Carnegie Europeτου
Menachem KleinΠάρτε για παράδειγμα την μέση ισραηλινή αντίληψη για την ΕΕ. Οι περισσότεροι Ισραηλινοί θεωρούν ότι η ΕΕ είναι μια αντί-ισραηλινή ένωση. Οι Ισραηλινοί όχι μόνο αγνοούν τις πολιτικές και οικονομικές συγκρούσεις των κρατών-μελών της ΕΕ, αλλά μπορούν επίσης να αγνοήσουν την πλούσια κοινωνική σύνθεση και τις τοπικές κουλτούρες των κρατών-μελών της ΕΕ. Βοηθούμενοι από έναν αντί-σημιτισμό που είναι βαθιά ριζωμένος στην ευρωπαϊκή ιστορία και εξακολουθεί να υπάρχει σε κάποιους, οι Ισραηλινοί αρέσκονται να υποστηρίζουν ότι τα κράτη της ΕΕ επιδιώκουν να ξεπλύνουν το ιμπεριαλιστικό παρελθόν τους, κατηγορώντας το Ισραήλ ότι είναι ένας βίαιος αποικιστής. Η Γερμανία, στο μυαλό των Ισραηλινών, απολαμβάνει το ειδικό καθεστώς ενός μονίμως υπόπτου. Οι Γερμανοί είναι υποχρεωμένοι να καλλιεργούν τα συναισθήματα τους για το Ολοκαύτωμα και την άνευ όρων υποστήριξή τους προς το Ισράηλ.
Ούτε ο ευρωπαϊκός αντισημιτισμός ούτε η ευρωπαϊκή λύπη για τα εγκλήματα πολέμου της αποικιακής εποχής και οι παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, είναι καθαρή μυθοπλασία. Αλλά μέσα από το πρίσμα της απόστασης, οι Ισραηλινοί δίνουν σε αυτά τα στοιχεία ένα μέγεθος και ένα βάρος πολύ μακριά από την πραγματικότητα. Οι Ισραηλινοί συγχέουν λανθασμένα τον αντίσημητισμό με την νόμιμη κριτική των ισραηλινών τακτικών βασισμένης στα διδάγματα που πήρε η Ευρώπη από το σκοτεινό παρελθόν της. Μια κοινή ισραηλινή αντίδραση στις πρόσφατες τρομοκρατικές επιθέσεις από το αυτοαποκαλούμενο Ισλαμικό Κράτος, ήταν πως οι θηριωδίες θα οδηγήσουν τα κράτη της ΕΕ να εγκαταλείψουν τις λανθασμένες αρχές τους και να εγκρίνουν τις ισραηλινές μεθόδους και πρότυπα.
Η απόσταση του Ισραήλ από τα ευρωπαϊκά πολιτιστικά, κοινωνικά και πολιτικά κέντρα, προκαλεί νοοτροπίες εβραϊκής-ισραηλινής πολιορκίας. Η άμεση εμπειρία των Ισραηλινών στο εσωτερικό είναι η αποξένωση και η απόρριψη από τις γειτονικές κοινωνίες. Και οι Ισραηλινοί τείνουν να επεκτείνουν αυτές τις νοοτροπίες για τις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Οι Ισραηλινοί θεωρούν τους εαυτούς τους μέρος της Δύσης, αλλά δεν μπορούν να ξεπεράσουν τη νοητική απόσταση από αυτήν.
Η ΕΕ πλήττεται επίσης από τις εσφαλμένες εκτιμήσεις που βασίζονται στην απόφαση, και η προσέγγιση της ένωσης στο Ισραήλ μπορεί να περιγραφεί καλύτερα ως μπερδεμένη. Μια δημοφιλής ευρωπαϊκή αντίληψη για το Ισραήλ, είναι πως αποτελεί μια χώρα start-up, σα να μην επιδεινώνονται η ποιότητα των ανώτερων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων του Ισραήλ, σε επίπεδο χαμηλότερο από αυτό των κορυφαίων δυτικών πανεπιστημίων.
