Λαυρέντζος Αναστάσιος
Σε προηγούμενο άρθρο μου προσπάθησα να δείξω γιατί είναι ανέφικτος ένας έντιμος συμβιβασμός με την Τουρκία. Σε αυτό θα προσπαθήσω να εξηγήσω γιατί μια ελληνική υποχώρηση απέναντι στην Τουρκία, που θα οδηγούσε στη λεγόμενη συνεκμετάλλευση του ελληνικού ορυκτού πλούτου, θα ήταν ολέθρια επιλογή για την Ελλάδα. Σύμφωνα με τις τρέχουσες εκτιμήσεις του ΟΟΣΑ, το 2060 η Τουρκία προβλέπεται να έχει μέγεθος ΑΕΠ που θα υπερβαίνει τα 7 τρισεκατομμύρια δολάρια, καταλαμβάνοντας την έκτη θέση παγκοσμίως.
Αυτή είναι φυσικά μια πρόβλεψη των τεχνοκρατών του ΟΟΣΑ, η οποία δεν είναι απαραίτητο να υλοποιηθεί. Ωστόσο, εκφράζει την προβολή των τρεχουσών τάσεων, αλλά και το πώς βλέπουν οι υπόλοιποι την Τουρκία. Συνεπώς είμαστε υποχρεωμένοι να την λάβουμε σοβαρά υπ’ όψιν. Αν το 2060 είναι ακόμη μακριά, έχει ενδιαφέρον να δούμε πως εξελίχθηκε η τουρκική οικονομία από τη δεκαετία του 1990 έως σήμερα.
Εικόνα 1: Προβολές ΑΕΠ διαφόρων χωρών το 2060 – Πηγή ΟΟΣΑ.
Με βάση ένα άλλο διεθνές μέτρο σύγκρισης που είναι το ΑΕΠ σε όρους ισοτιμίας αγοραστικής δύναμης (GDP Purchase Power Parity), υπολογισμένο σε σταθερές τιμές 2017 (Πηγή: Παγκόσμια Τράπεζα), διαπιστώνουμε ότι την τελευταία εικοσαετία η τουρκική οικονομία αυξήθηκε αλματωδώς, σε αντίθεση με την οικονομία της Ελλάδος, η οποία ακόμη υπολείπεται του μεγέθους που είχε το 2008. Δηλαδή, καθ’ όλη την 15ετία που η Ελλάδα παλεύει να ισορροπήσει μετά τη χρεοκοπία του 2008, η τουρκική οικονομία μεγεθύνεται εντυπωσιακά.
Η εικοσαετία Ερντογάν είναι επομένως μια περίοδος ραγδαίας μεγέθυνσης της τουρκικής οικονομίας, παρά τα δομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει (υποτίμηση νομίσματος, πληθωρισμός) και τις κοινωνικές συνέπειες που αυτά συνεπάγονται. Η μεγέθυνση αυτή δεν ευνόησε βεβαίως το σύνολο του τουρκικού πληθυσμού, ο οποίος σε μεγάλο ποσοστό δεινοπαθεί από τη φτώχεια και τον πληθωρισμό.
Εικόνα 2: ΑΕΠ σε όρους ισοτιμίας αγοραστικής δύναμης Τουρκίας και Ελλάδας (1990-2022).
Ωστόσο, είναι σαφές ότι χάρη στην εισροή ξένων κεφαλαίων και την εκμετάλλευση του φθηνού και άφθονου εργατικού δυναμικού, η Τουρκία απέκτησε σημαντική βιομηχανική υποδομή με μεγάλες εξαγωγικές δυνατότητες. Παράλληλα άρχισε να αυξάνεται αριθμητικά μια εγχώρια μεσαία τάξη, η οποία εμπλουτίζεται από επιχειρηματίες μεσαίου μεγέθους, στελέχη επιχειρήσεων και επιστήμονες που εργάζονται στη βιομηχανία.
Την ίδια περίοδο, το ελληνικό πολιτικό σύστημα επικεντρώθηκε στην εξυπηρέτηση της “οικονομικής διαπλοκής” (αυτός είναι ο όρος που το ίδιο εισήγαγε), στην τέλεση Ολυμπιακών Αγώνων με δανεικά το 2004, στην κατασπατάληση δημοσίου χρήματος, στην ευημερία των κομματικών φορέων που συσσώρευσαν σημαντικά χρέη και στην εξυπηρέτηση των κομματικών πελατειών.
