Του Δημήτρη Τσαϊλά*
Το Πολεμικό Ναυτικό ακολουθεί μια εξαιρετικά ισορροπημένη ναυτική στρατηγική στον ζωτικό χώρο ενδιαφέροντος μας, προσπαθώντας να διατηρήσει την ισορροπία δυνάμεων απέναντι από το τουρκικό ναυτικό. Προσελκύοντας συμμαχίες στην ευρύτερη περιοχή της νοτιοανατολικής Μεσογείου, όχι μόνο λόγω της επιθυμίας να διατηρήσει τη στρατηγική σταθερότητα με τον αντίπαλό μας, μέσω της "στρατιωτικής διπλωματίας", αλλά και για να προστατεύσει τις επερχόμενες επενδύσεις από την υπεράκτια ενέργεια που θα αντλείται από το υπέδαφος της υφαλοκρηπίδας.
Τέλος αλλά και εξίσου σημαντική ενέργεια είναι η συμμετοχή στο παιχνίδι του γοήτρου που όλες οι Ναυτικές Δυνάμεις παίζουν σήμερα σε αυτό το κρίσιμο θαλάσσιο περιβάλλον.
Το τουρκικό ναυτικό δεν είναι συνήθως ο πρώτος κλάδος των Ενόπλων Δυνάμεων που έρχεται στο μυαλό του αναλυτού όταν σκέφτεται για τον στρατό αυτής της χώρας, αλλά έχει ωστόσο αποκτήσει μια αυξημένη στρατηγική σημασία τα τελευταία χρόνια μετά τον εκσυγχρονισμό του και την πρόσκτηση νέων αξιόπιστων μονάδων και αμυντικών συστημάτων. Τόσο ο Πρόεδρος Ερντογάν όσο και οι τούρκοι αξιωματούχοι δεν χάνουν την ευκαιρία να ανακοινώνουν τη σημασία των αεροναυτικών μονάδων τους και τη προσφορά τους στη χαραχθείσα υψηλή στρατηγική της Τουρκίας στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο.
Παρά του ότι είναι μια ηπειρωτική δύναμη η Τουρκία, διαθέτεια εροναυτικές μονάδες που σκοπό έχουν να προωθήσουν τα αμυντικά σχέδια της Άγκυρας κατά τη διάρκεια του 21ου αιώνα, όπως διαμορφώνεται πλέον το γεωπολιτικό σκηνικό. Έτσι διακρίνουμε μια έντονη αεροναυτική παρουσία την τελευταία δεκαετία στο Αιγαίο και τη Νοτιοανατολική Μεσόγειο για να υποστηρίξει την αποστολή αμφισβήτησης των κυριαρχικών δικαιωμάτων του Ελληνισμού στην περιοχή. Οι πρόσφατες εξελίξεις με το ερευνητικό πλοίο Barbaros και οι απειλές που εκτοξεύουν για γεωτρήσεις, δείχνουν μια πιο έντονη στροφή προς αυτό το εξαιρετικά στρατηγικό νότιο θαλάσσιο χώρο, όπου εκτός του ελληνισμού συνυπάρχουν οι μεγάλες δυνάμεις -ΗΠΑ και Ρωσία- καθώς και δυνάμεις του Ισραήλ και Αιγύπτου, αλλά και του Ηνωμένου Βασιλείου, της Ιταλίας και της Γαλλίας.
Είναι αδιαμφισβήτητα ένα πολύ σημαντικό στοιχείο στρατηγικής του Ελληνισμού η «στρατιωτική διπλωματία», η οποία επιδιώκει να διατηρήσει την ισορροπία ισχύος μεταξύ των κρατών της περιοχής μέσω επιχειρησιακών αποστολών, τακτικών ασκήσεων και άλλων μορφών στρατιωτικής συνεργασίας. Στο σχετικό πλαίσιο, αυτό εξηγείται γιατί η Ελλάδα συνεχίζει να επεκτείνει και εμβαθύνει τη στρατιωτική της συνεργασία κυρίως με το Ισραήλ και την Αίγυπτο, αλλά και με τα υπόλοιπα συμμαχικά ναυτικά της Μεσογείου. Λαμβάνοντας υπόψη αυτήν την εκλεπτυσμένη πολιτική, δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός μιας προσφοράς της Γαλλίας για την πώληση φρεγατών και των ΗΠΑ για αναβάθμιση των αεροσκαφών μας προκειμένου να διατηρηθεί ο μέγιστος βαθμός "ισορροπίας" στη Μεσόγειο θάλασσα.
Εξάλλου, τέτοιου είδους ενέργειες αποτελούν τη βάση της "ισορροπίας δυνάμεων" στη Μεσόγειο, ειδικά της στρατιωτικής μας συνιστώσας. Επίσης η «ισραηλινή αμυντική βιομηχανία» τα τελευταία χρόνια απομακρύνθηκε από την Τουρκία και την υποχρέωσε να διαφοροποιήσει το χαρτοφυλάκιο των οπλικών συστημάτων της. Αυτός είναι ένας από τους πολλούς λόγους για τους οποίους η Τουρκία προσανατολίστηκε προς τη Ρωσία συμμετέχοντας σε πρωτοφανή επίπεδα στρατιωτικής συνεργασίας, αν και μέλος του ΝΑΤΟ.
