Δρ Αντώνης Λιάπης
Είναι τέλος και η άλλη, η μερίδα των ενεργών, των ελεύθερων Πομάκων που κατάφεραν να αποτινάξουν το φόβο, τα δεσμά της άγνοιας και της ιδεολογικής χειραγώγησης. Είναι αυτή που δημιουργεί, αυτή που μάχεται. Το ΚΠΕ είναι ένας προνομιακός - αλλά ευτυχώς όχι πλέον ο μοναδικός - χώρος έκφρασης της μερίδας αυτής.
Στους Πανελλήνιους Μαθητικούς Μουσικούς Αγώνες, που έγιναν υπό την αιγίδα του Υπουργείου Παιδείας από τις 17 έως τις 27 Δεκεμβρίου 1997 στο Ζάππειο Μέγαρο (Αθήνα), και ειδικότερα στην κατηγορία χορωδιών δημοτικής μουσικής, η χορωδία του Γυμνασίου Πολυσίτου Ξάνθης (αποτελούμενη στην πλειοψηφία της από Πομάκους μαθητές) υπό την διεύθυνση του Κομοτηναίου Ηλία Ιωαννάκη, κατέλαβε την πρώτη θέση με δύο πομακικά και τρία ελληνικά τραγούδια.
Όμως η τεσσαρακονταμελής χορωδία είχε βραχύ βίο, αφού όταν ξεκίνησε αποτελείτο από 70 μαθητές και μαθήτριες, ενώ την παραμονή της αναχώρησής της για την Αθήνα, πολλοί μαθητές και μαθήτριες παρέδωσαν με δάκρυα στα μάτια τις παραδοσιακές τους στολές λέγοντας ότι φοβούνται και ότι οι γονείς τους δέχθηκαν απειλές. Τους κατηγόρησαν ως προδότες, ενώ μουσουλμάνοι δάσκαλοι είπαν στα παιδιά ότι εάν πάνε στην Αθήνα θα τους αναφέρουν γραπτώς στο τουρκικό κράτος και το τουρκικό προξενείο Κομοτηνής και όταν έρθει η ώρα δεν θα μπορέσουν να σπουδάσουν μια και η Τουρκία δεν θα τους επιτρέψει ούτε καν τα σύνορά της να περάσουν. Μάλιστα σε σπίτια κοριτσιών από τα χωριά Γρήγορο, Φίλια και Λευκόπετρα, θυροκόλλησαν απειλητικές επιστολές, οι οποίες πανικόβαλαν τους φτωχούς και αγράμματους Πομάκους. Υπήρξαν όμως και μαθητές οι οποίοι υπερασπίστηκαν την ταυτότητά τους, όπως κάποιος από τη Λευκόπετρα, ο οποίος απείλησε με βία τουρκόφρονα δάσκαλο, λέγοντάς του «δεν σε φοβάμαι, αν με πειράξεις θα ανταποδώσω και θα φύγω στο βουνό όπου ζούσαν οι παππούδες μου...»
Το ένα από τα δύο τραγούδια που τραγούδησε η χορωδία, το «Γιένου-Γιένου...», ήταν το πομάκικο τραγούδι που επρόκειτο να συμπεριληφθεί στο πολυπολιτισμικό CD του δήμου Σαπών (όπως ανέφερα παραπάνω), αλλά αφαιρέθηκε μετά από πιέσεις τουρκοφρόνων προς το δήμο Σαπών.
Άλλη μια μικρή σελίδα της ιστορίας του πομακικού ζητήματος, με πρωταγωνιστές πάλι Πομάκους μαθητές, γράφτηκε στο δημόσιο γυμνάσιο της ορεινής Σμίνθης στις 22 Φεβρουαρίου του 2000, όταν οι μαθητές προχώρησαν σε κατάληψη, επειδή ο τότε τουρκόφρων Πομάκος δήμαρχος Μύκης Μουσταφά Αγγά αρνιόταν επί μήνες (από τον Οκτώβριο του 1999) να υδροδοτήσει το κτίριο. Όταν οι γονείς των παιδιών τον επισκέφθηκαν επιβεβαίωσε ότι σκοπίμως δεν παρέχει νερό, ώστε ή να κλείσει το σχολείο ή να υποχρεωθεί να εισαγάγει και τη διδασκαλία της τουρκικής. Η στάση αυτή εξαγρίωσε τους μαθητές οι οποίοι εξέδωσαν κείμενο διαμαρτυρίας με 123 υπογραφές και ανάρτησαν πανό στο γυμνάσιό τους με επιγραφή στα πομακικά. Η πομακική επιγραφή εξόργισε πιο πολύ τους τουρκόφρονες, οι οποίοι την χαρακτήρισαν ως βουλγαρική και κλιμάκωσαν τις επιθέσεις.
Οι εθνικιστικοί κύκλοι που ελέγχουν ιδεολογικά τη μειονότητα – έχοντας την υποστήριξη αντίστοιχων κύκλων της Τουρκίας - δεν διστάζουν να επιτεθούν και σε εκ Τουρκίας πρόσωπα, όταν αυτά αναφερθούν απλά και μόνο στους Πομάκους. Θύμα της αντιπομακικής πολιτικής υπήρξε και η δημοσιογράφος Νουρ Μπατού, ανταποκρίτρια στην Αθήνα της τουρκικής εφημερίδας Χουρριέτ, η οποία σε άρθρο της για τη Θράκη στις 8.11.2000 ανέφερε την ύπαρξη των Πομάκων στη Θράκη. Η απλή αναφορά της λέξης Πομάκοι, προκάλεσε τις εν χορώ αντιδράσεις των γνωστών κύκλων οι οποίοι με επιστολές τους στον διευθυντή της εφημερίδας, αλλά και στην ίδια εξέφραζαν την αγανάκτηση και τη θλίψη τους, ενώ άφηναν ακόμα και αιχμές για τον ύποπτο ρόλο της και τις σχέσεις της με το ελληνικό κράτος. Μάλιστα, η εκδότρια της τουρκόφωνης εφημερίδας «Γκιουντέμ» στην Κομοτηνή προέτρεπε όλους τους μουσουλμάνους ή να τηλεφωνούν στην εφημερίδα ή να στέλνουν ομαδικά τηλεομοιοτυπικά και ηλεκτρονικά μηνύματα ώστε να κατακλυστεί από τις διαμαρτυρίες (14.11.00). Κύματα λοιπόν πανομοιότυπων κατευθυνόμενων αντιδράσεων εκδηλώνονται κάθε φορά που τίθεται το Πομακικό, με μοναδικό σκοπό να εκφοβισθούν όσοι αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες προβολής του ζητήματος. Οι Πομάκοι όπως εύστοχα παρατήρησε Πομάκος μέλος του ΚΠΕ είναι οι Κούρδοι της Θράκης, αφού και οι δύο πληθυσμοί για τον τουρκικό εθνικισμό μέχρι και πριν λίγο καιρό ήταν «ορεινοί Τούρκοι».
Οι κάτοικοι του απομονωμένου ορεινού πομακικού χωριού Μυρτίσκη (νομός Ροδόπης) πρωταγωνίστησαν το 1997 σε ένα επεισόδιο που δεν φαντάζονταν ότι θα μπορούσε να συμβεί. Με πρωτοβουλία 28 ατόμων ιδρύθηκε ο Πολιτιστικός Σύλλογος Μυρτίσκης, με στόχο να βελτιωθεί το επίπεδο διαβίωσης. Στο υπόμνημα που κυκλοφόρησε ο σύλλογος διατυπώθηκαν κατά σειρά τα ακόλουθα τρία μοναδικά αιτήματα: 1. να γίνει τσιμεντόστρωση του δρόμου μέσα στο χωριό σε μήκος 300 μέτρων, 2. να αγοραστεί υδραντλία για να ποτίζουν τα χωράφια τους με βυτίο και 3. να διαμορφωθεί μικρή αίθουσα - έδρα του συλλόγου, όπου θα γίνει λαογραφικό μουσείο και βιβλιοθήκη με τηλεόραση και βίντεο.
