Η απειλή που συνιστά το «Ισλαμικό Κράτος» για την Άγκυρα αφορά τόσο στις τρομοκρατικές επιθέσεις που πραγματοποιούνται στην τουρκική επικράτεια, όσο στο γεγονός ότι, η Τουρκία αποτελεί μια βασική χώρα-τροφοδότη τζιχαντιστών που επιχειρούν στη Συρία και το Ιράκ. Η άποψη αυτή επιβεβαιώνεται έμμεσα αλλά με αρκετή σαφήνεια από τα εξής: αρχικά, στα κείμενα που δημοσιοποιούσε το ISIS, γινόταν αναφορά στην Τουρκία με ασαφείς και αφηρημένες έννοιες, όμως στη συνέχεια η Τουρκία θεωρήθηκε εχθρική χώρα και αποτέλεσε άμεσο στόχο των τζιχαντιστών.
Επίσης με τα κείμενα του, το ISIS όχι μόνο στοχοποιεί τις διάφορες πληθυσμιακές ομάδες που ζουν στην Τουρκία, αλλά ταυτόχρονα επιδιώκει την προσέλκυση νέων Τούρκων μαχητών με την ιδιότητα του αλλοδαπού μαχητή που υποστηρίζει το ISIS, την εκπαίδευση τους και κατόπιν την προώθηση τους στην Τουρκία για τη διεξαγωγή τρομοκρατικών επιθέσεων. Εκτός τούτου, οι αλλοδαποί τζιχαντιστές που προσπαθούν να επιστρέψουν στις δυτικές χώρες θεωρούν την Τουρκία ως κράτος-στόχο, γεγονός που αφενός κλιμακώνει τις απειλές ασφαλείας για την Τουρκία, αφετέρου αυξάνει το εύρος των επιχειρήσεων που καλούνται να διεξάγουν οι δυνάμεις ασφαλείας της χώρας. Εξάλλου, σύμφωνα με τον Muhtar Nuh Yem, πρώην ηγετικό στέλεχος των Αδελφών Μουσουλμάνων της Αιγύπτου, στην Τουρκία υπάρχουν τουλάχιστον 30.000 τρομοκράτες. Μάλιστα ο Nuh, σε συνέντευξη του στην εφημερίδα As Sab, κατηγόρησε την Άγκυρα για τη συνεργασία της με τρομοκρατικές οργανώσεις, ενώ οι συνέπειες αυτής της συνεργασίας έχουν να κάνουν με τις πρόσφατες τρομοκρατικές επιθέσεις που βιώνει η Τουρκία.
Από μια συνεξέταση των αιματηρών επιθέσεων που βίωσε η τουρκική κοινωνία χρονολογικά μετά το 2013 προκύπτει ότι, κάθε μια από αυτές είχε διαφορετικό σκοπό και τα μηνύματα που αυτές επιδίωκαν να περάσουν ήταν διαφορετικά, έχοντας ως κύριους αποδέκτες τη διεθνή κοινή γνώμη, τις ηγεσίες των δυτικών χωρών και την τουρκική κυβέρνηση. Αναλυτικότερα, αυτές αποσκοπούσαν, κατά περίπτωση, στα εξής:
Πρώτον, να καταδειχθεί ότι το «Ισλαμικό Κράτος» έχει τη δυνατότητα να πραγματοποιεί τρομοκρατικές ενέργειες στην Τουρκία με τα επιθυμητά για αυτό αποτελέσματα, ειδικότερα μετά την απόφαση της Άγκυρας να κηρύξει επίσημα τον πόλεμο εναντίον αυτού με την παροχή διευκολύνσεων στη Δυτική Συμμαχία μέσω της αεροπορικής βάσης του Ιντσιρλίκ και την προσβολή των θέσεων των τζιχαντιστών με πυρά του τουρκικού πυροβολικού. Επιπρόσθετα, η εμμονή της Άγκυρας να μην αποσύρει τις στρατιωτικές δυνάμεις της από τη στρατιωτική βάση της περιοχής Başika του βόρειου Ιράκ υποκινεί τους τζιχαντιστές να εντατικοποιήσουν τις τρομοκρατικές δραστηριότητες τους στα αστικά κέντρα της Τουρκίας. Υπό αυτήν την έννοια, όσο η Άγκυρα θα επιφορτίζεται πιο ενεργό ρόλο και θα συνεχίζει να υλοποιεί μια στρατηγική εναντίον του «Ισλαμικού Κράτους», τόσο αυτό θα κλιμακώνει τη δράση του στην Τουρκία με συνεχώς αυξανόμενους ρυθμούς.
