Η πρόσφατη εκρηκτική αύξηση των παραβιάσεων από πλευράς της Τουρκικής Αεροπορίας και η επίσημη αμφισβήτηση της ελληνικότητας του Αγαθονησίου, έδωσαν ένα σκληρό πλήγμα στις αφελείς αντιλήψεις, σύμφωνα με τις οποίες οι τουρκικές προκλήσεις αποτελούσαν στοιχείο της εκλογικής καμπάνιας του Ερντογάν και κατά συνέπεια θα εξαφανίζονταν ή έστω θα περιορίζονταν δραστικά μετά το δημοψήφισμα.
Του Κώστα Γρίβα*
Όπως ο γράφων έχει υποστηρίξει και σε προηγούμενα άρθρα του, ο τουρκικός αναθεωρητισμός έχει έλθει για να μείνει και οφείλεται πρωτίστως στη μετάλλαξη της γεωπολιτικής ταυτότητας της Τουρκίας, η οποία επιδιώκει να εξελιχθεί σε ευρασιατική δύναμη μέσα σε ένα σχηματιζόμενο πολυπολικό σύστημα.
Αν η άποψη αυτή φαντάζει υπερβολικά γενική και θεωρητική σε κάποιους, η μετατροπή της Ανατολικής Μεσογείου σε έναν ενεργειακό ταμιευτήρα κρίσιμης σημασίας για τις διεθνείς ισορροπίες ισχύος στα επόμενα χρόνια, αποτελεί από μόνη της έναν σοβαρότατο λόγο για την Τουρκία έτσι ώστε να προσπαθήσει να αποκτήσει την κυριαρχία στο Αιγαίο. Περισσότερα μπορεί κάποιος να βρει στο εξαιρετικό άρθρο του πρέσβη ε.τ. Περικλή Νεάρχου που δημοσιεύτηκε στο τεύχος 373 των «Επικαίρων».
Θα πρέπει να αποδεχθούμε, λοιπόν, το αδυσώπητο γεγονός ότι ο τουρκικός αναθεωρητισμός θα καθίσταται ολοένα και πιο επιθετικός και αυτό σημαίνει ότι, αργά ή γρήγορα, είναι πιθανόν να λάβει και στρατιωτική διάσταση. Βέβαια, αυτήν τη στιγμή οι ισορροπίες ισχύος, αλλά και η εσωτερική κατάσταση στην Τουρκία, θα καθιστούσαν ιδιαίτερα παρακινδυνευμένη για την Άγκυρα οποιαδήποτε πολεμική περιπέτεια με την Ελλάδα, ακόμη και αν επρόκειτο κάποιο «ασήμαντο» θερμό επεισόδιο, εκτός βέβαια και αν ήταν απολύτως σίγουρο ότι η ελληνική αντίδραση θα είναι υπέρ το δέον μετριοπαθής…
Αυτή όμως δεν θα αποτελεί μια μόνιμη κατάσταση. Δυστυχώς, αν κάνουμε μια προβολή στο μέλλον, με βάση αυτά που γνωρίζουμε σήμερα για τις εξοπλιστικές φιλοδοξίες της Άγκυρας, θα δούμε ότι η ισορροπία ισχύος θα επιδεινωθεί επικίνδυνα για την Ελλάδα, ενώ και τα προβλήματα στη δομή του τουρκικού στρατεύματος, που προέκυψαν μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα, θα επιλυθούν, ίσως πολύ πιο γρήγορα από ότι πολύ αισιόδοξα θεωρούν κάποιοι στη χώρα μας.
Ωστόσο, κατά την άποψη του γράφοντος και σε αντίθεση με ότι γενικά πιστεύεται, ο μεγάλος κίνδυνος για την Ελλάδα όσον αφορά τις τουρκικές εξοπλιστικές προσπάθειες, δεν προέρχεται ούτε από τα μαχητικά αεροσκάφη F-35 που (μάλλον…) θα ενταχθούν στο τουρκικό οπλοστάσιο, ούτε από όπλα – σύμβολα, πρωταρχικός στόχος των οποίων είναι να ενισχύσουν το κύρος της Τουρκίας και να εδραιώσουν την εικόνα της ως κυρίαρχη δύναμη στην Ανατολική Μεσόγειο, όπως είναι το περιβόητο υβριδικό αεροπλανοφόρο – σκάφος αμφιβίων επιχειρήσεων που αναμένεται να αποκτήσει.
Πολύ πιο σημαντικά είναι τα προϊόντα που αναπτύσσει η τουρκική πολεμική βιομηχανία, ιδιαίτερα δε τα πυραυλικά συστήματα.
