του Χρήστου Ιακώβου*
Προσφάτως, μετά από ογδόντα οκτώ χρόνια, ο Άρειος Πάγος στην Ελλάδα, απεφάνθη για την αθωότητα των καταδικασθέντων και εκτελεσθέντων έξι επί εσχάτη προδοσία στην Μικρασιατική Καταστροφή. Όπως ήταν άλλωστε αναμενόμενο, η απόφαση του Αρείου Πάγου προκάλεσε αντιδράσεις και διχασμό σε μερίδα της Ελληνικής κοινωνίας και του επιστημονικού κόσμου.
Το γεγονός αυτό έχει δυο διαστάσεις, η μία επί της νομικής διαδικασίας που έχει να κάνει με το κατά πόσο ήταν βάσιμα τα στοιχεία που προσκόμισε στη δικαιοσύνη ο Μιχάλης Πρωτοπαπαδάκης, εγγονός του καταδικασθέντα πρώην πρωθυπουργού Π. Πρωτοπαπαδάκη. Η δεύτερη διάσταση, και πιο σημαντική, αφορά την ουσία του ιστορικού γεγονότος δηλαδή κατά πόσο υπήρξε συνειδητή προδοσία από τους έξι ή απλώς οι πράξεις τους συνιστούν εγκληματικά λάθη λόγω λανθασμένων επιλογών και κακής στρατηγικής. Στο παρόν άρθρο θα μας απασχολήσει η δεύτερη διάσταση.
Η σημερινή προσφυγή στη δικαιοσύνη και η απόφαση για παύση της ποινικής δίωξης για εσχάτη προδοσία δεν έχει οποιοδήποτε άλλο νόημα πλην της οικογενειακής ικανοποίησης των απογόνων οι οποίοι αναζητούν μέσα από την απόφαση την αποκατάσταση του αρχοντικού τους κύρους. Άλλωστε, η βασική αντίληψη που επικρατεί στη νεοελληνική ιστοριογραφία είναι ότι και οι έξι δεν υπήρξαν προδότες ούτε είναι σήμερα ηθικά απαξιωμένοι αλλά τους αποδίδεται η στρατιωτική ήττα στη λογική των εγκληματικών λαθών σε πολιτικό και επιχειρησιακό επίπεδο. Αντιθέτως, η ιστοριογραφία αποδίδει την καταδίκη τους στην πολιτική προσπάθεια που έγινε για να ικανοποιηθεί η ταπεινωμένη και πληγωμένη, από το μέγεθος της εθνικής καταστροφής, κοινή γνώμη.
Θεωρώ, όμως, μία πολύ σημαντική παράμετρο η οποία αναδεικνύεται τόσο από τη δικαστική ανακίνηση του θέματος όσο και από τον ιστορικό προβληματισμό για τις βαθύτερες αιτίες που οδήγησαν στη μεγαλύτερη καταστροφή που γνώρισε ο Ελληνισμός στον εικοστό αιώνα. Ο προβληματισμός αυτός έχει να κάνει με το ρόλο που το ελλαδικό κράτος έπαιξε ως εθνικό κέντρο σε σχέση με τη διαχείριση της τύχης του εξωελλαδικού ελληνισμού σε κρίσιμες για το έθνος ιστορικές περιόδους. Τόσο η απουσία σταθερής και συνεκτικής στρατηγικής όσο και τυχοδιωκτικές πολιτικές αποφάσεις, υπό την επιρροή ξένων συμφερόντων, οδήγησαν στα τραγικά αποτελέσματα.
Παρά το μέγεθος της καταστροφής που γνώρισε ο Ελληνισμός στη Μ. Ασία, η επίκληση της «σοφίας» και δήθεν «υπεύθυνης» εποπτείας των εθνικών προτεραιοτήτων από την Αθήνα σε σχέση με τις επιλογές που θα πρέπει να κάνει ο υπόλοιπος εξωελλαδικός ελληνισμός παρέμεινε η βασική συντεταγμένη διαμόρφωσης της Ελλαδικής εξωτερικής πολιτικής. Αυτή υπήρξε, δυστυχώς, η στάση με την οποία ο Αθηναϊκός μανδαρινισμός αντιμετώπισε τον Κυπριακό Ελληνισμό από την εποχή του αντιαποικιακού αγώνα και εντεύθεν.
