Του ΜΑΡΙΟΥ ΕΥΡΥΒΙΑΔΗ
Ένας ακόμη πόλεμος έχει ξεσπάσει στην αραβική Μέση Ανατολή. Αυτή την φορά στην Υεμένη- χώρα με ιστορικό εμφυλίων φυλετικών, θρησκευτικών και πολιτικό-ιδεολογικών συγκρούσεων με την πιο πρόσφατη σύγκρουση να εκδηλώνεται εδώ και ένα περίπου χρόνο.
Ως συνέπεια, από τις 28 Μαρτίου ένας συνασπισμός δέκα αραβικών κρατών υπό την ηγεσία της Σαουδικής Αραβίας ενεργεί αεροπορικές επιδρομές εναντίον της φιλο-ιρανικής φυλής των Χούτι η οποία έχει ανατρέψει την κυβέρνηση του φιλο-Σαουδάραβα Προέδρου Μανσούρ Χάντι, κυριαρχόντας στα πεδία των συγκρούσεων εναντίον των κυβερνητικών δυνάμεων.
Ήδη από τον περασμένο Σεπτέβρη οι Χούτι είχαν καταλάβει την πρωτεύουσα Σαναά που βρίσκεται στις παραδοσιακές τους περιοχές, και απειλούσαν την πιο γνωστή και πιο σημαντικά στρατηγική πόλη του Άντεν. Ο Πρόεδρος Χάντι, που είχε βρεί προσωρινά καταφύγιο εκεί, εγκατέλειψε την πόλη για την Σαουδική Αραβία. Η τελευταία με την επέμβασή της απαιτεί την επαναφορά του και τον αφοπλισμό των Χούτι. Εάν ο πολιτικός στόχος της Ριάντ δεν επιτευχθή μέσω των αεροπορικών επιδρομών, τότε εικάζεται πως θα ακολουθήσουν χερσαίες επιχειρήσεις με αιχμή του δόρατος Σαουδαραβικές δυνάμεις, κάπου 150 χιλ. άνδρες, που ήδη βρίσκονται στα σύνορα. Σε τέτοια περίπτωση, Σαουδική Αραβία και Ιράν πιθανόν να βρεθούν σε μετωπική σύγκρουση, διευρύνωντας τον υφιστάμενο ηγεμονικό ανταγωνισμό τους διά πληρεξουσίων, που διεξάγεται ακατάπαυστα στα πεδία μαχών Συρίας και Ιράκ.
Αντίθετα με τις δυνάμεις που της επιτίθενται, η Υεμένη, που γεωγραφικά βρίσκεται στο νότιο τμήμα της Αραβικής χερσονήσου, είναι σήμερα η πιο φτωχή αραβική χώρα. Παλιά τα πράγματα δεν ήταν έτσι. Υπήρξε κυριολεκτικά, κατά τους Άραβες-μουσουλμάνους, η “γή της επαγγελίας”. Κατά τους μουσουλμάνους ιδρύθηκε από έναν απο τους τρεις γιούς του βιβλικού Νώε. Όμως “γη της επαγγελίας” χαρακτηρίσθηκε και από τον Ηρόδοτο ( 487-407), όταν και ως ο “πρώτος τουρίστας” της αρχαιότητας, επισκέφθηκε την Υεμένη.
Επί εποχής του υπήρχαν εκεί ορισμένα βασίλεια και πόλεις-κράτη. Ο πολιτισμός και πλούτος των σημαντικότερων (Μάαηαν, Κατμπάν και Σάμπαα- σημερινή Σαναά) υπήρξε εκθαμβωτικός, με τον Ηρόδοτο να γράφει πως η Υεμένη αποτελούσε την πλουσιότερη περιοχή της οικουμένης! Το σύνολο σχεδόν όλων των αρχαίων ιστορικών αναφέρονται στην περιοχή αυτή της νοτίου Αραβίας ως “ευδαίμων Υεμένη” εξ´ αιτίας του πλούτου, πολιτισμού αλλά και της διακυβέρνησής της. (Βλ. “Εισηγήσεις Προϊσλαμικών Αραβικών Θεσμίων”, του Κυριακού Θ. Νικολάου Πατραγά, Εκδόσεις Ηρόδοτος, 2011). Τα μπαχαρικά, ο καφές ( αραβικός, όχι τουρκικός) και το αλάτι, που υπήρξε το πραγματικό νόμισμα/χρυσάφι των ανταλλαγών του Μεσαίωνα και όχι μόνο.
