Σημειώνοντας την εμπλοκή του ΝΑΤΟ στη Λιβύη, η Άγκυρα υπολόγιζε λογικά την παρόμοια συμμετοχή της Ατλαντικής Συμμαχίας στη Συρία.
Όμως, παρά τις πολλές επιθέσεις και τη διεθνή μόνιμη εκστρατεία του τύπου, αποδείχτηκε αδύνατο να εξεγείρουν τον πληθυσμό και να εκχωρήσουν στον πρόεδρο Άσαντ με αξιόπιστο τρόπο ότι διεξήγαγε μαζικά εγκλήματα.
Προπαντός, η Μόσχα και το Πεκίνο, προδομένα από τη Λιβυκό περίπτωση, αντιστάθηκαν τρεις φορές στο Συμβούλιο Ασφαλείας κατά οποιουδήποτε ψηφίσματος που υποτίθεται ότι θα «προστάτευε» τους Σύρους από την κυβέρνησή τους (Οκτώβριο 2011, Φεβρουάριο και Ιουλίο 2012).
Η Ουάσιγκτον και το Λονδίνο εγκατέλειψαν το παιχνίδι, ακόμη και αν η Άγκυρα και το Παρίσι συνέχιζαν να το πιστεύουν .
Τα δύο κράτη δημιούργησαν μια στενή συνεργασία, ανεβάζοντας τον πήχη στο σημείο, τον Σεπτέμβριο 2012, να σχεδιάσουν μια απόπειρα δολοφονίας του Υπουργού Εξωτερικών της Συρίας Walid al-Mouallem και του Πρόεδρου Bashar al-Assad.
Η επίθεση που χτύπησε στο Ριάντ τον πρίγκιπα Bandar bin Sultan, σε αντίποινο για τη δολοφονία των μελών του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας της Συρίας τον Ιούλιο του 2012, άφησε ορφανό το διεθνές τζιχαντιστικό κίνημα. Παρά το γεγονός ότι ο πρίγκιπας επέζησε των τραυματισμών του, βγήκε ένα χρόνο αργότερα από το νοσοκομείο αλλά δεν ήταν ποτέ πια σε θέση να παίξει το ρόλο που κατείχε μέχρι τότε.
Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν άδραξε την ευκαιρία για να τον αντικαταστήσει. Έδεσε μια προσωπική σχέση με τον Γιασίν αλ-Καντί, τον τραπεζίτη της Αλ Κάιντα, τον οποίον δέχτηκε πολλές φορές μυστικά στην Άγκυρα. Επέβλεψε τις πολλές ομάδες τζιχαντιστών, που είχαν δημιουργηθεί αρχικά από τους Αμερικανούς, τους Βρετανούς και τους Γάλλους.
Τον Ιανουάριο του 2013, επεμβαίνοντας στο Μάλι, η Γαλλία απομακρύνθηκε από τους Σύρους τζιχαντιστές και, επομένως, εγκατέλειψε το πεδίο των στρατιωτικών επιχειρήσεων στους Τούρκους, αν και συνέχισε να διατηρεί ορισμένους λεγεωνάριους επί τόπου.
Λίγο αργότερα, ο εμίρης του Κατάρ, σεΐχης Ahmad, αναγκάστηκε να παραιτηθεί από την Ουάσιγκτον η οποία τον κατηγόρησε –βάσει ρωσικής καταγγελίας ότι χρησιμοποιούσε τις εγκαταστάσεις της έναντι αμερικανικών οικονομικών συμφερόντων. Πριν ακόμα να προλάβει ο γιος του, ο Σεΐχης Ταμίμ, να τον διαδεχτεί, η Σαουδική Αραβία είχε αναλάβει το μεγαλύτερο μέρος της χρηματοδότησης για τον πόλεμο εναντίον της Συρίας.
Για να απολάβει αυτή την οικονομική στήριξη και αυτή του Ισραήλ, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν άρχισε να υπόσχεται στους μεν και στους δε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα ξεπεράσουν τα ρωσικά και κινεζικά βέτο και θα έβαζε το ΝΑΤΟ να καταλάβει τη Δαμασκό.