Η Μικρασιατική Καταστροφή (1922) και η τραγική απόληξή της υπήρξαν το ορόσημο για την αναίρεση της Μεγάλης Ιδέας ως βασικής συντεταγμένης της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Η ήττα του 1922 και η συνεπακόλουθη συσπείρωση του μεγαλυτέρου μέρους του Ελληνισμού μέσα στα όρια του ελληνικού κράτους είχε ως συνέπεια την σταδιακή ταύτιση του ελληνικού κράτους με το ελληνικό έθνος καθώς επίσης και τη δημιουργία νέων ρυθμιστικών αρχών στην εξωτερική πολιτική και πιο ειδικά στην διαχείριση των συμφερόντων των υπολειμμάτων του εξωελλαδικού ελληνισμού. Η διπλωματική προσέγγιση που καθιέρωσε ο Βενιζέλος στηριζόταν στην διασφάλιση της επιβίωσης του εξωελλαδικού ελληνισμού μέσω της διπλωματίας καλών σχέσεων με τις μεγάλες δυνάμεις και της πολιτικής κατευνασμού προς εκείνα τα κράτη κάτω από την κυριαρχία των οποίων βρισκόντουσαν διάφορα τμήματα του Ελληνισμού, και πιο ειδικά με την Τουρκία.
Με αυτή την νέα λογική η Αθήνα προσέγγισε το εθνικό αίτημα των Κυπρίων για Ένωση με την Ελλάδα, την δεκαετία του 1950, μέσα από μία Αγγλοελλαδική και Ελλαδοτουρκική προσέγγιση, έστω και αν αυτό οδηγούσε στην εγκατάλειψη του αιτήματος για Ένωση, που και η ίδια η Αθήνα αρχικώς απεδέχθη, και σταδιακά έφερε τη νέα πολιτική της σε αντιπαράθεση με τους στόχους του Ελληνικού εθνικού κινήματος στην Κύπρο. Αυτό οδήγησε, αναπόδραστα, σε σταδιακή αποξένωση από τα πολιτικά αιτήματα των ντόπιων Ελλήνων. Η εμμονή της Αθήνας στην επιβολή των επιλογών της με εκβιαστικό τρόπο πάνω στους πολιτικά «ανώριμους» Κυπρίους, όπως εμφατικά τόνιζαν Ελλαδίτες διπλωμάτες λίγο πριν την υπογραφή των συμφωνιών Ζυρίχης – Λονδίνου, είχε σαν συνέπεια η ελλαδική στοχοθεσία στο κυπριακό βαθμιαία να αλλάζει μέσω μίας διαδικασίας που τα βασικά της χαρακτηριστικά ήταν η παθητικότητα, η έλλειψη συνοχής, η αναποτελεσματικότητα και, τέλος, η συρρίκνωση στόχων. Το ιδιαίτερα σημαντικό είναι ότι η Αθήνα μετά τις πιέσεις που ασκούσε άφηνε να φαίνεται η τελική επιλογή ότι προερχόταν από τους ίδιους τους Κυπρίους και όταν αργότερα ενέσκηπταν προβλήματα (1963-1974) κατελόγιζε την ευθύνη στους κακούς χειρισμούς της ελληνοκυπριακής ηγεσίας, παρασιωπώντας και αποφεύγοντας τις δικές της ευθύνες.
Συμπερασματικά, αυτή η λογική κατέληγε μονίμως σε μία σχέση όπου συμφέροντα και οι επιλογές του Αθηναϊκού κράτους ευρίσκονταν και ευρίσκονται σε υψηλότερη προτεραιότητα απ’ ότι τα συμφέροντα του εξωελλαδικού ελληνισμού.
