Παρουσιάζουμε μια προδημοσίευση του βιβλίου του ακαδημαϊκού Βασίλειου Μαρκεζίνη "Για μια νέα εξωτερική πολιτική", όπως αυτή παρουσιάστηκε στο περιοδικό ΑΡΔΗΝ τονίζοντας ότι δυστυχώς σήμερα υπάρχουν ελάχιστοι Μαρκεζίνηδες και ο Κονδύλης έχει πεθάνει...
Το βιβλίο θα κυκλοφορήσει σύντομα από τις εκδόσεις Λιβάνη και θα παρουσιαστεί από τoν ίδιο τον συγγραφέα στις 19 Οκτωβρίου στην Αθήνα.
Συγκειριμένα παρουσιάζεται ένα απόσπασμα από το τρίτο μέρος του βιβλίου, «Το μέλλον της Ελλάδας» και πιο συγκεκριμένα, τρία υποκεφάλαια που αφορούν τις σχέσεις της Ελλάδας με την Τουρκία.
Τρίτο Μέρος:
Το μέλλον της Ελλάδας
Η αναγκαιότητα ενσωμάτωσης των σύγχρονων αλλαγών σε μια σχεδιασμένη εξωτερική πολιτική
Ήταν οι Οθωμανοί ανεκτικά και ανοικτόμυαλα αφεντικά;
Σε ό,τι αφορά τη θέση μας απέναντι στην Τουρκία, θα πρέπει να εξετάσουμε ένα ακόμη, ευρύτερο ζήτημα, το οποίο έθεσαν πρόσφατα με επιδεξιότητα οι γείτονές μας αλλά, εμείς, εξ όσων γνωρίζω, ουδέποτε θελήσαμε να το σχολιάσουμε1. Και αναφέρομαι στο –κατά τη γνώμη μου, παραπειστικά υπεραπλουστευμένο– επιχείρημά τους ότι η οθωμανική κυριαρχία επέτρεψε, και μάλιστα ενθάρρυνε, τόσο την εθνοτική και θρησκευτική ποικιλότητα όσο και την ειρηνική συνύπαρξη, κατά έναν τρόπο που «ένωσε», όπως ποτέ άλλοτε στο παρελθόν (ή και στο μέλλον), τους ετερόκλητους πληθυσμούς των Βαλκανίων και της Μέσης Ανατολής (και όχι μόνο)2. Το επιχείρημα αυτό μοιάζει πρωτίστως να απευθύνεται στο ευρύ κοινό, ως αποδεικτικό ενός πεφωτισμένου παρελθόντος, αλλά και πιθανών μελλοντικών ωφελειών προς την Ευρώπη από περιοχές (όπως τα Βαλκάνια) όπου οι διχασμοί έχουν αποτελέσει ενδημικά φαινόμενα.
Το επιχείρημα αυτό συνδέεται με ένα περίπλοκο θέμα, το οποίο μπορεί να εξεταστεί μόνο μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο της αργόσυρτης πορείας της Τουρκίας προς τη νεωτερικότητα.
Η δυσκολία αυτή σχετίζεται κατ’ αρχάς με την αμοιβαία επιρροή που είχαν «εξωτερικοί» και «εσωτερικοί» παράγοντες στην εξελικτική πορεία της Τουρκίας προς τη νεωτερικότητα. Οφείλουμε να κατανοήσουμε πλήρως αυτόν τον συσχετισμό προτού μπορέσουμε να αποτιμήσουμε τον ισχυρισμό της Τουρκίας, στο πλαίσιο της σημερινής «λογομαχίας», ότι οι Οθωμανοί προπάτορές της ασκούσαν πολιτική εθνοτικής και θρησκευτικής ανεκτικότητας, και ότι το γεγονός αυτό την καθιστά ικανή να επαναλάβει αυτή την πολιτική – και μάλιστα, σήμερα, σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Για να καταλάβουμε τα βασικά στοιχεία της τουρκικής εκσυγχρονιστικής διαδικασίας οφείλουμε ευθύς εξαρχής να τονίσουμε ότι ο προσανατολισμός της Τουρκίας προς τη νεωτερικότητα συνδεόταν στενά με την κίνηση του εκδυτικισμού που άρχισε να εκδηλώνεται από τα μέσα περίπου του 19ου αιώνα. Η κίνηση αυτή ενισχύθηκε σημαντικά όχι μόνο χάρη στις αυξημένες τουρκικές επαφές με την Ευρώπη, αλλά και επειδή, αφ’ ενός, έγινε αντιληπτή ως μέσο περιορισμού των πρώτων σοβαρών συμπτωμάτων παρακμής που προέκυψαν έπειτα από κάποιες δυσμενείς διεθνείς συνθήκες (οι οποίες τερμάτισαν ανεπιτυχείς πολέμους) και, αφ’ ετέρου, επειδή ήταν αναγκαίο να αναχαιτιστεί η εντεινόμενη «φεουδοποίηση» εντός της αυτοκρατορίας που αφαιρούσε από την κεντρική κυβέρνηση τις παραδοσιακές εξουσίες της.