Οι παρελάσεις gay στο Τελ Αβιβ και στην Ιερουσαλήμ δημιουργούν την αίσθηση ότι το Ισραήλ είναι μια φιλελεύθερη χώρα, ακόμη κι αν τα βασικά αστικά δικαιώματα όπως ο γάμος, το διαζύγιο, υπόκεινται στα ορθόδοξα δικαστήρια των ραβίνων. Επιπλέον, το Ισραήλ αρνείται τον εβραϊκό θρησκευτικό πλουραλισμό. Η Εκκλησία -ή στην περίπτωση του Ισραήλ, η ορθόδοξη συναγωγή- και το κράτος, είναι εταίροι σε μια σχέση που μοιάζει με έναν καθολικό γάμο.
ΤΟ Ισραήλ είναι γνωστό για τους δημοκρατικούς του θεσμούς. Ωστόσο, η χώρα δεν προσδιορίζεται ως φιλελεύθερη ή συνταγματική δημοκρατία, αλλά ως εβραϊκή και δημοκρατική, ένας ορισμός που αφήνει κανέναν να αναρωτιέται εάν το Ισραήλ στα αλήθεια είναι πιο κοντά στα δυτικά δημοκρατικά πρότυπα από τις ισλαμικές δημοκρατίες.
Η μεγαλύτερη παρεξήγηση της ΕΕ είναι αυτή της ισραηλινής κατοχής των παλαιστινιακών εδαφών. Βοηθούμενη από την ψευδή διαδικασία ειρήνης μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστίνης και το διεθνές δίκαιο, η ΕΕ εκλαμβάνει την ισραηλινή κυριαρχία επί των Παλαιστινίων ως στρατιωτική κατοχή που υποτίθεται ότι θα λήξει σύντομα με την ολοκλήρωση των ειρηνευτικών συνομιλιών που ξεκίνησαν στη δεκαετία του 1990. Στα εγχειρίδια του διεθνούς δικαίου, η κατοχή είναι εξ ορισμού προσωρινή και επιβάλλεται αποκλειστικά από τις ένοπλες δυνάμεις. Είναι παράλογο να διευρύνει κανείς την έννοια της κατοχής και να συμπεριλάβει την εξουσία που διήρκεσε σχεδόν 50 χρόνια και που εκτός από έναν στρατό, περιλαμβάνει και έναν μεγάλο αστικό στρατό από περισσότερους από μισό εκατομμύριο εποίκους.
Μια προσεκτική ματιά στις μεθόδους που χρησιμοποιεί το Ισραήλ για να υποτάξει τους Παλαιστινίους, αποκαλύπτει ένα μείγμα στρατιωτικής κατοχής, οικισμούς και μέσα εμπνευσμένα από το απαρτχάιντ. Δεν υπάρχει ημερομηνία λήξης σε αυτό το σύστημα, ούτε υπάρχει μια αξιόπιστη πολιτική διαδικασία που να την διαβεβαιώνει. Μια τέτοια εξέταση δείχνει επίσης ότι η συνέχιση του καθεστώτος ουσιαστικά καλύπτει όλες τις περιοχές μεταξύ της Ιορδανίας και της Μεσογείου, βασισμένο στην αρχή της εβραϊκής εθνικής ανωτερότητας. Το φυσικό σύνορο που υπήρχε μεταξύ Ισραήλ και παλαιστινιακών εδαφών πριν από τον Ιούνιο του 1967, έγινε εικονικό.
