Του
Μιχάλη Διακαντώνη*Η συνάντηση του Ευρωπαίου Επιτρόπου για θέματα Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, Miguel Arias Canete, με τους Υπουργούς Ενέργειας του Ισραήλ, της Ελλάδας και της Κύπρου και τον Υπουργό Οικονομικής Ανάπτυξης της Ιταλίας στο Τελ Αβίβ, κατέληξε σε μια προκαταρκτική συμφωνία για την κατασκευή του αγωγού φυσικού αερίου της Ανατολικής Μεσογείου (EastMed pipeline) για τον οποίο έχουμε κάνει λόγο σε προηγούμενο άρθρο μας. Ο αγωγός αυτός ανήκει στα έργα κοινού ενδιαφέροντος της Ε.Ε. και αναμένεται να συμβάλει στην ενεργειακή ασφάλεια της περιοχής, η κατασκευή του όμως θα εξαρτηθεί τόσο από τεχνικούς παράγοντες όσο –κυρίως- και απ’ το πόσο ανταγωνιστικός μπορεί να καταστεί σε σχέση με εναλλακτικά ενεργειακά σχέδια.
Η Ρωσία εδραιώνει τη θέση της στην ΕυρώπηΤην ίδια στιγμή που η Ε.Ε. διακηρύσσει την επιθυμία της να αναζητήσει διαφορετικές πηγές και οδεύσεις για τις ποσότητες φυσικού αερίου που εισάγει, η Ρωσία μεθοδικά εδραιώνει την παρουσία της ως βασικός ενεργειακός προμηθευτής της Ευρώπης. Πριν δύο περίπου εβδομάδες, έλαβαν τέλος οι διετείς σκληρές διαπραγματεύσεις μεταξύ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Gazprom σχετικά με τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε η δεύτερη για κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσης της στην ευρωπαϊκή αγορά ενέργειας. Η προκαταρκτική συμφωνία, δίνει τη δυνατότητα στην Gazprom να συνεχίσει να προμηθεύει με το αέριο της την Ευρώπη, αλλά με βάση πιο ανταγωνιστικούς όρους. Οι καθυστερήσεις στην υλοποίηση των ρωσοκινεζικών αγωγών, η απειλή εισαγωγής στην Ευρώπη του σχιστολιθικού αμερικανικού αερίου, αλλά και το πρόστιμο ύψους 8€ δις που θα αντιμετώπιζε η Gazprom, την έκαναν να αντιληφθεί ότι η Γηραιά Ήπειρος αποτελεί την βασική αγορά-στόχο και την ώθησαν να προσαρμοστεί αποτελεσματικά στις ευρωπαϊκές απαιτήσεις (άρση εμποδίων μεταφοράς και μεταπώλησης του αερίου και χαμηλότερες τιμές που βασίζονται λιγότερο στις τιμές του πετρελαίου).
Επιπλέον, διαφαίνεται ότι η επέκταση της χωρητικότητας του ήδη υφιστάμενου ρωσογερμανικού αγωγού Nordstream (το έργο που φέρει την ονομασία “Nordstream 2”) είναι πολύ πιθανόν να πραγματοποιηθεί. Σ’ αυτό το συμπέρασμα οδηγούν δύο γεγονότα: Πρώτον, η απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να επιτρέψει την επέκταση της πρόσβασης της Gazprom στον αγωγό OPAL, o οποίος και διοχετεύει το ρωσικό αέριο που λαμβάνει απ’ τον Nordstream στην Κεντρική και Δυτική Ευρώπη. Δεύτερον, η πρόθεσή της Ε.Ε. να διαπραγματευτεί με τη Ρωσία μέσω των κρατών την υλοποίηση του Nordstream 2, καθώς υπαρχει αμφιβολία αν οι όροι του Τρίτου Ενεργειακού Πακέτου μπορούν να εφαρμοστούν σε υπεράκτιους αγωγούς, όπως ο Nordstream. Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι σε περίπτωση που το έργο πραγματοποιηθεί, η Ρωσία θα συνεχίσει να προμηθεύει μελλοντικά το 30-40% του αερίου της Ευρώπης, ενώ οι απώλειες εσόδων για Πολωνία, Ουκρανία και Σλοβακία απ’ τα τέλη διέλευσης θα είναι σημαντικά. Εντός των κόλπων της Ε.Ε., φαίνεται να προκύπτει διάσταση απόψεων μεταξύ των χωρών της Βαλτικής και της Ανατολικής Ευρώπης που επιθυμούν τη μείωση της εξάρτησης απ’ το ρωσικό αέριο και της Γερμανίας, η οποία επιδιώκει την τροφοδοσία της με φθηνή ενέργεια, προκειμένου η βιομηχανία της να συνεχίσει να είναι ανταγωνιστική σε διεθνές επίπεδο.
