εκκλήσεις για ειρήνη είναι άνευ αξίας, καθώς στο Αζερμπαϊτζάν «το κρατικό δόγμα έχει θεμελιωθεί στη δίψα για στρατιωτική ρεβάνς και τίποτε άλλο δεν υπάρχει εκτός από αυτό, τότε το να πείσεις και ακόμη να κηρύξεις το μήνυμα της ειρήνης, είναι επικίνδυνη αυταπάτη, ψευδαίσθηση. Είναι σαν να απαγορεύσεις στον λέοντα να κατασπαράξει την αντιλόπη. Θα την φάει οπωσδήποτε, μόλις στρέψουμε το βλέμμα μας αλλού».
Το Ερεβάν από την πλευρά του, βλέποντας ότι έχει περιέλθει σε δύσκολη θέση, και αντιλαμβανόμενο ότι η Μόσχα εξακολουθεί να προσπαθεί να διατηρήσει κάποιες ισορροπίες στην περιοχή, απειλεί με την προσάρτηση του Ναγκόρνο Καραμπάχ. Αυτό θα σήμαινε ότι σε περίπτωση επίθεσης από το Αζερμπαϊτζάν τα κράτη του ΟΣΣΑ θα έπρεπε να συνδράμουν στρατιωτικά την Αρμενία. Οι Αρμένιοι χρησιμοποιούν ως ανάλογο παράδειγμα την χερσόνησο της Κριμαίας, η οποία ενσωματώθηκε στη Ρωσική Ομοσπονδία, και θεωρείται απ’ όλα τα μέλη της συμμαχίας ως ρωσικό έδαφος.
Από την άλλη το Μπακού, ενθαρρυμένο από την επιτυχία του, απειλεί με επανάληψη των επιθέσεων και διεκδικεί την επιστροφή, όπως διατείνεται, των εδαφών του. Βέβαια, γνωρίζει ότι αν επιχειρήσει ολοκληρωτικό πόλεμο δεν θα αφήσει στην Μόσχα άλλη επιλογή από το να βρεθεί στο πλευρό της Αρμενίας και τότε, ακόμη και με μια υποτιθέμενη τουρκική συνδρομή, έχει να χάσει πολύ περισσότερα απ’ όσα ίσως κερδίσει. Ο Αλίγιεφ γνωρίζει ότι αυτό το σενάριο ωφελεί πρωτίστως την Άγκυρα και τους κύκλους που επιδιώκουν ένα νέο αντιρωσικό μέτωπο.
Αυτό που εμφανίζεται ως η πιο ρεαλιστική προοπτική είναι μόνον μια συμφωνία η οποία να δίνει πίσω στο Αζερμπαϊτζάν τα αζερικά εδάφη που κατέχει η Αρμενία, εκτός του Ναγκόρνο Καραμπάχ, και σε αντάλλαγμα να δημιουργηθεί ένας διάδρομος μεταξύ της Αρμενίας και της μικρής αυτής Δημοκρατίας. Ανάλογος διάδρομος μπορεί να δημιουργηθεί, σε αντάλλαγμα, από το Αζερμπαϊτζάν προς τον αζέρικο θύλακα του Ναχιτσεβάν στην Αρμενία. Τη λύση αυτή ωστόσο την απορρίπτουν τα δύο αντιμαχόμενα μέρη. Ιδιαίτερα για τους Αρμένιους επικρατεί ο εύλογος φόβος ότι ένας διάδρομος καταλαμβάνεται πολύ εύκολα σε μια πιθανή πολεμική σύγκρουση.
Το μόνο επιχείρημα που θα μπορούσε να πείσει τους εμπλεκόμενους θα ήταν η εγγύηση ενός τρίτου παράγοντα. Αυτόν τον ρόλο ο μόνος που μπορεί να τον παίξει στην περιοχή είναι η Ρωσία. Κι αυτό το γνωρίζουν και το Ερεβάν και το Μπακού. Το γνωρίζουν όμως και όλοι οι υπόλοιποι παίκτες, πρωτίστως η Άγκυρα και η Ουάσιγκτον. Όπως είναι φυσικό, κανείς απ’ αυτούς δεν είναι διατεθειμένος να παραδώσει το υπερπολύτιμο για τα ενεργειακά του αποθέματα και τη στρατηγική του θέση Αζερμπαϊτζάν στον ρωσικό παράγοντα. Μπροστά σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο το πιθανότερο είναι να ρίξουν περισσότερο «λάδι στη φωτιά».
πηγή