Επειδή όμως δεν πρέπει να καθησυχάζουμε και επειδή εκτιμάται ότι η διεξαγωγή μιας αξιολόγησης θα είναι πιθανώς απογοητευτική και χαώδεις,είναι πραγματική η απαίτηση μιας ειλικρινούς συνομιλίας μεταξύ των βασικών φορέων άμυνας και εξωτερικής πολιτικής, συμπεριλαμβανομένων των κοινοτήτων προβληματισμού με έμπιστους συμμάχους, καθώς πιστεύεται ότι μπορεί να επιτύχει τρία πράγματα:
1. να εκτιμά με ειλικρίνεια την ορθή στρατηγική και τη διαχείριση κινδύνων,
2. την εφαρμογή των μέτρων στο βαθμό που είναι δυνατόν
3. και για να χρησιμεύει ως γραφειοκρατική βαλβίδα πίεσης για τους πόρους που σπαταλούνται.
Αυτή είναι η εθνική αμυντική στρατηγική που επιθυμούμε, άλλωστε.
Απ’ όσα γνωρίζουμε δεν έγινε για αρκετά μεγάλο διάστημα αξιολόγηση της τρέχουσας εθνικής στρατηγικής μας στον τομέα της άμυνας, συμπεριλαμβανομένης της αξιολόγησης της εφαρμογής της στρατηγικής από τις Ένοπλες Δυνάμεις και αξιολόγηση της ανάγκης αναθεώρησης της στρατηγικής ως αποτέλεσμα αλλαγών στις παραδοχές, την πολιτική, ή των υπολοίπων παραγόντων της διαμορφούμενης γεωπολιτικής στο ζωτικό μας θαλάσσιο χώρο.
Πώς πρέπει να χρησιμοποιήσουμε αυτήν την αξιολόγηση; Με την παροχή έγκαιρης και ικανοποιητικής συνεργασίας στο ελληνικό κοινοβούλιο, με σκοπό να χρησιμοποιήσουμε αυτή την ευκαιρία για να ένα σοβαρό εσωτερικό διάλογο. Τουλάχιστον αυτός ο διάλογος αποτελεί ευκαιρία να διαπιστώσουμε εάν το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας γνωρίζει πραγματικά ποια είναι η εθνική στρατηγική της Κυβέρνησης. Όπως διαπιστώθηκε τελευταία από τις κινήσεις για εθνικά θέματα υπάρχει διχογνωμία μεταξύ ΥΕΘΑ και ΥΠΕΞ.
Το ΥΕΘΑ θα πρέπει να εξετάσει λεπτομερώς τη διάγνωση της Πολιτική Εθνικής Ασφαλείας για το περιβάλλον ασφάλειας και τις βασικές υποθέσεις για να αξιολογήσει τι, αν μη τι άλλο, έχει αλλάξει. Θα πρέπει επίσης να εξετάσει τη στρατηγική προσέγγιση, επικεντρωμένη στην αξιοπιστία, των συμμάχων και των εταίρων, καθώς και τη μεταρρύθμιση των Ενόπλων Δυνάμεων, με σκοπό να επιβεβαιώσει ότι αυτοί οι τρεις παράγοντες παραμένουν ο κατάλληλος τρόπος για να εκτελεστεί μια σοβαρή στρατηγική.
Τελικές Σκέψεις
Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι κανένα από τα πιθανά μακροπρόθεσμα σχέδια δεν απευθύνεται σε επιθετική ενέργεια, αλλά ότι οι εθνική στρατηγική αποσκοπεί στην υλοποίηση μιας αμοιβαίου οφέλους συνεργασίας στην αναδυόμενη πολυπολική παγκόσμια τάξη.
Οι πρόσφατες προσπάθειες παρουσίας των τουρκικών ναυτικών μονάδων ως συνοδεία του ερευνητικού πλοίου Barbaros για να επιτύχουν την αμφισβήτηση κυριαρχικών δικαιωμάτων του Ελληνισμού είναι απόδειξη της επιθυμίας τους να καταργήσουν προληπτικά οποιοδήποτε χειραγωγημένο "δίλημμα ασφαλείας" μεταξύ αυτών και των εταίρων μας που θα σημάνει διαταραχή της περιφερειακής ισορροπίας.
Δεδομένου του μεγάλου αριθμού ενεργειακών επενδύσεων που πραγματοποιούνται στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου, καθώς και τα σχέδια των αγωγών που θα επεκτείνουν τις εξαγωγικές δραστηριότητες προς την Ευρώπη, έχει νόημα ότι η προετοιμασία των Αθηνών πρέπει να ξεκινήσει πολύ νωρίτερα για να εκσυγχρονίσει τις ελληνικές αεροναυτικές μονάδες.
Το παιχνίδι του μεγάλου κύρους ισχύος έχει επίσης σχέση με αυτό, έτσι ώστε να είναι όσο δυνατόν, η Ελλάς αδιαμφισβήτητη ναυτική δύναμη σ 'αυτό το στρατηγικό χώρο.
* Ο κ. Δημήτρης Τσαϊλάς είναι Υποναύαρχος ε.α., ΠΝ.
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Δημοσίευση σχολίου