Οι ιδέες αυτές περιέχονται στις νομοθετικές αποφάσεις που ακολούθησαν το Τανζιμάτ Φερμάν1 της 3ης Νοεμβρίου 1839 του σουλτάνου Αμπντούλ Μετζίτ (Abdόlmecid) και συνεχίστηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου του Τανζιμάτ(ή των "μεταρρυθμίσεων"), η οποία έλαβε τέλος με την αναστολή του Συντάγματος του 1876 από τον σουλτάνο Αμπντούλ Χαμίτ Β το ίδιο έτος.
Το στοιχείο που καθιστά σημαντικές αυτές τις μεταρρυθμίσεις, αλλά και κατάλληλες να χρησιμοποιηθούν σήμερα για προπαγανδιστικούς λόγους, είναι η ενίοτε αξιοπρόσεκτη νεωτερικότητά τους. Αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός ότι αντιπροσωπεύουν άκρως ενδιαφέροντα παραδείγματα (συνήθως ανεπιτυχούς) χρήσης του εφαρμοσμένου συγκριτικού δικαίου. Διότι, από τη σκοπιά των ειδικών του συγκριτικού δικαίου, και όχι των πολιτικών επιστημόνων, αυτά τα νομικά «δάνεια» αποδεικνύουν απλώς ότι η νομική μίμηση που δεν λαμβάνει δεόντως υπόψη τους εγχώριους παράγοντες συνήθως δεν καταφέρνει να ριζώσει. Στο παρόν πλαίσιο, ωστόσο, ακόμη πιο αξιοσημείωτα είναι κάποια άλλα στοιχεία, τα οποία σχετίζονται με τα εσωτερικά χαρακτηριστικά αυτών των μεταρρυθμίσεων και φανερώνουν, παράλληλα, τον έμμεσο αντίκτυπό τους στις εξωτερικές σχέσεις της χώρας.
Έτσι, πρέπει αρχικώς να επισημάνουμε ότι η ώθηση προς τη μεταρρύθμιση και την αναδιοργάνωση απέρρεε, σε όλες τις περιπτώσεις, από την επιθυμία να διατηρηθεί η στρατιωτική και πολιτική ισχύς της χώρας και όχι να εδραιωθεί το κράτος δικαίου προς όφελος μιας εμπορικής ή πνευματικής μεσαίας τάξης.
Κατά δεύτερο λόγο, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι όλα αυτά:
(1) διενεργήθηκαν από την κορυφή προς τα κάτω (δεν αναπτύχθηκαν, δηλαδή, κατά τρόπον οργανικό, από κάτω προς τα πάνω, όπως έγινε στην Ευρώπη, υπό την πίεση της αυξανόμενης δύναμης των μεσαίων τάξεων), (2) οδήγησαν συχνά σε απροσδόκητα αποτελέσματα, και (3) κατά μίαν έννοια, που είναι και η σημαντικότερη, συνδέονταν με τα συμφέροντα των κοινωνικών ελίτ – και ειδικότερα των ελίτ που είχαν τον έλεγχο του στρατού, της διανόησης, της θρησκείας, του δικαίου ή της ξένης διπλωματίας.
Έτσι, οι προαναφερθείσες καινοτομίες του προέδρου Οζάλ στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και στις αρχές της δεκαετίας του 1990 διακρίνονται, όπως προανέφερα, από την επιπρόσθετη πρωτοτυπία ότι επιτεύχθηκαν παρά τις αντίθετες επιθυμίες των κυβερνητικών ελίτ, η αντίσταση των οποίων γίνεται ακόμη και σήμερα αισθητή, εάν δούμε από ιστορική σκοπιά τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο κ. Ερντογάν.
