Πομάκοι 1878: Διαδηλώνουν με ελληνική σημαία!
Γράφει ο Παντελής Στεφ. Αθανασιάδης
Η ιστορία των εξεγέρσεων στη Θράκη, είναι εν πολλοίς αδιερεύνητη ιστορικά. Έχει πολλές δραματικές σελίδες από τις καταπιέσεις που υπέστη ο Χριστιανικός πληθυσμός της και οι Πομάκοι, από τους Τούρκους και από τους Βούλγαρους. Στην εποχή που εξετάζουμε δηλαδή τον ΙΘ΄ αιώνα, σημειώθηκαν εξεγέρσεις των Πομάκων, τόσο εναντίον των Τούρκων, όσο καιεναντίον των Βουλγάρων.
Η μεγαλύτερη ίσως εξέγερση σημειώθηκε την άνοιξη του 1878 και προκάλεσε την ανάμειξη ακόμα και των ξένων δυνάμεων και διεθνές ενδιαφέρον. Η εξέγερση αυτή, ήδη έχει περιγραφεί μερικώς από την Καλλιόπη Μουσιοπούλου- Παπαθανάση[1]. Βασικό έγγραφο που χρησιμοποίησε, ήταν μια αναλυτική περιγραφή των συμβάντων στην ορεινή Ροδόπη, γραμμένη στις 11 Μαΐου 1878. Πολλοί Τούρκοι, από τη στιγμή της προσέγγισης των Ρώσικών στρατευμάτων, θέλοντας να αποφύγουν την εκδικητικότητα των Βουλγάρων, όσοι μάλιστα δεν μπόρεσαν να καταφύγουν στην Κωνσταντινούπολη επειδή κόπηκε η σιδηροδρομική επικοινωνία, ανέβηκαν στα απρόσιτα ορεινά χωριά της Ροδόπης. Εκεί Πομάκοι, ξεσπιτωμένοι Τούρκοι και λιποτάκτες δημιούργησαν ένα ενιαίο μέτωπο κατά των Ρώσων και Βουλγάρων. Το πρώτο πράμα που έκαναν ήταν να κλείσουν τις διαβάσεις. Αρχικά, οι αρχές κατοχής δεν έδωσαν καμιά σημασία. Όταν όμως υπεγράφη η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, οι Τούρκοι πίστεψαν στις διαβεβαιώσεις των Ρώσων ότι δεν κινδυνεύουν, δέχθηκαν τις αρχές κατοχής και μάλιστα αφοπλίσθηκαν. Όταν όμως απομακρύνθηκαν οι Ρώσοι άρχισαν οι επιθέσεις των Βουλγάρων. Μόλις έμαθαν όσοι βρίσκονταν ψηλά στα ορεινά τι έπαθαν οι Τούρκοι που δήλωσαν υποταγή, αμέσως αποφάσισαν να αντισταθούν με κάθε μέσον. Έκλεισαν πάλι τις διαβάσεις και τις στενωπούς της Ροδόπης και απαντούσαν με πυρά, όταν οι Ρώσοι προσπαθούσαν να περάσουν από τις εμπροσθοφυλακές τους, που πρέπει να εκτείνονταν σε μέτωπο 80 χιλμ. Στη Δράμα μάλιστα, σε μυστικές συγκεντρώσεις διακήρυξαν από τις 7 Μαρτίου, «πως προτιμώσι να τεθώσιν υπό το σκήπτρον του βασιλέως των Ελλήνων και μείνωσιν ευχαρίστως εις τας εστίας των παρά υπό τον Βούλγαρο Ηγεμόνα…»[2].
