Λυγερός Σταύρος
Έχουμε εγκαίρως και επανειλημμένως προειδοποιήσει ότι η τουρκική επιθετικότητα έχει “ανεβεί πίστα”. Το γεγονός συνιστά μία ειδοποιό διαφορά σε σύγκριση με τους παραδοσιακούς όρους της ελληνοτουρκικής διένεξης, όπως τη βιώσαμε από τη μεταπολίτευση. Κατ’ επέκταση αλλάζει ποιοτικά την έννοια της τουρκικής απειλής, αλλά δεν έχει αλλάξει το αντίστοιχο δόγμα, με το οποίο πορεύεται η Ελλάς.
Τα σημάδια είναι πολλά για να τα αγνοήσουμε. Στην κυπριακή ΑΟΖ, η Άγκυρα άρχισε με παράνομες σεισμικές έρευνες. Στη συνέχεια πραγματοποίησε παράνομη γεώτρηση σε θαλάσσια περιοχή που δεν είχε παραχωρηθεί προς εκμετάλλευση και μετά πραγματοποίησε γεωτρήσεις και σε θαλάσσια οικόπεδα παραχωρημένα σε δυτικές πετρελαϊκές εταιρείες. Αργότερα, επιχείρησε να παραβιάσει ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα στην Ανατολική Μεσόγειο, πάντα με τον ισχυρισμό ότι τα νησιά δεν δικαιούνται υφαλοκρηπίδα-ΑΟΖ. Με τον ίδιο ισχυρισμό συνήψε το φθινόπωρο 2019 το περιβόητο τουρκολιβυκό Μνημόνιο. Όλες αυτές οι ενέργειες πηγάζουν από το δόγμα της “Γαλάζιας Πατρίδας”.
Τον Μάρτιο 2020 επιχείρησε την υβριδική εισβολή στον Έβρο με όργανο παράνομους μετανάστες και το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς παραβίασε ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα, πραγματοποιώντας σεισμικές έρευνες με το Oruc Reis νότια του Καστελλορίζου. Στη συνέχεια, ο Ερντογάν μετέτρεψε την Αγία Σοφία σε τζαμί και ανέβασε ψηλά στην ατζέντα την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών. Μέχρι πρότινος αμφισβητούσε την ελληνική κυριαρχία στις νησίδες με βάση τη θεωρία περί “γκρίζων ζωνών”. Τον τελευταίο ενάμιση σχεδόν χρόνο αμφισβητεί την ελληνική κυριαρχία και στα μεγάλα νησιά του ανατολικού Αιγαίου με το πρόσχημα ότι είναι παρανόμως στρατιωτικοποιημένα.
Η κλιμάκωση κατέστη δυνατή, ακριβώς επειδή όλο το προηγούμενο διάστημα κανείς δεν ήγειρε εμπόδια. Η Κυπριακή Δημοκρατία είναι αδύναμη, αλλά και η ισχυρή Ελλάς απέφυγε να προασπίσει τα κυριαρχικά της δικαιώματα. Κάποιες διπλωματικές αντιδράσεις εκ μέρους της Δύσης κι ορισμένες ανώδυνες κυρώσεις της ΕΕ δεν ήταν, βεβαίως, ικανές να αναχαιτίσουν τον Ερντογάν. Είναι αληθές ότι η Άγκυρα έχει με τις πολιτικές της προκαλέσει –περισσότερη ή λιγότερη– δυσαρέσκεια και στη Δύση και στα κράτη της Ανατολικής Μεσογείου.
Αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει πολλά, αφού οι θιγόμενοι (Έλληνες) και οι δυσφορούντες (Ισραηλινοί, Αιγύπτιοι, αλλά και Αμερικανοί και Ευρωπαίοι, κυρίως Γάλλοι) δεν ήταν διατεθειμένοι να χρησιμοποιήσουν ανάλογα μέσα για να σταματήσουν την τουρκική επεκτατική αυθαιρεσία. Όσο, λοιπόν, οι υπόλοιποι παίκτες (και η Ελλάς) είναι καθηλωμένοι στο διπλωματικό επίπεδο, ο Ερντογάν, χρησιμοποιώντας το στρατιωτικό εργαλείο, κέρδιζε πόντους, δημιουργώντας τετελεσμένα. Η αλυσίδα μετράει ήδη αρκετούς κρίκους.
Μιλάει με πράξεις
Η αποφασιστικότητα του Τούρκου προέδρου να μιλάει με πράξεις, χρησιμοποιώντας και το στρατιωτικό εργαλείο, κι όχι μόνο με λόγια, ήταν αυτό που του έδινε τακτικό πλεονέκτημα έναντι όλων. Στη βόρεια Συρία έχει εδραιώσει τρεις ζώνες κατοχής και τώρα προετοιμάζεται για νέα επιχείρηση. Στη Λιβύη κατάφερε με την αποστολή όπλων και τζιχαντιστών να σταθεροποιήσει την υπό κατάρρευση τότε κυβέρνηση της Τρίπολης και σήμερα ασκεί αποφασιστική επιρροή. Στη Διάσκεψη που οργανώνει η Ιταλία, η Τουρκία βεβαίως προσεκλήθη, ενώ η Ελλάς όχι. Η έμμεση πλην σαφής στρατιωτική παρέμβαση στον πόλεμο του Ναγκόρνο Καραμπάχ έδωσε τη νίκη στους Αζέρους, εκτοξεύοντας το κύρος της Τουρκίας.