Ένα παράδειγμα για το σημείο (β), ανωτέρω, προσφέρει η κατάληξη της αξιέπαινης προσπάθειας που έγινε μέσα από το φιρμάνι του 1839 να επιβληθεί ισότητα ενώπιον του νόμου για όλους τους κατοίκους της αυτοκρατορίας, καταργώντας τα ξεχωριστά προνόμια που τους αναγνώριζε το σύστημα των «μιλλιέτ», το οποίο διαχώριζε τους κατοίκους της αυτοκρατορίας επί τη βάσει των θρησκευτικών πεποιθήσεών τους (χωρίς όμως και να τους αναγνωρίζει ως διαφορετικά έθνη) και τους εκχωρούσε, αναλόγως, δικαιώματα και προνόμια. Η δημιουργία μιας νέας, συνολικής κατηγορίας «οθωμανικής ιθαγένειας», συνοδευόμενης από τα βασικά χαρακτηριστικά της φιλελεύθερης δημοκρατίας, και δη την ισότητα, προοριζόταν να αντικαταστήσει τις διακρίσεις που γίνονταν λόγω εθνικότητας ή θρησκείας.
Αφήνοντας κατά μέρος τα θεωρητικά προτερήματα (και τα προβλήματα) αυτής της μεταρρύθμισης, είναι γεγονός ότι, σε πρακτικό επίπεδο, η συγκεκριμένη ιδέα προκάλεσε έντονη δυσαρέσκεια στους ανθρώπους που αναγκάστηκαν να απεμπολήσουν τη θρησκευτική και εθνική τους ταυτότητα, προκειμένου να αποκτήσουν τα πλήρη προνόμια της κοινής ιθαγένειας. Γι’ αυτό, απ’ αρχής μέχρι τέλους, ο 19ος αιώνας παρέμεινε ένας αιώνας αποσχιστικών κινημάτων, από την Αίγυπτο έως τον Λίβανο και την Τυνησία (στα νότια και στα ανατολικά), τη Σερβία, την Ελλάδα, τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη και τη Βουλγαρία (στα βορειοδυτικά) – κινημάτων που, όλα ανεξαιρέτως, αν και με διαφορετικούς τρόπους, εξέφρασαν την άποψη ότι οι προσπάθειες του κέντρου να δημιουργήσει ένα μοντέλο ειρηνικής εσωτερικής συνύπαρξης εθνοτήτων ήταν απολύτως ατελέσφορες.
Ωστόσο, η ιδέα του «εξοθωμανισμού» όλων των κατοίκων επανεμφανίστηκε υπό διάφορα «προσχήματα» κατά την κεμαλική και την ψυχροπολεμική περίοδο, στρεφόμενη εναντίον των συμφερόντων των θρησκευτικών ομάδων, όπως, σημειωτέον, συνέβη και πρόσφατα εναντίον των Κούρδων.
Παρότι, τα τελευταία χρόνια, η προσέγγιση αυτή έχει αναμφίβολα εγκαταλειφθεί, η μοναδική ικανότητα της Τουρκίας να λειτουργεί ως μαγνήτης που θα μπορούσε να ενώσει ξανά τα διάφορα μέρη της παλιάς αυτοκρατορίας (αν και με τη μορφή των εθνών-κρατών) εκδηλώνεται εκ νέου, με περισσή ιδιοφυΐα, από κάποιους Τούρκους διανοουμένους, οι οποίοι και την προβάλλουν σε κάθε ευκαιρία. Επιπλέον, αυτή η ιδέα προωθήθηκε επιδέξια μέσα από την επιλεκτική χρήση του ιστορικού παρελθόντος, προκειμένου να παρουσιαστεί το θεωρητικό ιδεώδες της εθνικής αρμονίας ως κάτι που είχε όντως επιτευχθεί στην πράξη. Συγχρόνως, τονίζεται ακόμη περισσότερο η σύνδεση με την Ευρώπη μέσω της προβολής κάποιων κοινών βασικών ιδεών, η οποία ωθεί σε δεύτερο πλάνο τη βαναυσότητα της στρατιωτικής κατοχής των Βαλκανίων.
Η επιδέξια άσκηση προπαγάνδας με στόχο να γίνει η χώρα ακόμη πιο αποδεκτή στην Ευρώπη εμπλουτίζεται από τη σύγχρονη (αλλά και πρόσφατη) αποκήρυξη του φανατικού αντιαραβισμού του Κεμάλ Ατατούρκ. Έτσι, η νεο-οθωμανική φιλοσοφία των τελευταίων δεκαπέντε-είκοσι χρόνων έχει προετοιμάσει το έδαφος ώστε η Τουρκία να επεκτείνει την επιρροή της τόσο προς δυσμάς όσο και προς ανατολάς.
