Bloomberg
Όταν ο Γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ, δήλωσε οτι οι επιθέσεις της Παρασκευής στο Παρίσι ήταν μια "πράξη πολέμου", ακολουθούσε το σενάριο του Μπους στον απόηχο των επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου. Επικαλέστηκε τη ρητορική του πολέμου για να περιγράψει μια τρομοκρατική επίθεση στέλνοντας ενα μήνυμα σοβαρότητας και οργής.
Αλλά όπως δείχνουν οι πολέμοι των ΗΠΑ μετα τις 11/9 , δεν είναι πάντα σοφό να ανυψώνει κανείς μια τρομοκρατική ομάδα στο επίπεδο της κυριαρχικής οντότητας δίνοντα της ετσι την εξουσία του πολέμου.
Αυτό ήταν λάθος σε σχέση με την Αλ Κάιντα, αλλά ειναι μεγαλύτερο λάθος, όταν πρόκειται για το ισλαμικό κράτος, του οποίου η κύρια επιδίωξη ειναι η δημιουργία κράτους. Λέγοντας ότι το Ισλαμικό Κράτος βρίσκεται σε πόλεμο με τη Γαλλία, ο Ολάντ άθελά του δίνει στην οργάνωση το διεθνές κύρος που επιδιώκει.
Οι συνέπειες της δήλωσης του Ολάντ κάνουν καλό στις δημόσιες σχέσεις της τρομοκρατικής οργάνωσης, η οποία αγωνίζεται να παραμείνει στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων και να αποκτήσει αρκετούς οπάδους για τον εδαφικό έλεγχο που θέλει.
Ένας αρχηγός κράτους ο οποίος δηλώνει οτι η χώρα του ειναι σε κατάσταση πολέμου πρέπει να έχει μια αξιόπιστη απάντηση στο μυαλό του.
Η κατάλληλη απάντηση εξαρτάται από το αν η κατάσταση του πολέμου ερμηνεύεται νομικά ή μεταφορικά. Η νομική οπτική είναι αρκετά σημαντική. Σύμφωνα με το άρθρο 5 της Συνθήκης του ΝΑΤΟ στην Ουάσιγκτον, μια πράξη πολέμου εκτός ΝΑΤΟ εναντίον ενός από τα κράτη μέλη συνεπάγεται υποστήριξη απο τα άλλα μέλη.
Οι επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου σηματοδότησαν την πρώτη φορά που έγινε επίκληση του άρθρου 5. Αυτό απαίτησε απο όλα τα μέλη του ΝΑΤΟ να υποστηρίξουν τον πόλεμο των ΗΠΑ κατά της αλ-Κάιντα. (Σχετικά με το Ιράκ, πολλά μέλη του ΝΑΤΟ περίφημα εμπόδισαν, το σκεπτικό ηταν ότι δεν υπήρχε καμία απόδειξη οτι η τρομοκρατική επίθεση ειχε να κάνει με τον Σαντάμ Χουσεΐν.)
Αν η Γαλλία επικαλεστεί το άρθρο 5, τα μέλη του ΝΑΤΟ θα είναι υποχρεωμένα να την υποστηρίξουν σε έναν πόλεμο κατά του ισλαμικού κράτους. Ωστόσο, το προβλημα στην νομική πτυχή αυτής της θέσης είναι ότι η Γαλλία βομβαρδίζει το Ισλαμικό Κράτος στη Συρία από τα τέλη Σεπτεμβρίου και οι επιθέσεις της κατα της οργάνωσης στο Ιράκ ειναι περσινά ξινά σταφύλια.
Με άλλα λόγια, η Γαλλία είναι ήδη σε πόλεμο με το Ισλαμικό Κράτος. Οι επιθέσεις στο Παρίσι δεν είναι το πρωτο περιστατικό. Είναι, στην καλύτερη περίπτωση, η απάντηση του Ισλαμικού Κράτους στις γαλλικές επιθέσεις που αυξηθηκαν μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις κατα της εφημερίδας Charlie Hebdo και της εβραϊκής αγοράς τον Ιανουάριο.
Ως αποτέλεσμα, λαμβάνοντας υπόψη μας οτι οι πρόσφατες τρομοκρατικές επιθέσεις είναι πράξη πολέμου δεν αλλάζει η βασική νομική κατάσταση μεταξύ της Γαλλίας και του Ισλαμικού Κράτους. Η εφημερίδα Le Parisien είχε ως τίτλο, "Cette fois, c'est la guerre" - ". Αυτή τη φορά, ειναι πόλεμος" Αλλά οποιαδήποτε και να ειναι η γαλλική δημόσια αντίληψη, η Γαλλία ειναι ήδη σε πόλεμο.
Αυτό μας αφήνει με την μεταφορική έννοια του πολέμου. Εδώ είναι χρήσιμο να επανεξετάσουμε τις επιλογές του Ολάντ.