ΜΕΓΑΛΟ ΒΕΛΗΝΕΚΕΣ ΚΑΙ ΥΨΗΛΗ ΑΚΡΙΒΕΙΑ
Αναλυτικότερα, η Τουρκία φαίνεται πως έχει εναρμονιστεί με τα επιτεύγματα της λεγόμενης «Πυραυλικής Επανάστασης» (Missile Revolution) και αναπτύσσει εγχωρίως μια σειρά από πυραυλικά συστήματα πολλαπλών επιπέδων και ρόλων, ξεκινώντας από τις μικρές ρουκέτες Cirit και καταλήγοντας σε βαλλιστικούς πυραύλους και αντιαεροπορικά βλήματα υψηλών επιδόσεων. Στο παρόν άρθρο θα περιοριστούμε να αναφέρουμε κάποια πυραυλικά συστήματα εδάφους – εδάφους που η Τουρκία παρουσίασε τον τελευταίο καιρό.
Έτσι λοιπόν, όπως μας πληροφορεί στο τεύχος Απριλίου το έγκυρο αμυντικό περιοδικό «Ελληνική Άμυνα και Τεχνολογία», στην έκθεση αμυντικού υλικού IDEX 2017, που διεξήχθη στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα τον περασμένο Φεβρουάριο, η τουρκική εταιρεία Roketsan παρουσίασε, μεταξύ των άλλων, την καθοδηγούμενη ρουκέτα TRG – 300 Kaplan διαμετρήματος 300 χιλιοστών, η οποία προορίζεται για τα ρουκετοβόλα Kasirga, (που αποτελούν την τουρκική έκδοση του κινεζικού WS – 1A). Η συγκεκριμένη ρουκέτα επιτυγχάνει μέγιστο βεληνεκές 120 χλμ και απόκλιση από τον στόχο μικρότερη των 50 μέτρων.
Στο ίδιο τεύχος του, το περιοδικό μας πληροφορεί ότι πάλι η Roketsan παραδίδει στον Τουρκικό Στρατό τον τακτικό βαλλιστικό πύραυλο Bora, με βεληνεκές 280 – 300 χλμ, ο οποίος καθοδηγείται προς τον στόχο του με αδρανειακό σύστημα πλοήγησης υποβοηθούμενο από δορυφορικό παγκόσμιο σύστημα προσδιορισμού θέσης (GPS / INS), με αποτέλεσμα να επιτυγχάνει μεγάλη ακρίβεια πλήγματος. Εξαγωγική έκδοση του Bora, πάλι σύμφωνα με την «Ελληνική Άμυνα και Τεχνολογία», είναι ο πύραυλος Khan, βάρους 2500 κιλών και διαμέτρου 610 χιλιοστών ο οποίος μεταφέρει πολεμική κεφαλή βάρους 470 κιλών.
Συγκριτικά, ο πολύ γνωστός J-600T Yildirim, ο οποίος υπηρετεί εδώ και χρόνια στον Τουρκικό Στρατό, έχει βάρος 2100 κιλών, διάμετρο 600 χιλιοστών και μεταφέρει πολεμική κεφαλή 480 κιλών. Το δε βεληνεκές του είναι της τάξης των 150 χλμ. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Yildirim βασίζεται στον κινεζικό B611. Είναι εμφανής λοιπόν η πρόοδος που έχουν επιτύχει οι Τούρκοι όσον αφορά το βεληνεκές των πυραυλικών τους συστημάτων και πιθανώς αυτή να είναι η κορυφή του παγόβουνου.
Παρόμοια πυραυλικά συστήματα θέτουν νέες προκλήσεις στην αμυντική στρατηγική της Ελλάδας. Το πιο απλό που μπορούμε να πούμε είναι ότι η Τουρκία ενισχύει σταδιακά αλλά αποφασιστικά τις ικανότητές της να ασκεί σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα σαρωτικά πλήγματα σε μεγάλο τακτικό και επιχειρησιακό βάθος στον ελληνικό χώρο, εναντίον μεγάλης ποικιλίας στόχων και με τέτοιον τρόπο που να αφήνει ελάχιστα περιθώρια αντίδρασης ή ακόμη και προειδοποίησης για τις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις.
Παρόμοιες ικανότητες «πυκνού πολέμου» μπορεί να αποδειχθούν κρίσιμης σημασίας στο ιδιόρρυθμο ελληνοτουρκικό σύστημα, όπου η συμμετοχή και των δύο χωρών στο ΝΑΤΟ καθιστά δύσκολη τη διεξαγωγή μιας παρατεταμένης πολεμικής αντιπαράθεσης, λόγω των εξωτερικών πιέσεων, ιδιαίτερα από πλευράς των Ηνωμένων Πολιτειών, ενώ βολεύει και την στρατηγική της Άγκυρας, που θα θέλει «καθαρά» αποτελέσματα υπέρ αυτής μέσα σε ένα ελεγχόμενο πολεμικό πλαίσιο, χωρίς να κινδυνεύει να ολισθήσει σε ανεξέλεγκτη πολεμική αντιπαράθεση.