Αυτή η άκρως συμπυκνωμένη περιγραφή της τουρκικής πορείας προς τη νεωτερικότητα και του τρόπου που η Τουρκία την έχει εκμεταλλευθεί στο πλαίσιο της εξωτερικής προπαγάνδας της δείχνει ότι η τουρκική πολιτική, όπως καθετί ευφυές και αξιόλογο στη ζωή, αξίζει κάτι περισσότερο από απλό θαυμασμό.
Αξίζει, λοιπόν, να συγκεντρώσει την προσοχή των ειδικών και των διαμορφωτών της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής εάν –ένα μεγάλο εάν, επί του παρόντος– αισθανθούν ποτέ την ανάγκη να βάλουν τέλος στην υποτακτική νοοτροπία που χαρακτηρίζει τον σημερινό τρόπο σκέψης για την εξωτερική πολιτική μας και το μέλλον που αυτή διαμορφώνει για τη χώρα. Θεωρώ, λοιπόν, ότι το υλικό που παρουσιάστηκε στις προηγούμενες παραγράφους οδηγεί σε τουλάχιστον τρεις διαφορετικές, πλην όμως αλληλένδετες, αφορμές στοχασμού.
Κατά πρώτο λόγο, η πορεία της Τουρκίας προς τη νεωτερικότητα και τη θρησκευτική ανεκτικότητα δεν έχει ακολουθήσει το ομαλό και ευθύγραμμο μονοπάτι που θέλουν να παρουσιάζουν ορισμένα βιβλία ιστορίας.
Κατά δεύτερο λόγο, τα αναμφιβόλως φιλελεύθερα χαρακτηριστικά και η ελκυστικότητα των προτεινόμενων μεταρρυθμίσεων του 19ου αιώνα δεν μας παρουσιάζονται όπως ακριβώς λειτουργούσαν στην πράξη. Οι περί του αντιθέτου δηλώσεις ορισμένων Τούρκων αξιωματούχων (και της κουστωδίας των ιστορικών που τους επικουρούν) πρέπει να εξακριβωθούν έως και την παραμικρή τους λεπτομέρεια, προτού εξεταστούν σοβαρά και, ακολούθως, απαντηθούν.
Τρίτον η ελικοειδής «εξελικτική πορεία» της Τουρκίας προς τη νεωτερικότητα και το φιλελευθερισμό βρισκόταν ανέκαθεν υπό τον έλεγχο των ελίτ της χώρας. Αν και η σύνθεση αυτών των ελίτ μπορεί ενίοτε να παρουσίαζε διάφορες κοινωνιολογικές παραλλαγές, ο στόχος τους ήταν πάντοτε ένας και μοναδικός: η επαναφορά της δύναμης και της δόξας του παρελθόντος.
Τέλος, η ανεκτικότητα προς το χριστιανισμό περιορίστηκε κυρίως προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο, δεν επεκτάθηκε (παρά μόνο σπασμωδικά) προς άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες, αλλά και προς τη δική μας γεννήθηκε κατά ένα μεγάλο μέρος από την επιθυμία να αποφύγει τη στροφή των Ορθοδόξων χριστιανών προς την Καθολική Εκκλησία της Αναγέννησης και την τάση της να πολεμά τον Οθωμανισμό.
Σημειώσεις
1. Μόνο πρόσφατα, εξ όσων γνωρίζω, ο πρώην πρύτανης του Παντείου Πανεπιστημίου, καθηγητής κ. Βασίλης Φίλιας, δημοσίευσε μια τεκμηριωμένη και αυστηρή κριτική των ιδεών του κ. Νταβούτογλου στο Παρόν της Κυριακής της 13ης Ιουνίου 2010.
2. Η θεωρία αναπτύχθηκε από τον ίδιο τον κ. Νταβούτογλου, σε ομιλία του στο Σαράγιεβο, την 23η Οκτωβρίου του 2009, τμήμα της οποίας δημοσιεύθηκε στο Βήμα της 27ης Οκτωβρίου 2009, υπό τον τίτλο «Χάρτα Νταβούτογλου για τα Βαλκάνια». Τη γνώμη αυτή (σχετικά πρόσφατα) φαίνεται ότι ασπάστηκε και ο Χρήστος Γιανναράς –«προβλέψεις σε μέλλον μετα-εθνικιστικό», 17 Ιουνίου 2007– με (καθυστερημένη) αυστηρότατη κριτική από την πειστική (αλλά σκληρή) πέννα του Γιώργου Καραμπελιά «Γιανναράς vs Κονδύλης», περιοδικό Άρδην, τεύχος 80, Ιούνιος 2010, σσ. 46-48. Οι λόγοι αυτής της μεταστροφής του Γιανναρά δεν είναι ακόμη ξεκάθαροι στο δικό μου το μυαλό, γι’ αυτό αντί ανενδοίαστης καταδίκης προτιμώ να εκφράσω απογοήτευση.