Μέχρι και τις παραμονές της κυριαρχίας του Μωάμεθ (7ος αιώνας μ.χ.) υπήρχε και λειτουργούσε στην Υεμένη και το Βασίλειο των Ομηριτών με κυρίαρχο στοιχείο τους Νεστοριανούς μονοφυσίτες και με εμφανείς τις επιρροές του ελληνισμού της Ανατολής. Επιπλέον και για να γίνει αντιληπτή η συμβολική σήμερα σημασία του χώρου για τους φονταμενταλιστές μουσουλμάνους (τζιχαντιστές), ο Αιγύπτιος ιδρυτής των Αδελφών Μουσουλμάνων ( 1928), Χασάν αλ Μπάνα, ήθελε το πρώτο “ισλαμικό κράτος-χαλιφάτο” της σύγχρονης εποχής να ιδρυθεί στην Υεμένη!
Η σύγχρονη γεωπολιτική αξία της περιοχής, αρχίζει με την κλιμάκωση του δυτικού ιμπεριαλισμού και αποικιοκρατίας, κυρίως της Βρετανικής , στον 19ο αιώνα, ώστε να διασφαλισθούν οι θαλάσσιες προσβάσεις προς το “πετράδι”του βρετανικού Στέμματος, την Ινδία. Ήδη από το 1839 οι Βρετανοί είχαν προσβάσεις και ναυτική παρουσία στην περιοχή, διασφαλισμένη με “λεόντιες” συμφωνίες, με τοπικές φυλές και εμίρηδες. Εκείνη την περιόδο καλλιεργήθηκαν και κυρίως ενισχύθηκαν από τους Βρεττανούς και τα “ζιζάνια” διαίρεσης και διάσπασης, αποτέλεσμα των οποίων ήταν να δημιουργηθούν “Βόρειοι ” και “Νότιοι” και “δύο Υεμένες”, μία ακόμη Βρετανική “κληρονομιά”, με διαχρονική συνέχεια μέχρι των
ημερών μας!
Με την διάνοιξη της Διώρυγας του Σουέζ το 1869 αλλά και την μετέπειτα παν- κυριαρχία του πετρελαίου, η στρατηγική αξία της “Νοτίου” Υεμένης , γνωστής παγκόσμια από την πρωτεύουσά της, το Άντεν, εκτινάχθηκε στα ύψη. Το Άντεν ελέγχει την ναυτιλιακή διαδρομή των Στενών Μπάμπ ελ-Μαντέπ, τα νερά μεταξύ Υεμένης και του Αφρικανικού Τζιμπουτί ( άνοιγμα 25 μιλίων). Ελέγχεται δηλ. η έξοδος από την Ερυθρά Θάλασσα της Αιγύπτου/Σουέζ, Ισραήλ, Ιορδανίας και εν μέρει της Σαουδικής Αραβίας. Εκεί βρίσκετα η μία απο τις δύο εξόδους όλης της Μέσης Ανατολής προς τις ανοικτές θάλασσες. Η άλλη είναι η έξοδος του Περσικού Κόλπου, εκεί όπου περιφερειακά κυριαρχεί το Ιράν. Και στήν Τεχεράνη είναι που οδηγούν σήμερα όλοι οι στρατηγικοί δρόμοι. Εκεί βρίσκεται το “ψητό” και η “ταμπακιέρα”, ας μου επιτραπεί να πώ.