Εκμεταλλευόμενος τη σύγχυση, οργάνωσε τη λεηλασία της Συρίας, διαλύοντας όλα τα εργοστάσια του Χαλεπιού, της οικονομικής πρωτεύουσας, και κλέβοντας τις εργαλειομηχανές.
Ομοίως, οργάνωσε την κλοπή των αρχαιολογικών θησαυρών και έβαλε σε λειτουργία μια διεθνή αγορά στην Αντιόχεια .
Επειδή πάλι τίποτα δεν έγινε, διοργάνωσε, με τη βοήθεια του στρατηγού Benoît Puga, Αρχηγού του Επιτελείου των Ηλύσιων, μια επιχείρηση με ψευδή σημαία (false flag) για να προκαλέσει την είσοδο στο πόλεμο της Ατλαντικής Συμμαχίας: το χημικό βομβαρδισμό της Ghoutta Δαμασκού, τον Αύγουστο 2013. Όμως, το Λονδίνο ανακάλυψε αμέσως την απάτη και αρνήθηκε να συμμετάσχει .
Η Τουρκία συμμετείχε στην εθνοκάθαρση και τη διχοτόμηση του Ιράκ και της Συρίας, που είναι γνωστή ως «Σχέδιο Ράιτ».
Η παρουσία των τουρκικών μυστικών υπηρεσιών στις προπαρασκευαστικές συναντήσεις για το ΙΚ (Daesh) στο Αμμάν αποδεικνύεται από τη δημοσίευση κάποιας απόφασης από το ΡΚΚ.
Εντούτοις, το «Σχέδιο Wright» υιοθετεί το «σχέδιο Ζυπέ» που είχε πείσει τη Τουρκία να μπει στον πόλεμο.
Στη συνέχεια, ο ίδιος ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ανέλαβε τη διοίκηση της τρομοκρατικής οργάνωσης, εξασφαλίζοντας τόσο την προμήθεια όπλων της όσο και τη πώληση του πετρελαίου της.
Παρακολουθώντας με αγωνία τις συνομιλίες μεταξύ Ουάσιγκτον και Τεχεράνης, η Άγκυρα ανησύχησε για μια ειρηνευτική συμφωνία που να την άφηνε στην άκρη του δρόμου.
Και τότε, μια και του τον ζήταγε ο Ρώσος ομόλογός του Βλαντιμίρ Πούτιν, ο Ερντογάν συμφώνησε να συμμετάσχει στο σχέδιο του αγωγού αερίου Turkish Stream για να σπάσει το αμερικανικό μονοπώλιο και να παρακάμψει το εμπάργκο της ΕΕ.
Στη συνέχεια παίρνοντας το θάρρος του και με τα δύο χέρια του, πήγε να επισκεφτεί τον Ιρανό ομόλογό του, τον σεΐχη Χασάν Rohani.
Ο τελευταίος τον διαβεβαίωσε ότι δεν έπρεπε να φοβάται τίποτα από την υπό διαπραγμάτευση συμφωνία.
Αλλά όταν υπεγράφη τελευταία στις 14 Ιουλίου 2015, έγινε φανερό ότι δεν άφηνε καμία θέση για την Τουρκία στην περιοχή.
Χωρίς έκπληξη, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έλαβε ένα τελεσίγραφο στις 24 Ιουλίου από τον Πρόεδρο Ομπάμα ζητώντας του
- να σταματήσει αμέσως τον ρωσικό αγωγό,
- να σταματήσει την υποστήριξή του στο ΙΚ/ Daesh -του οποίου είχε γίνει ο εκτελεστικός αρχηγός πίσω από την οθόνη του χαλίφη Αμπού Μπακρ αλ-Baghdadi- και να προχωρήσει σε πόλεμο εναντίον του τελευταίου.