Ενισχυτικό της άποψης αυτής, αποτελούν οι εκτιμήσεις των Αμερικανών βάσει των οποίων, το «Ισλαμικό Κράτος» απέστειλε στην Τουρκία πέντε ομάδες τρομοκρατών των επτά ατόμων εκάστη για τη διεξαγωγή επιθέσεων μεγαλύτερης κλίμακας (σ.σ. Οι τρεις εξ αυτών σκοτώθηκαν στην πρόσφατη επίθεση στο αεροδρόμιο Ατατούρκ). Ειδικότερα, πρόκειται για αλλοδαπούς, οι οποίοι πιθανόν θα πραγματοποιήσουν βομβιστικές επιθέσεις σε τουριστικές περιοχές, νυκτερινά κέντρα διασκέδασης και ξενοδοχεία της δυτικής και νότιας Τουρκίας (Σμύρνη, Αntalya, Muğla κ.λπ.).
Δεύτερον, να πιεσθεί η τουρκική κυβέρνηση να συνεχίσει την πολιτική της ελεύθερης διακίνησης τζιχαντιστών από την Τουρκία προς τη Συρία και αντίστροφα. Συνεπώς, η γεωγραφική θέση αποτελεί ένα σημαντικό μειονέκτημα για την Τουρκία σε σχέση με άλλα κράτη-στόχους των τζιχαντιστών. Σημειωτέον, ότι πριν από μερικούς μήνες 2.000 άτομα περίπου δια μέσω Τουρκίας εντάσσονταν μηνιαίως στις δυνάμεις του «Ισλαμικού Κράτους», ενώ τώρα μετά από πιέσεις των Ηνωμένων Πολιτειών και της Δύσης ο αριθμός αυτός μειώθηκε στους 200.
Τρίτον, να εκφοβισθούν οι Κούρδοι ψηφοφόροι (υπό μορφή προβοκάτσιας) δύο ημέρες πριν τις βουλευτικές εκλογές της 07-06-2015 και να δημιουργηθεί χάος στις κουρδικές περιοχές, προκειμένου να νομιμοποιηθεί η δυναμική παρέμβαση των τουρκικών δυνάμεων ασφαλείας.
Τέταρτον, οι Κούρδοι να έρθουν σε αντιπαράθεση με τις τουρκικές δυνάμεις ασφαλείας, να αφυπνισθεί το αίσθημα αντίστασης του κουρδικού λαού και κατά συνέπεια να προκληθεί ρήξη και μια συγκρουσιακή κατάσταση στο εσωτερικό της χώρας.
Πέμπτον, να προκληθεί κοινωνική αναταραχή φέρνοντας τον τουρκικό κρατικό μηχανισμό αντιμέτωπο με τους αλεβήτες και με όλες εκείνες τις πολιτικές δυνάμεις που αντιμάχονται τις επιλογές του Ερντογάν και της τουρκικής κυβέρνησης.
Έκτον, με δεδομένο ότι οι τζιχαντστές επιλέγουν ως στόχους πόλεις σύμβολα παγκοσμίου ενδιαφέροντος, η Κωνσταντινούπολη θεωρείται κέντρο πολιτισμού διεθνώς και το αεροδρόμιο Ατατούρκ αυτής αποτελεί την κύρια αρτηρία της χώρας που συνδέει την Ασία με την Ευρώπη.