Κατ' αρχάς οι κάτοικοι είχαν την ατυχία να είναι Πομάκοι και κατά δεύτερο λόγο να αναλάβουν μία πρωτοβουλία χωρίς την έγκριση των «πατρώνων» της Κομοτηνής. Ειδικά το τελευταίο αίτημά τους για ίδρυση λαογραφικού μουσείου ενέσπειρε πανικό στους τουρκόφρονες κύκλους και ενεργοποίησε τις αντιδράσεις τους. Προσωπικές πιέσεις, απειλές, κηρύγματα στα τεμένη της περιοχής και ανακοινώσεις είχαν σκοπό να διαλύσουν τον σύλλογο. Οι κάτοικοι φοβόντουσαν να βγουν από το χωριό γιατί όπου κι αν πήγαιναν είτε στα διπλανά χωριά είτε στην πόλη, τους κατηγορούσαν ως προδότες, καθώς τόλμησαν να ζητήσουν λαογραφικό μουσείο και δεν προνόησαν ώστε στον τίτλο του συλλόγου να υπάρχει η λέξη «Τούρκοι». Ακόμη και όσοι από χρόνια είχαν μεταναστεύσει από τη Μυρτίσκη και ζούσαν σε πεδινά χωριά ή στην Κομοτηνή υπήρξαν αποδέκτες πιέσεων. Η κοινότητα Οργάνης στην οποία ανήκαν διοικητικά, τους απειλούσε ότι θα τους κόψει όλες τις επιδοτήσεις για τις καλλιέργειες και την κτηνοτροφία (τη κυριότερη πηγή επιβίωσης των φτωχών κατοίκων) και ότι δεν θα τους ξαναδώσει κανένα πιστοποιητικό.
Άτυπες οργανώσεις με ανθελληνικό προσανατολισμό όπως η Συμβουλευτική Επιτροπή (όργανο ελεγχόμενο από το τουρκικό προξενείο) με επικεφαλής τότε τους Αντέμ Μπεκήρογλου, Γκαλήπ Γκαλήπ, Ριτβάν Χατίπογλου, Ισμαήλ Ροδοπλού, Χούλια Εμίν κ.ά. κατάρτισαν ακόμη και πρόγραμμα περιοδειών «νουθεσίας» των Πομάκων το οποίο μάλιστα δημοσιοποίησαν μέσω του μειονοτικού Τύπου. Στην πραγματικότητα επρόκειτο για περιοδείες τρομοκρατίας οι οποίες ξεκίνησαν στις 17.10.1997 από την Οργάνη και κατέληξαν στις 27.12.1997 στη Δρανιά, με «θετικό» αποτέλεσμα, αφού ο σύλλογος διαλύθηκε πριν καν λειτουργήσει. Τα περισσότερα μέλη έντρομα δήλωσαν μετάνοια και ζήτησαν να διαγραφούν!
Κορυφαίοι σταθμοί στην πορεία εξαφάνισης ή μετάλλαξης του περιεχομένου της πομακικής πολιτισμικής κληρονομιάς ήταν τα δύο μεγάλα πομακικά πανηγύρια της ανατολικής ορεινής Ροδόπης στα υψώματα Ακρίτας (Αλάν Τεπέ ή Αλάνατ) και Χίλια (Σέτσεκ) αντίστοιχα, τα οποία συνέχιζαν μια μακραίωνη παράδοση στα ορεινά της Θράκης. Από πομακικές - εθνοτικές εκδηλώσεις θρησκευτικών προεκτάσεων, μετατράπηκαν σε τουρκικά - εθνικιστικά πανηγύρια μέσα από πρωτοφανείς ενέργειες απομάκρυνσης των παραδοσιακών διοργανωτών - χορηγών, των επονομαζόμενων «αγάδων». Ο διπλός σφετερισμός (εθνοτικός και θρησκευτικός) έγινε εν μέσω αντιδράσεων ειδικά των ορεινών κιζιλμπάσηδων αλλά επί ματαίω, μια και πολιτικά και θεσμικά δεν είχαν τη δύναμη να επηρεάσουν το πελατειακό σύστημα της Θράκης, που αναφανδόν τάχθηκε υπέρ των τουρκοφρόνων.
Ήδη, έχουν μετατραπεί σε φιέστες- κακέκτυπα αντίγραφα αντίστοιχων πανηγυριών της Τουρκίας- όπου κυριαρχούν οι πύρινοι λόγοι και οι εκθειαστικές αναφορές στην οθωμανική αυτοκρατορία, η συμμετοχή χορευτικών συγκροτημάτων του Υπουργείου Πολιτισμού της Τουρκίας, τα αεροπανώ με φράσεις του Μουσταφά Κεμάλ, η έλευση τούρκων παλαιστών και η ταυτόχρονη προσπάθεια αποκλεισμού από τους αγώνες πάλης ελλήνων παλαιστών κλπ.
Σε τοπικές ελληνόφωνες εφημερίδες της Κομοτηνής (και ειδικά στον «ΑΝΤΙΦΩΝΗΤΗ»), έχουν καταγραφεί λεπτομερειακά από το 1998 και μετά, όλα όσα διαδραματίστηκαν στην ορεινή Ροδόπη. Η επανα-νοηματοδότηση των πανηγυριών από τους νέους διοργανωτές/ σφετεριστές τους, φανερώνεται με απροσχημάτιστο τρόπο τέσσερα χρόνια μετά την «αρπαγή», στο ένθετο περιοδικό Μποντζούκ (αριθ. 43/4.6.2002) της μειονοτικής τουρκόφωνης εφημερίδας της Κομοτηνής «Γκιουντέμ», όπου αναφέρεται σε μετάφραση κατά λέξη ότι «ο πραγματικός σκοπός των πανηγυριών είναι ο εορτασμός της κατάληψης της δυτικής Θράκης» (σ.σ. εννοείται από τους Οθωμανούς).
Στην ορεινή πομακική Ξάνθη, έχουν επιλεγεί πιο μοντέρνοι και διεισδυτικοί τρόποι για την μεταφορά και εξοικείωση των Πομάκων με τη σύγχρονη τουρκική κουλτούρα: φεστιβάλ με συναυλίες από τουρκικά ροκ συγκροτήματα ή νέους προβεβλημένους τούρκους καλλιτέχνες κλπ. Οι εκδηλώσεις αυτές (καθόλου αυθόρμητες και με αξιόλογη χρηματοδότηση), την τελευταία δεκαετία παρουσιάζουν μια επαναλαμβανόμενη σταθερότητα και εντάσσονται στο ευρύτερο πρόγραμμα εκτουρκισμού των Πομάκων και ιδίως των νέων.