Οι Ιρανοί, όπως και παλαιότερα οι πρόγονοί τους Μήδες καί Πέρσες, θεωρούν το Ιράν τον “Ομφαλό του Κόσμου” και σίγουρα της Μέσης Ανατολής. Όσο σωβινιστικό και να ακούγεται κάτι τέτοιο, ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Το Ιράν είναι κατά παρασάγγας η πιό στρατηγικά σημαντική χώρα της περιοχής και , κατά καιρούς, ακόμη και του κόσμου ολόκληρου. Η μεγαλύτερη μεταπολεμική κρίση στην περιοχή, ακόμη και από τους Αραβο-Ισραηλινούς πολέμους ( όπως σήμερα αποδεικνύεται πανηγυρικά από τις “ανίερες” συμμαχίες στην περιοχή, π.χ. Ισραήλ- Σαουδικής Αραβίας) υπήρξε η ανατροπή του φιλοδυτικού καθεστώτος του Σάχη το 1978-79 και η εγκατάσταση στην Τεχεράνη, από τότε, του θεοκρατικού και επαναστατικού Σιιτικού καθεστώτος των Μουλλάδων.
Το ανατρεπτικό αυτό γεγονός για τους Δυτικούς αλλά και τους τοπικούς αντίπαλους / ανταγωνιστές του Ιράν στη περιοχή, ανάγκασε την Ουάσιγκτον να εγκαταλείψει την μέχρι τότε στρατηγική ελέγχου της περιοχής μέσω πληρεξούσιων και, μέσω του Δόγματος Κάρτερ (1980), να εγκατασταθεί στην περιοχή στρατιωτικά ώστε “να δεί την δουλειά με το χέρι της”.
Όλοι οι πόλεμοι και συγκρούσεις στη περιοχή απο τότε, (και σε μεγάλο βαθμό της διεθνούς τρομοκρατίας)αρχίζοντας με τον αιματηρό οκταετή πόλεμο Ιράκ-Ιράν, στο Ιράκ , στη Συρία και σήμερα στη Υεμένη, έχουν τις άμεσες καταβολές τους στήν ανατροπή του Σάχη και τις συνέπειές της. Η πιό σημαντική από αυτές είναι και παραμένει η ατέρμονη “δαιμονοποίηση” του Ιράν με στρατηγικό ζητούμενο την ανατροπή του Σιιτικού καθεστώτος της Τεχεράνης.
Είναι ωστόσο προφανές, από τα πράγματα, πως η τελευταία δεν κάθεται με σταυρωμένα χέρια. Και όχι μόνο. Φαίνεται να έχει και το πάνω χέρι σε όλα τα πεδία των στρατιωτικών αντιπαραθέσεων στη περιοχή , στην Συρία , στο Ιράκ και τώρα στην Υεμένη. Επιπρόσθετα η Τεχεράνη βρίσκεται και στα πρόθυρα μιας συμφωνίας με την Δύση που θα περιορίζει μεν τις οποίες φιλοδοξίες της να καταστεί πυρηνική δύναμη, όμως ταυτόχρονα θα τερματίσει, τις εδώ και τρείς δεκαετίες “τιμωρητικές” κυρώσεις που τις έχουν επιβληθεί απο την Δύση ως “κράτος παρίας”. Οι κυρώσεις επιβαρύνουν καθοριστικά την οικονομική ανάπτυξη της χώρας, όχι όμως την στρατηγική της συμπεριφορά και πολιτικές.
Στην Υεμένη τις μέρες αυτές διεξάγεται μιά πολυεπίπεδη πολεμική σύγκρουση, κύριο χαρακτηριστικό της οποίας είναι ο αγώνας για περιφερειακή ηγεμονία ανάμεσα στό (μή αραβικό) Σιιτικό Ιράν και την Σουννιτική Σαουδική Αραβία. Η φυλή των τοπικών πρωταγωνιστών στήν Υεμένη, των Χούτι, είναι μεν αραβική αλλά ταυτόχρονα και παρακλάδι του ισλαμικού σχίσματος ( Ιμαμία των Ζαϊτητών) των Σιιτών του
Ιράν. Ορθόδοξοι στο Ισλάμ θεωρούνται οι Σουννίτες με ηγέτες τους Σαουδάραβες.