Αυτή η αντίσταση των Πομάκων της Ροδόπης εναντίον των Ρώσων και των Βουλγάρων, είχε αρχίσει πολύ νωρίς. Ο Αθανάσιος Ματάλας, υποπρόξενος της Ελλάδας στη Φιλιππούπολη, ειδοποιούσε από τις 21 Μαρτίου 1878 με αναφορά του (αρ. πρωτ. 21) ότι οι Πομάκοι που αρνήθηκαν να δεχθούν τους Ρώσους, πρόβαλαν σθεναρή αντίσταση: «Οι επί της Ροδόπης Οθωμανοί δεν υπέταγησαν εισέτι τοις Ρώσσοις. Από καιρού εις καιρό συμβαίνουν και τινές ακροβολισμοί. Επίσης τινές εξ αυτών καταβαίνουν μέχρι της πεδιάδος προς αρπαγήν ζώων και τροφών. Τα αυτά συμβαίνουσι και κατά τα μέρη Χάσκιοϊ υπό των Κιρτζαλήδων».[3]
Στις 28 Μαρτίου ο Γεννάδης από την Αδριανούπολη στέλνει και νέα έκθεση προς την Πρεσβεία της Κωνσταντινούπολης, γράφοντας: «Σήμερον έλαβον επιστολήν εξ Ορτάκιοϊ δι’ ής με πληροφορούσιν ότι τρεις Χριστιανοί κάτοικοι των επί της Ροδόπης χωρίων σταλέντες επί τούτω εις Ορτάκιοϊ ανήγγειλον ότι οι Οθωμανοί οικούντες επί της Ροδόπης περί τους τρισχιλίους συγκεντρωθέντες υπό την αρχηγίαν Οθωμανού τινός Τζιαναβαρλή καλουμένου, άλλοτε ληστάρχου, βαδίζουν προς Ορτάκιοϊ ευρισκόμενοι νυν εν τοις χωρίοις Αβράμ και Δουτλί. Εις ταύτα ο επιστέλων μοι προστίθησι ότι κατά τινα φήμην κυκλοφορούσα εκεί, το πολυάριθμον αυτό ληστρικό σώμα συνεπλάκη μετά του εν Καβάκι σταθμεύοντος Ρωσσικού αποσπάσματος εκ 400 ανδρών συγκειμένου και ανάγκασαν αυτό να τραπεί εις φυγήν».
Μέσα στην αναμπουμπούλα της εξέγερσης των Πομάκων, άρχισε να δουλεύει παρασκηνιακά και ο υποπρόξενος της Αυστροουγγαρίας στην Καβάλα, ο οποίος προσπαθούσε να πείσει τους εξεγερμένους να ζητήσουν την προσάρτηση της περιοχής στην Αυστρία και όχι στην Ελλάδα ή τη Βουλγαρία.
Το Μάρτιο επίσης εκείνου του κρίσιμου χρόνου περιόδευσε στην περιοχή Σερρών, στα πλαίσιο μιας μεγάλης περιοδείας του στη Μακεδονία ο απόστρατος συνταγματάρχης του Αγγλικού Ιππικού Synge[4], ο οποίος είχε προσληφθεί από τον διοργανωτή της Τουρκικής Αστυνομίας Μπέικερ, στην υπηρεσία των Τούρκων, αλλά δεν έπαψε να δουλεύει για τα συμφέροντα της Αγγλίας. Ήταν μάλιστα ιδιοκτήτης τσιφλικιού στην Βέροια[5]. Ο Synge στο Νευροκόπι, δηλαδή στις δυτικές παρυφές της εξέγερσης των Πομάκων, σε συγκέντρωση κατοίκων, υποσχέθηκε… Αγγλική προστασία για την περιοχή!
Στις 10 Απριλίου ο υποπρόξενος στην Καβάλα Αρ. Παπαδόπουλος πληροφορούσε τον Γεν. Πρόξενο της Θεσσαλονίκης, ότι στην περιοχή του Αχή Τσελεμπή, που απείχε 7 ώρες από την Ξάνθη, έξι μέρες νωρίτερα οι Πομάκοι που είχαν επαναστατήσει πήραν τα αποθηκευμένα όπλα των Ρώσων που τα φύλαγαν οι Βούλγαροι στο Ράικοβο, κατέλυσαν τις βουλγαρικές αρχές που είχαν εγκαταστήσει οι Ρώσοι, εγκατέστησαν δικές τους αρχές και επανέφεραν την έδρα της διοίκησης από το Τσατάκι στο Πασμακλή. Οι επαναστάτες κακοποίησαν το Βούλγαρο διοικητή και τους άλλους υπαλλήλους και μετά απέκλεισαν τις οδικές προσβάσεις από Φιλιππούπολη, Ξάνθη και Γκιουμουρτζίνα. Όπως ελέγετο τότε, την επανάσταση υποκινούσε το μυστικό Οθωμανικό Κομιτάτο της Δράμας, το οποίο εστρέφετο κατά των Βουλγάρων.
