Η προμήθεια από τη Γαλλία των υπερσύγχρονων πολεμικών πλοίων επιφανείας FDI Belh@rra έχει δημιουργήσει νέα δεδομένα για την ελληνική άμυνα. Όμως μια πλατφόρμα χωρίς τα όπλα που μπορεί να φέρει ως ολοκληρωμένο οπλικό σύστημα δεν επιφέρει αποτρεπτικό αποτέλεσμα, όσο σύγχρονη και να είναι. Κατά συνέπεια, είναι απόλυτα λογικό η συζήτηση μεταξύ ειδικών και μη να περιστρέφεται σε αυτά.
Αντικείμενο του σημερινού άρθρου είναι η δυνατότητα / πιθανότητα οι ελληνικές Belh@rra να έχουν ως “κορωνίδα” του εξοπλισμού τους, μαζί με το αντιαεροπορικό σύστημα μεγάλης ακτίνας ASTER 30, τους περίφημους πυραύλους, τύπου cruise, υποστρατηγικής κρούσης, Scalp Naval (MdcN). Η συνήθης επιχειρηματολογία προκρίνει ως κομβική την ένταξη των πυραύλων αυτού του τύπου στο οπλοστάσιο των Belh@rra, ακόμη κι αν αυτό συνεπάγεται τη μείωση του φόρτου πυραύλων άλλων τύπων, που θα μπορεί να αξιοποιήσει επιχειρησιακά το πλήρωμα της φρεγάτας.
Ο υπογράφων θα χρησιμοποιήσει τρία στρατιωτικά και ένα πολιτικό / στρατηγικό επιχείρημα, με σκοπό να καταδείξει ότι ο τρόπος αξιολόγησης του αποτρεπτικού αποτελέσματος ενός όπλου σαν τους Scalp Naval είναι πιο ολιστικός (holistic). Η τελική απόφαση ανήκει στη στρατιωτική ηγεσία.
Αυτό που έχει όμως μεγάλη σημασία και πρέπει να συνυπολογιστεί, είναι ο ρόλος της πολιτικής ηγεσίας στην αποτρεπτική ρητορική. Τυχόν άγνοια της ειδικής σημασίας όπλων όπως οι Scalp Naval στην ελληνική αποτροπή, άρα και της ορθής αξιοποίησής τους, μπορεί να οδηγήσει σε συνολική απαξίωση της επένδυσης.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι εξειδικευμένες “κόκκινες γραμμές” που θα πρέπει να χαράξει η πολιτική ηγεσία και θα αφορούν τους όρους χρήσης τους, έχουν ως προϋπόθεση την απαλλαγή από το γνωστό “φοβικό σύνδρομο“. Όπως έχει πολλάκις αποδειχθεί, αυτό δυστυχώς εκτρέφει τον αναθεωρητισμό του αντιπάλου. Δεν τον χαλιναγωγεί. Και φυσικά απαξιώνει την επένδυση, η οποία έχει καταστεί εφικτή από το υστέρημα του φορολογούμενου Έλληνα. Κατά συνέπεια η άγνοια των παραμέτρων είναι αυτοκαταστροφική σε πολλαπλά επίπεδα.
Τα επιχειρήματα που θα παρατεθούν έχουν στόχο:
• Πρώτον, να καταδείξουν ότι η ανάλυση στο συγκεκριμένο θέμα δεν μπορεί να είναι γραμμική και να εξαντλείται στη δυνατότητα εξουδετέρωσης στόχων βαθιά στην ενδοχώρα του αντιπάλου –βεληνεκές μέχρι 1.000 χιλιόμετρα.
• Δεύτερον, να “πυροδοτήσει” μια πιο περιεκτική συζήτηση, προσθέτοντας παραμέτρους, είτε αυτή διεξάγεται στο επίπεδο των επιτελείων, είτε της κυβέρνησης, είτε τέλος, στο τμήμα της κοινωνίας που ενδιαφέρεται ζωηρά για τα θέματα άμυνας.
Το πρώτο στρατιωτικής φύσεως επιχείρημα, είναι αντιστροφή αυτού που χρησιμοποιούν οι υποστηρικτές της ενσωμάτωσης των Scalp Naval στο οπλοστάσιο των Belh@rra. Οι πιθανότητες γενικευμένης σύγκρουσης με την Τουρκία που θα έθετε θέμα χρήσης αυτών των πυραύλων για ένα εντυπωσιακό πλήγμα υψηλού συμβολισμού, είναι πολύ λιγότερες από την προοπτική αψιμαχιών μεταξύ των δύο στόλων.
