Μαύρου Όλγα
Για τις νέες ταυτότητες συνομίλησαν ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη, Νότης Μηταράκης και ο αρχηγός της ΕΛΑΣ, αντιστράτηγος Λάζαρος Μαυρόπουλος, στην συνάντηση τους με τον μητροπολίτη Πειραιώς, Σεραφείμ, ενώ συνομίλησαν και μέσω τηλεδιάσκεψης με τον μητροπολίτη Σερρών, Θεολόγο. Οι δύο ιεράρχες εκπροσωπούσαν τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο και ζήτησαν διευκρινήσεις από την πολιτεία για τις νέες ταυτότητες.
Όπως τόνισε, σε ανάρτησή του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ο κ. Μηταράκης «… τους ενημερώσαμε αναλυτικά, διαβεβαιώνοντάς τους πως τα νέα έγγραφα ταυτοπροσωπίας δεν περιέχουν κανένα δεδομένο που θέτει σε κίνδυνο την ελευθερία των Ελλήνων πολιτών ή προσβάλουν, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, την Ορθόδοξη Χριστιανική πίστη», ενέργεια που δεν έμεινε ασχολιάστη από την αντιπολίτευση.
Πώς γινόταν, όμως, η ταυτοποίηση προσώπων, ή εξακρίβωση στοιχείων στην αρχαιότητα; Πώς ήξεραν ότι ο τάδε ήταν όντως ο κληρονόμος ενός ηλικιωμένου που πέθανε, πως ο δείνα ήταν όντως συγγενής ενός ορφανού και έπρεπε να το υιοθετήσει επειδή ο πατέρας σκοτώθηκε στον πόλεμο, ή ότι κάποιος ήταν όντως πολίτης και είχε τα αντίστοιχα δικαιώματα; Και πώς μάζευε λεφτά το δημόσιο; Επιπλέον, μήπως κάποιος που δήλωνε Περικλής του Ξανθίππου ήταν δολοφόνος και έκρυβε το αληθινό του όνομα;
Στην αρχαιότητα ήμασταν λίγοι και ταξιδεύαμε πολύ σπάνια μακριά από τον τόπο γέννησής μας, κάτι που διευκόλυνε πολύ το να ξέρει ο καθένας τον διπλανό του πολύ καλά. Όμως, αυτό δεν σήμαινε ότι ήταν εύκολο να πιστοποιείται η ταυτότητα, ειδικά όταν ερχόταν κάποιος από μια άλλη πόλη, ή αν η πόλη ήταν πολύ μεγάλη. Το πρώτο στοιχείο ταυτοποίησης δεν μπορούσε παρά να είναι το ονοματεπώνυμο, όπου το “επώνυμο” ήταν το πατρώνυμο και η καταγωγή.
Σε θραύσμα του 500 π.Χ. (εικονίζεται παρακάτω) ένας Αθηναίος πολίτης που ψήφισε υπέρ του να εξοστρακιστεί ο Περικλής, για να είναι σαφές ποιος Περικλής θα εξοριστεί, προστίθετο δίπλα στο όνομα και το όνομα του πατέρα, εν προκειμένω του Ξανθίππου. Και στην Αγγλία αντίστοιχα, το όνομα π.χ. George Harrison, σήμαινε George ο γιος του Harry. Στην Αίγυπτο, μετά το μικρό όνομα έβαζαν το όνομα του αφέντη, στον οποίον ανήκε κάποιος ή και επιπλέον στοιχεία. Αργότερα καθιέρωσαν το ελληνικό σύστημα.