Έβδομον, να καταδειχθεί στα κράτη που συμμετέχουν στη Δυτική Συμμαχία με ένοπλες δυνάμεις εναντίον του «Ισλαμικού Κράτους» στο Ιράκ και τη Συρία, ότι θα συνεχισθούν οι τρομοκρατικές επιθέσεις εναντίον των πολιτών και αντιπροσωπειών των Δυτικών Χωρών που βρίσκονται σε άλλα κράτη, όπως η Τουρκία εν προκειμένω. Επίσης, αυτό έχει ως στόχο, μέσω της δημιουργίας αισθημάτων ανησυχίας και αναποφασιστικότητας, να επηρεάσει την κοινή γνώμη των εν λόγω χωρών (όπως η Γερμανία), ώστε να πιεσθούν οι αντίστοιχες κυβερνήσεις να μειώσουν την υποστήριξη τους στη Δυτική Συμμαχία και τις επιχειρησιακές δραστηριότητες τους εναντίον του «Ισλαμικού Κράτους».
Όγδοο, σύμφωνα με το Φαχρί Ερενέλ, Τούρκο ταξίαρχο ε.α. και καθηγητή του πανεπιστημίου Kemerburgaz της Κωνσταντινούπολης, το «Ισλαμικό Κράτος» δεν αποδέχεται την Τουρκία ως μουσουλμανική χώρα και για το λόγο αυτό πραγματοποίησε τη βομβιστική επίθεση στο αεροδρόμιο Ατατούρκ εν μέσω του ραμαζανιού.
Ένατο, σύμφωνα με τον Τούρκο καθηγητή Μεχμέτ Σεϊφεττίν Ερόλ, πρόεδρο του κέντρου στρατηγικών μελετών GAZİSAM, οι τζιχαντιστές επιδιώκουν να πείσουν την τουρκική κυβέρνηση να μην αποδεχθεί, αφενός τη δημιουργία κουρδικού κράτους στη Συρία, αφετέρου τα τετελεσμένα που προσπαθούν να επιβάλουν οι Ρώσοι και οι Ισραηλινοί στην περιοχή.
Δέκατον, σύμφωνα με τον Τούρκο σύμβουλο ασφάλειας και πρώην στέλεχος της Διοίκησης Eιδικών Δυνάμεων (Bordo Bereli) Μετέ Γιαράρ, οι τουρκικές υπηρεσίες πληροφοριών εξετάζουν το ενδεχόμενο, τα άτομα που ενοχοποιήθηκαν για τις επιθέσεις, είτε να πρόσκεινται στους τζιχαντιστές, είτε να έχουν συγγενικούς ιδεολογικούς δεσμούς με αυτούς, δεδομένου ότι υπάρχουν άτομα, τα οποία, ενώ νομίζουν ότι ενεργούν για το «Ισλαμικό Κράτος», δεν έχουν καμία επαφή με αυτό.
Ενδέκατο, σύμφωνα με τον Αττίλα Σαντικλί, καθηγητή του πανεπιστημίου Haliç της Κωνσταντινούπολης, απόστρατο αξιωματικό και πρόεδρο του κέντρου στρατηγικών μελετών BILGESAM, πίσω από τις επιθέσεις αυτές μπορεί να υποκρύπτονται και αφανείς καθοδηγητές ή «χρηματοδότες», για την εξακρίβωση των οποίων θα πρέπει να ληφθεί υπόψη, όχι μόνο η εσωτερική κατάσταση της Τουρκίας, αλλά το περιφερειακό και παγκόσμιο περιβάλλον ασφάλειας. Άλλωστε, όσο αυξάνονται οι τρομοκρατικές οργανώσεις στην Τουρκία, τόσο αυξάνονται και οι καθοδηγητές-«χρηματοδότες» τους, οι οποίοι, μέσω των τρομοκρατικών επιθέσεων που υποκινούν, περνούν τα αντίστοιχα μηνύματα προκειμένου να εξυπηρετηθούν τα συμφέροντα τους. Και
Δωδέκατο, σύμφωνα με τον Μουράτ Καραγιλάν ηγετικό στέλεχος του ΡΚΚ: «Η κεντρική διοίκηση του Ισλαμικού Κράτους δεν έλαβε καμία απόφαση για να αρχίσει πόλεμο με την Τουρκία. Για το λόγο αυτό δεν αναλαμβάνει επίσημα την ευθύνη των επιθέσεων που πραγματοποιούνται στην Τουρκία. Δηλαδή παίζεται ένα παιχνίδι μέσα στο παιχνίδι. Εδώ και δύο ημέρες (σ.σ. εννοεί δύο ημέρες μετά την επίθεση στο αεροδρόμιο Ατατούρκ) όλοι εκφράζουν την άποψη ότι το κυβερνόν κόμμα ΑΚΡ αρχικά στήριξε τους τζιχαντιστές, στη συνέχεια τους χρησιμοποίησε εναντίον των Κούρδων και τώρα επειδή αυτό άλλαξε στρατηγική οι τζιχαντιστές στρέφονται εναντίον της Τουρκίας. Φυσικά, όλα αυτά δεν ισχύουν και δεν είναι αληθή.