Σημειωτέον, μέριμνα του ελληνικού τουλάχιστον Επιτελείου είναι να αποφύγει κινήσεις που θα οδηγούσαν σε κάθετη “ενδοπολεμική” κλιμάκωση. Ακόμα όμως κι αν εκτραχυνθεί η κατάσταση, το επιχείρημα είναι ότι ένα πετυχημένο πλήγμα σε τουρκική μονάδα επιφανείας θα έχει μεγαλύτερη επί της ουσίας σημασία από ένα πλήγμα π.χ. στο υπό κατασκευή “τουρκικό Πεντάγωνο“. Άρα έχει μεγαλύτερη σημασία περισσότερα “συμβατικά” όπλα στις Belh@rra.
Θεαματικά πλήγματα στην “καρδιά” του αντιπάλου, από την πλευρά της Ελλάδας ή της Τουρκίας, θα έχουν υψηλό διεθνές κόστος και για τις δυο πλευρές. Η ελληνική πλευρά είναι πιο ευαίσθητη. Θα επιφυλάσσει τέτοιο πλήγμα στον αντίπαλο μόνο στο πλαίσιο ανταπόδοσης. Άρα, βασικός στόχος των Scalp Naval είναι η αποτρεπτική αξία τους.
Scalp ναυτικοί vs. αεροεκτοξευόμενοι
Το ενδεχόμενο η Τουρκία, που διαθέτει ευμεγέθες βαλλιστικό οπλοστάσιο, να επιχειρήσει ένα τέτοιο πλήγμα, είναι υπαρκτό. Στόχος θα ήταν να πλήξει το ηθικό της ελληνικής κοινωνίας και να δημιουργήσει πανικό. Πώς θα απαντήσει τότε η Ελλάδα εάν δεν διαθέτει Scalp Naval;
Η απάντηση που συνιστά ταυτόχρονα το δεύτερο επιχείρημα εναντίον της ολοκλήρωσης των Scalp Naval στις φρεγάτες, είναι ότι εάν απαιτηθεί τέτοιο πλήγμα μπορεί να το αναλάβει η Πολεμική Αεροπορία που διαθέτει τους αεροεκτοξευόμενους Scalp. Για ευνόητους λόγους δεν θα αναφερθούμε λεπτομερώς εάν και σε ποιο βάθος στην τουρκική ενδοχώρα θα πρέπει να διεισδύσουν τα ελληνικά μαχητικά κρούσης για να εξαπολύσουν αεροεκτοξευόμενους Scalp.
Υπάρχει και το ζήτημα των διεθνών συνθηκών που επιβάλλουν περιορισμούς στο βεληνεκές των πυραύλων που μπορούν να πωλούνται από τις χώρες που διαθέτουν σχετική τεχνολογία και όπλα. Κι αν είχε δημιουργηθεί θέμα με τους Scalp της Πολεμικής Αεροπορίας, το βεληνεκές των οποίων –σύμφωνα με την επίσημη εκδοχή– είναι 250 χλμ, το πρόβλημα με τους Scalp Naval θα ήταν μεγαλύτερο.
Όσον αφορά τη δυνατότητα της τουρκικής αεράμυνας να καταρρίψει πυραύλους cruise, ιδίως σε περίπτωση ενεργοποίησης και αύξησης του αριθμού των πυροβολαρχιών του ρωσικού συστήματος αντιαεροπορικής και αντιβληματικής προστασίας S-400 Triumf, ό,τι ισχύει για τους Scalp Naval ισχύει και για τους Scalp που μπορούν να εκτοξεύσουν μαχητικά αεροσκάφη.
Όλα αυτά, πέραν του ότι η δυνατότητα κατάρριψης τέτοιων από την πλευρά της Τουρκίας είναι θεωρητική, ή τουλάχιστον πολύ δύσκολη για ένα μη διασυνδεδεμένο δίκτυο αεράμυνας εξαιτίας της παρουσίας ανατολικής και δυτικής προέλευσης συστημάτων. Οι εν λόγω πύραυλοι διεισδύουν στην αντίπαλη περιοχή ακολουθώντας το ανάγλυφο του εδάφους. Παράλληλα, είναι αμφίβολο αν η Ρωσία θα αποδεσμεύσει στους Τούρκους την αντιβαλλιστική δυνατότητα του συστήματος S-400.