Ο τότε υπουργός Εξωτερικών Θεόδωρος Δηλιγιάννης
Παρόμοια στοιχεία για την εξέγερση της Ροδόπης, δίνει και ο υποπρόξενος στις Σέρρες Ι. Παπακωστόπουλος με έγγραφό του προς τον υπουργό Εξωτερικών Θ. Δηλιγιάννη στις 15 Απριλίου 1878[6]. Σύμφωνα με επιστολές που είχε πάρει από την περιοχή Αχή Τσελεμπή 3.000 άτομα που δεν άντεχαν τις καταπιέσεις των Βουλγάρων αναγκάσθηκαν να διαρρήξουν μια αποθήκη όπλων, να εξοπλισθούν και να καταλύσουν τη Διοικητική Επιτροπή, που απαρτίζονταν από Βούλγαρους. Ο Παπακωστόπουλος υπενθύμιζε ότι Μωαμεθανοί του Αχή Τσελεμπή που είχαν ξεσηκωθεί πάλι πριν από δύο χρόνια, δεν είχαν πειράξει τους σύνοικους Χριστιανούς.
Οι Ρώσοι αντιμετώπιζαν με αμηχανία τους επαναστάτες και δεν αποτολμούσαν επίθεση. Το γιατί, το εξηγούσε σε έγγραφό του ο πρόξενός μας στην Αδριανούπολη Ν. Γεννάδης με ημερομηνία 24 Μαίου 1878[7] στο οποίο έγραφε: «Την παρελθούσαν Κυριακήν 21 ισταμένου μηνός πολυάριθμοι Μουσουλμάνοι εκ των λεγομένων επαναστατών της Ροδόπης εισβαλόντες εις το αποκλειστικώς υφ’ Ελλήνων οικούμενον χωρίον Πλαβού τρεις ώρας απέχον της ΝΔ της Αδριανουπόλεως κειμένης και έξ ώρας από αυτής απεχούσης ελληνικής κωμοπόλεως Ορτάκιοϊ, ουκ ολίγους των κατοίκων άνδρας και γυναίκας εφόνευσαν, λεηλατήσαντες δ’ αυτό έθεσαν κατόπιν πυρ εις διάφορα μέρη και είτα απήλθον. Οι κάτοικοι του χωρίου όσοι ηδυνήθησαν να διαφύγωσι της μαχαίρας των κακούργων κετέφυγον εις Ορτάκιοϊ και άλλα πλησιόχωρα μέρη εν οικτρά καταστάσει. Ο διοικητής του εν Ορτάκιοϊ ρωσσικού στρατιωτικού αποσπάσματος, καίτοι ειδοποιηθείς περί του γεγονότος τούτου την πρωίαν της Κυριακής μόλις την εσπέραν της αυτής ημέρας εξέπεμψεν δύο λόχους πεζικού προς καταδίωξιν των κακούργων οίτινες είχον απέλθει του χωρίου πολύ προ της εκείσε αφίξεως της στρατιωτικής ταύτης δυνάμεως.
Επισκεφθείς χθες τον ενταύθα γεν. διοικητήν στρατηγόν Βελιαμίνωφ ελάλησα αυτώ περί του συμβάντος αυτού, αλλ’ ούτος ηγνόει ή τουλάχιστον προσεποιήθη ότι ηγνόει αυτό και με παρεκάλεσε να τω επαναλάβω όσας είχον λάβει πληροφορίας περί της υποθέσεως ταύτης. Περί της εξεγέρσεως δε ταύτης των Τούρκων γενικώς λαλών ώστε παρόντος και του διευθύνοντος το ενταύθα Αγγλικόν Προξενείον, όστις μεγίστην αποδίδει εις αυτήν σπουδαιότητα, ότι δεν είναι ποσώς σπουδαία και ότι ταχέως θέλει καταβληθεί. Ανεβίβασαν τινές τον αριθμόν των ανταρτών εις πεντηκοντακισχιλίους, ενώ δεν είναι πλείστοι των 4-5 χιλιάδων, εξ ών μόνον εισίν καλώς οπλισμένοι δι’ όπλων Μαρτίνη κατατετμημένοι δε εις πολλά μικρά αποσπάσματα εξηκολούθησε λέγων και επί των ορέων πλανώμενοι άνευ διευθύνσεως ουδεμία αμφιβολία ότι εντός ολίγου θέλουσι αφανισθή.