Πολύ γρήγορα οι επικεφαλείς του πομακικού κινήματος κατανόησαν ότι οι εθνικοί συσχετισμοί δυνάμεων τοπικά και η ελληνική πολιτική στη Θράκη, όχι μόνο δεν θα βοηθούσαν το κίνημα αλλά αντίθετα με επιχειρήματα-προσχήματα που ευνοούσαν τον εκτουρκισμό των Πομάκων θα διευκόλυναν την αποδυνάμωσή του. Σύντομα οι ευρωπαϊκοί θεσμοί αναδείχθηκαν ως η μόνη διέξοδος όπου θα μπορούσαν να ζητήσουν την αναγνώριση στοιχειωδών πολιτισμικών δικαιωμάτων. Το 2001 ο πρόεδρος του ΚΠΕ Χαμδή Ομέρ, παρά τις πιέσεις και τις αντιδράσεις, φθάνει στο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο και θέτει σε μία σειρά συναντήσεων με έλληνες και ξένους ευρωβουλευτές για πρώτη φορά σε ένα διεθνές πεδίο το θέμα του εκτουρκισμού των Πομάκων και της άρνησης του ελληνικού κράτους να αναγνωρίσει την ιδιαιτερότητά τους. Οφείλουμε εδώ να σημειώσουμε τη μεγάλη υποστήριξη στο θέμα του πρώην ευρωβουλευτή κ. Γιάννη Μαρίνου, ο οποίος με πρωτοβουλία του προσκάλεσε το Δ.Σ. του ΚΠΕ στις Βρυξέλλες και στη συνέχεια τόσο ο ίδιος όσο και αργότερα ο ευρωβουλευτής κ. Σταύρος Ξαρχάκος, με ερωτήσεις τους έθεσαν με τον πλέον επίσημο τρόπο στο σώμα του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου (της Κομισιόν και του Συμβουλίου Υπουργών), το ζήτημα του εκτουρκισμού των Πομάκων.
Στις 5.2.2002, σε μία ιστορική απάντηση η τότε αρμόδια για την Εκπαίδευση και τον Πολιτισμό στην Ε.Ε. επίτροπος κα Βίβιαν Ρέντινγκ απαντώντας σε ερώτηση του κ. Γιάννη Μαρίνου αναγνώρισε επίσημα την ύπαρξη των Πομάκων στην Ελλάδα και υπέδειξε ταυτόχρονα τρόπους για την χρηματοδότηση προγραμμάτων που αφορούν στη διδασκαλία των πομακικών. Η κα Ρέντινγκ ανέφερε μεταξύ άλλων «ο σεβασμός της πολιτιστικής και γλωσσικής ποικιλομορφίας είναι ένας από τους ακρογωνιαίους λίθους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που πλέον έχει παγιωθεί στο άρθρο 21 του χάρτη θεμελιωδών Δικαιωμάτων [...] Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν διαθέτει οριστικά μεγέθη σχετικά με τον αριθμό των ομιλούντων τα πομακικά στην Ευρώπη [...] κάθε γλώσσα μπορεί να διδαχθεί στα σχολεία». Το πομακικό χάρη στις ενέργειες του ΚΠΕ, έχει ως ένα βαθμό γίνει γνωστό σε ευρωπαϊκό επίπεδο, και σύντομα θα τεθεί και σε άλλα διεθνή πεδία και εξειδικευμένους οργανισμούς.
Όμως οι πρωτοβουλίες αυτές δεν αρκούν από μόνες τους. Στη Θράκη υπάρχει μία πραγματικότητα την οποία είμαστε υποχρεωμένοι να σεβαστούμε. Οι Πομάκοι στη συντριπτική τους πλειοψηφία λειτουργούν κάτω από καθεστώς πίεσης, είναι εγκλωβισμένοι σε ποικιλόμορφες εξουσιαστικές σχέσεις και είναι δύσκολο στο δημόσιο λόγο τους να μεταφέρουν ή να ισχυριστούν ό,τι αναφέρουν στις ιδιωτικές τους συζητήσεις. Η κατοχύρωση συνθηκών ελεύθερης έκφρασης και ο εκδημοκρατισμός στο εσωτερικό όλων των μουσουλμανικών ομάδων, αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για μια πολυεπίπεδη ανάπτυξη και είναι ευθύνη της πολιτείας και της κοινωνίας να συμβάλλουν σε αυτό. Διαφορετικά νομιμοποιούμε τα αποτελέσματα του πολιτισμικού αφανισμού και όταν οι ίδιοι οι Πομάκοι που βιώνουν βαθιά το σκηνικό κυρίαρχων/ υποταγμένων στην καθημερινή τους ζωή, φοβούνται να αναφέρουν το εθνώνυμό τους, τότε το ελληνικό πελατειακό σύστημα δικαιώνεται όταν ισχυρίζεται απολύτως υποκριτικά ότι «αφού οι ίδιοι δεν θέλουν να ονομάζονται Πομάκοι, εμείς δεν μπορούμε να τους ετεροπροσδιορίζουμε [...] σεβόμαστε το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού...».
Το γεγονός ότι οι Πομάκοι είναι μία μη αναγνωρισμένη νομικά μειονότητα σε συνδυασμό με την πλημμυρίδα των τουρκικών πολιτισμικών προτύπων που τους κατέκλυσε τις μεταπολεμικές δεκαετίες, τη στιγμή που το ελληνικό κράτος και οι τοπικές κοινωνίες ή τους υποτιμούσαν ή ακόμα τους τοποθετούσαν λόγω θρησκείας στην «απέναντι» πλευρά, αναδεικνύουν με μεγαλύτερη ενάργεια και άλλες πτυχές μιας ζοφερής πραγματικότητας. Είναι ενδεικτικό ότι μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1990 και μέχρι σήμερα ακόμη, ένα ποσοστό των πομακικών χωριών του νομού Ροδόπης (και εν μέρει της Ξάνθης) δεν έβλεπαν την πλειοψηφία των ελληνικών τηλεοπτικών καναλιών. Η τηλεοπτική τους ενημέρωση και ψυχαγωγία ήταν υπόθεση της τουρκικής τηλεόρασης (η οποία αρκετά χρόνια πριν από την ελληνική, εξέπεμπε δορυφορικά τα προγράμματά της). Οι Πομάκοι αναπόφευκτα γνώριζαν καλύτερα τα τεκταινόμενα στο εσωτερικό της Τουρκίας από κείνα της Ελλάδας. Οι επαναλαμβανόμενες εκκλήσεις κατοίκων διαφόρων πομακοχωριών να τοποθετηθούν τηλεοπτικοί αναμεταδότες στα ορεινά, επειδή ακριβώς δεν ήταν ενταγμένες στο πλαίσιο των συναλλαγών τουρκικού εθνικισμού και εγχώριου ελληνικού πελατειακού συστήματος, έπεφταν στο κενό. Είναι χαρακτηριστικές οι σκηνές στο νομό Ροδόπης, όπου κάτοικοι με σπίτια μέσα σε χαράδρες (χωρίς τηλεοπτικό σήμα), ανέβαιναν στις κορυφές λόφων όπου υπήρχαν άλλα σπίτια γειτόνων τους με προνομιακή θέση, για να παρακολουθήσουν από κακής ποιότητας λήψεις, σπουδαία ή έκτακτα πολιτικά, κοινωνικά ή αθλητικά γεγονότα της Ελλάδας.
Οφείλουμε να επισημάνουμε εδώ ότι από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, οι εξελίξεις στο χώρο αυτό δεν θα είχαν τα χαρακτηριστικά που έχουν σήμερα, αν η ιστορική συγκυρία δεν διαμορφωνόταν από τη δράση ειδικά ενός ανθρώπου. Πρόκειται για τον επιχειρηματία Πρόδρομο Εμφιετζόγλου, ο οποίος συνέδεσε το όνομά του με τις ιστορικές στιγμές της αφύπνισης της πομακικής συνείδησης και αναπόφευκτα δέχθηκε τον μεγαλύτερο όγκο των αντιδράσεων από την πλευρά των πολεμίων της πομακικής ταυτότητας, εντός και εκτός Ελλάδας. Επί μια δεκαετία, χάρη στο αδιάλειπτο προσωπικό του ενδιαφέρον και στη βαθιά σχέση που ανέπτυξε με την ορεινή Ροδόπη και τους ίδιους τους Πομάκους, στο φιλανθρωπικό και πολιτιστικό έργο που κινητοποιήθηκε εξαιτίας του, μπορούμε σήμερα να μιλάμε για τους Πομάκους μέσα από μια άλλη οπτική γωνία. Η γέφυρα του Εχίνου, η επιδιόρθωση των σπιτιών των δασκάλων στην ορεινή Ξάνθη, η υλικοτεχνική υποδομή σε πολλά ορεινά σχολεία, το ελληνοπομακικό και το πομακοελληνικό λεξικό, η γραμματική, το αναγνωστικό της πρώτης δημοτικού, οι πρώτες συλλογές πομακικών τραγουδιών, η πρώτη πομακική εφημερίδα «Ζαγάλισα», η μεταφορά της πομακικής σε ζωντανές ραδιοφωνικές εκπομπές είναι ένα ελάχιστο μόνο δείγμα δράσεων που φέρουν τη σφραγίδα του μεγάλου φίλου των Πομάκων.