Για να αυξηθεί η πίεση, ο Μπαράκ Ομπάμα έθεσε το ενδεχόμενο αποβολής της Τουρκίας από το ΝΑΤΟ, σε συνεννόηση με το Ηνωμένο Βασίλειο, παρότι τέτοια κατάσταση δεν προβλέπεται από τη Συνθήκη.
Μετά την απολογία του, επέτρεψε τις Ηνωμένες Πολιτείες και το ΝΑΤΟ να χρησιμοποιήσουν τη βάση του Ιντσιρλίκ κατά του ΙΚ/Daesh και ο Ερντογάν ήρθε σε επαφή με τον ειδικό απεσταλμένο στον Συνασπισμό αντι-ΙΚ/Daesh, στρατηγό John Allen, γνωστό για την αντίθεσή του για τη συμφωνία με το Ιράν.
Οι δύο άνδρες συμφώνησαν να ερμηνεύσουν τα λόγια του προέδρου Ομπάμα ως ενθάρρυνση για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, στην οποία συνέταξαν και το ΡΚΚ.
Υπερβαίνοντας τα καθήκοντά του, ο στρατηγός υποσχέθηκε να δημιουργήσει μια ζώνη απαγόρευσης πτήσεων 90 χιλιομέτρων πλάτους στο συριακό έδαφος κατά μήκος των τουρκικών συνόρων, δήθεν σε όφελος των προσφύγων από τη Συρία που απειλούνται από την κυβέρνησή τους, στην πραγματικότητα για την εφαρμογή του «σχεδίου Juppé-Wright».
Ο Πρωθυπουργός της Τουρκίας Ahmet Davutoğlu αποκάλυψε την αμερικανική υποστήριξη για το σχέδιο στο κανάλι A Haber, με την έναρξη των βομβαρδισμών εναντίον του ΡΚΚ.
Ο στρατηγός John Allen κατάφερε ήδη δύο φορές να παρατείνει τον πόλεμο εναντίον της Συρίας.
Τον Ιούνιο του 2012, συνωμότησε με τον στρατηγό Ντέιβιντ Πετρέους και την υπουργό Εξωτερικών Χίλαρι Κλίντον για να σαμποτάρουν τη συμφωνία που επετεύχθη στη Γενεύη μεταξύ Ουάσινγκτον και Μόσχας για την ειρήνη στη Μέση Ανατολή.
Η συμφωνία αυτή προέβλεπε, μεταξύ άλλων, την ειρήνη στη Συρία -παρότι η Δαμασκός δεν είχει προσκληθεί στη διάσκεψη αυτή- αλλά ήταν απαράδεκτη τόσο για τους νεοσυντηρητικούς όσο και για τα αμερικανικά «φιλελεύθερα γεράκια».
Το τρίο Κλίντον-Πετρέους-Άλεν στηρίχτηκε στον νέο Γάλλο πρόεδρο Φρανσουά Ολάντ, και στον νέο υπουργό Εξωτερικών του, Laurent Fabius, για να συγκαλέσουν μια διάσκεψη των «Φίλων της Συρίας» και να απορρίπτουν την Ανακοίνωση της Γενεύης.
Στη μέση της προεκλογικής εκστρατείας, ο Πρόεδρος Ομπάμα δεν μπορούσε να τιμωρήσει τους συνεργάτες του, αλλά την άλλη ημέρα μετά την επανεκλογή του, διέταξε τη σύλληψη του Ντέιβιντ Πετρέους και του John Allen ο οποίος είχε πέσει σε σκάνδαλο-παγίδα του σεξ.
Η Χίλαρι Κλίντον διατηρήθηκε για λίγες εβδομάδες και ξαφνικά αποσύρθηκε μετά από ένα «ατύχημα».
Τελικά, μόνο ο Πετρέους καταδικάστηκε ενώ ο Allen ασπρίσθηκε και η Κλίντον -όπως και ο Juppé- προετοιμάζεται για την ερχόμενη προεδρική εκλογική εκστρατεία της.
Το τρίο Κλίντον-Πετρέους-Άλεν δοκίμασε μια δεύτερη επιχείρηση το Δεκέμβριο 2014 η οποία κατόρθωσε να σαμποτάρει τη Διάσκεψη της Μόσχας.