Αγνοώ κατά πόσον αι προρρήσεις αύται του στρατηγού Βελιαμίνωφ θέλουν πραγματοποιηθεί. Ότι όμως είναι αναντίρρητον και ανεξήγητον εν ταυτώ είναι ότι οι Ρώσσοι δεν έλαβον εισέτι σπουδαία μέτρα προς καταδίωξιν των τουρκικών τούτων ορδών. Εφ’ όσον οι Τούρκοι μένουσιν εν ταις επί των ορέων κατεχομέναις υπ’ αυτών θέσεσιν, οι Ρώσσοι δεν προσβάλλουσιν αυτούς, μόνον δ’ όταν πληροφορηθώσιν ότι εισέβαλον είς τι Χριστιανικόν χωρίον αποστέλλουσι λόχους τινάς προς καταδίωξιν αυτών και τούτο δ’ ως επί το πλείστον γίνεται κατόπιν εορτής. Ίσως οι Ρώσσοι φοβούνται ότι αν αποφασίσωσιν να προσβάλωσι σπουδαίως τους Τούρκους θέλουν αναγκασθή να διαθέσωσι πολλάς δυνάμεις προς κατατρόπωσιν αυτών το μεν, διότι ο αριθμός των ανταρτών θέλει ίσως εν τοιαύτη περιπτώσει αυξήσει, το δε, διότι αι θέσεις αι κατεχόμεναι υπ’ αυτών εισί λίαν οχυραί, εννοείται δ’ ότι ασύμφορον όλως θεωρούσι το να θυσιάσωσι μέρος του ικανώς προ πολλού ήδη, υπό του τύφου δεκατιζομένου στρατού αυτών και να φανώσιν εξ άλλου ασθενείς απέναντι Τουρκικού επαναστατικού όχλου.
Όπως ποτ’ αν ή το βέβαιον είναι, ως προείρηται ότι οι Ρώσσοι δεν απεφάσισαν να λάβωσι μέτρα δραστήρια προς καταστολήν της μουσουλμανικής ταύτης εξεγέρσεως».
Το συμπέρασμα που βγαίνει από το έγγραφο αυτό, είναι ότι η εξέγερση των Μουσουλμάνων της Ροδόπης ήταν ουσιαστικά ακαθοδήγητη, ενώ ο ρωσικός στρατός από την άλλη πλευρά, αποδεκατίζονταν από την επιδημία τύφου. Η επιδημία αυτή είχε πλήξει τη Θράκη, από τις αρχές Μαρτίου 1878 τουλάχιστον.
Η εξέγερση των επαναστατών της Ροδόπης έγινε θέμα και στον ελληνικό, αλλά και στον ευρωπαϊκό Τύπο. Ο «Ανατολικός Κήρυκας» της Κωνσταντινούπολης, που κυκλοφορούσε στην αγγλική γλώσσα, έγραψε το Απρίλιο και αναδημοσίευσε η «Παλιγγενεσία» των Αθηνών, ότι οι επαναστάτες ανέρχονταν σε 30.000 και πρόσθετε: «Από των ορέων του Σουλτάν Γερή προς Δ. του Διδυμοτείχου και από του Έβρου, η επανάστασις επεξετάθη προς Β. άχρι της κοιλάδος της Κρίχμας».[8] Οι εξεγερμένοι διαμαρτύρονταν κατά του νέου ρωσοβουλγαρικού πολιτικού οργανισμού της Βουλγαρικής Ηγεμονίας. Οι μέρες περνούσαν και η επανάσταση της Ροδόπης επεκτείνονταν[9]. Οι Πομάκοι επαναστάτες και οι Κιρτζαλήδες κατέβαιναν ακόμα και στην πεδιάδα της Φιλιππούπολης ο στρατιωτικός διοικητής της οποίας ζητούσε επικουρίες από την Αδριανούπολη. Πολεμική ατμόσφαιρα επικρατούσε και στο Αχή Τσελεμπή και στο Χάσκιοϊ.
Λίγες μέρες αργότερα τα πρακτορεία Χαβά και Ρώυτερ[10] μετέδωσαν από τη Φιλιππούπολη ότι οι μουσουλμάνοι επαναστάτες της Ροδόπης απηύθυναν προκήρυξη προς τους Χριστιανούς της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας και της Ηπείρου καλώντας όλους στα όπλα για υπεράσπιση «της κοινής πατρίδος κατά του κοινού εχθρού». Υπόμνημα όμως στις ευρωπαϊκές δυνάμεις δια των προξένων υπέβαλαν και οι Έλληνες της Φιλιππούπολης ζητώντας «θεραπείαν της αφορήτου καταστάσεως αυτών».
Οι «Τάιμς» του Λονδίνου έγραφαν[11]:
«… Η εν Ροδόπη στάσις επιταχύνει την ελληνοτουρκικήν συμπάθειαν. Οι πλείστοι των αγωνιζομένων είναι ουχί Πομάκοι μογγόλοι, αλλ’ εξισλαμισθέντες Έλληνες, της καυκασίας φυλής, αείποτε μνήμονες της ελληνικής αυτών καταγωγής».