Σήμερα δεν είναι εύκολο να είσαι Πομάκος στη Θράκη. Είναι δύσκολο να το δηλώνεις δημόσια και ακόμα δυσκολότερο να διεκδικείς το δικαίωμα να αναγνωριστείς επίσημα ως τέτοιος. Αντίθετα, είναι ευκολότερο και πολιτικώς ορθότερο να επιλέξεις τον αυτοπροσδιορισμό Τούρκος, προκειμένου να εισέλθεις σε μία σφαίρα αναγνωρισμένων και σεβαστών από τους άλλους πολιτικών και πολιτιστικών δικαιωμάτων. Η διαχείριση της ταυτότητας Πομάκος αποκτά πλέον πολιτική σημασία και εναπόκειται στη δύναμη του κάθε μέλους ξεχωριστά να τη διαχειριστεί με όρους ψυχολογικούς, συνειδησιακούς ή ακόμα ωφελιμιστικούς. Αντίθετα, στην ίδια την Τουρκία οι Πομάκοι πρόσφυγες από την Βουλγαρία , όχι μόνο διατηρούν τη γλώσσα και τα έθιμά τους (ανατολική Θράκη, Κωνσταντινούπολη, Προύσα, Σμύρνη κ.α.), αλλά φαίνεται ότι έχουν θέσει και το ζήτημα της διδασκαλίας της γλώσσας τους, ώστε όταν ο υπουργός Παιδείας της Τουρκίας Νετζντέτ Τεκίν, ανακοίνωνε μέτρα εναρμόνισης της Τουρκίας με τα δεδομένα της ευρωπαϊκής Ένωσης, να δηλώσει μεταξύ άλλων ότι «δεν θα στραφούμε εναντίον κανενός...όπως διδάσκονται τα αγγλικά...εάν υπάρξει αίτημα (διδασκαλίας) για τις γλώσσες που μιλιούνται στην Τουρκία, κουρδικά, τσερκέζικα, πομάκικα...είμαι έτοιμος να ικανοποιήσω το αίτημά τους...» (εφημ. Χουρριέτ, 9 Αυγ. 2002).
Πιο πρόσφατο παράδειγμα ποινικοποίησης του αυτοπροσδιορισμού Πομάκος αποτελεί ο κ. Μουζαφέρ Καπζά, ο οποίος συμμετείχε ως υποψήφιος ευρωβουλευτής στις εκλογές της 7ης Ιουνίου 2004 στο ευρωψηφοδέλτιο του ΠΑΣΟΚ. Ο κ. Μουζαφέρ υπήρξε ιδρυτικό μέλος του ΚΠΕ και ένας εκ των συντακτών του πομάκικου λεξικού. Η υποψηφιότητά του προκάλεσε τη σφοδρή αντίδραση των μηχανισμών χειραγώγησης των μουσουλμάνων και επαναλήφθηκε πλέον το γνωστό σκηνικό που στήνουν οι αντιδραστικοί κύκλοι κάθε φορά που νιώθουν ότι κινδυνεύουν να χάσουν τον έλεγχο των εξελίξεων: κατευθυνόμενες διαμαρτυρίες, πιέσεις στα κόμματα, αντιπομακικά άρθρα, παρεμβάσεις σε επίπεδο προσωπικό και απειλές. Έφθασαν μάλιστα σε σημείο να απαιτήσουν από τον κ. Καπζά Μουζαφέρ να υπογράψει δήλωση μετανοίας θυμίζοντάς μας άλλες εποχές της Ελλάδας, να αποκηρύξει την ταυτότητά του και να δηλώσει ότι είναι Τούρκος. Στόχος είναι ένας και μοναδικός. Να δώσουν ένα ισχυρό μήνυμα στους συνειδητοποιημένους Πομάκους και στα κόμματα ότι όσοι ανακινούν το πομακικό ζήτημα θα υποστούν κυρώσεις και τα κόμματα πολιτική πανωλεθρία μεταξύ των μειονοτικών ψηφοφόρων οι οποίοι στους δύο νομούς Ξάνθης και Ροδόπης, αποτελούν ένα μεγάλο ποσοστό του τοπικού εκλογικού σώματος.
Το επίσημο ιδεολόγημα που κυριάρχησε τα τελευταία χρόνια στο μειονοτικό, επικαλείται την αυτονόητη ανάγκη ανάπτυξης του μουσουλμανικού πληθυσμού στο σύνολό του και την ισότιμη συμμετοχή στα αγαθά της παιδείας, στην οικονομική και κοινωνική ζωή του τόπου. Αυτό όμως που δεν είναι αυτονόητο και εκεί όπου υπάρχει τεράστιο έλλειμμα δημοκρατίας είναι τα ζητήματα που αφορούν στις ταυτότητες των μειονοτικών ομάδων και των ατόμων, και ιδίως εκείνων που παρά την αφομοιωτική πλημμυρίδα των δεκαετιών που παρήλθαν επιμένουν να αυτοαποκαλούνται Πομάκοι. Γι αυτούς η νέα πολιτική είναι το ίδιο παλιά, το ίδιο αφομοιωτική, όσο και στις ψυχροπολεμικές δεκαετίες. Πριν εμπλακούμε λοιπόν σε ατέρμονες και άγονες συζητήσεις για το απώτατο παρελθόν πρέπει πρώτα να ερμηνεύσουμε το παρόν, αφού κατά ένα παράδοξο τρόπο η γνώση μας για το σήμερα φαίνεται να είναι συχνά πολύ φτωχότερη από αυτήν για το χθες.
Είναι γνωστό ότι καμιά εθνική ή εθνοτική ταυτότητα δεν μένει αναλλοίωτη στο χρόνο. Στην περίπτωση των Πομάκων όμως δεν πρόκειται για μια φυσιολογική διαδικασία μετασχηματισμού του περιεχομένου μιας περιφερειακής πολιτισμικής ομάδας, η οποία ενσωματώνεται σε ευρύτερα κοινωνικά ή εθνικά σύνολα, αλλά αντίθετα, για το βίαιο αποτέλεσμα μιας θεσμικά και πολιτικά κατοχυρωμένης ρατσιστικής πρακτικής.
Εξαιτίας του παραπάνω σκηνικού συνέβη το εξής εκπληκτικό: να περιληφθεί μέσα στα όρια του ελληνικού κράτους μια ομάδα που στις αρχές του 20ου αιώνα στη συλλογική της συνείδηση η λέξη Ελλάδα ήταν συνώνυμο της ελευθερίας και εν τέλει η ίδια η Ελλάδα (ως συντεταγμένη εξουσία και ως κοινωνία) κατάφερε, μέσα από μία σειρά στάσεων και πρακτικών, να τους καλλιεργήσει αρνητικά συναισθήματα και να διευκολύνει η ίδια την διαδικασία αφανισμού της.
Το ελληνικό κράτος, μέσα από παλαιοκομματικές λογικές και πελατειακές σχέσεις, είναι σήμερα δέσμιο ενός ιδιότυπου ρατσισμού και μιας προκλητικής πομακοφοβίας, που προσβάλλει την αξιοπρέπεια κάθε σκεπτόμενου πολίτη.