Το Ισραήλ εφαρμόζει διαφορετικά επίπεδα κρατικής εποπτείας, ελέγχου της ασφάλειας, γραφειοκρατικών κανόνων, αστικών δικαιωμάτων, σε πέντε παλαιστινιακές ομάδες: τους ισραηλινούς παλαιστινίους, που απολαμβάνουν πολιτικά και άλλα δικαιώματα, ωστόσο υφίστανται συστηματικά διακρίσεις λόγω της καταγωγής τους. Τους παλαιστινίους της Ιερουσαλήμ που έχουν καθεστώς διαμονής αλλά όχι ιθαγένεια, τους παλαιστίνιους που διαμένουν μεταξύ του ισραηλινού τείχους ασφαλείας και της Πράσινης γραμμής σε μια ειδική ζώνη ασφάλειας, της παλαιστινιακής αρχής που βρίσκεται στην υπόλοιπη δυτική όχθη, και που απολαμβάνει περιορισμένη αυτονομία με αντάλλαγμα να δρουν ως βοηθοί της ισραηλινής ασφάλειας, και τους παλαιστινίους της λωρίδας της γάζας, το έδαφος της οποίας είναι ουσιαστικά κατεχόμενο λόγω του ότι περιβάλλεται.
Αυτό το σύστημα παρέχει στο Ισραήλ αποτελεσματικά εργαλεία για να διαχειριστεί την σύγκρουση και να διατηρήσει τους Παλαιστίνιους αδύναμους και διχασμένους. Επιπλέον, βοηθάει το Ισραήλ να ισχυρίζεται ότι η χώρα έληξε την εξουσία της στη λωρίδα της γάζας και τις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές της δυτικής όχθης, όπου άλλες περιοχές είναι μόνο σε προσωρινή κατοχή. Συγκεκριμένα, το Ισραήλ δεν θέλει η ΕΕ να γνωρίζει για την συμβίωση που υπάρχει μεταξύ του ισραηλινού κράτους και των εποίκων στη δημιουργία αυτού του καθεστώτος που βασίζεται στις εθνότητες.
Επομένως, η ΕΕ εσφαλμένα θεωρεί τη διάλυση των εποικισμών ως το βασικό ζήτημα για την επίτευξη μιας λύσης δύο κρατών. Αντιθέτως, το θεμελιώδες ερώτημα είναι εάν οι νόμιμες ισραηλινές μέθοδοι διακυβέρνησης, μπορούν να εγκαταλειφθούν υπέρ των πρακτικών που ιδρύθηκαν στα συλλογικά και ατομικά ανθρώπινα δικαιώματα, του διεθνούς δικαίου και των δυτικοευρωπαϊκών προτύπων.
Με βάση την λογική ότι το Ισραήλ και η ΕΕ συμμερίζονται τις αξίες της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ότι το Ισραήλ επιχειρεί στο έδαφος για να τελειώσει την κατοχή των παλαιστινιακών εδαφών, η ΕΕ έχει υπογράψει συμφωνίες συνεργασίες με το Ισραήλ, που έχουν μειώσει την απόσταση μεταξύ των δυο. Αλλά προσφάτως, όλο και περισσότεροι υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι της ΕΕ και φορείς χάραξης πολιτικής, έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι στην πραγματικότητα, η απόφαση της ισραηλινής κυβέρνησης να περιορίσει την ελευθερία της λειτουργίας των ΜΚΟ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και η πολιτική της de facto προσάρτησης του μεγαλύτερου μέρους της δυτικής όχθης, διευρύνει την απόσταση μεταξύ της ΕΕ και του Ισραήλ.
Η ΕΕ ως εκ τούτου αντιμετωπίζει ένα στρατηγικό, πολιτικό και ηθικό δίλημμα. Μπορεί να αποστασιοποιηθεί από το Ισραήλ και να αφήσει την χώρα να συνεχίσει τις τωρινές της μεθόδους. Αντιστοίχως, το Ισραήλ μπορεί να χάσει τα οφέλη που απολαμβάνει στο πλαίσιο της συμφωνίας σύνδεσης ΕΕ- Ισραήλ που είναι σε ισχύ από το 2000. Εναλλακτικά, η ΕΕ μπορεί να καταστήσει αυτή την συμφωνία και άλλα οφέλη, να εξαρτώνται από το εάν το Ισραήλ θα αντιστρέψει τις πολιτικές του και εάν θα επαναδεσμευτεί στους κανόνες της ΕΕ.