Η Τουρκία διψά για ενέργεια
Επρόκειτο για ένα στρεβλό μοντέλο ανάπτυξης, το οποίο βασίστηκε στις ευρωπαϊκές επιδοτήσεις, στην πιστωτική επέκταση και στην κατανάλωση εισαγόμενων ειδών που ξεπερνούσαν κατά πολύ τις εξαγωγές. Το αποτέλεσμα ήταν η χρεοκοπία του 2008, η υποθήκευση της χώρας το 2015 και η φυγή εκατοντάδων χιλιάδων νέων στο εξωτερικό, οι οποίοι σε μεγάλο ποσοστό είναι νέοι επιστήμονες.
Σήμερα, η τουρκική οικονομία παρά τα προβλήματά της, πραγματοποιεί εξαγωγές σε πολλούς τομείς, βασιζόμενη σε μια δυναμική μεταποιητική βιομηχανία. Όπως είναι φυσικό, η μεγάλη οικονομική ανάπτυξη, σε συνδυασμό με τις απαιτήσεις ενός πληθυσμού που σήμερα φτάνει τα 85 εκατομμύρια, δημιουργούν στην Τουρκία μεγάλες ενεργειακές ανάγκες. Δεν θα ήταν λοιπόν υπερβολή να πούμε ότι η Τουρκία στην κυριολεξία διψά για ενέργεια. Οι μεγάλες εισαγωγές σε ενέργεια (27% του συνόλου) είναι και η αιτία που το τουρκικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών παραμένει ελλειμματικό. Χωρίς αυτές, το ισοζύγιο θα ήταν θετικό, και θα έπαυε η συνεχής διολίσθηση της τουρκικής λίρας και ο συνεπαγόμενος υψηλός πληθωρισμός.
Εικόνα 3: Η δομή των τουρκικών εισαγωγών.
Η εύρεση ενεργειακών πόρων αποτελεί επομένως στρατηγική προτεραιότητα για την Τουρκία. Για τον σκοπό αυτό η Τουρκία ακολουθεί ήδη δύο δρόμους: ο ένας είναι η επένδυση στην πυρηνική ενέργεια και ο άλλος είναι αναζήτηση ενεργειακών πόρων στον γεωγραφικό της περίγυρο. Σχετικά λοιπόν δεν είναι τυχαίο ότι η Τουρκία έχει εμπλακεί στρατιωτικά σε δυο συγκρούσεις στη γειτονιά της, με χώρες που διαθέτουν πετρέλαιο, όπως η Συρία και η Λιβύη. Ούτε βέβαια είναι τυχαία η διεκδίκηση του ενεργειακού πλούτου της Ελλάδος, η οποία υπό το πρίσμα των παραπάνω επισημάνσεων αποκτά ιδιαίτερη σημασία.
Η Τουρκία δεν επιζητεί μόνο να καθυποτάξει την Ελλάδα, υποχρεώνοντάς την σε μια γεωπολιτική συνθηκολόγηση. Επιδιώκει παράλληλα να υφαρπάξει τον ελληνικό ενεργειακό πλούτο για να κορέσει τις ενεργειακές της ανάγκες. Αν η Τουρκία διέθετε δικές της ενεργειακές πηγές, θα σταθεροποιούσε το νόμισμά της και το μέγεθος της οικονομίας της σε δολαριακούς όρους θα αυξανόταν πολύ γρήγορα. Την όποια ανταγωνιστικότητα που θα έχανε πιθανώς από την σκλήρυνση του νομίσματος, θα την αναπλήρωνε από την προστιθέμενη αξία που θα της έδιναν οι δικές της ενεργειακές πηγές.
Η παραπάνω ανάλυση μας δείχνει ότι βρισκόμαστε σε ένα ιστορικό μεταίχμιο. Με εργαλείο τις ξένες επενδύσεις η Τουρκία επιδιώκει να μετατρέψει το δημογραφικό μέγεθος που απέκτησε στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες σε οικονομικό μέγεθος. Με αυτό τον τρόπο θα εκπληρώσει δυο βασικές προϋποθέσεις για τη μετατροπή της σε περιφερειακή δύναμη κατά τα πρότυπα της Κίνας. Σήμερα δεν μπορεί βεβαίως κάποιος να πει με σιγουριά ότι η Τουρκία θα υλοποιήσει αυτό το όραμα της, διότι προηγουμένως θα πρέπει να υπερβεί δύο σημαντικά εμπόδια. Το πρώτο είναι οι εσωτερικές της αντιφάσεις (κουρδικό) και το δεύτερο είναι η αντίδραση των μεγάλων δυνάμεων στα σχέδιά της.