Λέγοντας ότι οι επιθέσεις ήταν μια πράξη πολέμου μπορει να παρακινήσει την κοινή γνώμη για μια πιο αυστηρή απάντηση από αυτη που εχει ακολουθήσει η Γαλλία μέχρι σήμερα ενάντια στο Ισλαμικό Κράτος. Επειδή η Γαλλία έχει ήδη λάβει μέρος σε βομβαρδισμούς, αυτό θα σήμαινε ότι θα μπορούσε να εντείνει σημαντικά τη συμμετοχή της στις αεροπορικές επιδρομές - ή την εισαγωγή των γαλλικών χερσαίων δυνάμεων.
Ειναι σίγουρο, οτι ο πόλεμος ενάντια στον Ισλαμικό Κράτος είναι σχεδόν βέβαιο ότι δεν μπορεί να λήξει χωρίς χερσαία στρατεύματα.
Η αξιοσημείωτη μακροβιότητα της οργανωσης οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι καμία περιφερειακή δύναμη δεν ειναι διαθέσιμη να διαθέσει χερσαίες δυνάμεις.
Οι Κούρδοι αντάρτες που υποστηρίζονται απο τις Δυτικές Δυνάμεις και οι Ιρανοί σιιτες πολιτοφύλακες στο Ιράκ ειναι τα μόνα στρατέυματα που εχουν πετύχει κατι ενάντια στο Ισλαμικό Κράτος, εκτος αν λάβουμε υπόψη μας τις συριακές δυνάμεις που υποστηρίζονται απο τη Ρωσία.
Τα γαλλικά χερσαία στρατεύματα, ειναι η μόνη επιλογή του Ολάντ, ωστόσο ειναι μάλλον απίθανο, οσο θυμωμένος και αν ειναι ο γαλλικός λαός, να στείλει στρατεύματα η Γαλλία.
Η στρατηγική λογική για την παρακράτηση χερσαίων δυνάμεων δεν έχει αλλάξει. Οι ΗΠΑ δεν θα παράσχουν οποιαδήποτε χερσαία βοήθεια εξαιτίας του λαϊκου σκεπτικισμού μετά το Αφγανιστάν και το Ιράκ. Και αν οι ΗΠΑ δεν είναι διατεθειμένες να δεσμεύσουν στρατεύματα, τότε κανένας άλλος δεν πρόκειται να το κάνει, από τη Σαουδική Αραβία στην Ιορδανία, στην, Γαλλία.
Αυτό αφήνει τον Ολάντ χωρίς καμία άλλη στρατιωτική επιλογή, παρα μόνο την άυξηση σε αεροπορικές επιδρομές. Δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα μ’αυτο, αλλά δείχνει οτι η δήλωσή του ειναι τουλάχιστον προβληματική. Αν το Ισλαμικό Κράτος έχει δεσμευτεί πραγματικά με μια πράξη πολέμου εναντίον της Γαλλίας, δεν θα πρέπει η Γαλλία να κάνει περισσότερα από το να στείλει μερικά αεροπλάνα;
Πιο συγκεκριμένα, ο Ολάντ πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι, με την αναγνώριση πολέμου εναντίον της Γαλλίας, ο ίδιος αναγνωρίζει έναν πόλεμο που η Γαλλία δεν μπορεί να κερδίσει, τουλάχιστον σε βραχυπρόθεσμη και μεσοπρόθεσμη βάση.
Περισσότερες αεροπορικές επιθέσεις δεν θα νικήσουν το Ισλαμικό Κράτος. Έτσι, η μεταφορική έννοια της φράσης "πράξη πολέμου" βάζει τη Γαλλία σε μειονεκτική θέση: Είναι σε πόλεμο με έναν εχθρό, αλλά της λείπει η πολιτική βούληση ή η στρατιωτική ικανότητα για να νικήσει αυτό τον εχθρό. Το καλύτερο που μπορούμε να ελπίζουμε είναι να υποβαθμίσει τις ικανότητες του εχθρού. Ωστόσο, δεδομένου ότι ο εχθρός δεν είναι καν κράτος, η αποτυχία να κερδίσει στην πραγματικότητα μοιάζει με ήττα.
Αν και επώδυνο, ο Ολάντ θα έπρεπε να καταγγείλει τους τρομοκράτες ως δολοφόνους, ανάξιους για μια πολεμική αναμέτρηση ενάντια στην μεγάλη δημοκρατία της Γαλλίας. Θα έπρεπε να ειχε πει οτι η Γαλλία δε θα επέτρεπε ποτέ σε μια χουφτα ιδεολόγων που σκοτώνουν αμαχους, να της υπαγορεύει την εξωτερική της πολιτική.
Αν το ειχε κανει αυτο και ο πρόεδρος Μπους τότε αυτο θα ειχε ως συνέπεια μια πιο ήρεμη και ορθολογική προσέγγιση στους πολέμους στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ.
Ηθικά μιλώντας, μια τρομοκρατική επίθεση μπορεί να είναι όσο κακή όσο μια πράξη πολέμου. Αλλά στην πράξη, οι δύο είναι πολύ διαφορετικές - και ειναι καλό για την εξωτερική πολιτική να διατηρούμε την διαφορά αναμεσα στα δύο.
πηγή
Δημοσίευση σχολίου