Η Ρωσία, όμως, επιθυμεί να επεκταθεί και στην αγορά της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, καθώς σχεδιάζει την υλοποίηση του αγωγού Turkishstream, o οποίος αν υλοποιηθεί θα τροφοδοτεί την Ιταλία μέσω του αγωγού Poseidon (προσφάτως υπογράφηκε σχετικό μνημόνιο συνεργασίας μεταξύ Gazprom και Eni), ενώ η Gazprom έχει προτείνει να τροφοδοτήσει σε δεύτερο στάδιο και τον Διαδριατικό αγωγό (TAP), παρότι ο συγκεκριμένος αγωγός είχε αρχικά σχεδιαστεί για να για να αποκλείσει το ρωσικό αέριο απ’ τις ευρωπαϊκές αγορές.
Οι ενεργειακές εξελίξεις στην Ανατολική ΜεσόγειοΣτην Ανατολική Μεσόγειο, κάθε χώρα αναπτύσσει τη δική της στρατηγική προκειμένου να μπορέσει να ανταποκριθεί στον οξυμένο ανταγωνισμό που αναμένεται να διαμορφωθεί μελλοντικά στην αγορά ενέργειας. Το Ισραήλ, παράλληλα με τη λύση του EastMed, διερευνά και άλλες εναλλακτικές επιλογές. To γιγαντιαίο ισραηλινό κοίτασμα Leviathan, αναμένεται να ικανοποιήσει πρωτίστως την εσωτερική αγορά του Ισραήλ και την Ιορδανία (υπήρξε συμφωνία προ 5μήνου με την εθνική εταιρεία ηλεκτρισμού της Ιορδανίας), αλλά σε δεύτερη φάση εξετάζεται και η αγορά της Τουρκίας. Οι διευθυντές των ισραηλινών εταιρειών Delek και Avner που κατέχουν περίπου το 45% του κοιτάσματος, πρόσφατα δήλωσαν ότι εντός της επόμενης τετραετίας θα μπορούσε να κατασκευαστεί ένας αγωγός μήκους 500 χλμ. που θα μεταφέρει το αέριο προς την Τουρκία. Ήδη το ισραηλινό αέριο απ’ το κοίτασμα Tamar μεταφέρεται προς την Ιορδανία και πωλείται εκεί με τη μεσολάβηση μιας αμερικανικής εταιρείας, προκειμένου να μην προκληθούν περαιτέρω πολιτικές εντάσεις στις διαχρονικά οξυμένες ισραηλινο-ιορδανικές σχέσεις, ενώ πριν λίγες ημέρες φαίνεται να υπήρξε και συμφωνία εξαγωγής αερίου προς την Αίγυπτο. Για τα κοιτάσματα Karish και Tanin που αποκτήθηκαν απ’ την ελληνική Energean αναμένονται οι μελέτες σχεδιασμού και ανάπτυξης για να αρχίσει η παραγωγή το 2020.
Στη χώρα των Φαραώ, η επιτάχυνση των διαδικασιών ανάπτυξης του Ζohr, οι νέες ανακαλύψεις στην περιοχή του Νείλου αλλά και οι ακόμα μεγαλύτερες μελλοντικές προσδοκίες για την ανεύρεση σημαντικών ενεργειακών κοιτασμάτων, θα καταστήσουν τη χώρα εξαγωγέα αερίου μέχρι το 2020. Αξίζει να σημειωθεί, ότι η Ρωσία θα έχει παρουσία και στην Αίγυπτο, μέσω της εξαγοράς του 30% των δικαιωμάτων του Zohr απ’ την Rosneft. Στον Λίβανο, οι διαδικασίες για την οργάνωση του πρώτου γύρου αδειοδοτήσεων έχουν ξεκινήσει, όμως η πολιτική ένταση με το Ισραήλ αυξάνεται ξανά εξαιτίας της ύπαρξης διαφιλονικούμενων θαλασσίων ζωνών.
Η Κύπρος, εν μέσω των συζητήσεων για το Κυπριακό και τις απειλές της Τουρκίας σε περίπτωση που συνεχιστούν οι έρευνες υδρογονανθράκων, υπογράφει επίσημα συμφωνίες με ξένες εταιρείες για την έρευνα και εκμετάλλευση στα οικόπεδα 6 (Εni-Total), 8 (Eni) και 10 (ExxonMobil-Qatar Petroleum), ενώ το προσεχές διάστημα θα αρχίσουν οι έρευνες και στο οικόπεδο 11, για το οποίο υπάρχουν μεγάλες προσδοκίες λόγω της γεωγραφικής του συγγένειας με το Ζohr της Αιγύπτου.