Ο Ιούνιος του 1878 βρήκε τους Πομάκους να συνεχίζουν ακατάβλητοι την εξέγερσή τους.
Ο υποπρόξενος Παπαδόπουλος με νέο έγγραφό του ειδοποιούσε το υπουργείο των Εξωτερικών στις 5 Ιουνίου, ότι στο Αχή Τσελεμπή «εξακολουθούσι γενόμεναι διάφοροι αψιμαχίαι μεταξύ των επαναστατών και των Ρωσοβουλγάρων καθ’ άς οι τελευταίοι κατέλαβον τας υπό των επαναστατών καταχομένας θέσεις καταστρέψαντες άπαντας τους Οθωμανικούς στρατιωτικούς σταθμούς και πυρπολήσαντες 9 Οθωμανικά χωρία των οποίων οι κάτοικοι ανεχώρησαν άλλοι εις Γιουμουρτζίναν και άλλοι εις Ξάνθην».
Μετά από τα γεγονότα αυτά οι φανατικοί Οθωμανοί άρχισαν αν ζητούν από το Μουτασερίφη της Δράμας την αποστολή όπλων για να εξοπλισθούν οι Πομάκοι.
Στις 19 Ιουνίου με άλλο έγγραφό του αναγγέλλει την άφιξη στην περιοχή της Ξάνθης από την Κωνσταντινούπολη, του Πολωνικής καταγωγής στρατηγού Σ. Ροσέτιν, ενός Ούγγρου και άλλων δύο Πολωνών αξιωματικών που φορούσαν τουρκικές στολές. Μαζί τους ήταν και ο Άγγλος διπλωματικός υπάλληλος Κάλεν.
Στις 19 Ιουλίου έφθασε στην Καβάλα από την Κωνσταντινούπολη για μεταβεί στη Ροδόπη και να περιγράψει τα επαναστατικά γεγονότα και ο Άγγλος Ουίτικερ, πρώην εκδότης της εφημερίδας «Ανατολικός Κήρυξ» και ανταποκριτής τότε των «Τάιμς» του Λονδίνου. Ο Ουίτικερ ήταν εφοδιασμένος με συστατική επιστολή από τον Θρακικό Φιλεκπαιδευτικό Σύλλογο της Κωνσταντινούπολης. Ο Παπαδόπουλος τον εφοδίασε και αυτός με συστατική επιστολή για τον προξενικό πράκτορα της Ξάνθης Γ. Παρθενόπουλο και τους πρόκριτους της Γκιουμουρτζίνας. Στο Ιστορικό Αρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών σώθηκε ένα αντίγραφο της συστατικής επιστολής που έδωσε στον Ουίτικερ ο Θρακικός Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος, με ημερομηνία 6 Ιουνίου 1878. Υπογράφουν ο πρόεδρος Α. Βλαστός και ο Γεν. Γραμματέας Μ. Καραβοκυρός.
Στις 26 Ιουλίου σύμφωνα με αναφορά του Αρ. Παπαδόπουλου από την Καβάλα[12] ο Πολωνός στρατηγός Ροσέτιν με άλλους τρεις Άγγλους αξιωματικούς πήγε από την επαναστατημένη Ροδόπη στη Δράμα και ζήτησε από το εκεί Οθωμανικό κομιτάτο να στρατολογηθούν βασιβουζούκοι για να συνδράμουν το υπό την καθοδήγησή του κίνημα για να ενδυναμωθούν οι επαναστάτες της Ροδόπης, περιφρονώντας την παρουσία της διεθνούς επιτροπής, που είχε ήδη προωθηθεί έως το Κίρτζαλι και το Αχή Τσελεμπή ερευνώντας τι ακριβώς συμβαίνει στα βουνά ης Ροδόπης. Στις 28 Ιουλίου, ο Ροσέτιν επέστρεψε στα ορεινά της Ροδόπης, ενώ το Οθωμανικό κομιτάτο της Δράμας υπό την προεδρία του Ραχούτ Πασά αποφάσισε τη στήριξη των επαναστατών με κάθε μέσο. Ανέβαλε όμως τη λήψη απόφασης στρατολογίας βασιβουζούκων αναμένοντας την επικείμενη εγκατάσταση νέου μουτασερίφη στην περιοχή.