Τμήμα ειδήσεων defencenet.gr
Το βιβλίο θα κυκλοφορήσει σύντομα από τις εκδόσεις Λιβάνη και θα παρουσιαστεί από τoν ίδιο τον συγγραφέα στις 19 Οκτωβρίου στην Αθήνα.
Συγκειριμένα παρουσιάζεται ένα απόσπασμα από το τρίτο μέρος του βιβλίου, «Το μέλλον της Ελλάδας» και πιο συγκεκριμένα, τρία υποκεφάλαια που αφορούν τις σχέσεις της Ελλάδας με την Τουρκία.
Τρίτο Μέρος:
Το μέλλον της Ελλάδας
Η αναγκαιότητα ενσωμάτωσης των σύγχρονων αλλαγών σε μια σχεδιασμένη εξωτερική πολιτική
Ήταν οι Οθωμανοί ανεκτικά και ανοικτόμυαλα αφεντικά;
Σε ό,τι αφορά τη θέση μας απέναντι στην Τουρκία, θα πρέπει να εξετάσουμε ένα ακόμη, ευρύτερο ζήτημα, το οποίο έθεσαν πρόσφατα με επιδεξιότητα οι γείτονές μας αλλά, εμείς, εξ όσων γνωρίζω, ουδέποτε θελήσαμε να το σχολιάσουμε1. Και αναφέρομαι στο –κατά τη γνώμη μου, παραπειστικά υπεραπλουστευμένο– επιχείρημά τους ότι η οθωμανική κυριαρχία επέτρεψε, και μάλιστα ενθάρρυνε, τόσο την εθνοτική και θρησκευτική ποικιλότητα όσο και την ειρηνική συνύπαρξη, κατά έναν τρόπο που «ένωσε», όπως ποτέ άλλοτε στο παρελθόν (ή και στο μέλλον), τους ετερόκλητους πληθυσμούς των Βαλκανίων και της Μέσης Ανατολής (και όχι μόνο)2. Το επιχείρημα αυτό μοιάζει πρωτίστως να απευθύνεται στο ευρύ κοινό, ως αποδεικτικό ενός πεφωτισμένου παρελθόντος, αλλά και πιθανών μελλοντικών ωφελειών προς την Ευρώπη από περιοχές (όπως τα Βαλκάνια) όπου οι διχασμοί έχουν αποτελέσει ενδημικά φαινόμενα.
Το επιχείρημα αυτό συνδέεται με ένα περίπλοκο θέμα, το οποίο μπορεί να εξεταστεί μόνο μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο της αργόσυρτης πορείας της Τουρκίας προς τη νεωτερικότητα.
Η δυσκολία αυτή σχετίζεται κατ’ αρχάς με την αμοιβαία επιρροή που είχαν «εξωτερικοί» και «εσωτερικοί» παράγοντες στην εξελικτική πορεία της Τουρκίας προς τη νεωτερικότητα. Οφείλουμε να κατανοήσουμε πλήρως αυτόν τον συσχετισμό προτού μπορέσουμε να αποτιμήσουμε τον ισχυρισμό της Τουρκίας, στο πλαίσιο της σημερινής «λογομαχίας», ότι οι Οθωμανοί προπάτορές της ασκούσαν πολιτική εθνοτικής και θρησκευτικής ανεκτικότητας, και ότι το γεγονός αυτό την καθιστά ικανή να επαναλάβει αυτή την πολιτική – και μάλιστα, σήμερα, σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Για να καταλάβουμε τα βασικά στοιχεία της τουρκικής εκσυγχρονιστικής διαδικασίας οφείλουμε ευθύς εξαρχής να τονίσουμε ότι ο προσανατολισμός της Τουρκίας προς τη νεωτερικότητα συνδεόταν στενά με την κίνηση του εκδυτικισμού που άρχισε να εκδηλώνεται από τα μέσα περίπου του 19ου αιώνα. Η κίνηση αυτή ενισχύθηκε σημαντικά όχι μόνο χάρη στις αυξημένες τουρκικές επαφές με την Ευρώπη, αλλά και επειδή, αφ’ ενός, έγινε αντιληπτή ως μέσο περιορισμού των πρώτων σοβαρών συμπτωμάτων παρακμής που προέκυψαν έπειτα από κάποιες δυσμενείς διεθνείς συνθήκες (οι οποίες τερμάτισαν ανεπιτυχείς πολέμους) και, αφ’ ετέρου, επειδή ήταν αναγκαίο να αναχαιτιστεί η εντεινόμενη «φεουδοποίηση» εντός της αυτοκρατορίας που αφαιρούσε από την κεντρική κυβέρνηση τις παραδοσιακές εξουσίες της.