Σε μια απλή πράξη συναλλαγής με την εφορία για καμήλες, το 146 π.Χ. ένας Αιγύπτιος, που στη φορολογική του δήλωση ανέφερε ότι πέθανε η μια καμήλα του και του έμεναν τρεις, υπέγραφε με το όνομα το δικό του, του πατέρα και του παππού του. Όμως συχνά τα ονόματα παππού και πατέρα και εγγονού ήταν ίδια, οπότε οι Αιγύπτιοι και οι Έλληνες της Αιγύπτου άρχισαν πλέον να προσθέτουν και άλλα περιγραφικά στοιχεία, μια που τότε φωτογραφίες δεν υπήρχαν, όπως φαίνεται και στο παρακάτω κείμενο από εξόφληση οφειλής:
Αρχαίες “ταυτότητες”…
Σε μια συναλλαγή έγραφαν ότι η μητέρα είχε μια ουλή πάνω από τον αριστερό της αγκώνα. Όμως ούτε κι αυτό αρκούσε, γιατί αν κάποιος ήθελε να προχωρήσει σε πλαστοπροσωπία, απλά αυτοτραυματιζόταν στο μέτωπο ή πάνω από τον αριστερό αγκώνα σαν το πρόσωπο του οποίου ήθελε να “κλέψει” τα στοιχεία της ταυτότητάς του: «Στοτοῆ̣τ̣ις Νεσθνή(φεως) ὡ(ς) (ἐτῶν) νϛ οὐλ̣(ὴ) μετώ̣π(ῳ) μ̣έ̣(σ)ῳ | [Ὧρο]ς [Π]α̣οῦτ̣(ος) ὡ(ς) (ἐτῶν) λ [ οὐλ(ὴ) μή]λ(ωι) [δ]ε̣ξιῶι: Ο Στοτοήτις του Νεσθήφεως … ετών με ουλή στο μέσον του μετώπου και ο Ωρος του Παούτου .. ετών με ουλή στο δεξί μάγουλο».
Οπότε άρχισαν να καταγράφονται περισσότερες περιγραφές, όπως σε ένα ντοκουμέντο από το 100 π.Χ. της Αιγύπτου, όπου αναφερόταν ότι η πώληση ενός αγροτεμαχίου γινόταν από μια γυναίκα ονόματι Ταώς, θυγατέρα του Άρπου, 48 ετών, με μέσο ύψος, ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα, στρογγυλό πρόσωπο, ίσια μύτη και με μια ουλή στο μέτωπο.
Σε άλλο ντοκουμέντο ένας άνδρας περιγράφεται ως 65 ετών, μέσου ύψους, με δυνατό σώμα, ασθενή όραση και με μία ουλή στον αριστερό κρόταφο, δεύτερη στα δεξιά του σαγονιού του και μία τρίτη ουλή πάνω από το άνω χείλος. Προτού πιάσει κάποιος δουλειά σε εργοτάξιο στην Αίγυπτο, έπρεπε να καταγραφεί το όνομά του, αλλά και η γενική περιγραφή της εμφάνισής του. Η αναγνώριση σορών από ναυάγιο ή μετά από μάχη, γινόταν επίσης με βάση την περιγραφή της εμφάνισης των θυμάτων.
Αγριππίνα και “ταυτότητες”
Αν και η αναγνώριση από τα δόντια των νεκρών είναι νέα μέθοδος, έχει καταγραφεί ότι έτσι αναγνώρισε η Αγριππίνα το κεφάλι της αντιζήλου της. Συγκεκριμένα, ζήτησε να αποκεφαλιστεί η Λολλία Παυλίνα, πρώην σύζυγος του Καλιγούλα και επειδή αυτό πλέον ήταν πολύ παραμορφωμένο κατά την “παράδοσή” του, την αναγνώρισε από ένα χαλασμένο δόντι που είχε η νεκρή και που το είχε προσέξει η Αγριππίνα κατά το παρελθόν. Ιστορικά πάντως αυτό δεν πιστοποιείται, καθώς κατ’ άλλους η Παυλίνα πέθανε στην εξορία ή αυτοκτόνησε.
Σε θέματα κατασκοπίας, τους βοηθούσε η διαφορετική προφορά που μπορεί να είχαν οι ύποπτοι ή κάποιοι ιδιωματισμοί που χρησιμοποιούσαν στις εκφράσεις τους μόνον ορισμένες περιοχές, οπότε “ξεχώριζαν” από τις άλλες ως πιθανότερος τόπος καταγωγής και διαβίωσης του ανακρινόμενου. Δεν χρειάζεται να αναφερθούμε στα βασανιστήρια, που ήταν η απλή και συνήθης μέθοδος ανάκρισης.