ΠΗΓΗ
Είναι τέλος και η άλλη, η μερίδα των ενεργών, των ελεύθερων Πομάκων που κατάφεραν να αποτινάξουν το φόβο, τα δεσμά της άγνοιας και της ιδεολογικής χειραγώγησης. Είναι αυτή που δημιουργεί, αυτή που μάχεται. Το ΚΠΕ είναι ένας προνομιακός - αλλά ευτυχώς όχι πλέον ο μοναδικός - χώρος έκφρασης της μερίδας αυτής.
Στους Πανελλήνιους Μαθητικούς Μουσικούς Αγώνες, που έγιναν υπό την αιγίδα του Υπουργείου Παιδείας από τις 17 έως τις 27 Δεκεμβρίου 1997 στο Ζάππειο Μέγαρο (Αθήνα), και ειδικότερα στην κατηγορία χορωδιών δημοτικής μουσικής, η χορωδία του Γυμνασίου Πολυσίτου Ξάνθης (αποτελούμενη στην πλειοψηφία της από Πομάκους μαθητές) υπό την διεύθυνση του Κομοτηναίου Ηλία Ιωαννάκη, κατέλαβε την πρώτη θέση με δύο πομακικά και τρία ελληνικά τραγούδια.
Όμως η τεσσαρακονταμελής χορωδία είχε βραχύ βίο, αφού όταν ξεκίνησε αποτελείτο από 70 μαθητές και μαθήτριες, ενώ την παραμονή της αναχώρησής της για την Αθήνα, πολλοί μαθητές και μαθήτριες παρέδωσαν με δάκρυα στα μάτια τις παραδοσιακές τους στολές λέγοντας ότι φοβούνται και ότι οι γονείς τους δέχθηκαν απειλές. Τους κατηγόρησαν ως προδότες, ενώ μουσουλμάνοι δάσκαλοι είπαν στα παιδιά ότι εάν πάνε στην Αθήνα θα τους αναφέρουν γραπτώς στο τουρκικό κράτος και το τουρκικό προξενείο Κομοτηνής και όταν έρθει η ώρα δεν θα μπορέσουν να σπουδάσουν μια και η Τουρκία δεν θα τους επιτρέψει ούτε καν τα σύνορά της να περάσουν. Μάλιστα σε σπίτια κοριτσιών από τα χωριά Γρήγορο, Φίλια και Λευκόπετρα, θυροκόλλησαν απειλητικές επιστολές, οι οποίες πανικόβαλαν τους φτωχούς και αγράμματους Πομάκους. Υπήρξαν όμως και μαθητές οι οποίοι υπερασπίστηκαν την ταυτότητά τους, όπως κάποιος από τη Λευκόπετρα, ο οποίος απείλησε με βία τουρκόφρονα δάσκαλο, λέγοντάς του «δεν σε φοβάμαι, αν με πειράξεις θα ανταποδώσω και θα φύγω στο βουνό όπου ζούσαν οι παππούδες μου...»
Το ένα από τα δύο τραγούδια που τραγούδησε η χορωδία, το «Γιένου-Γιένου...», ήταν το πομάκικο τραγούδι που επρόκειτο να συμπεριληφθεί στο πολυπολιτισμικό CD του δήμου Σαπών (όπως ανέφερα παραπάνω), αλλά αφαιρέθηκε μετά από πιέσεις τουρκοφρόνων προς το δήμο Σαπών.
Άλλη μια μικρή σελίδα της ιστορίας του πομακικού ζητήματος, με πρωταγωνιστές πάλι Πομάκους μαθητές, γράφτηκε στο δημόσιο γυμνάσιο της ορεινής Σμίνθης στις 22 Φεβρουαρίου του 2000, όταν οι μαθητές προχώρησαν σε κατάληψη, επειδή ο τότε τουρκόφρων Πομάκος δήμαρχος Μύκης Μουσταφά Αγγά αρνιόταν επί μήνες (από τον Οκτώβριο του 1999) να υδροδοτήσει το κτίριο. Όταν οι γονείς των παιδιών τον επισκέφθηκαν επιβεβαίωσε ότι σκοπίμως δεν παρέχει νερό, ώστε ή να κλείσει το σχολείο ή να υποχρεωθεί να εισαγάγει και τη διδασκαλία της τουρκικής. Η στάση αυτή εξαγρίωσε τους μαθητές οι οποίοι εξέδωσαν κείμενο διαμαρτυρίας με 123 υπογραφές και ανάρτησαν πανό στο γυμνάσιό τους με επιγραφή στα πομακικά. Η πομακική επιγραφή εξόργισε πιο πολύ τους τουρκόφρονες, οι οποίοι την χαρακτήρισαν ως βουλγαρική και κλιμάκωσαν τις επιθέσεις.
Οι εθνικιστικοί κύκλοι που ελέγχουν ιδεολογικά τη μειονότητα – έχοντας την υποστήριξη αντίστοιχων κύκλων της Τουρκίας - δεν διστάζουν να επιτεθούν και σε εκ Τουρκίας πρόσωπα, όταν αυτά αναφερθούν απλά και μόνο στους Πομάκους. Θύμα της αντιπομακικής πολιτικής υπήρξε και η δημοσιογράφος Νουρ Μπατού, ανταποκρίτρια στην Αθήνα της τουρκικής εφημερίδας Χουρριέτ, η οποία σε άρθρο της για τη Θράκη στις 8.11.2000 ανέφερε την ύπαρξη των Πομάκων στη Θράκη. Η απλή αναφορά της λέξης Πομάκοι, προκάλεσε τις εν χορώ αντιδράσεις των γνωστών κύκλων οι οποίοι με επιστολές τους στον διευθυντή της εφημερίδας, αλλά και στην ίδια εξέφραζαν την αγανάκτηση και τη θλίψη τους, ενώ άφηναν ακόμα και αιχμές για τον ύποπτο ρόλο της και τις σχέσεις της με το ελληνικό κράτος. Μάλιστα, η εκδότρια της τουρκόφωνης εφημερίδας «Γκιουντέμ» στην Κομοτηνή προέτρεπε όλους τους μουσουλμάνους ή να τηλεφωνούν στην εφημερίδα ή να στέλνουν ομαδικά τηλεομοιοτυπικά και ηλεκτρονικά μηνύματα ώστε να κατακλυστεί από τις διαμαρτυρίες (14.11.00). Κύματα λοιπόν πανομοιότυπων κατευθυνόμενων αντιδράσεων εκδηλώνονται κάθε φορά που τίθεται το Πομακικό, με μοναδικό σκοπό να εκφοβισθούν όσοι αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες προβολής του ζητήματος. Οι Πομάκοι όπως εύστοχα παρατήρησε Πομάκος μέλος του ΚΠΕ είναι οι Κούρδοι της Θράκης, αφού και οι δύο πληθυσμοί για τον τουρκικό εθνικισμό μέχρι και πριν λίγο καιρό ήταν «ορεινοί Τούρκοι».
Οι κάτοικοι του απομονωμένου ορεινού πομακικού χωριού Μυρτίσκη (νομός Ροδόπης) πρωταγωνίστησαν το 1997 σε ένα επεισόδιο που δεν φαντάζονταν ότι θα μπορούσε να συμβεί. Με πρωτοβουλία 28 ατόμων ιδρύθηκε ο Πολιτιστικός Σύλλογος Μυρτίσκης, με στόχο να βελτιωθεί το επίπεδο διαβίωσης. Στο υπόμνημα που κυκλοφόρησε ο σύλλογος διατυπώθηκαν κατά σειρά τα ακόλουθα τρία μοναδικά αιτήματα: 1. να γίνει τσιμεντόστρωση του δρόμου μέσα στο χωριό σε μήκος 300 μέτρων, 2. να αγοραστεί υδραντλία για να ποτίζουν τα χωράφια τους με βυτίο και 3. να διαμορφωθεί μικρή αίθουσα - έδρα του συλλόγου, όπου θα γίνει λαογραφικό μουσείο και βιβλιοθήκη με τηλεόραση και βίντεο.