Τέλος, κινητικότητα παρουσιάζεται και στην Ελλάδα, καθώς έχει εκφραστεί ενδιαφέρον για συνεργασία με τα ΕΛΠΕ από οκτώ ξένες εταιρείες (όπως η Total, η Shell, η Repsol κ.α.) για τις περιοχές Άρτας-Πρέβεζας και Βορειοδυτικής Πελοποννήσου, ενώ προγραμματίζονται και σεισμικές έρευνες για τα οικόπεδα 2 (βορειοδυτικά της Κέρκυρας) και 10 (Κυπαρισσιακός Κόλπος). Ανάλογες έρευνες αναμένεται να πραγματοποιηθούν νοτίως της Κέρκυρας, στο νότιο Κρητικό και στο Θρακικό Πέλαγος, ενώ η ισπανική Repsol αγόρασε και το 60% των παραχωρήσεων έρευνας υδρογονανθράκων από την Energean για τα Ιωάννινα και την Αιτωλοακαρνανία.
Tα δεδομένα των αγορών και η ανάγκη για ρεαλιστικές και προσαρμοστικές λύσειςΣύμφωνα με τις προβλέψεις της BP, η ευρωπαϊκή ζήτηση αερίου θα αυξάνεται μόνο κατά 0,7% ανά έτος για την επόμενη 20 ετία, εξαιτίας της χρήσης φθηνού άνθρακα, της επέκτασης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας αλλά και της αύξησης της ενεργειακής αποδοτικότητας. Παράλληλα, οι ανάγκες για εισαγωγές αερίου θα φθάσουν στο 80% το 2035, καθώς τα ευρωπαϊκά κοιτάσματα αερίου θα αρχίσουν να εξαντλούνται. Αυτό σημαίνει, ότι θεωρητικά οι αγορές ενέργειας είναι ανοικτές σε ευκαιρίες. Όμως, οι χώρες της Ανατολικής Μεσογείου θα έχουν μελλοντικά να αντιμετωπίσουν έντονο ανταγωνισμό τόσο απ’ την Ρωσία, που θα εξακολουθήσει να είναι ο φθηνότερος προμηθευτής στην Ευρώπη και θα θελήσει να επεκτείνει το δίκτυο αγωγών της, όσο και απ’ τις ΗΠΑ που επιθυμούν να προωθήσουν στις παγκόσμιες αγορές το σχιστολιθικό τους αέριο.
Οι Ευρωπαίοι δείχνουν, εν τοις πράγμασι, να προτιμούν κυρίως την φθηνή και αδιάλειπτη παροχή αερίου σε σχέση με τη διαφοροποίηση των πηγών. Αυτό σημαίνει ότι το κυπριακό και το ελληνικό αέριο, θα πρέπει να προσφερθούν μελλοντικά σε ανταγωνιστικές τιμές. Οι καθυστερήσεις στις διαδικασίες ανάθεσης και ανάπτυξης των κοιτασμάτων, αλλά και η αδυναμία επίτευξης συνεργειών που θα προσδώσουν οικονομίες κλίμακας, θα είναι καταδικαστικές για το ενεργειακό μέλλον των δύο χωρών, καθώς υπάρχει ο κίνδυνος τα κοιτάσματα να μείνουν αναξιοποίητα για δεκαετίες, έως ότου οι τιμές της αγοράς κάνουν ξανά πρόσφορη την εκμετάλλευσή τους. Αυτό που θα πρέπει να αποτελέσει άμεση προτεραιότητα, είναι η ικανοποίηση των εγχώριων αναγκών ώστε να μειωθεί το κόστος για τα νοικοκυριά και τη βιομηχανία και να εξοικονομηθούν κρατικοί πόροι.
Τις επόμενες 2-3 δεκαετίες, οι παγκόσμιες αγοράς ενέργειας προβλέπεται να έχουν άφθονη ενέργεια και συνεπώς είναι δύσκολο να παρατηρήσουμε υπερβολικές αυξήσεις των τιμών του αερίου. Συνεπώς, η αισιοδοξία που δημιουργείται από συμπράξεις όπως αυτές που αφορούν τον αγωγό EastMed, πρέπει να συνοδεύεται από την απαραίτητη ευελιξία και μετριοπάθεια που υπαγορεύουν τα δεδομένα της διεθνούς αγοράς ενέργειας.
*Ο Μιχάλης Διακαντώνης είναι οικονομολόγος, με μεταπτυχιακές σπουδές στις διεθνείς σχέσεις και συντονιστής έρευνας στον Τομέα Ρωσίας, Ευρασίας και Νοτιο-ανατολικής Ευρώπης (ΤΟ.ΡΕ.ΝΕ.) του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων
πηγή