* Ο Χρήστος Ιακώβου είναι διευθυντής του Κυπριακού Κέντρου Μελετών (ΚΥΚΕΜ)
ΠΗΓΗ
Προσφάτως, μετά από ογδόντα οκτώ χρόνια, ο Άρειος Πάγος στην Ελλάδα, απεφάνθη για την αθωότητα των καταδικασθέντων και εκτελεσθέντων έξι επί εσχάτη προδοσία στην Μικρασιατική Καταστροφή. Όπως ήταν άλλωστε αναμενόμενο, η απόφαση του Αρείου Πάγου προκάλεσε αντιδράσεις και διχασμό σε μερίδα της Ελληνικής κοινωνίας και του επιστημονικού κόσμου.
Το γεγονός αυτό έχει δυο διαστάσεις, η μία επί της νομικής διαδικασίας που έχει να κάνει με το κατά πόσο ήταν βάσιμα τα στοιχεία που προσκόμισε στη δικαιοσύνη ο Μιχάλης Πρωτοπαπαδάκης, εγγονός του καταδικασθέντα πρώην πρωθυπουργού Π. Πρωτοπαπαδάκη. Η δεύτερη διάσταση, και πιο σημαντική, αφορά την ουσία του ιστορικού γεγονότος δηλαδή κατά πόσο υπήρξε συνειδητή προδοσία από τους έξι ή απλώς οι πράξεις τους συνιστούν εγκληματικά λάθη λόγω λανθασμένων επιλογών και κακής στρατηγικής. Στο παρόν άρθρο θα μας απασχολήσει η δεύτερη διάσταση.
Η σημερινή προσφυγή στη δικαιοσύνη και η απόφαση για παύση της ποινικής δίωξης για εσχάτη προδοσία δεν έχει οποιοδήποτε άλλο νόημα πλην της οικογενειακής ικανοποίησης των απογόνων οι οποίοι αναζητούν μέσα από την απόφαση την αποκατάσταση του αρχοντικού τους κύρους. Άλλωστε, η βασική αντίληψη που επικρατεί στη νεοελληνική ιστοριογραφία είναι ότι και οι έξι δεν υπήρξαν προδότες ούτε είναι σήμερα ηθικά απαξιωμένοι αλλά τους αποδίδεται η στρατιωτική ήττα στη λογική των εγκληματικών λαθών σε πολιτικό και επιχειρησιακό επίπεδο. Αντιθέτως, η ιστοριογραφία αποδίδει την καταδίκη τους στην πολιτική προσπάθεια που έγινε για να ικανοποιηθεί η ταπεινωμένη και πληγωμένη, από το μέγεθος της εθνικής καταστροφής, κοινή γνώμη.
Θεωρώ, όμως, μία πολύ σημαντική παράμετρο η οποία αναδεικνύεται τόσο από τη δικαστική ανακίνηση του θέματος όσο και από τον ιστορικό προβληματισμό για τις βαθύτερες αιτίες που οδήγησαν στη μεγαλύτερη καταστροφή που γνώρισε ο Ελληνισμός στον εικοστό αιώνα. Ο προβληματισμός αυτός έχει να κάνει με το ρόλο που το ελλαδικό κράτος έπαιξε ως εθνικό κέντρο σε σχέση με τη διαχείριση της τύχης του εξωελλαδικού ελληνισμού σε κρίσιμες για το έθνος ιστορικές περιόδους. Τόσο η απουσία σταθερής και συνεκτικής στρατηγικής όσο και τυχοδιωκτικές πολιτικές αποφάσεις, υπό την επιρροή ξένων συμφερόντων, οδήγησαν στα τραγικά αποτελέσματα.
Παρά το μέγεθος της καταστροφής που γνώρισε ο Ελληνισμός στη Μ. Ασία, η επίκληση της «σοφίας» και δήθεν «υπεύθυνης» εποπτείας των εθνικών προτεραιοτήτων από την Αθήνα σε σχέση με τις επιλογές που θα πρέπει να κάνει ο υπόλοιπος εξωελλαδικός ελληνισμός παρέμεινε η βασική συντεταγμένη διαμόρφωσης της Ελλαδικής εξωτερικής πολιτικής. Αυτή υπήρξε, δυστυχώς, η στάση με την οποία ο Αθηναϊκός μανδαρινισμός αντιμετώπισε τον Κυπριακό Ελληνισμό από την εποχή του αντιαποικιακού αγώνα και εντεύθεν.