Οι ιδέες αυτές περιέχονται στις νομοθετικές αποφάσεις που ακολούθησαν το Τανζιμάτ Φερμάν1 της 3ης Νοεμβρίου 1839 του σουλτάνου Αμπντούλ Μετζίτ (Abdόlmecid) και συνεχίστηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου του Τανζιμάτ(ή των "μεταρρυθμίσεων"), η οποία έλαβε τέλος με την αναστολή του Συντάγματος του 1876 από τον σουλτάνο Αμπντούλ Χαμίτ Β το ίδιο έτος.
Το στοιχείο που καθιστά σημαντικές αυτές τις μεταρρυθμίσεις, αλλά και κατάλληλες να χρησιμοποιηθούν σήμερα για προπαγανδιστικούς λόγους, είναι η ενίοτε αξιοπρόσεκτη νεωτερικότητά τους. Αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός ότι αντιπροσωπεύουν άκρως ενδιαφέροντα παραδείγματα (συνήθως ανεπιτυχούς) χρήσης του εφαρμοσμένου συγκριτικού δικαίου. Διότι, από τη σκοπιά των ειδικών του συγκριτικού δικαίου, και όχι των πολιτικών επιστημόνων, αυτά τα νομικά «δάνεια» αποδεικνύουν απλώς ότι η νομική μίμηση που δεν λαμβάνει δεόντως υπόψη τους εγχώριους παράγοντες συνήθως δεν καταφέρνει να ριζώσει. Στο παρόν πλαίσιο, ωστόσο, ακόμη πιο αξιοσημείωτα είναι κάποια άλλα στοιχεία, τα οποία σχετίζονται με τα εσωτερικά χαρακτηριστικά αυτών των μεταρρυθμίσεων και φανερώνουν, παράλληλα, τον έμμεσο αντίκτυπό τους στις εξωτερικές σχέσεις της χώρας.
Έτσι, πρέπει αρχικώς να επισημάνουμε ότι η ώθηση προς τη μεταρρύθμιση και την αναδιοργάνωση απέρρεε, σε όλες τις περιπτώσεις, από την επιθυμία να διατηρηθεί η στρατιωτική και πολιτική ισχύς της χώρας και όχι να εδραιωθεί το κράτος δικαίου προς όφελος μιας εμπορικής ή πνευματικής μεσαίας τάξης.
Κατά δεύτερο λόγο, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι όλα αυτά:
(1) διενεργήθηκαν από την κορυφή προς τα κάτω (δεν αναπτύχθηκαν, δηλαδή, κατά τρόπον οργανικό, από κάτω προς τα πάνω, όπως έγινε στην Ευρώπη, υπό την πίεση της αυξανόμενης δύναμης των μεσαίων τάξεων), (2) οδήγησαν συχνά σε απροσδόκητα αποτελέσματα, και (3) κατά μίαν έννοια, που είναι και η σημαντικότερη, συνδέονταν με τα συμφέροντα των κοινωνικών ελίτ – και ειδικότερα των ελίτ που είχαν τον έλεγχο του στρατού, της διανόησης, της θρησκείας, του δικαίου ή της ξένης διπλωματίας.
Έτσι, οι προαναφερθείσες καινοτομίες του προέδρου Οζάλ στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και στις αρχές της δεκαετίας του 1990 διακρίνονται, όπως προανέφερα, από την επιπρόσθετη πρωτοτυπία ότι επιτεύχθηκαν παρά τις αντίθετες επιθυμίες των κυβερνητικών ελίτ, η αντίσταση των οποίων γίνεται ακόμη και σήμερα αισθητή, εάν δούμε από ιστορική σκοπιά τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο κ. Ερντογάν.
Ένα παράδειγμα για το σημείο (β), ανωτέρω, προσφέρει η κατάληξη της αξιέπαινης προσπάθειας που έγινε μέσα από το φιρμάνι του 1839 να επιβληθεί ισότητα ενώπιον του νόμου για όλους τους κατοίκους της αυτοκρατορίας, καταργώντας τα ξεχωριστά προνόμια που τους αναγνώριζε το σύστημα των «μιλλιέτ», το οποίο διαχώριζε τους κατοίκους της αυτοκρατορίας επί τη βάσει των θρησκευτικών πεποιθήσεών τους (χωρίς όμως και να τους αναγνωρίζει ως διαφορετικά έθνη) και τους εκχωρούσε, αναλόγως, δικαιώματα και προνόμια. Η δημιουργία μιας νέας, συνολικής κατηγορίας «οθωμανικής ιθαγένειας», συνοδευόμενης από τα βασικά χαρακτηριστικά της φιλελεύθερης δημοκρατίας, και δη την ισότητα, προοριζόταν να αντικαταστήσει τις διακρίσεις που γίνονταν λόγω εθνικότητας ή θρησκείας.