Μπορεί οι Δυτικοί να υπονόμευσαν την τουρκική λίρα, προκαλώντας μεγάλη νομισματική και κατ’ επέκταση οικονομική κρίση στην Τουρκία, αλλά στο πολιτικό-διπλωματικό επίπεδο αποφεύγουν επιμελώς να τραβήξουν το σκοινί. Αυτό ισχύει και τώρα που η Άγκυρα εμποδίζει την ένταξη της Φινλανδίας και Σουηδίας στο ΝΑΤΟ. Οι Δυτικοί έλαβαν κάποια μέτρα, αλλά ουσιαστικά έχουν εναποθέσει όλες τους τις ελπίδες στο σενάριο ο Ερντογάν να χάσει τις εκλογές το 2023. Θεωρούν ότι με νέο πρόεδρο η Τουρκία θα επιστρέψει στο “δυτικό μαντρί”.
Το εάν ο Ερντογάν θα εγκαταλείψει την εξουσία είναι ένα ερώτημα που θα απαντηθεί στην πράξη σ’ ένα χρόνο από τώρα. Αλλά ακόμα κι αν βγει από το παιχνίδι είναι αμφίβολο εάν η Τουρκία θα ξαναγίνει αυτό που ήταν το 2002, όταν κέρδισαν τις εκλογές οι νεοοθωμανοί. Αυτή η προσδοκία των Δυτικών υποτιμά τις βαθιές αλλαγές που έχουν συντελεστεί την τελευταία 20ετία στην γειτονική μας χώρα, αλλά αυτό είναι ένα άλλο θέμα.
Οι τέσσερις κινήσεις της Αθήνας
Η κλιμάκωση της τουρκικής επεκτατικής πίεσης υποχρέωσε την Αθήνα να προβεί σε ορισμένες κινήσεις:
- Πρώτον, η κυβέρνηση Τσίπρα και κυρίως η κυβέρνηση Μητσοτάκη δρομολόγησε σημαντικά εξοπλιστικά προγράμματα, με στόχο την αναβάθμιση του αξιόμαχου των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων.
- Δεύτερον, με όχημα την αγορά των φρεγατών Belhara και των μαχητικών Rafale, η κυβέρνηση Μητσοτάκη συνήψε το Σύμφωνο Αμοιβαίας Αμυντικής Συνδρομής με τη Γαλλία, το οποίο προβλέπει γαλλική στρατιωτική επέμβαση στο πλευρό της Ελλάδας σε περίπτωση σύρραξης με την Τουρκία.
- Τρίτον, η κυβέρνηση Μητσοτάκη έδωσε τα πάντα στις ΗΠΑ, ελπίζοντας ότι οι Αμερικανοί θα αποτρέψουν έναν τουρκικό στρατιωτικό τυχοδιωκτισμό ή θα παρέμβουν εγκαίρως για να τον σταματήσουν.
- Τέταρτον, Την τελευταία δεκαετία καλλιεργήθηκαν οι τριγωνικές συνεργασίες Ελλάς-Κύπρος-Ισραήλ και Ελλάς-Κύπρος-Αίγυπτος στην Ανατολική Μεσόγειο, οι οποίες στη συνέχεια επεκτάθηκαν και σε συνεργασίες με τα Εμιράτα και τη Σαουδική Αραβία. Κοινός ανομολόγητος παρονομαστής αυτών των συνεργασιών ήταν το αντιτουρκικό πρόσημο. Για τους δικούς της λόγους η κάθε χώρα ήθελε να ανασχέσει τις τουρκικές δραστηριότητες στην ευρύτερη περιοχή. Ενώ οι συνεργασίες φαινόταν μέχρι ένα χρονικό σημείο ότι θα απομόνωναν γεωπολιτικά την Τουρκία, για να αντιστρέψει αυτή την τάση το καθεστώς Ερντογάν έκανε στροφή και πραγματοποίησε τολμηρά ανοίγματα προς το Ισραήλ και τις προαναφερθείσες αραβικές χώρες. Ανοίγματα που περισσότερο ή λιγότερο βρήκαν ανταπόκριση, με αποτέλεσμα την υποβάθμιση των συνεργασιών με την Ελλάδα.
Το προαναφερθέν δόγμα εξηγεί γιατί η Αθήνα δεν επεκτείνει τα χωρικά ύδατα στα 12 μίλια, γιατί δεν ανακηρύσσει ΑΟΖ, γιατί δεν καταθέτει συντεταγμένες, γιατί ούτε καν κλείνει τους κόλπους με ευθείες γραμμές βάσης. Το δόγμα αυτό εξέφρασε –με άλλα λόγια– ο υπουργός Εξωτερικών Δένδιας σε συνέντευξή του (Real FM 6-5-2020), δηλώνοντας ότι η Ελλάδα δεν θα ακολουθήσει την Τουρκία στην κλιμάκωση. «Δεν πρόκειται να πάμε σε στρατιωτικοποίηση της κρίσης με την Τουρκία. Είναι η παγίδα, την οποία η Τουρκία στήνει για την Ελλάδα: να περάσουμε από το στάδιο του δικαίου στο στάδιο των ενεργειών αυτής τη μορφής. Η στρατιωτικοποίηση των διαφορών με την Τουρκία δεν θα οδηγήσει σε επίλυση, θα οδηγήσει σε επιδείνωση».
