Αναλυτικότερα η Συνθήκη του Βουκουρεστίου συνομολογήθηκε στις 28 Ιουλίου (π.ημ.) / 10 Αυγούστου (ν.ημ.) του 1913 στο Βουκουρέστι, μεταξύ της Ελλάδας, Ρουμανίας, Σερβίας, και Μαυροβουνίου αφενός και της Βουλγαρίας αφετέρου. Με τη συνθήκη ειρήνης δόθηκε τέλος στον Β’ Βαλκανικό Πόλεμο, μετά την βουλγαρική ήττα. Αν και οι Οθωμανοί είχαν συμμετάσχει, δεν εκπροσωπούνται στη συνθήκη. Αντ’ αυτού, οι διμερείς συνθήκες αργότερα συνάφθηκαν με την Βουλγαρία (Συνθήκη Κωνσταντινούπολης) και την Ελλάδα (Συνθήκη Αθηνών).
Νωρίτερα στις 19/30 Μαΐου 1913, είχε υπογραφεί η Συνθήκη Λονδίνου σύμφωνα με την οποία όλα τα εδάφη δυτικά της “γραμμής Αίνου – Μηδείας”, εκτός Αλβανίας, παραχωρούνται στους νικητές και ορισμένα εδάφη της Θράκης στους Οθωμανούς. Η Ρωσία πρότεινε συγκεκριμένη λύση για τα νησιά του Αιγαίου: αυτά στην είσοδο του Ελλησπόντου να αποδοθούν στην Τουρκία και τα υπόλοιπα στην Ελλάδα. Οι μη-μεσογειακές Δυνάμεις δεν ήταν όλες σύμφωνες να διατηρήσουν οι Έλληνες τα νησιά. Βρετανία, Γαλλία και Αυστρία δεν είχαν αντίρρηση, είχε όμως η Γερμανία: αν και η πολιτική του Κάιζερ ήταν γενικά φιλελληνική, στο ζήτημα των νήσων υποστήριξε τους Οθωμανούς. Στα Στενά ό Κάιζερ ήθελε ισχυρή την Τουρκία. Η Κρήτη με τη Συνθήκη Λονδίνου είχε παραχωρηθεί από τους Οθωμανούς στους νικητές του Α’ Βαλκανικού Πολέμου. Με τη συνθήκη Βουκουρεστίου η Βουλγαρία και η Σερβία παραιτήθηκαν από κάθε αξίωση επί της Κρήτης.
Κατά την διάρκεια της συνδιάσκεψης στο Βουκουρέστι, η θέση των Μεγάλων Δυνάμεων ήταν η ακόλουθη: πρώτη η Γερμανία αλλά και η Γαλλία υποστήριξαν θερμά τις ελληνικές θέσεις – μάλιστα σε βαθμό που η δεύτερη να περιέλθει σε διπλωματική ψυχρότητα με την Ρωσία. Η τελευταία υποστήριξε θερμά όλα τα αιτήματα της Βουλγαρίας, όπως την παραχώρηση της Καβάλας. Η Αυστροουγγαρία υποστήριξε επίσης την Βουλγαρία. Η Αυστροουγγαρία είχε βλέψεις προς την χερσόνησο του Αίμου και εποφθαλμιούσε την Θεσσαλονίκη, με αποτέλεσμα την δήλωση του αυτοκράτορα: «Η Αυστρία και η Γερμανία δεν μπορούν να δεχθούν τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου, ως οριστικό διακανονισμό του Βαλκανικού Ζητήματος. Μόνο ένας γενικός πόλεμος θα δώσει την αρμόζουσα λύση». Η Βρετανία και η Ιταλία δεν εναντιώθηκαν, ούτε και στήριξαν τα ελληνικά αιτήματα. Αξίζει να σημειωθεί η διπλωματική στάση του Λονδίνου όπως δηλώθηκε από τον πρέσβη της: οποιαδήποτε κι αν είναι η απόφαση της Συνδιάσκεψης του Βουκουρεστίου, η αγγλική Κυβέρνηση επιφυλάσσει στον εαυτόν της το δικαίωμα της αναθεώρησής της, προς υπεράσπιση των βρετανικών συμφερόντων. Επειδή δεν συνέπραξαν οι πρέσβεις της Γερμανίας, Γαλλίας και Ιταλίας, αναγκάσθηκε ο Άγγλος πρέσβης ν΄ αποσύρει την παραπάνω δήλωσή του.
