Διονύσιος Τσιριγώτης
Τα ξημερώματα της 26ης Αυγούστου του 1922 (νέο ημερολόγιο) ξεκίνησε η επίθεση των κεμαλικών στρατιωτικών δυνάμεων, έναντι της ελληνικής στρατιάς Μικράς Ασίας, συνωθώντας στην άμεση κατάρρευση του ελληνικού μετώπου, στην άτακτη οπισθοχώρηση των ελληνικών δυνάμεων και στις συμπαρομαρτούσες τραγικές απολήξεις για τον Ελληνισμό της περιοχής, στη Μικρασιατική Καταστροφή.
Η νικηφόρα αντεπίθεση του Μουσταφά Κεμάλ, αποδίδεται στην επίτευξη του τακτικού αιφνιδιασμού της ελληνικής στρατιωτικής ηγεσίας, αξιοποιώντας κατά το μέγιστο δυνατό βαθμό, τη διαμορφωθείσα τοπική υπεροχή στρατιωτικής ισχύος στο νότιο τμήμα του ελληνικού μετώπου, στην προεξέχουσα του Αφιόν Καραχισάρ. Ο αντικειμενικός στρατιωτικός στόχος συνίστατο στην καταστροφή του κέντρου βάρους του αντιπάλου –της ελληνικής στρατιάς Μικράς Ασίας– μέσω μιας αποφασιστικής μάχης.
Όπως ο ίδιος ο Κεμάλ αναφέρει: «Η Διοίκησις του μετώπου απεφάσισεν όθεν να προβή εις τάς τελευταίας προετοιμασίας, διά να γίνη η επίθεσις εις τον τομέα της 1ης Στρατιάς μεταξύ Ακάρ και Αχούρ Ντάγ. Σκοπός της επιθέσεως θα είναι να νικηθή ο εχθρός εις μεγάλην μάχην εκ παρατάξεως και να εκριφθή πρός βορράν».
Ποιοι είναι,όμως, οι παράγοντες που συνέτειναν στην κατάλυση της ελληνικής στρατηγικής στη Μικρά Ασία; Έχω καταδείξει σε προηγούμενη ανάλυσή μου, την εφικτότητα του πολιτικοστρατιωτικού εγχειρήματος στη Μικρά Ασία, στις γραμμές που ακολουθούν, θα επικεντρωθώ στη διερεύνηση των αιτίων που οδήγησαν στην ολική αποδιάρθρωση της ελληνικής υψηλής στρατηγικής-πολιτικής των μετανοεμβριανών κυβερνήσεων.
Σπεύδοντας να προδηλώσω το συμπέρασμά μου, οφείλω να συνομολογήσω ότι τα γενεσιουργά αίτια της Μικρασιατικής Καταστροφής εντοπίζονται στην στρατηγική ανεπάρκεια των μετανοεμβριανών ελληνικών κυβερνήσεων να διαμορφώσουν-εφαρμόσουν μια συγκροτημένη πρόταση πολιτικής, συναρμοσμένη με τις επιταγές του εσωτερικού και διεθνούς περιβάλλοντος.
Αναλυτικότερα, τα σημεία τρωτότητας της ελληνικής υψηλής στρατηγικής εντοπίζονται στην προορατική αδυναμία της μετανοεμβριανής κυβέρνησης να διαγνώσει τις άμεσες εξωτερικές απειλές. Συγκεκριμένα αναφέρομαι στη διακοίνωση των δυνάμεων της Αντάντ (Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία) τον Δεκέμβριο του 1920 για επιβολή διπλωματικού-οικονομικού αποκλεισμού της Ελλάδας, στην περίπτωση επανενθρόνισης του βασιλιά Κωνσταντίνου.
Γεγονός που επαληθεύτηκε μετά το συντριπτικό ποσοστό (98%) υπέρ της επανόδου του βασιλιά Κωνσταντίνου στο δημοψήφισμα της 5ης Δεκεμβρίου 1920, οδηγώντας στην αναστροφή των στρατηγικών προσανατολισμών των δυνάμεων της Αντάντ. Μέσω της σύναψης μιας σειράς διμερών συνθηκών με την κεμαλική κυβέρνηση (ιταλοκεμαλική τον Ιούλιο 1921 και γαλλοκεμαλική τον Οκτώβριος 1921), σε συνέχεια της προηγηθείσας ρωσοκεμαλικής συνθήκης (Συνθήκη Alexandropol, Νοέμβριος 1920).
Η αμετροέπεια των αντιβενιζελικών
Εξίσου προβληματική κρίνεται και η αμετροέπεια της μετανοεμβριανής κυβέρνησης, κατά τη διαδικασία προσδιορισμού του αντικειμενικού πολιτικού στόχου της ελληνικής υψηλής στρατηγικής, σε συνάρτηση με τους διατιθέμενους συντελεστές ισχύος. Αν και θα μπορούσε κανείς να επικρίνει τον Βενιζέλο, αναφορικά με τις περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες της Αθήνας για την ανάληψη του πολιτικοστρατιωτικού εγχειρήματος στην Ιωνία, καθίσταται αναμφίλεκτα απαγορευτική ακόμα και η απλή σκέψη της συνέχειας της ελληνικής στρατιωτικής εμπλοκής στη Μικρά Ασία, υπό συνθήκες οικονομικής απίσχνασης.