Το τρίτο στρατιωτικό επιχείρημα εκπορεύεται από το δεύτερο! Εάν υποτεθεί ότι ο αντίπαλος θα στοχοποιήσει την πλατφόρμα εκτόξευσης των αεροπορικών ή των ναυτικών Scalp, η ζημιά που θα προκαλέσει σε περίπτωση επιτυχούς εξουδετέρωσής της είναι πολλαπλάσια στην περίπτωση του πολεμικού πλοίου επιφανείας. Ασφαλώς, το αντεπιχείρημα ότι οι πλατφόρμες αυτές θα στοχοποιηθούν έτσι κι αλλιώς, είναι απόλυτα έγκυρο…
Report MdCN in SSD
Αυτοακυρώνονοντας την αποτρεπτική μας στρατηγική
Έχοντας ολοκληρώσει τα στρατιωτικά αντεπιχειρήματα στην προοπτική ένταξης των Scalp Naval στις φρεγάτες Belh@rra, περνάμε στο πολιτικό / στρατηγικό επιχείρημα. Διότι αυτό είναι το πραγματικό δίλημμα για την ελληνική πλευρά, με βάση το “ιστορικό” της αποτρεπτικής συμπεριφοράς της.
Το ερώτημα μπορεί να συνοψισθεί ως εξής: Μπορεί επιτέλους το ελληνικό πολιτικό σύστημα, δηλαδή οι κυβερνήσεις του τόπου, να συνειδητοποιήσουν ότι πρέπει να χαραχτούν ξεκάθαρες “κόκκινες γραμμές”, πέραν των οποίων η ενεργοποίηση υποστρατηγικών όπλων θα πρέπει να θεωρηθεί αναπόφευκτη από τον αντίπαλο;
Ας πάμε σε δυο πρακτικά παραδείγματα. Υπάρχει άλλος πιο αποτελεσματικός τρόπος να αποτρέψει η Ελλάδα επιτυχώς ενδεχόμενη απόπειρα της Τουρκίας να καταλάβει το Καστελλόριζο από το να απειλήσει με γενικευμένη ελληνοτουρκική σύρραξη και την αυτόματη εξαπόλυση πληγμάτων για την καταστροφή κρίσιμων υποδομών της γειτονικής χώρας; Το ίδιο πρέπει να ισχύει εάν η Τουρκία πλήξει κρίσιμες ελληνικές υποδομές, καθώς επίσης και εάν επιτεθεί με στόχο την τρομοκράτηση του πληθυσμού και την κάμψη του ηθικού του.
Θα μπορούσε κανείς να επιχειρηματολογήσει ότι τέτοια όπλα μπορούν να αναβιώσουν αποτελεσματικά, δηλαδή αξιόπιστα, το Δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου Ελλάδας-Κύπρου. Το επιχείρημα-πρόσχημα που απαξίωσε το Δόγμα ήταν το τρομακτικό κόστος για την προμήθεια των κατάλληλων οπλικών συστημάτων. Επί της ουσίας, όμως, συγκάλυπτε την απροθυμία και τη φοβικότητα της ελληνικής πλευράς να αναλάβει ευθύνες.
Το ερώτημα δεν θα μπορούσε να είναι πιο ξεκάθαρο: Θα αποτολμούσε η Τουρκία στρατιωτική κίνηση στην Κύπρο εάν είχε πειστεί ότι η Ελλάδα εννοεί πως θα αντιδράσει με γενικευμένο ελληνοτουρκικό πόλεμο σε χώρους που η ίδια θα επιλέξει; Διότι επιχειρησιακά το πρόβλημα της απόστασης όντως δίνει το τοπικό πλεονέκτημα στην Τουρκία.
Πλέον, η προμήθεια φρεγατών με δυνατότητες αεράμυνας περιοχής, μαζί με μαχητικά πολύ μεγαλύτερης επιχειρησιακής εμβέλειας, συν το αμυντικό σύμφωνο με τη Γαλλία (η προέκταση του οποίου και στην Κύπρο θα πρέπει να τεθεί επί τάπητος) δίνει άλλες δυνατότητες.
Οπότε το μοναδικό που παραμένει αμφίβολο είναι η κατανόηση του στρατηγικού περιβάλλοντος και η βούληση της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας. Ας το σκεφτούμε…