Κατ' αρχάς οι κάτοικοι είχαν την ατυχία να είναι Πομάκοι και κατά δεύτερο λόγο να αναλάβουν μία πρωτοβουλία χωρίς την έγκριση των «πατρώνων» της Κομοτηνής. Ειδικά το τελευταίο αίτημά τους για ίδρυση λαογραφικού μουσείου ενέσπειρε πανικό στους τουρκόφρονες κύκλους και ενεργοποίησε τις αντιδράσεις τους. Προσωπικές πιέσεις, απειλές, κηρύγματα στα τεμένη της περιοχής και ανακοινώσεις είχαν σκοπό να διαλύσουν τον σύλλογο. Οι κάτοικοι φοβόντουσαν να βγουν από το χωριό γιατί όπου κι αν πήγαιναν είτε στα διπλανά χωριά είτε στην πόλη, τους κατηγορούσαν ως προδότες, καθώς τόλμησαν να ζητήσουν λαογραφικό μουσείο και δεν προνόησαν ώστε στον τίτλο του συλλόγου να υπάρχει η λέξη «Τούρκοι». Ακόμη και όσοι από χρόνια είχαν μεταναστεύσει από τη Μυρτίσκη και ζούσαν σε πεδινά χωριά ή στην Κομοτηνή υπήρξαν αποδέκτες πιέσεων. Η κοινότητα Οργάνης στην οποία ανήκαν διοικητικά, τους απειλούσε ότι θα τους κόψει όλες τις επιδοτήσεις για τις καλλιέργειες και την κτηνοτροφία (τη κυριότερη πηγή επιβίωσης των φτωχών κατοίκων) και ότι δεν θα τους ξαναδώσει κανένα πιστοποιητικό.
Άτυπες οργανώσεις με ανθελληνικό προσανατολισμό όπως η Συμβουλευτική Επιτροπή (όργανο ελεγχόμενο από το τουρκικό προξενείο) με επικεφαλής τότε τους Αντέμ Μπεκήρογλου, Γκαλήπ Γκαλήπ, Ριτβάν Χατίπογλου, Ισμαήλ Ροδοπλού, Χούλια Εμίν κ.ά. κατάρτισαν ακόμη και πρόγραμμα περιοδειών «νουθεσίας» των Πομάκων το οποίο μάλιστα δημοσιοποίησαν μέσω του μειονοτικού Τύπου. Στην πραγματικότητα επρόκειτο για περιοδείες τρομοκρατίας οι οποίες ξεκίνησαν στις 17.10.1997 από την Οργάνη και κατέληξαν στις 27.12.1997 στη Δρανιά, με «θετικό» αποτέλεσμα, αφού ο σύλλογος διαλύθηκε πριν καν λειτουργήσει. Τα περισσότερα μέλη έντρομα δήλωσαν μετάνοια και ζήτησαν να διαγραφούν!
Κορυφαίοι σταθμοί στην πορεία εξαφάνισης ή μετάλλαξης του περιεχομένου της πομακικής πολιτισμικής κληρονομιάς ήταν τα δύο μεγάλα πομακικά πανηγύρια της ανατολικής ορεινής Ροδόπης στα υψώματα Ακρίτας (Αλάν Τεπέ ή Αλάνατ) και Χίλια (Σέτσεκ) αντίστοιχα, τα οποία συνέχιζαν μια μακραίωνη παράδοση στα ορεινά της Θράκης. Από πομακικές - εθνοτικές εκδηλώσεις θρησκευτικών προεκτάσεων, μετατράπηκαν σε τουρκικά - εθνικιστικά πανηγύρια μέσα από πρωτοφανείς ενέργειες απομάκρυνσης των παραδοσιακών διοργανωτών - χορηγών, των επονομαζόμενων «αγάδων». Ο διπλός σφετερισμός (εθνοτικός και θρησκευτικός) έγινε εν μέσω αντιδράσεων ειδικά των ορεινών κιζιλμπάσηδων αλλά επί ματαίω, μια και πολιτικά και θεσμικά δεν είχαν τη δύναμη να επηρεάσουν το πελατειακό σύστημα της Θράκης, που αναφανδόν τάχθηκε υπέρ των τουρκοφρόνων.
Ήδη, έχουν μετατραπεί σε φιέστες- κακέκτυπα αντίγραφα αντίστοιχων πανηγυριών της Τουρκίας- όπου κυριαρχούν οι πύρινοι λόγοι και οι εκθειαστικές αναφορές στην οθωμανική αυτοκρατορία, η συμμετοχή χορευτικών συγκροτημάτων του Υπουργείου Πολιτισμού της Τουρκίας, τα αεροπανώ με φράσεις του Μουσταφά Κεμάλ, η έλευση τούρκων παλαιστών και η ταυτόχρονη προσπάθεια αποκλεισμού από τους αγώνες πάλης ελλήνων παλαιστών κλπ.
Σε τοπικές ελληνόφωνες εφημερίδες της Κομοτηνής (και ειδικά στον «ΑΝΤΙΦΩΝΗΤΗ»), έχουν καταγραφεί λεπτομερειακά από το 1998 και μετά, όλα όσα διαδραματίστηκαν στην ορεινή Ροδόπη. Η επανα-νοηματοδότηση των πανηγυριών από τους νέους διοργανωτές/ σφετεριστές τους, φανερώνεται με απροσχημάτιστο τρόπο τέσσερα χρόνια μετά την «αρπαγή», στο ένθετο περιοδικό Μποντζούκ (αριθ. 43/4.6.2002) της μειονοτικής τουρκόφωνης εφημερίδας της Κομοτηνής «Γκιουντέμ», όπου αναφέρεται σε μετάφραση κατά λέξη ότι «ο πραγματικός σκοπός των πανηγυριών είναι ο εορτασμός της κατάληψης της δυτικής Θράκης» (σ.σ. εννοείται από τους Οθωμανούς).
Στην ορεινή πομακική Ξάνθη, έχουν επιλεγεί πιο μοντέρνοι και διεισδυτικοί τρόποι για την μεταφορά και εξοικείωση των Πομάκων με τη σύγχρονη τουρκική κουλτούρα: φεστιβάλ με συναυλίες από τουρκικά ροκ συγκροτήματα ή νέους προβεβλημένους τούρκους καλλιτέχνες κλπ. Οι εκδηλώσεις αυτές (καθόλου αυθόρμητες και με αξιόλογη χρηματοδότηση), την τελευταία δεκαετία παρουσιάζουν μια επαναλαμβανόμενη σταθερότητα και εντάσσονται στο ευρύτερο πρόγραμμα εκτουρκισμού των Πομάκων και ιδίως των νέων.