Αφήνοντας κατά μέρος τα θεωρητικά προτερήματα (και τα προβλήματα) αυτής της μεταρρύθμισης, είναι γεγονός ότι, σε πρακτικό επίπεδο, η συγκεκριμένη ιδέα προκάλεσε έντονη δυσαρέσκεια στους ανθρώπους που αναγκάστηκαν να απεμπολήσουν τη θρησκευτική και εθνική τους ταυτότητα, προκειμένου να αποκτήσουν τα πλήρη προνόμια της κοινής ιθαγένειας. Γι’ αυτό, απ’ αρχής μέχρι τέλους, ο 19ος αιώνας παρέμεινε ένας αιώνας αποσχιστικών κινημάτων, από την Αίγυπτο έως τον Λίβανο και την Τυνησία (στα νότια και στα ανατολικά), τη Σερβία, την Ελλάδα, τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη και τη Βουλγαρία (στα βορειοδυτικά) – κινημάτων που, όλα ανεξαιρέτως, αν και με διαφορετικούς τρόπους, εξέφρασαν την άποψη ότι οι προσπάθειες του κέντρου να δημιουργήσει ένα μοντέλο ειρηνικής εσωτερικής συνύπαρξης εθνοτήτων ήταν απολύτως ατελέσφορες.
Ωστόσο, η ιδέα του «εξοθωμανισμού» όλων των κατοίκων επανεμφανίστηκε υπό διάφορα «προσχήματα» κατά την κεμαλική και την ψυχροπολεμική περίοδο, στρεφόμενη εναντίον των συμφερόντων των θρησκευτικών ομάδων, όπως, σημειωτέον, συνέβη και πρόσφατα εναντίον των Κούρδων.
Παρότι, τα τελευταία χρόνια, η προσέγγιση αυτή έχει αναμφίβολα εγκαταλειφθεί, η μοναδική ικανότητα της Τουρκίας να λειτουργεί ως μαγνήτης που θα μπορούσε να ενώσει ξανά τα διάφορα μέρη της παλιάς αυτοκρατορίας (αν και με τη μορφή των εθνών-κρατών) εκδηλώνεται εκ νέου, με περισσή ιδιοφυΐα, από κάποιους Τούρκους διανοουμένους, οι οποίοι και την προβάλλουν σε κάθε ευκαιρία. Επιπλέον, αυτή η ιδέα προωθήθηκε επιδέξια μέσα από την επιλεκτική χρήση του ιστορικού παρελθόντος, προκειμένου να παρουσιαστεί το θεωρητικό ιδεώδες της εθνικής αρμονίας ως κάτι που είχε όντως επιτευχθεί στην πράξη. Συγχρόνως, τονίζεται ακόμη περισσότερο η σύνδεση με την Ευρώπη μέσω της προβολής κάποιων κοινών βασικών ιδεών, η οποία ωθεί σε δεύτερο πλάνο τη βαναυσότητα της στρατιωτικής κατοχής των Βαλκανίων.
Η επιδέξια άσκηση προπαγάνδας με στόχο να γίνει η χώρα ακόμη πιο αποδεκτή στην Ευρώπη εμπλουτίζεται από τη σύγχρονη (αλλά και πρόσφατη) αποκήρυξη του φανατικού αντιαραβισμού του Κεμάλ Ατατούρκ. Έτσι, η νεο-οθωμανική φιλοσοφία των τελευταίων δεκαπέντε-είκοσι χρόνων έχει προετοιμάσει το έδαφος ώστε η Τουρκία να επεκτείνει την επιρροή της τόσο προς δυσμάς όσο και προς ανατολάς.
Αυτή η άκρως συμπυκνωμένη περιγραφή της τουρκικής πορείας προς τη νεωτερικότητα και του τρόπου που η Τουρκία την έχει εκμεταλλευθεί στο πλαίσιο της εξωτερικής προπαγάνδας της δείχνει ότι η τουρκική πολιτική, όπως καθετί ευφυές και αξιόλογο στη ζωή, αξίζει κάτι περισσότερο από απλό θαυμασμό.