Η Μικρασιατική Καταστροφή (1922) και η τραγική απόληξή της υπήρξαν το ορόσημο για την αναίρεση της Μεγάλης Ιδέας ως βασικής συντεταγμένης της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Η ήττα του 1922 και η συνεπακόλουθη συσπείρωση του μεγαλυτέρου μέρους του Ελληνισμού μέσα στα όρια του ελληνικού κράτους είχε ως συνέπεια την σταδιακή ταύτιση του ελληνικού κράτους με το ελληνικό έθνος καθώς επίσης και τη δημιουργία νέων ρυθμιστικών αρχών στην εξωτερική πολιτική και πιο ειδικά στην διαχείριση των συμφερόντων των υπολειμμάτων του εξωελλαδικού ελληνισμού. Η διπλωματική προσέγγιση που καθιέρωσε ο Βενιζέλος στηριζόταν στην διασφάλιση της επιβίωσης του εξωελλαδικού ελληνισμού μέσω της διπλωματίας καλών σχέσεων με τις μεγάλες δυνάμεις και της πολιτικής κατευνασμού προς εκείνα τα κράτη κάτω από την κυριαρχία των οποίων βρισκόντουσαν διάφορα τμήματα του Ελληνισμού, και πιο ειδικά με την Τουρκία.
Με αυτή την νέα λογική η Αθήνα προσέγγισε το εθνικό αίτημα των Κυπρίων για Ένωση με την Ελλάδα, την δεκαετία του 1950, μέσα από μία Αγγλοελλαδική και Ελλαδοτουρκική προσέγγιση, έστω και αν αυτό οδηγούσε στην εγκατάλειψη του αιτήματος για Ένωση, που και η ίδια η Αθήνα αρχικώς απεδέχθη, και σταδιακά έφερε τη νέα πολιτική της σε αντιπαράθεση με τους στόχους του Ελληνικού εθνικού κινήματος στην Κύπρο. Αυτό οδήγησε, αναπόδραστα, σε σταδιακή αποξένωση από τα πολιτικά αιτήματα των ντόπιων Ελλήνων. Η εμμονή της Αθήνας στην επιβολή των επιλογών της με εκβιαστικό τρόπο πάνω στους πολιτικά «ανώριμους» Κυπρίους, όπως εμφατικά τόνιζαν Ελλαδίτες διπλωμάτες λίγο πριν την υπογραφή των συμφωνιών Ζυρίχης – Λονδίνου, είχε σαν συνέπεια η ελλαδική στοχοθεσία στο κυπριακό βαθμιαία να αλλάζει μέσω μίας διαδικασίας που τα βασικά της χαρακτηριστικά ήταν η παθητικότητα, η έλλειψη συνοχής, η αναποτελεσματικότητα και, τέλος, η συρρίκνωση στόχων. Το ιδιαίτερα σημαντικό είναι ότι η Αθήνα μετά τις πιέσεις που ασκούσε άφηνε να φαίνεται η τελική επιλογή ότι προερχόταν από τους ίδιους τους Κυπρίους και όταν αργότερα ενέσκηπταν προβλήματα (1963-1974) κατελόγιζε την ευθύνη στους κακούς χειρισμούς της ελληνοκυπριακής ηγεσίας, παρασιωπώντας και αποφεύγοντας τις δικές της ευθύνες.
Συμπερασματικά, αυτή η λογική κατέληγε μονίμως σε μία σχέση όπου συμφέροντα και οι επιλογές του Αθηναϊκού κράτους ευρίσκονταν και ευρίσκονται σε υψηλότερη προτεραιότητα απ’ ότι τα συμφέροντα του εξωελλαδικού ελληνισμού.
* Ο Χρήστος Ιακώβου είναι διευθυντής του Κυπριακού Κέντρου Μελετών (ΚΥΚΕΜ)
ΠΗΓΗ
Δημοσίευση σχολίου