Την ίδια εβδομάδα κατέφθασε στο Πόρτο Λάγος με το αγγλικό ατμόπλοιο «Αντιλόπη» και προωθήθηκε στην Ξάνθη μια διεθνής εξεταστική επιτροπή, που την αποτελούσαν ανά δύο εκπρόσωποι της Αγγλίας, της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Ρωσίας, της Αυστρίας, της Ιταλίας και της Τουρκίας. Όλοι οι Ευρωπαίοι ήταν γραμματείς και ακόλουθοι από τις αντίστοιχες πρεσβείες της Κωνσταντινούπολης.
Την επόμενη μέρα άρχισαν να εξετάζουν πρόσφυγες Πομάκους που είχαν καταφύγει στην Ξάνθη. Διερευνούσαν κυρίως γιατί αυτοί έφυγαν από τις εστίες τους και οι άλλοι σήκωσαν τα όπλα εναντίον των Ρώσων και των Βουλγάρων. Οι πρόσφυγες απαντούσαν ότι «ένεκεν των απείρων φρικαλέων ωμοτήτων τας οποίας διέπραξαν κατ’ αυτών» ότι αδυνατούν να συζήσουν πλέον με τους Βουλγάρους και ότι θα κρατήσουν την επανάστασή τους «μέχρις εσχάτων όπως καταδείξωσιν τη Ευρώπη ότι ανάγκη η πατρίς αυτών της οποίας οι κάτοικοι Οθωμανοί κέκτηνται την πλειοψηφίαν απέναντι των Βουλγάρων να μη συμπεριληφθή εν τη νοτίω Βουλγαρία (Ρωμυλία).
Την ίδια έρευνα διεξήγαγαν και στην Κομοτηνή, αλλά ο Παπαδόπουλος γνωρίζοντας ότι πίσω από όλα αυτά κρυβόταν οι Άγγλοι διερωτήθηκε στην αναφορά του ποια είναι η ωφελιμότητα αυτής της έρευνας, αφού στη συνέχεια επρόκειτο να εξετασθούν και Βούλγαροι που ήταν βέβαιο, πως θα φόρτωναν στους Πομάκους όλα τα εγκλήματα. Ο ίδιος έδινε την απάντηση ότι πίσω από όλα αυτά ήταν η Αγγλία, η οποία με την αποστολή της εξεταστικής επιτροπής, ικανοποιούσε βασικά την «προσφιλή» της Τουρκία.
Η εξέγερση των Πομάκων συνέχιζε να υφίσταται όσο οι Ρώσοι δεν τολμούσαν να εκστρατεύσουν στη ορεινή Ροδόπη για να την καταστείλουν,
Από την Αδριανούπολη, ο πρόξενος Ν. Γεννάδης, με αναφορά του στις 2 Αυγούστου 1878 γνωστοποιούσε στο υπουργείο των Εξωτερικών τα αποτελέσματα των ερευνών της διεθνούς εξεταστικής επιτροπής.
«Την παρελθούσα Κυριακή επανήλθον ενταύθα εκ Ροδόπης τα μέλη της διεθνούς επιτροπής εις ήν ανετέθη η εξέτασις των εκεί πραγμάτων. Το αποτέλεσμα της εργασίας αυτής, ως επληροφορήθην, συνοψίζεται εις τα εξής: Εβεβαιώθη υπ’ αυτής ότι άπαντα εν γένει τα επί της Ροδόπης Μουσουλμανικά χωρία κατεστράφησαν, κατά μεν τα καταθέσεις των Οθωμανών υπό του Ρωσσικού στρατού, κατά δε τα διαβεβαιώσεις αυτών υπό Βουλγάρων και κατά την γνώμην των μελών της επιτροπής υπό της Βουλγαρικής λεγεώνος κυρίως, ήν θεωρούσιν ανήκουσα καθ’ ολοκληρίαν εις τον Ρωσσικόν στρατόν, αφ’ ής στιγμής είχε τεθεί αύτη υπό τας διαταγάς του γενικού Ρωσσικού στρατηγείου. Ότι 150 περίπου χιλιάδες Μουσουλμάνων ανδρών, γυναικών και παίδων ενδιαιτώνται εντός των δασών και αποκρήμνων ορέων μυρίας κακουχίας και στερήσεις υφιστάμενοι. Ότι τριακοντακισχίλιοι περίπου εισίν οι επί της Ροδόπης ενδιαιτώμενοι ένοπλοι Τούρκοι υπό την αρχηγίαν ενός Άγγλου Σαιν Κλαιρ καλουμένου και εις ού το επιτελείον ευρίσκονται και έτεροι Ευρωπαίοι προ πάντων Άγγλοι και ότι καθ’ ά είπον τη διεθνεί επιτροπή εξετασθέντες υπ’ αυτής δεν σκοπεύουν επ’ ουδενί λόγω να καταθέσωσι τα όπλα πριν ή ίδωσι Τουρκικάς αρχάς εγκαθισταμένας εν τη επαρχία των, ήν ουδέποτε ανεχθήσονται να ίδωσιν διοικουμένην υπό απίστων. Εκ των γενομένων υπό της Διεθνούς Επιτροπής παρατηρήσεων και εξετάσεων απεδείχθη προσέτι ότι ουκ ολίγαι βοήθειαι εις τροφάς και πολεμοφόδια αποστέλλονται τοις αντάρταις εκ του εξωτερικού, ιδίως δε εξ Αγγλίας, ότι τα επαναστατικά αυτά στίφη εισίν καλώς διοργανωμένα, ότι κατέχουσι πολλά και λίαν οχυράς θέσεις και ότι επομένως δυσχερώς λίαν καταβληθήσεται η ανταρσία αυτή.