Οι επιθέσεις πραγματοποιήθηκαν από ένα βραχίονα του Ισλαμικού Κράτους, ο οποίος ελέγχεται από το Τμήμα Ειδικού Πολέμου της Τουρκίας (σ.σ. εννοεί τη Διοίκηση Ειδικών Δυνάμεων του τουρκικού ΓΕΕΘΑ-Bordo Bereli)». (www.cumhuriyet.com/02-07-2016). Φυσικά, η εν λόγω άποψη του Καραγιλάν μπορεί να φαίνεται «αιρετική», αλλά εάν συνεξετασθεί με τις προαναφερθείσες απόψεις του Μετέ Γιαράρ και του Αττίλα Σαντικλί, το λιγότερο που προκαλεί είναι προβληματισμό και αντικείμενο περαιτέρω διερεύνησης γιατί πιθανόν να αφορά και την ελληνική πλευρά στο μέλλον.
Είναι προφανές ότι, οι βομβιστικές επιθέσεις δημιουργούν κρίση, της οποίας τα κύρια χαρακτηριστικά είναι η απειλή, ο χρόνος εκδήλωσης και ο αιφνιδιασμός. Ωστόσο, η κρίση δεν έχει πάντα την έννοια της καταστροφής, δεδομένου ότι αυτή μπορεί να δημιουργήσει και ευκαιρίες. Μάλιστα, η βομβιστική επίθεση στο αεροδρόμιο Ατατούρκ της Κωνσταντινούπολης στις 28-06-2016, πραγματοποιήθηκε αμέσως μετά την ανακοίνωση της νέας τουρκικής στρατηγικής για «λιγότερους εχθρούς και περισσότερους φίλους», προκειμένου να εξομαλυνθούν οι σχέσεις της Τουρκίας, σε πρώτη φάση με τη Ρωσία και το Ισραήλ, ενώ σε δεύτερη φάση με την Αίγυπτο και τη Συρία. Φυσικά, για την εξομάλυνση των σχέσεων αυτών απαιτούνται καλή πρόθεση, αποφασιστικότητα και μεγάλο χρονικό διάστημα (2-3 έτη).
Εν τω μεταξύ στο διάστημα αυτό θα πρέπει να υπάρξει οικονομική συνεργασία, πολιτικός διάλογος και συνεργασία σε στρατηγικούς και στρατιωτικούς τομείς, ενώ απαραίτητη προϋπόθεση είναι να δοθεί τέλος σε εκφράσεις που πυροδοτούν την εχθρότητα. Επιπλέον, η δήλωση του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών Μεβλιούτ Τσαβούσογλου αναφορικά με τη δυνατότητα ανοίγματος της αεροπορικής βάσης του Ιντσιρλίκ στις ρωσικές αεροπορικές δυνάμεις αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα την τρέχουσα περίοδο και σηματοδοτεί το ενδεχόμενο διεξαγωγής κοινών τουρκο-ρωσικών επιθετικών επιχειρήσεων εναντίον του «Ισλαμικού Κράτους». (εφημερίδα Milliyet/04-06-2016).