ΤΑΚΤΙΚΗ ΕΚΒΙΑΣΜΩΝ ΚΑΙ ΑΠΟΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ
Παρεμπιπτόντως, το γεγονός ότι ένας ελληνοτουρκικός πόλεμος, ή έστω κάποιο θερμό ή «υπέρθερμο» επεισόδιο, πολύ δύσκολα θα εξελισσόταν σε μια χρονικά παρατεταμένη πολεμική αντιπαράθεση, λόγω του ασφυκτικού γεωστρατηγικού πλαισίου μέσα στο οποίο λειτουργούν οι δύο χώρες, αλλά και γιατί κάτι τέτοιο δεν αποτελεί επιλογή της Άγκυρας, η οποία θέλει να επιτύχει γρήγορα οφέλη χωρίς μεγάλους κινδύνους και κόπους, καθιστά εκτός πραγματικότητας τις μηδενιστικά απαισιόδοξες αντιλήψεις, σύμφωνα με τις οποίες η Ελλάδα δεν έχει απολύτως καμία πιθανότητα σε τυχόν σύγκρουση με την Τουρκία λόγω των μεγάλων τουρκικών μεγεθών.
Οι απόψεις αυτές, κατά την άποψη του γράφοντος, ενδέχεται να μην είναι εντελώς αθώες αλλά να υποδαυλίζονται και απέξω αποσκοπώντας να επιβάλλουν ένα κλίμα ηττοπάθειας και φαταλιστικής μοιρολατρίας στην ελληνική κοινή γνώμη, επιτρέποντας έτσι στην Άγκυρα να ασκήσει τους εκβιασμούς που θέλει ώστε να επιτύχει την σταδιακή παγίωση της κυριαρχίας της στο Αιγαίο χωρίς να χρειαστεί να πέσει τουφεκιά.
Ωστόσο, μπορεί να έχουν και μια ακόμη λειτουργία. Συγκεκριμένα, πιθανώς να επιδιώκουν να στρέψουν την προσοχή μας μακριά από τις διαρκώς ενισχυόμενες ικανότητες των Τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων να ασκούν «πυκνή» και πολυεπίπεδη προβολή ισχύος σε πολύ περιορισμένο χρονικό πλαίσιο, έτσι ώστε να επιτύχουν ένα «στιγμιαίο» πολεμικό επεισόδιο, που θα ολοκληρωθεί πριν η Ελλάδα προλάβει καν να κατανοήσει τι ακριβώς συνέβη.
Επιπλέον, δεδομένης της στενής σχέσης της Τουρκίας με την Κίνα στον πυραυλικό τομέα, αν και μέχρι στιγμής δεν έχουν εμφανιστεί σχετικές πληροφορίες, δεν θα πρέπει να αποκλείουμε την πιθανότητα ότι η τουρκική βιομηχανία αναπτύσσει ή θα αναπτύξει στο μέλλον και εξειδικευμένες εκδόσεις βαλλιστικών πυραύλων και ρουκετών, όπως με κεφαλές αντι – ραντάρ ή αντιπλοϊκούς βαλλιστικούς πυραύλους (ASBM), οι οποίοι θα είναι ικανοί να προσβάλουν πολεμικά πλοία επιφανείας εν κινήσει.
Σε αυτήν την περίπτωση ότι θεωρούσαμε ως δεδομένο για τις ισορροπίες ισχύος στο Αιγαίο μπορεί να αλλάξει άρδην.
Βέβαια, οι διαπιστώσεις αυτές σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να μας οδηγήσουν σε κάποια παθητική στάση και ηττοπαθή μοιρολατρία. Το γεγονός ότι η Τουρκία καθίσταται ολοένα και πιο επικίνδυνη και μάλιστα όχι τόσο με αγορές από το εξωτερικό αλλά με την ανάπτυξη δικών της συστημάτων, θα πρέπει να οδηγήσει και την Ελλάδα σε μια αναθεώρηση εκ βάθρων της αμυντικής, αποτρεπτικής και εξοπλιστικής της πολιτικής.
Μεταξύ των άλλων, θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι αν η «Πυραυλική Επανάσταση» προσφέρει κάποιες λύσεις στα τουρκικά στρατιωτικά προβλήματα ενδέχεται να προσφέρει πολύ περισσότερες στην Ελλάδα και αυτό για μια σειρά από λόγους, ένας εκ των οποίων είναι η ιδιόρρυθμη γεωγραφία επιχειρήσεων της αιγαιακής αρχιπελαγικής δομής. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
(*) Ο Κωνσταντίνος Γρίβας είναι αναπληρωτής καθηγητής Γεωπολιτικής στην Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Διδάσκει επίσης Γεωγραφία της Ασφάλειας στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή στο Τμήμα Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Δημοσίευση σχολίου