Για να γίνει κατανοητή η τάξη μεγέθους των εξόδων της εκστρατείας, αρκεί να αναφέρουμε ότι το συνολικό ποσό για την κάλυψη των δαπανών από το Μάιο του 1919 μέχρι τον Δεκέμβριο του 1920 ανέρχονταν σε 1.018.012.000 γαλλικά φράγκα. Οι συμμαχικές πιστώσεις που είχε διασφαλίσει ο Βενιζέλος για το 1918, ανέρχονταν στα 850.000.000 γαλλικά φράγκα, χωρίς ωστόσο να είναι άμεσα ρευστοποιήσιμες, όπως και οι νέες πιστώσεις που έλαβε από Αγγλία-Γαλλία ύψους 100.000.000 γαλλικών φράγκων για το 1919.
Το καίριο ζήτημα στο περιβάλλον αυτό συνέχεται με την απόφαση των μετανοεμβριανών κυβερνήσεων για συνέχιση και εντατικοποίηση του πολιτικοστρατιωτικού εγχειρήματος στη Μικρά Ασία. Υπό την απουσία εναλλακτικών στρατηγικών επιλογών, συνωθούνται στην επιλογή μιας κοντόθωρης επιθετικής στρατιωτικής στρατηγικής, με αντικειμενικό στόχο την καταστροφή των στρατιωτικών δυνάμεων του Κεμάλ.
Ο πόλεμος δεν είναι αυτοσκοπός
Η πολιτική αυτή πράξη αποτελεί το τρίτο κατά σειρά σημείο τρωτότητας της ελληνικής υψηλής στρατηγικής, στο βαθμό που δεν συνεκτιμήθηκαν οι ικανές και αναγκαίες συνθήκες για τη συνέχιση της εκστρατείας. Όπως ορθά ο Ελευθέριος Βενιζέλος είχε επισημάνει, ο πόλεμος δεν ήταν αυτοσκοπός, αλλά μέσο για τη δημιουργία ενός περιφερειακού, περιβάλλοντος ασφαλείας για τους ελληνικούς πληθυσμούς της Ιωνίας και συνεπαγόμενα για την πραγμάτωση του αέναου πολιτικού στόχου της εθνικής-εδαφικής ολοκλήρωσης, δηλαδή της Μεγάλης Ιδέας.
Χαρακτηριστικά, σε επιστολή του προς τον στρατηγό Δαγκλή, (21.7.1921), ανέφερε: «Η άρνησις της Κυβερνήσεως να δεχθή και κατ’ αρχήν κάν την μεσολάβησιν των Δυνάμεων αποτελεί το τελευταίον κατά της Ελλάδος έγκλημα των Κυβερνητών αυτών. Πως είναι δυνατόν να γίνεται λόγος περί συνεχίσεως της εθνικής ημών πολιτικής υπό της παρούσης Κυβερνήσεως, όταν διά της επανόδου του Κωνσταντίνου και της συνεπεία ταύτης διαρρήξεως της συμμαχίας με τάς Μεγάλας Δυνάμεις ανετράπη η βάσις της πολιτικής εκείνης;».
Ειδικότερα, η αδυναμία επίτευξης μιας αποφασιστικής νίκης, λόγω των διαφορετικών στρατιωτικών στρατηγικών (άμεση προσέγγιση για τον ελληνικό τακτικό στρατό με στόχο τη διεξαγωγή μιας αποφασιστικής μάχης, έμμεση προσέγγιση με στρατηγική ανταρτοπόλεμου για τις άτακτες κεμαλικές δυνάμεις τουλάχιστον μέχρι τις αρχές του 1921) θα οδηγήσει σε μια παρατεταμένη στρατιωτική επιχείρηση προς τα ενδότερα της Μικράς Ασίας για την επίτευξη του αντικειμενικού στρατιωτικού στόχου, δηλαδή την καταστροφή των κεμαλικών στρατιωτικών δυνάμεων.
Ξεπερνώντας τα όρια
Το γεγονός ότι η στρατηγική του Κεμάλ αποσκοπούσε στην εξουθένωση των ελληνικών δυνάμεων, παρασύροντας τις, στη μικρασιατική ενδοχώρα, μακριά από τις γραμμές ανεφοδιασμού-επικοινωνιών τους και ενεργώντας υπό ακραίες επιχειρησιακές συνθήκες, επιβεβαιώνεται από το αποτέλεσμα των επιθετικών επιχειρήσεων πέρα από τον Σαγγάριο και τη διάβαση της Αλμυράς Ερήμου (Αύγουστος 1921).