Η Συνθήκη των Αθηνών μεταξύ Οθωμανών και Ελλάδας, στις 14 Νοεμβρίου 1913, τερμάτισε επίσημα τις εχθροπραξίες μεταξύ τους. Εφόσον η Δυτική Θράκη παρέμενε υπό βουλγαρικό έλεγχο (θα παραχωρούνταν στην Ελλάδα με τη Συνθήκη του Νεϊγί του 1919 ), η Ελλάδα δεν μοιραζόταν πλέον χερσαία σύνορα με τους Οθωμανούς. Το σημαντικότερο ζήτημα που παρέμεινε άλυτο ήταν η τύχη των νησιών του Βορείου Αιγαίου, (Λέσβος, Χίος, Λήμνος, Ίμβρος και Τένεδος), τα οποία απελευθερώθηκαν από την Ελλάδα. Το ζήτημα αφέθηκε στην διαιτησία των Μεγάλων Δυνάμεων, οι οποίες τον Φεβρουάριο του 1914 αναγνώρισαν την ελληνική κυριαρχία, εκτός από την Ίμβρο και την Τένεδο. Οι εντάσεις με τους Οθωμανούς παρέμειναν σε υψηλά επίπεδα, εξαιτίας των διωγμών των Ελλήνων της Ανατολής και έναν ανταγωνισμό ναυτικών εξοπλισμών το καλοκαίρι του 1914, καθώς οι Οθωμανοί αρνούμενοι να αποδεχθούν την παραχώρηση των νήσων στην Ελλάδα, προετοιμάζονταν για μια νέα σύγκρουση. Η κατάσταση μεταβλήθηκε μόνο με το ξέσπασμα του Α’ ΠΠ.
Χάρτης 2: Χερσόνησος του Αίμου μετά: 1) τη Συνδιάσκεψη του Λονδίνου (1913) και 2) τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου (1913)Η νέα ακραία εθνικιστική κυβέρνηση των Οθωμανών συγκροτήθηκε στις 3 Ιανουαρίου 1914 υπό τους: Ενβέρ πασά, Ταλαάτ μπέη, Τζεμάλ πασά, Τζαβίτ μπέη. Η επιδίωξη των φιλελεύθερων για διαμόρφωση μιας κοινής οθωμανικής ταυτότητας, ανεξάρτητα από εθνοτική καταγωγή και θρησκευτική πίστη, αντικαταστάθηκε από την βίαιη κατασκευή ενός καινοφανούς τουρκικού έθνους. Οι ηγέτες της Οθωμανικού σουλτανάτου, μετά τις απώλειες της Ιταλο-Τουρκικής σύρραξης και των Βαλκανικών πολέμων, αν και είχαν υπογράψει από 02-08-1914 μυστική συνθήκη με την Γερμανία, προέβαιναν σε δηλώσεις προς τους Συμμάχους [Εγκάρδια Συνεννόηση – Αντάντ], περί τήρησης αυστηρής ουδετερότητας εκ μέρους τους, στον Μεγάλο Πόλεμο που είχε ξεσπάσει.
Στην Ελλάδα ο πρωθυπουργός Ελ. Βενιζέλος αντιλαμβανόμενος ότι η χώρα ήταν ευάλωτη σε μια επίθεση Βουλγαρο-Οθωμανική, απομονωμένη, χωρίς συμμάχους, [η Σερβία ήταν απασχολημένη έναντι της Αυστρο-Ουγγαρίας], επεδίωξε από νωρίς την προσέγγιση με την Εγκάρδια Συνεννόηση (Αντάντ). Επανέλαβε την προσπάθειά του όταν πληροφορήθηκε τη σύνδεση με συνθήκη Γερμανίας, Βουλγαρίας, Τουρκίας. Ωστόσο αυτές δεν έγιναν αποδεκτές, για διαφορετικούς λόγους από την κάθε μία Μεγάλη Συμμαχική Δύναμη.
Οι Νεό-Τουρκοι αποθρασυνθέντες από την ευπιστία με την οποία οι εκπρόσωποι των Δυνάμεων της Αντάντ εδέχοντο τις διαβεβαιώσεις τους περί ουδετερότητας, παρά τα αυταπόδεικτα γεγονότα, έφθασαν στο σημείο να προτείνουν διάφορα, μεταξύ των οποίων να τους επιστραφούν και τα ελληνικά νησιά Λέσβος, Χίος, Σάμος, όχι για να συμμαχήσουν, αλλά για να παραμείνουν ουδέτεροι. Τον Αύγουστο του 1914, ο Ρώσος ΥΠΕΞ Σαζόνοφ κάλεσε Βρετανία και Γαλλία να διαπραγματευθούν από κοινού με τους Νεό-Τουρκους και με την Βουλγαρία, επιδιώκοντας κατ΄ αρχήν την ουδετερότητά τους.