Ιστορικά οι Χούτι, που δεν ταυτίζονται απόλυτα με το Ιράν και έχουν σταθεί και απέναντί του, θεωρούνται ο πιό μετριοπαθής κλάδος του Σιιτισμού. Αν επανειλλημμένα επαναστάτησαν πρώτα κατά του Βρεττανικού ιμπεριαλισμού και κατόπιν κατά του καταπιεστικού Σουννιτικού και φιλο- Σαουδαραβικού καθεστώτος στην Υεμένη, το έπραξαν για να διασφαλίσουν τα δικαιώματά τους. Αυτό πράττουν και σήμερα διότι καταπατήθηκαν πρόσφατα συμφωνηθέντα (2011-12) από το καθεστώς. Στον αγώνα τους αυτό, έχουν την υποστήριξη της Τεχεράνης για ευνόητους λόγους.
Η κυριαρχία των Χούτι στην Υεμένη ενισχύει πολλαπλά και αυξάνει την διαπραγματευτική ισχύ της Τεχεράνης έναντι όλων που την δαιμονοποιούν. Η Ριάντ, που χάνει σε πολλά μέτωπα, δεν είναι διατεθειμένη να ανεχθεί επιρροή των Ιρανών στο “μαλακό της υπογάστριο” και οργάνωσε την επίθεση κατά της Υεμένης. Συμμάχους της έχει τα δέκα αραβικά καθεστώτα της περιοχής, πλην του Ομάν. Έχει επίσης την ενεργή υποστήριξη των ΗΠΑ ( που έχασαν την στρατιωτική τους παρουσία στην Υεμένη) αλλά και του Ισραήλ, που πάντοτε βρίσκεται απέναντι στο Ιράν σε όλα τα μέτωπα. Τέλος και άλλα Σουννιτικά καθεστώτα, οπως η Αίγυπτος, το Μαρόκκο, η Ιορδανία το Πακιστάν όπως και η Τουρκία, δεσμεύτηκαν να συστρατευθούν με την Ριάντ σε μια “Σουννιτική” συμμαχία εναντίον της Τεχεράνης.
Είναι ωστόσο η συμμετοχή της Τουρκίας στην αντι-Ιρανική αυτή επιχείρηση, που εξασφαλίσθηκε μετά από τηλεφώνηματου Πρόεδρου Ομπάμα στον Ερντογάν (26 Μαρτίου), διαρκείας μίας ώρας και με πρωτοβουλία του αμερικανού -κατά τουρκικές πηγές- που πρέπει να ανησυχεί τα μέγιστα την Λευκωσία. Ως γεγονός το τηλεφώνημα υποδηλώνει πως κάθε άλλο παρά “μακριά” βρίσκεται η Υεμένη και τα εκεί δρώμενα από την Κύπρο. Με την παρασκηνιακή καθοδήγηση της Ουάσιγκτον, με πεδίο μάχης την Υεμένη, και με “μπροστάρη” την Σαουδική Αραβία, οικοδομείται μια περιφερειακή σουννιτική συμμαχία για την ανάσχεση της Τεχεράνης.
Το τηλεφώνημα Ομπάμα προς Ερντογάν, σε μιά περίοδο δοκιμασίας των σχέσεών των δύο κρατών, δείχνει την διαχρονική στρατηγική διάσταση των σχέσεων τους. Είναι αυτή ακριβώς η διάσταση που διαμόρφωσε το κρατοκτόνο Σχέδιο Ανάν το οποίο, κατά παραδοχή του αμερικανού αξιωματούχου Ντάνιελ Φρήντ, “προσέφερε” την Κύπρο στη Τουρκία ως αντάλλαγμα μελλοντικών συναλλαγών μεταξύ τους. Και που κορυφώθηκε το 2004 όταν από την Ουάσιγκτον δόθηκε η κυνική εντολή στην αμερικανική αποστολή στο Μπούντεσμπερκ της Ελβετίας, επί λέξει: “shoot the south”.
Αν υπάρχουν φύλακες στη Λευκωσία ας έχουν γνώση.
πηγή