Στην πραγματικότητα, η Ελλάς όχι μόνο δεν στρατιωτικοποιεί τα ελληνοτουρκικά προβλήματα, αλλά και εξαντλεί κάθε περιθώριο για να κρατάει χαμηλά τη θερμοκρασία στις διμερείς σχέσεις. Αυτό επιχείρησε και ο Μητσοτάκης με την προ καιρού συνάντησή του με τον Ερντογάν στην Κωνσταντινούπολη. Όπως αποδεικνύεται από τα γεγονότα, όμως, δεν αρκεί η βούληση της μίας πλευράς και ούτε μπορεί η Ελλάδα να περιορίζεται στην άσκηση προσωπικής διπλωματίας από τον πρωθυπουργό της.
Τί θα πράξει η Ελλάς εάν…
Ας επιστρέψουμε, όμως, στο κρίσιμο ερώτημα: Τί θα πράξει εάν τουρκικό ερευνητικό σκάφος, συνοδευόμενο από φρεγάτες, πραγματοποιήσει σεισμικές έρευνες έξω από τα χωρικά ύδατα π.χ. της Καρπάθου ή της Κρήτης; Ισχύει η δήλωση Γεραπετρίτη ότι η κόκκινη γραμμή είναι στα έξι μίλια των χωρικών υδάτων; Τί θα πράξει η Ελλάς εάν η Τουρκία πραγματοποιήσει και γεώτρηση σε σημείο της δυνάμει (δεν υπάρχει συμφωνία οριοθέτησης) ελληνικής υφαλοκρηπίδας-ΑΟΖ; Τί θα πράξει εάν η Τουρκία πυκνώσει τις υπερπτήσεις πάνω και από τα μεγάλα νησιά του ανατολικού Αιγαίου; Τί θα πράξει εάν τουρκικά πολεμικά επιχειρήσουν να αποκλείσουν την πρόσβαση ελληνικών πλοίων σε κάποιο νησί;
Θα μπορούσα να συνεχίσω, προσθέτοντας κι άλλα ερωτήματα, αλλά δεν έχει νόημα. Μέχρι τώρα, η Ελλάς έχει αντιδράσει με διαβήματα (οι Τούρκοι τα πετούν στο καλάθι των αχρήστων), με κινητοποίηση του στόλου, αλλά με σαφή εντολή να μην εμπλακεί ακόμα κι όταν οι Τούρκοι παραβιάζουν ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα και βεβαίως με παραστάσεις στην ΕΕ. Οι προσδοκίες της Αθήνας για την επιβολή κάποιων ευρωπαϊκών κυρώσεων στην Τουρκία, όμως, αποδείχθηκαν φρούδες ελπίδες.
Το κρίσιμο ερώτημα είναι απλό: Η πολιτική της Αθήνας κατευνάζει ή παροξύνει την τουρκική επιθετικότητα; Την απάντηση δίνουν τα γεγονότα, αλλά και ο ίδιος ο Δένδιας, ο οποίος έχει ομολογήσει το προφανές, ότι η Άγκυρα συνεχώς κλιμακώνει. Τα μικρά τουρκικά τετελεσμένα ενισχύουν την εκτίμηση της τουρκικής πλευράς πως όσο πιέζει τόσο θα κερδίζει πόντους στον ιδιότυπο αυτό “πόλεμο θέσεων”, στριμώχνοντας ολοένα και περισσότερο την Ελλάδα.
Η κατάσταση αυτή όχι μόνο εξασφαλίζει στον Ερντογάν την πρωτοβουλία των κινήσεων, αλλά και του τροφοδοτεί την αλαζονεία. Δεδομένης και της προσωπικής πολιτικής σκοπιμότητας, λόγω των –κρίσιμων για την παραμονή του στην εξουσία– εκλογών του 2023, το ενδεχόμενο ενός τουρκικού τυχοδιωκτισμού καθίσταται ολοένα και πιθανότερο, χωρίς, βεβαίως, να είναι σίγουρο. Ο “σουλτάνος”, πάντως, συμπεριφέρεται σαν χείμαρρος, που είναι ασαφές εάν ξέρει πότε να σταματήσει. Είναι ακριβώς αυτό που έχει αλλάξει ποιοτικά τον χαρακτήρα της τουρκικής απειλής και ως εκ τούτου θέτει επί τάπητος το κρίσιμο ερώτημα, εάν ο Ερντογάν το πάει, ή με τις κινήσεις του μπορεί να καταλήξει σε κάποιας μορφής σύγκρουση.
Δημοσίευση σχολίου