Η εύρεση ενεργειακών πόρων αποτελεί επομένως στρατηγική προτεραιότητα για την Τουρκία. Για τον σκοπό αυτό η Τουρκία ακολουθεί ήδη δύο δρόμους: ο ένας είναι η επένδυση στην πυρηνική ενέργεια και ο άλλος είναι αναζήτηση ενεργειακών πόρων στον γεωγραφικό της περίγυρο. Σχετικά λοιπόν δεν είναι τυχαίο ότι η Τουρκία έχει εμπλακεί στρατιωτικά σε δυο συγκρούσεις στη γειτονιά της, με χώρες που διαθέτουν πετρέλαιο, όπως η Συρία και η Λιβύη. Ούτε βέβαια είναι τυχαία η διεκδίκηση του ενεργειακού πλούτου της Ελλάδος, η οποία υπό το πρίσμα των παραπάνω επισημάνσεων αποκτά ιδιαίτερη σημασία.
Η Τουρκία δεν επιζητεί μόνο να καθυποτάξει την Ελλάδα, υποχρεώνοντάς την σε μια γεωπολιτική συνθηκολόγηση. Επιδιώκει παράλληλα να υφαρπάξει τον ελληνικό ενεργειακό πλούτο για να κορέσει τις ενεργειακές της ανάγκες. Αν η Τουρκία διέθετε δικές της ενεργειακές πηγές, θα σταθεροποιούσε το νόμισμά της και το μέγεθος της οικονομίας της σε δολαριακούς όρους θα αυξανόταν πολύ γρήγορα. Την όποια ανταγωνιστικότητα που θα έχανε πιθανώς από την σκλήρυνση του νομίσματος, θα την αναπλήρωνε από την προστιθέμενη αξία που θα της έδιναν οι δικές της ενεργειακές πηγές.
Η παραπάνω ανάλυση μας δείχνει ότι βρισκόμαστε σε ένα ιστορικό μεταίχμιο. Με εργαλείο τις ξένες επενδύσεις η Τουρκία επιδιώκει να μετατρέψει το δημογραφικό μέγεθος που απέκτησε στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες σε οικονομικό μέγεθος. Με αυτό τον τρόπο θα εκπληρώσει δυο βασικές προϋποθέσεις για τη μετατροπή της σε περιφερειακή δύναμη κατά τα πρότυπα της Κίνας. Σήμερα δεν μπορεί βεβαίως κάποιος να πει με σιγουριά ότι η Τουρκία θα υλοποιήσει αυτό το όραμα της, διότι προηγουμένως θα πρέπει να υπερβεί δύο σημαντικά εμπόδια. Το πρώτο είναι οι εσωτερικές της αντιφάσεις (κουρδικό) και το δεύτερο είναι η αντίδραση των μεγάλων δυνάμεων στα σχέδιά της.
Η παγίδα του Θουκυδίδη
Τηρουμένων των αναλογιών, σήμερα η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με μια κατάσταση που στη γεωπολιτική είναι γνωστή ως “παγίδα του Θουκυδίδη”. Όπως η Σπάρτη παρατηρούσε με ανησυχία την άνοδο της αθηναϊκής ισχύος, σήμερα η Ελλάδα έχει απέναντί της μια Τουρκία, η οποία αφού απέκτησε πληθυσμιακό όγκο, τώρα αποκτά και οικονομικό μέγεθος. Ο κίνδυνος λοιπόν είναι σε μερικές δεκαετίες η τουρκική απειλή να καταστεί μη ανασχέσιμη. Η Σπάρτη απαντώντας αποφασιστικά στο στρατηγικό δίλημμα που αντιμετώπιζε, ξεκίνησε προληπτικά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο.
Σήμερα, το πολιτικό κατεστημένο των Αθηνών οραματίζεται μια προληπτική παράδοση, πιστεύοντας ότι θα μπορούσε να εξαγοράσει μια περίοδο σταθερότητας στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Σφάλλει όμως διπλά και ως προς την ανάγνωση του προβλήματος και ως προς τον χειρισμό του. Διότι το αίτιο της τουρκικής επιθετικότητας είναι η διευρυνόμενη διαφορά γεωπολιτικού δυναμικού και όχι κάποια περιθωριακή διαφορά, η οποία θα μπορούσε να διευθετηθεί με έναν συμβιβασμό που θα περιελάμβανε έστω και μερικές ελληνικές υποχωρήσεις
Αντιθέτως, ενδεχόμενη παραχώρηση τμημάτων της ελληνικής ΑΟΖ, η οποία στην πράξη θα σήμαινε και παραχώρηση ενεργειακών κοιτασμάτων, δεν θα ήταν παρά τα λύτρα που θα πλήρωνε η Ελλάδα για να αγοράσει ακριβά μια προσωρινή ύφεση στα ελληνοτουρκικά. Θα έδινε δε στην Τουρκία ακριβώς αυτό που χρειάζεται για να μετατραπεί σε σημαντική οικονομική και κατ’ επέκταση πολιτική δύναμη.