Εντεύθεν η διεθνής επιτροπή ανεχώρησε χθες μεταβάσα εις Ορτάκιοϊ ίνα ενεργήσει τας δεούσας εξετάσεις προς βεβαίωσιν των υπό των ανταρτών γενομένην καταστροφήν Χριστιανικών και ιδίως υπό Ελλήνων οικουμένων χωρίων, αίτινες εισίν ουκ ολίγαι.
Εκ των εκτεθέντων γίνεται δήλον ότι το της Ροδόπης ζήτημα δεν είναι τόσον ασήμαντον και απλόν όσον οι Ρώσσοι προσεπάθησαν και προσπαθούσιν πάντοτε να αναπαραστήσουν αυτό».
Στις 25 Αυγούστου από τις προξενικές αναφορές διαπιστώνουμε ότι η επανάσταση της Ροδόπης εξακολουθεί να υφίσταται «υποστηριζομένη υπό των Άγγλων και του εν Δράμα Οθωμανικού Κομιτάτου».
Ο στρατηγός Ροσέτιν, που είχε προωθηθεί στη Ροδόπη μετονομάσθηκε Τζε Μπέης.
Μια αναφορά γραμμένη σε επιστολόγραφο του γαλλικού υποπροξενείου της Καβάλας με ημερομηνία 11 Νοεμβρίου 1878, αναφέρει ότι «οι Οθωμανοί εν γένει εισίν λίαν φοβισμένοι. Ο καϊμακάμης μας έλεγεν ότι η πρόοδος των επαναστατών είναι σπουδαιότατη και ότι φοβείται μην ίδη αυτούς μετ’ ού πολύ πλησίον της Καβάλας».
Πάντως από τις 15 Σεπτεμβρίου ο πρόξενος της Θεσσαλονίκης Κ. Βατικιώτης θεωρούσε ότι οι ειδήσεις για τους επαναστατημένους Πομάκους της Ροδόπης ήταν διογκωμένες.
Οι επαναστατημένοι Πομάκοι ίδρυσαν ανεξάρτητη και αυτόνομη δημοκρατία από 21 χωριά που διατηρήθηκε έως την ένωση της Ανατολικής Ρωμυλίας με τη Βουλγαρία.[13]
ΠΟΜΑΚΟΙ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΟΘΩΜΑΝΩΝ
Η περιοχή του Αχή Τσελεμπή, βόρεια της επαρχίας της Ξάνθης είχε πληθυσμό κυρίως Πομακικό, Βουλγαρικό, Ελληνικό και Τουρκικό.
Οι καταπιέσεις των πληθυσμών της ορεινής αυτής περιοχής οδήγησαν όπως προαναφέρθηκε σε εξέγερσεις κατά του τυραννικού καθεστώτος. Μια από τις σχετικά πρώιμες εξεγέρσεις, σημειώθηκε τον Απρίλιο του 1859[14].
Η επαρχία του Αχή Τσελεμπή απείχε από την Φιλιππούπολη στην οποία υπάγονταν διοικητικά 16 ώρες. Ξεσηκώθηκε κατά των Οθωμανών λόγω των φοβερών καταπιέσεων. Οι επαναστατημένοι κάτοικοι πήραν τα όπλα και κατέλυσαν τις τοπικές αρχές. Μαζί τους και οι Πομάκοι που είχαν ασπασθεί το Μωαμεθανισμό δια της βίας.