Ωστόσο είναι βέβαιο ότι η Βρετανία επιζητούσε να καθυστερήσει την είσοδο των Οθωμανών στη σύγκρουση, στο πλευρό της Γερμανίας και ταυτόχρονα από κοινού με την Γαλλία, να αποφύγουν την κάθοδο των Ρώσων στα Στενά και την κατάληψη από αυτούς της Κωνσταντινούπολης. Δηλαδή να μην αποδυναμωθεί το ανατολικό μέτωπο από τη Μόσχα, σε βάρος του δυτικού μετώπου. Οι Ρώσοι στόχευαν να στραφεί όλος ο σερβικός στρατός εναντίον της Αυστρο-Ουγγαρίας, να συμμαχήσουν με την Βουλγαρία και να καταλάβουν την Κωνσταντινούπολη και τα Στενά.
Το τελευταίο ενδεχόμενο τρομοκρατούσε τους Οθωμανούς: εάν δεν συνέτριβαν την ρωσική δύναμη στον Εύξεινο Πόντο, η Ρωσία θα τους κατέστρεφε. Η Γερμανία τους προσέφερε συμμαχία που θα διατηρούσε την ακεραιότητα της αυτοκρατορίας τους. Με συγκεχυμένες σκέψεις και υπολογισμούς υπερέβαλαν την γερμανική έναντι της ρωσικής δύναμης. ’Έτσι οδηγήθηκαν να υπογράψουν, στις 2 Αυγούστου 1914, συμμαχία με την Γερμανία εναντίον της Ρωσίας και να επιτρέψουν σε δύο γερμανικά καταδρομικά, το «Γκαίμπεν» και το «Μπρεσλάου», να καταφύγουν στην Θάλασσα τού Μαρμαρά. Από εκεί προστάτευαν την Κωνσταντινούπολη έναντι των Ρώσων. Οι μοιραίες αυτές αποφάσεις και η συνεπαγόμενη είσοδος της Τουρκίας στην ευρωπαϊκή σύρραξη συμπαρέσυρε και την τύχη της Αυτοκρατορίας των Σουλτάνων.
Τα στραμμένα προς τόν Εύξεινο Πόντο κανόνια των γερμανικών καταδρομικών αναστάτωσαν τον Τσάρο. Χωρίς αργοπορία ο ΥΠΕΞ Σαζόνωφ, υπέβαλε στην Τουρκία εξωφρενικές προτάσεις με αντάλλαγμα την ουδετερότητά της: εγγύηση για την εδαφική της ακεραιότητα, ελληνικά και βουλγαρικά εδάφη στα παράλια του Αιγαίου, παραχωρήσεις στους γερμανικούς σιδηροδρόμους, κατάργηση των διομολογήσεων. Οι εταίροι της Ρωσίας, Βρετανία και Γαλλία, αιφνιδιάστηκαν με τις προσφορές αυτές. Εντούτοις οι Τούρκοι παρασυρόμενοι από την ρωσική ήττα από τους Γερμανούς στη μάχη του Τάννεμπεργκ [26-30/08/1914], έκλεισαν τα Στενά στις 26 Σεπτεμβρίου. Η κατάσταση που δημιουργήθηκε ήταν εκρηκτική για την Ρωσία: αδυνατούσε να εφοδιαστεί από τους συμμάχους της με πολεμικό υλικό, ούτε μπορούσε να στείλει το σιτάρι της στις αγορές της Δυτικής Ευρώπης. Στα τέλη Οκτωβρίου το θωρηκτό «Γκαίμπεν» βομβάρδισε την Οδησσό και το καταδρομικό «Μπρεσλάου» αποθήκες πετρελαίου στο Νοβοροσίσκ, στον Εύξεινο Πόντο. Την 1η Νοεμβρίου η Αντάντ κήρυξε τον πόλεμο κατά της Τουρκίας, ενώ βρετανικές δυνάμεις αποβιβάστηκαν στον Περσικό Κόλπο. Με την είσοδο των Νεό-Τουρκων στον πόλεμο, τρία νέα μέτωπα δημιουργήθηκαν: Καλλίπολη, Καύκασος, Μεσοποταμία.