Πολύ γρήγορα οι επικεφαλείς του πομακικού κινήματος κατανόησαν ότι οι εθνικοί συσχετισμοί δυνάμεων τοπικά και η ελληνική πολιτική στη Θράκη, όχι μόνο δεν θα βοηθούσαν το κίνημα αλλά αντίθετα με επιχειρήματα-προσχήματα που ευνοούσαν τον εκτουρκισμό των Πομάκων θα διευκόλυναν την αποδυνάμωσή του. Σύντομα οι ευρωπαϊκοί θεσμοί αναδείχθηκαν ως η μόνη διέξοδος όπου θα μπορούσαν να ζητήσουν την αναγνώριση στοιχειωδών πολιτισμικών δικαιωμάτων. Το 2001 ο πρόεδρος του ΚΠΕ Χαμδή Ομέρ, παρά τις πιέσεις και τις αντιδράσεις, φθάνει στο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο και θέτει σε μία σειρά συναντήσεων με έλληνες και ξένους ευρωβουλευτές για πρώτη φορά σε ένα διεθνές πεδίο το θέμα του εκτουρκισμού των Πομάκων και της άρνησης του ελληνικού κράτους να αναγνωρίσει την ιδιαιτερότητά τους. Οφείλουμε εδώ να σημειώσουμε τη μεγάλη υποστήριξη στο θέμα του πρώην ευρωβουλευτή κ. Γιάννη Μαρίνου, ο οποίος με πρωτοβουλία του προσκάλεσε το Δ.Σ. του ΚΠΕ στις Βρυξέλλες και στη συνέχεια τόσο ο ίδιος όσο και αργότερα ο ευρωβουλευτής κ. Σταύρος Ξαρχάκος, με ερωτήσεις τους έθεσαν με τον πλέον επίσημο τρόπο στο σώμα του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου (της Κομισιόν και του Συμβουλίου Υπουργών), το ζήτημα του εκτουρκισμού των Πομάκων.
Στις 5.2.2002, σε μία ιστορική απάντηση η τότε αρμόδια για την Εκπαίδευση και τον Πολιτισμό στην Ε.Ε. επίτροπος κα Βίβιαν Ρέντινγκ απαντώντας σε ερώτηση του κ. Γιάννη Μαρίνου αναγνώρισε επίσημα την ύπαρξη των Πομάκων στην Ελλάδα και υπέδειξε ταυτόχρονα τρόπους για την χρηματοδότηση προγραμμάτων που αφορούν στη διδασκαλία των πομακικών. Η κα Ρέντινγκ ανέφερε μεταξύ άλλων «ο σεβασμός της πολιτιστικής και γλωσσικής ποικιλομορφίας είναι ένας από τους ακρογωνιαίους λίθους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που πλέον έχει παγιωθεί στο άρθρο 21 του χάρτη θεμελιωδών Δικαιωμάτων [...] Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν διαθέτει οριστικά μεγέθη σχετικά με τον αριθμό των ομιλούντων τα πομακικά στην Ευρώπη [...] κάθε γλώσσα μπορεί να διδαχθεί στα σχολεία». Το πομακικό χάρη στις ενέργειες του ΚΠΕ, έχει ως ένα βαθμό γίνει γνωστό σε ευρωπαϊκό επίπεδο, και σύντομα θα τεθεί και σε άλλα διεθνή πεδία και εξειδικευμένους οργανισμούς.
Όμως οι πρωτοβουλίες αυτές δεν αρκούν από μόνες τους. Στη Θράκη υπάρχει μία πραγματικότητα την οποία είμαστε υποχρεωμένοι να σεβαστούμε. Οι Πομάκοι στη συντριπτική τους πλειοψηφία λειτουργούν κάτω από καθεστώς πίεσης, είναι εγκλωβισμένοι σε ποικιλόμορφες εξουσιαστικές σχέσεις και είναι δύσκολο στο δημόσιο λόγο τους να μεταφέρουν ή να ισχυριστούν ό,τι αναφέρουν στις ιδιωτικές τους συζητήσεις. Η κατοχύρωση συνθηκών ελεύθερης έκφρασης και ο εκδημοκρατισμός στο εσωτερικό όλων των μουσουλμανικών ομάδων, αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για μια πολυεπίπεδη ανάπτυξη και είναι ευθύνη της πολιτείας και της κοινωνίας να συμβάλλουν σε αυτό. Διαφορετικά νομιμοποιούμε τα αποτελέσματα του πολιτισμικού αφανισμού και όταν οι ίδιοι οι Πομάκοι που βιώνουν βαθιά το σκηνικό κυρίαρχων/ υποταγμένων στην καθημερινή τους ζωή, φοβούνται να αναφέρουν το εθνώνυμό τους, τότε το ελληνικό πελατειακό σύστημα δικαιώνεται όταν ισχυρίζεται απολύτως υποκριτικά ότι «αφού οι ίδιοι δεν θέλουν να ονομάζονται Πομάκοι, εμείς δεν μπορούμε να τους ετεροπροσδιορίζουμε [...] σεβόμαστε το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού...».
Το γεγονός ότι οι Πομάκοι είναι μία μη αναγνωρισμένη νομικά μειονότητα σε συνδυασμό με την πλημμυρίδα των τουρκικών πολιτισμικών προτύπων που τους κατέκλυσε τις μεταπολεμικές δεκαετίες, τη στιγμή που το ελληνικό κράτος και οι τοπικές κοινωνίες ή τους υποτιμούσαν ή ακόμα τους τοποθετούσαν λόγω θρησκείας στην «απέναντι» πλευρά, αναδεικνύουν με μεγαλύτερη ενάργεια και άλλες πτυχές μιας ζοφερής πραγματικότητας. Είναι ενδεικτικό ότι μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1990 και μέχρι σήμερα ακόμη, ένα ποσοστό των πομακικών χωριών του νομού Ροδόπης (και εν μέρει της Ξάνθης) δεν έβλεπαν την πλειοψηφία των ελληνικών τηλεοπτικών καναλιών. Η τηλεοπτική τους ενημέρωση και ψυχαγωγία ήταν υπόθεση της τουρκικής τηλεόρασης (η οποία αρκετά χρόνια πριν από την ελληνική, εξέπεμπε δορυφορικά τα προγράμματά της). Οι Πομάκοι αναπόφευκτα γνώριζαν καλύτερα τα τεκταινόμενα στο εσωτερικό της Τουρκίας από κείνα της Ελλάδας. Οι επαναλαμβανόμενες εκκλήσεις κατοίκων διαφόρων πομακοχωριών να τοποθετηθούν τηλεοπτικοί αναμεταδότες στα ορεινά, επειδή ακριβώς δεν ήταν ενταγμένες στο πλαίσιο των συναλλαγών τουρκικού εθνικισμού και εγχώριου ελληνικού πελατειακού συστήματος, έπεφταν στο κενό. Είναι χαρακτηριστικές οι σκηνές στο νομό Ροδόπης, όπου κάτοικοι με σπίτια μέσα σε χαράδρες (χωρίς τηλεοπτικό σήμα), ανέβαιναν στις κορυφές λόφων όπου υπήρχαν άλλα σπίτια γειτόνων τους με προνομιακή θέση, για να παρακολουθήσουν από κακής ποιότητας λήψεις, σπουδαία ή έκτακτα πολιτικά, κοινωνικά ή αθλητικά γεγονότα της Ελλάδας.
Οφείλουμε να επισημάνουμε εδώ ότι από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, οι εξελίξεις στο χώρο αυτό δεν θα είχαν τα χαρακτηριστικά που έχουν σήμερα, αν η ιστορική συγκυρία δεν διαμορφωνόταν από τη δράση ειδικά ενός ανθρώπου. Πρόκειται για τον επιχειρηματία Πρόδρομο Εμφιετζόγλου, ο οποίος συνέδεσε το όνομά του με τις ιστορικές στιγμές της αφύπνισης της πομακικής συνείδησης και αναπόφευκτα δέχθηκε τον μεγαλύτερο όγκο των αντιδράσεων από την πλευρά των πολεμίων της πομακικής ταυτότητας, εντός και εκτός Ελλάδας. Επί μια δεκαετία, χάρη στο αδιάλειπτο προσωπικό του ενδιαφέρον και στη βαθιά σχέση που ανέπτυξε με την ορεινή Ροδόπη και τους ίδιους τους Πομάκους, στο φιλανθρωπικό και πολιτιστικό έργο που κινητοποιήθηκε εξαιτίας του, μπορούμε σήμερα να μιλάμε για τους Πομάκους μέσα από μια άλλη οπτική γωνία. Η γέφυρα του Εχίνου, η επιδιόρθωση των σπιτιών των δασκάλων στην ορεινή Ξάνθη, η υλικοτεχνική υποδομή σε πολλά ορεινά σχολεία, το ελληνοπομακικό και το πομακοελληνικό λεξικό, η γραμματική, το αναγνωστικό της πρώτης δημοτικού, οι πρώτες συλλογές πομακικών τραγουδιών, η πρώτη πομακική εφημερίδα «Ζαγάλισα», η μεταφορά της πομακικής σε ζωντανές ραδιοφωνικές εκπομπές είναι ένα ελάχιστο μόνο δείγμα δράσεων που φέρουν τη σφραγίδα του μεγάλου φίλου των Πομάκων.