Με την υπόσχεση προς τη Μουσουλμανική Αδελφότητα ότι θα εφαρμοστεί το «σχέδιο Juppé-Wright», έπεισαν τον Συριακό Εθνικό Συνασπισμό να αρνηθεί οποιαδήποτε συζήτηση για την ειρήνη. Παρεμπιπτόντως, αυτό το επεισόδιο επιβεβαιώνει ότι ο σκοπός του Συριακού Εθνικού Συνασπισμού δεν είναι να αλλάξει το καθεστώς στη Συρία, αλλά να καταστρέψει αυτή τη χώρα και το Κράτος της.
Μαθαίνοντας τα γεγονότα κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του στην Αφρική, ο Πρόεδρος Ομπάμα διέψευσε επίσημα τη δέσμευση του στρατηγού Allen, αναγνώρισε το δικαίωμα της Τουρκίας να καταπολεμήσει το PKK, αλλά κατήγγειλε οποιαδήποτε δράση εναντίον του εκτός Τουρκίας.
Ο πρόεδρος Erdoğan κάλεσε τότε μια συνεδρίαση του Συμβουλίου του Ατλαντικού για να το ενημερώσει σχετικά με την είσοδό του στο αντιτρομοκρατικό συνασπισμό και τη διπλή δράση του εναντίον των ΡΚΚ και ΙΚ/Daesh.
Στις 29 Ιουλίου, οι Σύμμαχοι του απάντησαν ψυχρά ότι τον υποστήριζαν για την δράση του, αλλά δεν του αναγνώρισαν το δικαίωμα να βομβαρδίσει το ΡΚΚ στο Ιράκ και τη Συρία παρά μόνο σε περίπτωση «δίωξης» -δηλαδή αν το PKK χρησιμοποίει τις βάσεις του στο εξωτερικό για να στείλει ή να αποσύρει στρατεύματα του εναντίον της Τουρκίας-.
Επιπλέον, ο Πρόεδρος Ομπάμα απάλλαξε από τα καθήκοντα του τον ειδικό απεσταλμένο του για τη Συρία, Ντάνιελ Rubinstein, και τον αντικατάστησε με τον Michael Ratney, ειδικό τόσο σε θέματα της Μέσης Ανατολής όσο και στην επικοινωνία. Θα είναι ο κύριος υπεύθυνος για την παρακολούθηση των δράσεων του στρατηγού Allen.
Η Τουρκία εισέρχεται σε εμφύλιο πόλεμο
Μέχρι σήμερα, οι επιχειρήσεις του τουρκικού στρατού κατά του ΡΚΚ στο Ιράκ και τη Συρία δεν έχουν καμία νομική αιτιολόγηση στο διεθνές δίκαιο.
Και οι δύο κυβερνήσεις έχουν καταγγείλει την επίθεση κατά της επικράτειάς τους.
Κατά την αμερικανική άποψη, το PKK και ο Συριακός Αραβικός Στρατός -δηλαδή ο στρατός της Αραβικής Συριακής Δημοκρατίας- είναι οι μόνες αποτελεσματικές δυνάμεις στο έδαφος ενάντια του ΙΚ/Daesh.
Η αναβίωση του πολέμου κατά της κουρδικής μειονότητας καταδεικνύει τη βούληση του ΑΚΡ να συνεχίσει την εφαρμογή του «σχεδίου Ζυπέ-Wright», ακόμη και μετά τη μερική απόσυρση του Κατάρ και της Γαλλίας.
Ωστόσο, ένα θεμελιώδες γεγονός έχει αλλάξει βαθιά την κατάσταση: το Ισραήλ και η Σαουδική Αραβία, τα οποία υποστήριζαν μέχρι πρόσφατα την ιδέα της δημιουργίας ενός Κουρδιστάν και ενός Σουνιστάν στο Ιράκ και τη Συρία, τώρα είναι αντίθετα.