Πολύ αργότερα κατά την διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, έκθεση της βρετανικής πρεσβείας στην Άγκυρα προς το Foreign Office, αναφέρει ως γεγονός ότι οι Γερμανοί προσέφεραν γειτονικά εδάφη στην Άγκυρα και συγκεκριμένα το Χαλέπι της Συρίας και ορισμένα ελληνικά νησιά (FO 371/R2363/486/44). O G.L. Clutton, σχολίαζε στις 22/6/1942: «Πιθανότατα, οι Τούρκοι έχουν εδαφικές φιλοδοξίες για τα νησιά του Αιγαίου …» (FO 371R/4087/24/44). Ο φον Πάπεν, είχε εισηγηθεί στον Γερμανό ΥΠΕΞ Ρίμπεντροπ, από το 1941, να ικανοποιήσουν τις τουρκικές αξιώσεις στην Β. Συρία, ενώ και οι απόψεις του Ρίμπεντροπ για απόδοση στην Τουρκία ελληνικών νησιών και τμήματος της Βουλγαρίας, είναι καταγεγραμμένες στα γερμανικά αρχεία. Σε μνημόνιο που συνέταξε ο Clutton στις 9/9/1942, παραθέτει τις τουρκικές βλέψεις στην Υπερκαυκασία, στα τουρκοϊρανικά σύνορα, στη Μοσούλη, στην Βουλγαρία και στα Δωδεκάνησα. Ειδικά για το Καστελλόριζο, ο φον Πάπεν έγραφε στον τότε Υφυπουργό Εξωτερικών Ερνστ φον Βαϊτζέκερ, ότι βρίσκεται σε απόσταση 3 ν.μ. από τις τουρκικές ακτές. Επέμενε ότι δεν ήταν απαραίτητο για την ασφάλεια της συμμαχικής Ιταλίας και ότι η συνεχιζόμενη κατοχή του νησιού από τους Ιταλούς, «αποτελούσε ύβρη και πρόκληση στην τουρκική κυριαρχία» (!).
Ο Θάνος Βερέμης, γράφει στην εισαγωγή του «Επιτήδειου Ουδέτερου» τα εξής ,στηριζόμενος βέβαια σε όσα αποκαλύπτει ο F. Weber στο βιβλίο του: Αν η Τουρκία δεν ήταν διατεθειμένη να πολεμήσει για τα “γαλάζια μάτια της Πολωνίας”, όπως το έθεσε ο Τούρκος ΥΠΕΞ Σαράτσογλου, επιζητούσε από Γερμανούς και Βρετανούς τα Δωδεκάνησα, την Κύπρο, εντολή στην Αλβανία, εδαφικές ρυθμίσεις σε βάρος της Βουλγαρίας, έλεγχο του λιμένα της Θεσσαλονίκης, κ.ά. Ο Σαράτσογλου ζητούσε από τους Γερμανούς την ανάθεση της φύλαξης Χίου, Σάμου και Λέσβου, εδαφών της Συρίας, Ιράκ και εντολή στη Συρία, το Ιράκ και την Αίγυπτο. Απαιτήσεις δηλαδή που ισοδυναμούσαν με αναβίωση της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Οι γερμανικές ήττες στην Β. Αφρική και την ΕΣΣΔ το φθινόπωρο του 1942, άρχισαν να γέρνουν την πλάστιγγα προς την συμμαχική πλευρά. Η Τουρκία δεν μπορούσε πλέον να ισχυριστεί ότι εμποδίζει την κάθοδο των Γερμανών στη Μ. Ανατολή, ενώ ταυτόχρονα η ισχυρή πλέον ΕΣΣΔ, την φόβιζε περισσότερο από ποτέ.
Μετά την πτώση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, η Τουρκία αναθάρρησε για την μεταμοντέρνα αναβίωση του Οθωμανικού σουλτανάτου, οριοθετώντας πρόσφατα τα κατά τον Ρ. Τ. Ερντογάν “σύνορα της καρδιάς”, τα οποία ωστόσο δεν σέβονται ιστορικά δικαιώματα και διεθνή δίκαια άλλων λαών. Η ιστορία και η γεωγραφική θέση της χώρας μας, δύναται να δώσουν αποτελεσματικές απαντήσεις στις προκλήσεις της γείτονος.
πηγήΟι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.