Όμως υπάρχουν και αναφορές για “κριτές αληθείας”, όπου κάποιοι υποτίθεται ότι ήξεραν να ξεχωρίζουν ποιος έλεγε αλήθεια για την ταυτότητά του και για όσα υποστήριζε. Στην Κίνα που ήταν πιο προχωρημένη επιστημονικά, έβαζαν ρύζι στο στόμα του υπόπτου και έκριναν αν ήταν ένοχος από την έκκριση σιέλου και από το αν το ρύζι θα κόλλαγε στη γλώσσα του. Οι ένοχοι θεωρείτο ότι “ξεραινόταν το στόμα τους” και δεν παρήγαγε αρκετό σάλιο ώστε να φτύσουν όλο το ρύζι.
Στην αρχαία Ρώμη χρησιμοποιούσαν και την γραφολογική ανάλυση για να πιστοποιήσουν αν αυτός που εμφανιζόταν με ένα έγγραφο το είχε πλαστογραφήσει ή όχι κι αν η υπογραφή του έμοιαζε με εκείνου που δήλωνε πως ήταν. Αν και δεν είχαν δακτυλοσκόπηση, μπορούσαν να συγκρίνουν παλάμες, όπως προκύπτει από ρωμαϊκό έγγραφο του 50 π.Χ. Το αποτύπωμα της παλάμης είναι πιθανόν να χρησιμοποιείτο ως στοιχείο ταυτοποίησης από το 2000 π.Χ. στην Βαβυλωνία.
Στρατολογικό δελτίο και ΑΦΜ
H “ταυτότητα” στην αρχαιότητα απασχολούσε κυρίως για την θητεία στο στρατό και την φορολόγηση. Οπότε καταγράφονταν κυρίως νοικοκυριά. Το άτομο δεν είχε τότε σημασία για το κράτος. Στις περισσότερες περιοχές του κόσμου το βασικό στοιχείο ταυτότητας δεν ήταν το ατομικό, αλλά της κάστας, ή της τάξης, ή της φυλής, στην οποία ανήκε κάποιος, κάτι που αλλού πιστοποιείτο με τατουάζ και αλλού με τις μαρτυρίες άλλων ανθρώπων για το συγκεκριμένο άτομο.
Επίσης, από τα πολύ αρχαία χρόνια χρησιμοποιούνταν και η σφραγίδα, κάτι σκαλισμένο σε πέτρα ή σε ξύλο, σε κόκκαλο ή σε ελεφαντόδοντο, που όμως επίσης μπορούσε να αντιγραφεί και να πλαστογραφηθεί. Υπήρχαν και επιφάνειες-πινακίδια που ανέφεραν όνομα γονέα, συγγενών, τόπο καταγωγής και επάγγελμα. Όταν πλέον ο άνθρωπος άρχισε να χρησιμοποιεί το χαρτί για ντοκουμέντο κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, η μετάβαση από μια πόλη σε άλλη απαιτούσε και την επίδειξη ενός τέτοιου εγγράφου, που ήταν ένα είδος διαβατηρίου.
Οι σύγχρονες ταυτότητες ουσιαστικά καθιερώθηκαν από τον Ναπολέοντα, που αποφάσισε να έχουν “κάρτα” οι εργαζόμενοι και άλλες ομάδες. Ακολούθως, οι Οθωμανοί, το 1844, επέκτειναν το ναπολεόντειο σύστημα και εισήγαγαν τις ταυτότητες όλων των πολιτών ειδικά στις δημόσιες υπηρεσίες. Όμως, ουσιαστικά η ταυτότητα, ως μέσο αναγνώρισης, καθιερώθηκε σε όλο τον κόσμο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Δημοσίευση σχολίου