Το Τελ Αβίβ και το Ριάντ γνωρίζουν πλέον ότι αυτά τα νέα κράτη αν ποτέ προκύπτουν, δεν θα ελέγχονται από τα ίδια, αλλά από την Τουρκία, η οποία δεν κρύβει τις αυτοκρατορικές φιλοδοξίες της και θα καταστεί εκ των πραγμάτων (de facto) ένας περιφερειακός γίγαντας.
Με μια αντιστροφή για την οποία μόνο η Μέση Ανατολή κατέχει το μυστικό, το Ισραήλ και η Σαουδική Αραβία έχουν συνάψει λοιπόν μια συμφωνία για να αντιταχθούν στην τρέλα του προέδρου Ερντογάν και για να υποστηρίξουν –κάτω από το τραπέζι- το PKK, παρά την μαρξιστική ταυτότητά του.
Περαιτέρω, το Ισραήλ προσέγγισε ήδη τους παραδοσιακούς εχθρούς της Τουρκίας, την Ελλάδα του Αλέξη Τσίπρα και τη Κύπρο του Νίκου Αναστασιάδη.
Ας μην υπάρχει καμία αμφιβολία, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν επέλεξε τον εμφύλιο πόλεμο ως τη μόνη προσωπική πολιτική επιλογή του.
Μετά την ήττα του στις βουλευτικές εκλογές, κατάφερε να μπλοκάρει τη δημιουργία μιας νέας κυβέρνησης, και προσπαθεί να τρομάξει τον λαό του, έτσι ώστε είτε να πείσει το MHP (Εθνικιστικό) να υποστηρίζει το ΑΚΡ (Ισλαμιστές) για να σχηματίσει μια κυβέρνηση συνασπισμού είτε να καλέσει νέες εκλογές και να τις κερδίσει.
Η αντιτρομοκρατική επιχείρηση που υποτίθεται ότι προορίζεται για την καταπολέμηση τόσο κατά του ΙΚ/Daesh και κατά του κουρδικού πληθυσμού είναι σχεδόν αποκλειστικά στοχευμένη εναντίον του ΡΚΚ και του PYG (το συριακό alter ego).
Οι δήθεν βομβιστικές επιθέσεις εναντίον του Ισλαμικού Εμιράτου δεν έχουν καταστρέψει τίποτα.
Ταυτόχρονα, ο κ Ερντογάν έχει ξεκινήσει δικαστικές έρευνες εναντίον των Κούρδων ηγετών του HPD, Selahattin Demirtaş και Figen Yüksekdağ.
Η εισαγγελία τους κατηγορεί, για τον πρώτο, για την πρόσκληση σε διάπραξη βίας κατά των μη Κούρδων -αυτή είναι μια ηλιθιότητα- και, για την δεύτερη, για τη στήριξη της στο PYG, μια πολιτοφυλακή της Αραβικής Δημοκρατίας της Συρίας και, συνεπώς, σύμφωνα με τον δικαστή, τρομοκρατική οργάνωση.
Ο εμφύλιος πόλεμος που αρχίζει, δεν θα είναι το ίδιο με αυτό της δεκαετίας του '90.
Θα είναι πολύ μεγαλύτερος και πιο θανατηφόρος.
Τόσο γιατί η Τουρκία δεν έχει πλέον κανένα σύμμαχο στο εξωτερικό όσο και επειδή η ισλαμιστική πολιτική έχει διχάσει την τουρκική κοινωνία.
Δεν θα υπάρξουν λοιπόν από τη μία πλευρά οι τουρκικοί κρατικοί θεσμοί που υποστηρίζονται από το ΝΑΤΟ και από την άλλη το PKK που υποστηρίζεται από τη Συρία, αλλά ένας κατακερματισμός της τουρκικής κοινωνίας: κοσμικοί εναντίον ισλαμιστών, συγχρονιστείς ενάντια στους παραδοσιακούς, Αλεβίτες ενάντια στους Σουνίτες, Κούρδοι εναντίον των Τούρκων.
Τιερί Μεϊσάν
πηγή