Σήμερα δεν είναι εύκολο να είσαι Πομάκος στη Θράκη. Είναι δύσκολο να το δηλώνεις δημόσια και ακόμα δυσκολότερο να διεκδικείς το δικαίωμα να αναγνωριστείς επίσημα ως τέτοιος. Αντίθετα, είναι ευκολότερο και πολιτικώς ορθότερο να επιλέξεις τον αυτοπροσδιορισμό Τούρκος, προκειμένου να εισέλθεις σε μία σφαίρα αναγνωρισμένων και σεβαστών από τους άλλους πολιτικών και πολιτιστικών δικαιωμάτων. Η διαχείριση της ταυτότητας Πομάκος αποκτά πλέον πολιτική σημασία και εναπόκειται στη δύναμη του κάθε μέλους ξεχωριστά να τη διαχειριστεί με όρους ψυχολογικούς, συνειδησιακούς ή ακόμα ωφελιμιστικούς. Αντίθετα, στην ίδια την Τουρκία οι Πομάκοι πρόσφυγες από την Βουλγαρία , όχι μόνο διατηρούν τη γλώσσα και τα έθιμά τους (ανατολική Θράκη, Κωνσταντινούπολη, Προύσα, Σμύρνη κ.α.), αλλά φαίνεται ότι έχουν θέσει και το ζήτημα της διδασκαλίας της γλώσσας τους, ώστε όταν ο υπουργός Παιδείας της Τουρκίας Νετζντέτ Τεκίν, ανακοίνωνε μέτρα εναρμόνισης της Τουρκίας με τα δεδομένα της ευρωπαϊκής Ένωσης, να δηλώσει μεταξύ άλλων ότι «δεν θα στραφούμε εναντίον κανενός...όπως διδάσκονται τα αγγλικά...εάν υπάρξει αίτημα (διδασκαλίας) για τις γλώσσες που μιλιούνται στην Τουρκία, κουρδικά, τσερκέζικα, πομάκικα...είμαι έτοιμος να ικανοποιήσω το αίτημά τους...» (εφημ. Χουρριέτ, 9 Αυγ. 2002).
Πιο πρόσφατο παράδειγμα ποινικοποίησης του αυτοπροσδιορισμού Πομάκος αποτελεί ο κ. Μουζαφέρ Καπζά, ο οποίος συμμετείχε ως υποψήφιος ευρωβουλευτής στις εκλογές της 7ης Ιουνίου 2004 στο ευρωψηφοδέλτιο του ΠΑΣΟΚ. Ο κ. Μουζαφέρ υπήρξε ιδρυτικό μέλος του ΚΠΕ και ένας εκ των συντακτών του πομάκικου λεξικού. Η υποψηφιότητά του προκάλεσε τη σφοδρή αντίδραση των μηχανισμών χειραγώγησης των μουσουλμάνων και επαναλήφθηκε πλέον το γνωστό σκηνικό που στήνουν οι αντιδραστικοί κύκλοι κάθε φορά που νιώθουν ότι κινδυνεύουν να χάσουν τον έλεγχο των εξελίξεων: κατευθυνόμενες διαμαρτυρίες, πιέσεις στα κόμματα, αντιπομακικά άρθρα, παρεμβάσεις σε επίπεδο προσωπικό και απειλές. Έφθασαν μάλιστα σε σημείο να απαιτήσουν από τον κ. Καπζά Μουζαφέρ να υπογράψει δήλωση μετανοίας θυμίζοντάς μας άλλες εποχές της Ελλάδας, να αποκηρύξει την ταυτότητά του και να δηλώσει ότι είναι Τούρκος. Στόχος είναι ένας και μοναδικός. Να δώσουν ένα ισχυρό μήνυμα στους συνειδητοποιημένους Πομάκους και στα κόμματα ότι όσοι ανακινούν το πομακικό ζήτημα θα υποστούν κυρώσεις και τα κόμματα πολιτική πανωλεθρία μεταξύ των μειονοτικών ψηφοφόρων οι οποίοι στους δύο νομούς Ξάνθης και Ροδόπης, αποτελούν ένα μεγάλο ποσοστό του τοπικού εκλογικού σώματος.
Το επίσημο ιδεολόγημα που κυριάρχησε τα τελευταία χρόνια στο μειονοτικό, επικαλείται την αυτονόητη ανάγκη ανάπτυξης του μουσουλμανικού πληθυσμού στο σύνολό του και την ισότιμη συμμετοχή στα αγαθά της παιδείας, στην οικονομική και κοινωνική ζωή του τόπου. Αυτό όμως που δεν είναι αυτονόητο και εκεί όπου υπάρχει τεράστιο έλλειμμα δημοκρατίας είναι τα ζητήματα που αφορούν στις ταυτότητες των μειονοτικών ομάδων και των ατόμων, και ιδίως εκείνων που παρά την αφομοιωτική πλημμυρίδα των δεκαετιών που παρήλθαν επιμένουν να αυτοαποκαλούνται Πομάκοι. Γι αυτούς η νέα πολιτική είναι το ίδιο παλιά, το ίδιο αφομοιωτική, όσο και στις ψυχροπολεμικές δεκαετίες. Πριν εμπλακούμε λοιπόν σε ατέρμονες και άγονες συζητήσεις για το απώτατο παρελθόν πρέπει πρώτα να ερμηνεύσουμε το παρόν, αφού κατά ένα παράδοξο τρόπο η γνώση μας για το σήμερα φαίνεται να είναι συχνά πολύ φτωχότερη από αυτήν για το χθες.
Είναι γνωστό ότι καμιά εθνική ή εθνοτική ταυτότητα δεν μένει αναλλοίωτη στο χρόνο. Στην περίπτωση των Πομάκων όμως δεν πρόκειται για μια φυσιολογική διαδικασία μετασχηματισμού του περιεχομένου μιας περιφερειακής πολιτισμικής ομάδας, η οποία ενσωματώνεται σε ευρύτερα κοινωνικά ή εθνικά σύνολα, αλλά αντίθετα, για το βίαιο αποτέλεσμα μιας θεσμικά και πολιτικά κατοχυρωμένης ρατσιστικής πρακτικής.
Εξαιτίας του παραπάνω σκηνικού συνέβη το εξής εκπληκτικό: να περιληφθεί μέσα στα όρια του ελληνικού κράτους μια ομάδα που στις αρχές του 20ου αιώνα στη συλλογική της συνείδηση η λέξη Ελλάδα ήταν συνώνυμο της ελευθερίας και εν τέλει η ίδια η Ελλάδα (ως συντεταγμένη εξουσία και ως κοινωνία) κατάφερε, μέσα από μία σειρά στάσεων και πρακτικών, να τους καλλιεργήσει αρνητικά συναισθήματα και να διευκολύνει η ίδια την διαδικασία αφανισμού της.
Το ελληνικό κράτος, μέσα από παλαιοκομματικές λογικές και πελατειακές σχέσεις, είναι σήμερα δέσμιο ενός ιδιότυπου ρατσισμού και μιας προκλητικής πομακοφοβίας, που προσβάλλει την αξιοπρέπεια κάθε σκεπτόμενου πολίτη.
ΠΗΓΗ
Δημοσίευση σχολίου