Με απλά λόγια, αν η Ελλάδα παραχωρήσει μέρος του ενεργειακού της πλούτου στην Τουρκία (όπως έκανε στη συμφωνία οριοθέτησης ΑΟΖ με την Αίγυπτο), θα είναι σαν να ταΐζει το θηρίο που θέλει να την κατασπαράξει. Παράλληλα θα έχει απωλέσει οριστικά τη δυνατότητα να εξέλθει από την υπερχρέωση και να αντιμετωπίσει την Τουρκία με δικές της δυνάμεις.
Υπό αυτό το πρίσμα, δηλώσεις του τύπου η «συνεκμετάλλευση δεν είναι ταμπού» υποδηλώνουν άγνοια του βασικού προβλήματος, ή μια επιφανειακή προσέγγιση στη βάση άλλων προτεραιοτήτων. Και είναι τελικά αυτές οι άλλες προτεραιότητες που αποτελούν τον πυρήνα του ελληνικού πολιτικού προβλήματος. Διότι αν μια χώρα δεν μπορεί να σχεδιάσει με καθαρό μυαλό την εθνική της στρατηγική, αλλά είναι δέσμια των προτεραιοτήτων ενός εσωτερικού συστήματος διαπλοκής και των απαιτήσεων ξένων κέντρων, τότε δεν μπορεί να διαμορφώσει τη μοίρα της και αναπόφευκτα θα ακολουθήσει την πορεία που της προδιαγράφουν οι άλλοι.
Ανάσχεση του τουρκικού επεκτατισμού
Για να αντιμετωπίσει βεβαίως το πολιτικό προσωπικό την τουρκική απειλή, θα έπρεπε να κινητοποιήσει σε πολλά επίπεδα την ελληνική κοινωνία, ορίζοντας ως στρατηγικούς άξονες τη δημογραφική και την οικονομική της ανασυγκρότηση και έχοντας ως σαφή επιδίωξη την συμμετοχή της χώρας στη νέα τεχνολογική επανάσταση που συντελείται. Επί πλέον, η Ελλάδα θα έπρεπε να διαμορφώσει ένα σύνολο φιλόδοξων στρατηγικών επιδιώξεων, το οποίο θα της έδινε ρόλο ενεργού εταίρου στη νέα αρχιτεκτονική που δημιουργούν οι ΗΠΑ εν όψει της σύγκρουσης τους με την Κίνα.
Διότι μόνο όποιος διεκδικεί ενεργό ρόλο και παζαρεύει ό,τι προσφέρει, μπορεί να προσδοκά και σε κέρδη. Αντίθετα, όποιος προβάλλεται ως δεδομένος και ως παράγων σταθερότητας, μπορεί να εισπράττει φιλικά χτυπήματα στην πλάτη. Ενίοτε όμως κινδυνεύει αυτοί ακριβώς από τους οποίους ζητά ασφάλεια (ΗΠΑ, ΕΕ) να του κόψουν κομμάτια και να τα προσφέρουν ως δέλεαρ σε εκείνον του οποίου η συνεργασία δεν θεωρείται δεδομένη (Τουρκία).
Ένα τέτοιο επίπεδο στρατηγικής κινητοποίησης απαιτεί όμως πλήρη αξιοποίηση των δυνατοτήτων της κοινωνίας και του απόδημου Ελληνισμού. Απαιτεί αξιοκρατία και έναν εκ βάθρων εκσυγχρονισμό θεσμών, δομών, αντιλήψεων και πρακτικών. Όχι απλώς έναν “εκσυγχρονισμό προσόψεων” και ψηφιακών πιστοποιητικών. Όμως ένα πολιτικό σύστημα βγαλμένο μέσα από τα σπάργανα της οικογενειοκρατίας και της “εξ επαγγέλματος” κομματοκρατίας, δεν μπορεί να επιδιώξει τέτοιον εκσυγχρονισμό. Ούτε διαθέτει την αυτοπεποίθηση, για να απελευθερώσει τις δυνάμεις της κοινωνίας στον απαιτούμενο βαθμό. Διότι κάτι τέτοιο θα οδηγούσε μοιραία στην αυτοκατάργησή του. Εναπόκειται λοιπόν στην κοινωνία η λήψη των αναγκαίων πρωτοβουλιών, για να ανατραπεί η ιστορική νομοτέλεια που διαμορφώνεται ερήμην μας.
Δημοσίευση σχολίου