Με την ίδια διαδικασία σκέψης, οι βομβιστικές επιθέσεις διακρίνονται για τα ιδεολογικά, εθνικά και θρησκευτικά χαρακτηριστικά τους. Ωστόσο από την άλλη πλευρά, η κλιμάκωση των αιματηρών επιθέσεων άρχισε να ενεργοποιεί τα αντανακλαστικά του διεθνούς συστήματος ασφάλειας και ειδικότερα αυτά που έχουν να κάνουν με την πολιτική αποφασιστικότητα, την κατάλληλη οργάνωση και την κατανομή ρόλου σε κάθε κράτος που συμμετέχει στον αγώνα κατά της τρομοκρατίας. Μάλιστα, η εν λόγω συστράτευση για να είναι επιτυχής θα πρέπει να στηρίζεται στα ιδεολογικά, εθνικά, πολιτιστικά και θρησκευτικά χαρακτηριστικά των κοινωνιών των κρατών που πλήττονται ή απειλούνται από την τρομοκρατία, προκειμένου αυτά να χρησιμοποιηθούν ως μέσο αποδυνάμωσης και εξάλειψης των αντιστοίχων που χρησιμοποιούν οι τρομοκρατικές οργανώσεις. Συνεπώς, η ψυχολογική και κοινωνιολογική προσέγγιση του προβλήματος αυτού αποτελεί ένα σημαντικό πολλαπλασιαστή ισχύος για την αποτροπή και αντιμετώπιση των τρομοκρατικών ενεργειών.
Τέλος, η Τουρκία καλείται να διαχειρισθεί και να αντιμετωπίσει την απειλή του «Ισλαμικού Κράτους» στηριζόμενη σε πέντε άξονες.
Πρώτον, διεξάγοντας επιχειρήσεις εσωτερικής ασφαλείας εναντίον των δομών των τζιχαντιστών και των κοινωνικών δικτύων τους.
Δεύτερον, συμμετέχοντας στα πολιτικά και στρατιωτικά μέτρα που λαμβάνει η διεθνής κοινότητα εναντίον του «Ισλαμικού Κράτους», καθώς επίσης παρέχοντας υποστήριξη στις αντίστοιχες αεροπορικές επιχειρήσεις στη Συρία και το Ιράκ. Άλλωστε, η αποκατάσταση του περιβάλλοντος ασφαλείας στις χώρες αυτές αποτελεί το σημαντικότερο παράγοντα για να μειωθεί ή να εξαλειφθεί η τζιχαντιστική απειλή.
Τρίτον, λαμβάνοντας επιπρόσθετα μέτρα ασφαλείας των συνόρων και προσβάλλοντας παράλληλα θέσεις των τζιχαντιστών εντός του συριακού εδάφους με πυρά πυροβολικού εφόσον απαιτηθεί.
Τέταρτον, επανεξετάζοντας τα τρωτά σημεία του συστήματος αντιπληροφοριών της χώρας, δεδομένου ότι, ενώ η αστυνομία αντιλαμβάνεται την απειλή είναι δύσκολο να αποτρέψει τις τρομοκρατικές ενέργειες. Σημειωτέον ότι, στο σύστημα αυτό εντάσσονται η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών ΜΙΤ, ο Κλάδος των Στρατιωτικών Πληροφοριών του Γενικού Επιτελείου Ενόπλων Δυνάμεων, καθώς επίσης η Διεύθυνση Πληροφοριών της Στρατοχωροφυλακής και της Αστυνομίας. Και
Πέμπτον, επαναξιολογώντας το σύστημα προστασίας των Σύριων που βρίσκονται στην Τουρκία (εντός και εκτός καταυλισμών), τελώντας υπό το καθεστώς της προσωρινής προστασίας, δεδομένου ότι, αυτοί αποτελούν μελλοντικούς στόχους των τζιχαντιστών.
- Πηγές: www.geostrategy.gr, Τουρκικές εφημερίδες Milliyet, Zaman, Cumhuriyet και Yeni Safak, καθώς επίσης τουρκικοί τηλεοπτικοί σταθμοί NTV και TGRT
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.