Ο πρόξενος Α. Δόσκος από την Αδριανούπολη, στέλνει αναφορά στο Εθνικό Κέντρο με ημερομηνία 11 Απριλίου, γράφοντας:
«… Αφού δε πρώτον οι επαναστάται ούτοι πορευθέντες εις το Μεσλήσι της επαρχίας των κακομετεχειρίσθησαν τοσούτον τα μέλη Μεσλησίου ώστε τους ανάγκασαν να φύγουν από τα παράθυρα, έλαβον τον Μουδίρην και απήγαγον μεθ’ εαυτών εις τα όρη. Τον δε Καβάσην του ενταύθα γενικού Διοικητού όστις ευρίσκετο εκεί δι’ υπηρεσίαν έδειρον τοσούτον ανηλεώς ώστε ευρίσκεται εις κίνδυνον. Εμήνυσαν δε εις τον Πασσάν Φιλιππουπόλεως να μην τολμήσει να εξέλθει διότι θέλουν τον κατακερματίσει».
Ο διοικητής της Φιλιππουπόλεως θέλοντας να εκτονώσει την κατάσταση χωρίς στρατιωτική επέμβαση, έστειλε το Μουλά για να τους ρωτήσει, τι παράπονα έχουν και να τους καθησυχάσει.
Λίγες μέρες αργότερα στις 21 Απριλίου 1859 ο Δόσκος με νεώτερη αναφορά του πληροφορεί ότι ο Μουλάς κατέστειλε την εξέγερση.
«Οι κάτοικοι του Αχή- Τσελεμπή οίτινες είχον δείξει επαναστατικήν διάθεσιν καθησυχάσθησαν σχεδόν παρά του μεταβάντος εκεί Μουλά υποσχεθέντος αυτοίς ότι θέλουν διακινηθεί εν Κωνσταντινουπόλει τα παράπονά των και θέλει γίνει η δέουσα προς αυτούς θεραπεία».
Σε άλλα έγγραφα, διατυπώνεται και η υπόνοια, πως στην υποκίνηση της εξέγερσης αυτής, είχε συμμετοχή και κάποια βουλγαρική μυστική εταιρία[15].
Μια ανάλογη εξέγερση στην ίδια περιοχή, το Αχή Τσελεμπή με πρωταγωνιστές τους Οθωμανούς και τους Βούλγαρους κατοίκους έγινε και το χειμώνα του 1865, όπως προκύπτει από προξενική αναφορά της 1ης Δεκεμβρίου στην οποία αναφέρεται:
«Οι πτωχότεροι Οθωμανοί και Βούλγαροι του Αχή Τσελεμπή αρνηθέντες την απότισιν των φόρων του δεκάτου προς την Κυβέρνησιν προέβησαν και μέχρι της δι’ όπλων αντιστάσεως επιτεθέντες και κατ’ αυτών των προκρίτων…». Οι οποίοι τελικά, για να αποφύγουν την οργή των εξεγερθέντων, κατέφυγαν στο Διοικητήριο.
Πρόσθετες πληροφορίες για την εξέγερση αυτή, έστειλε προς το υπουργείο των Εξωτερικών από τη Φιλιππούπολη ο Γ. Δ. Κανακάρης, με αναφορά του στις 21 Δεκεμβρίου 1865[16]. Από το κείμενο αυτό προκύπτει ότι για να κατευνασθούν οι εξεγερθέντες εστάλη νέος υποδιοικητής και μια ειδική επιτροπή, ώστε να αποκατασταθεί η τάξη, χωρίς να χρειασθεί να προχωρήσει η κυβέρνηση σε σκληρότερα μέτρα. Ο νέος υποδιοικητής δημοσίευσε το διορισμό του και κάλεσε τους κατοίκους να επανέλθουν στις εργασίες τους «διακηρύξας ότι έχει διαταγήν του Χασάν Πασσά να παραδεχθή μίαν επιτροπήν ήν ήθελεν εκλέξει επί τούτω ο λαός και ετέραν ομοίαν εκ μέρους των προυχόντων» ώστε ενώπιόν της να παραδώσουν οι τελευταίοι τους λογαριασμούς που ζητούσαν οι εξεγερμένοι και το αποτέλεσμα της λογοδοσίας να το στείλει στον Χασάν Πασσά. Είναι καταφανές, ότι κάποιοι από τους προύχοντες έκλεβαν τη φορολογία των αγροτικών προϊόντων…
Η ζωή στη Θράκη, είχε πάντα δυσκολίες…
Δημοσίευση σχολίου