Αξίζει, λοιπόν, να συγκεντρώσει την προσοχή των ειδικών και των διαμορφωτών της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής εάν –ένα μεγάλο εάν, επί του παρόντος– αισθανθούν ποτέ την ανάγκη να βάλουν τέλος στην υποτακτική νοοτροπία που χαρακτηρίζει τον σημερινό τρόπο σκέψης για την εξωτερική πολιτική μας και το μέλλον που αυτή διαμορφώνει για τη χώρα. Θεωρώ, λοιπόν, ότι το υλικό που παρουσιάστηκε στις προηγούμενες παραγράφους οδηγεί σε τουλάχιστον τρεις διαφορετικές, πλην όμως αλληλένδετες, αφορμές στοχασμού.
Κατά πρώτο λόγο, η πορεία της Τουρκίας προς τη νεωτερικότητα και τη θρησκευτική ανεκτικότητα δεν έχει ακολουθήσει το ομαλό και ευθύγραμμο μονοπάτι που θέλουν να παρουσιάζουν ορισμένα βιβλία ιστορίας.
Κατά δεύτερο λόγο, τα αναμφιβόλως φιλελεύθερα χαρακτηριστικά και η ελκυστικότητα των προτεινόμενων μεταρρυθμίσεων του 19ου αιώνα δεν μας παρουσιάζονται όπως ακριβώς λειτουργούσαν στην πράξη. Οι περί του αντιθέτου δηλώσεις ορισμένων Τούρκων αξιωματούχων (και της κουστωδίας των ιστορικών που τους επικουρούν) πρέπει να εξακριβωθούν έως και την παραμικρή τους λεπτομέρεια, προτού εξεταστούν σοβαρά και, ακολούθως, απαντηθούν.
Τρίτον η ελικοειδής «εξελικτική πορεία» της Τουρκίας προς τη νεωτερικότητα και το φιλελευθερισμό βρισκόταν ανέκαθεν υπό τον έλεγχο των ελίτ της χώρας. Αν και η σύνθεση αυτών των ελίτ μπορεί ενίοτε να παρουσίαζε διάφορες κοινωνιολογικές παραλλαγές, ο στόχος τους ήταν πάντοτε ένας και μοναδικός: η επαναφορά της δύναμης και της δόξας του παρελθόντος.
Τέλος, η ανεκτικότητα προς το χριστιανισμό περιορίστηκε κυρίως προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο, δεν επεκτάθηκε (παρά μόνο σπασμωδικά) προς άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες, αλλά και προς τη δική μας γεννήθηκε κατά ένα μεγάλο μέρος από την επιθυμία να αποφύγει τη στροφή των Ορθοδόξων χριστιανών προς την Καθολική Εκκλησία της Αναγέννησης και την τάση της να πολεμά τον Οθωμανισμό.
Σημειώσεις
1. Μόνο πρόσφατα, εξ όσων γνωρίζω, ο πρώην πρύτανης του Παντείου Πανεπιστημίου, καθηγητής κ. Βασίλης Φίλιας, δημοσίευσε μια τεκμηριωμένη και αυστηρή κριτική των ιδεών του κ. Νταβούτογλου στο Παρόν της Κυριακής της 13ης Ιουνίου 2010.
2. Η θεωρία αναπτύχθηκε από τον ίδιο τον κ. Νταβούτογλου, σε ομιλία του στο Σαράγιεβο, την 23η Οκτωβρίου του 2009, τμήμα της οποίας δημοσιεύθηκε στο Βήμα της 27ης Οκτωβρίου 2009, υπό τον τίτλο «Χάρτα Νταβούτογλου για τα Βαλκάνια». Τη γνώμη αυτή (σχετικά πρόσφατα) φαίνεται ότι ασπάστηκε και ο Χρήστος Γιανναράς –«προβλέψεις σε μέλλον μετα-εθνικιστικό», 17 Ιουνίου 2007– με (καθυστερημένη) αυστηρότατη κριτική από την πειστική (αλλά σκληρή) πέννα του Γιώργου Καραμπελιά «Γιανναράς vs Κονδύλης», περιοδικό Άρδην, τεύχος 80, Ιούνιος 2010, σσ. 46-48. Οι λόγοι αυτής της μεταστροφής του Γιανναρά δεν είναι ακόμη ξεκάθαροι στο δικό μου το μυαλό, γι’ αυτό αντί ανενδοίαστης καταδίκης προτιμώ να εκφράσω απογοήτευση.
Τμήμα ειδήσεων defencenet.gr
Δημοσίευση σχολίου