Ήταν η διακοπή της ελληνικής επίθεσης, μετά τις εκτεταμένες στρατιωτικές επιχειρήσεις του Ιούλιου (1921) για την καταστροφή των κεμαλικών δυνάμεων και την κατάληψη του Αφιόν Καραχισάρ, Κιουτάχειας και Εσκή Σεχίρ που θα επιβεβαιώσει την αξιωματική παραδοχή του Πρώσου στρατιωτικού και θεωρητικού του πολέμου, Καρλ Βον Κλαούζεβιτς για τη συνέχεια της επιθετικής δράσης, έως ότου επιτευχθεί η ολοκληρωτική καταστροφή των εχθρικών δυνάμεων.
Σε αντίθετη περίπτωση, ο αμυνόμενος θα αγοράσει χρόνο για την ανασύνταξη των δυνάμεων του, όπως ακριβώς συνέβη με τις στρατιωτικές δυνάμεις του Κεμάλ. Αντίστροφα, η ελληνική στρατιά Μικράς Ασίας υπερέβη τα όρια της επιθετικής της δράσης κατά το πέρας των στρατιωτικών επιχειρήσεων του Ιουνίου-Ιουλίου 1921, χωρίς ωστόσο να επιτύχει τον αντικειμενικό στρατιωτικό της στόχο, την καταστροφή των κεμαλικών δυνάμεων.
Οι έγκαιρες προειδοποιήσεις του Έλληνα αρχιστράτηγου Αναστάσιου Παπούλα και του Ελευθέριου Βενιζέλου για συνθηκολόγηση και στρατιωτική απεμπλοκή από την Μικρά Ασία δεν συνυπολογίσθηκαν από την ελληνική πολιτική ηγεσία, γεγονός που αποδείχθηκε καθοριστικό για την έκβαση του αποτελέσματος. Ο αντιστράτηγος Παπούλας, διαγιγνώσκοντας την υπέρβαση του κορυφαίου σημείου της ελληνικής επίθεσης, θα υποστηρίξει, ως βέλτιστη λύση στο αδιέξοδο που περιάγονταν η ελληνική στρατιωτική στρατηγική, τη σύναψη ανακωχής, κατοχυρώνοντας όσον το δυνατόν ευρύτερα εδαφικά τετελεσμένα.
«[…] υποβάλλω εντύπωσίν μου ότι ο αγών τείνει προσλάβη ως εξ ισοπάλου αντιμετώπων δυνάμεων χαρακτήρα αγώνος χαρακωμάτων […] Ούτος έσεται επ’ ωφέλεια εχθρού διαρκώς συμπληρούντος ελλείψεις του και οχύρωσιν εδάφους […] Παράτασιν επιχειρήσεων θεωρώ επικίνδυνον […] Στρατός απέδωκε ότι ηδύνατο […] Επίτευξις ταχείας ανακωχής κατόπιν μέχρι σήμερον επιτυχιών θα ήτο αρίστη λύσις και από ηθικής απόψεως και συμφέροντος Στρατεύματος».
Η απονομιμοποίηση της κυβέρνησης
Τελευταία και εξίσου σημαίνουσα παράμετρος που θα πρέπει να αποτιμηθεί είναι η εσωτερική και εξωτερική απονομιμοποίηση της πολιτικής των μετανοεμβριανών κυβερνήσεων. Από τη μια πλευρά η απόφαση για συνέχιση και εντατικοποίηση των στρατιωτικών επιχειρήσεων στη Μικρά Ασία δεν ενέχει καθολική αποδοχή από το σύνολο της ελληνικής στρατιωτικής ηγεσίας.
Εκτός του ευμεγέθους αριθμού των φυγόστρατων και των λιποτακτών, που άγγιζε τις 90.000, μία ομάδα Ελλήνων ανώτατων αξιωματικών υπεισέρχεται σε προπαρασκευαστικές ζυμώσεις-διεργασίες για την εκδήλωση πραξικοπήματος με στόχο την ανατροπή της ελληνικής κυβέρνησης και την εκθρόνιση του βασιλιά Κωνσταντίνου. Από την άλλη πλευρά με δεδομένη την μεταστροφή της εξωτερικής πολιτικής των δυνάμεων της Αντάντ, ευθύς με την επανενθρόνιση του βασιλιά Κωνσταντίνου, ήταν θέμα χρόνου η ολική αναθεώρηση των όρων της συνθήκης των Σεβρών. Στη διάσκεψη του Λονδίνου τον Μάρτιο του 1921 οι δυνάμεις της Αντάντ κατέληξαν σε σχέδιο απόφασης για την τροποποίηση των όρων της συνθήκης.
Εν ολίγοις, η τραγική κατάληξη της μικρασιατικής εκστρατείας δύναται να αποδοθεί στην ανασύνταξη των δυνάμεων του παλαιοκομματισμού και της κομματοκρατίας που υπονόμευσαν εσωτερικά το πρόταγμα της εθνικής ολοκλήρωσης, με αποτέλεσμα η ανορθολογική πολιτική απόφαση για συνέχιση της εκστρατείας, υπό την απουσία εξωτερικών διπλωματικών-οικονομικών συντελεστών ισχύος να οδηγήσει στην στρατηγική υπερεπέκταση της ελληνικής στρατηγικής στην Μικρά Ασία και στην εκρίζωση των ελληνικών πληθυσμών της Ιωνίας.
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Δημοσίευση σχολίου