Η τουρκική κυβέρνηση ανακοίνωσε πριν από μερικές ημέρες την τοποθεσία όπου θα εγκατασταθεί το ραντάρ αντιβαλλιστικής άμυνας του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ.
Πρόκειται για τη στρατιωτική βάση Κιουρετζίκ, κοντά στη Μαλάτια, πολύ κοντά στα σύνορα με το Ιράν. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η δήλωση του υπουργείου Εξωτερικών της Τουρκίας, η οποία αναφέρει ότι «έπειτα από έρευνες στο έδαφος και επιθεωρήσεις, καθώς κι έπειτα από τη διευθέτηση νομικών θεμάτων, αποφασίσαμε να αναπτύξουμε το ραντάρ στη στρατιωτική βάση στο Κιουρετζίκ.»
Σύμφωνα με δηλώσεις Τούρκων αξιωματούχων, το ραντάρ θα χειρίζεται από βάση της Γερμανίας, όπου θα υπάρχει στρατηγός – σύνδεσμος της Τουρκίας.
Η καταστροφή των όποιων βαλλιστικών πυραύλων θα γίνεται με πυραύλους SM-3 που θα βρίσκονται σε αμερικανικά πλοία στην Ανατολική Μεσόγειο και σε χερσαία βάση στη Ρουμανία.
Το ενδιαφέρον σε αυτήν την περίπτωση έγκειται στην επίδραση που θα έχει η τοποθέτησή του στη συγκεκριμένη περιοχή για τις σχέσεις της Τουρκίας με το Ιράν. Το σίγουρο είναι ότι η υποτιθέμενη «πολιτική των μηδενικών προβλημάτων» τελειώνει κι αρχίζει η πολιτική της τριβής με το Ιράν, αν και το κοινό συμφέρον στην καταπολέμηση του κουρδικού αντάρτικου θα διατηρήσει διαύλους επικοινωνίας ανάμεσα στις δυο πλευρές. Κι αυτό έχει μεγάλη σημασία για πολλούς λόγους.
Πρώτον, το Ιράν μέχρι πριν από λίγο καιρό ήταν το μοναδικό ίσως κράτος που ανέπτυξε επιχειρηματολογία υπέρ των Παλαιστινίων, παρά την σιιτική του ταυτότητα, καταλογίζοντας ευθύνες στους Ισραηλινούς και στα διεφθαρμένα φιλοδυτικά κράτη του Κόλπου και της Μέσης Ανατολής.
Ουσιαστικά το Ιράν δημιουργούσε πόλο συσπείρωσης τριγύρω του, σε λαϊκό κυρίως επίπεδο, αφού ήταν το μόνο που εμφανιζόταν να μάχεται τους Ισραηλινούς μέσω της Χεζμπολάχ, πολέμησε και τους Αμερικανούς έμμεσα – δια αντιπροσώπων (π.χ. στρατό Μέχντι, η πολιτοφυλακή του Αλ Σαντρ) στο Ιράκ και στήριξε λαϊκές επαναστάσεις στις χώρες του Κόλπου εις βάρος των φιλοαμερικανικών καθεστώτων.
Επιπλέον, είναι η μόνη πυρηνική δύναμη που θα μπορούσε – θεωρητικά – να εξαφανίσει το Ισραήλ (αν και η ισχύς των πυρηνικών όπλων συνδυαζόμενη με τα προβληματικής αξιοπιστίας μέσα εκτόξευσης θα εξαφάνιζε και τους Παλαιστινίους και άλλους Άραβες, λιγότερο ή περισσότερα φιλικά προσκείμενους) ή να εφαρμόζει πυρηνική αποτροπή εις βάρος των ΗΠΑ.
Δεύτερον, η Τουρκία εδώ και αρκετούς μήνες είναι αυτή που – εν δυνάμει ή πραγματικά – ανέλαβε ρόλο αντισυσπείρωσης εις βάρος του Ιράν, χρησιμοποιώντας, τι άλλο παρά τα βάσανα των Παλαιστινίων. Και σε αυτήν την περίπτωση οι Ιρανοί δείχνουν να έσφαλαν στην εκτίμησή τους εάν ποτέ πίστεψαν ότι βρήκαν μία «φίλη» στο πρόσωπο της Τουρκίας. Βέβαια, όσα χωρίζουν από πολιτικής απόψεως τις δυο χώρες είναι τόσα όσα αυτά που τις ενώνουν. Για παράδειγμα, και μόνο το γεγονός της δραστηριοποίησης της Τουρκίας στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και η διεκδίκηση της αφοσίωσης π.χ. των Παλαιστινίων, αντιμάχεται τα ιρανικά συμφέροντα, καθόσον επιδιώκουν ακριβώς το ίδιο με στόχο την ενίσχυση της αποτρεπτικής τους πολιτικής με την αξιόπιστη απειλή απέναντι στο Ισραήλ, ότι σε περίπτωση στρατιωτικής ενέργειας η Τεχεράνη θα ανοίξει στο εβραϊκό κράτος περισσότερα μέτωπα…
Τρίτον, η Τουρκία συνεχίζει να θεωρείται από πολλούς – και για λόγους ελάχιστα κατανοητούς, εκτός αν πρόκειται για εθισμό σε συγκεκριμένο τρόπο αντιμετώπισης της συγκεκριμένης χώρας, διαχρονικά – στη γραφειοκρατία της Ουάσινγκτον, ως το «μοντέλο» στον ισλαμικό κόσμο. Κι όπως αναφέραμε και λίγες ημέρες πριν, η άρνηση των ΗΠΑ να συνετίσουν την Άγκυρα ή να εκφραστούν εναντίον της είναι άκρως επιλήψιμη και «περίεργη». Ως μέτρο σύγκρισης θα μπορούσαμε να έχουμε την αντίδραση των ΗΠΑ στην εγκατάσταση των πυραύλων S-300 στην Κύπρο, την «απροκάλυπτη» στήριξη του σχεδίου Ανάν και αρκετά άλλα.
Έπεσαν άραγε οι Ηνωμένες Πολιτείες στην παγίδα της Τουρκίας δεχόμενοι να τοποθετήσουν το ραντάρ αντιβαλλιστικής άμυνας στο έδαφός της; Γνωρίζουν την τουρκική στάση γενικότερα αλλά το δέλεαρ της εγγύτητας στο Ιράν ήταν μεγάλο; Ή μήπως οι ΗΠΑ εξ αρχής έχουν ξεκάθαρους στόχους και σε αυτούς συμπεριλαμβάνεται η Τουρκία, οπότε και αποδέχονται ως «παρενέργεια» την ακραία ρητορική της εις βάρος της Ελλάδας, καθώς επίσης και την επιδείνωση των σχέσεων Ουάσινγκτον – Τελ Αβίβ;
Η αμερικανική διπλωματία είχε την ευκαιρία επί Ρεπουμπλικάνων να έρθει σε συζητήσεις με το Ιράν. Εξάλλου, το τελευταίο «βοήθησε» τις ΗΠΑ στο Ιράκ, δίνοντας εντολή στον Μούκταντα αλ Σαντρ να μη συνεχίσει τη σύγκρουση με τις αμερικανικές δυνάμεις. Το Ιράν ήταν αυτό που βοήθησε τις ΗΠΑ να εισβάλουν στο Αφγανιστάν προσφέροντας πληροφορίες των μυστικών του υπηρεσιών, ενώ ας μη λησμονούμε ότι ο πρόεδρος του Αφγανιστάν, Χαμίντ Καρζάι, είναι σιίτης. Μόνο που την επόμενη ημέρα όταν ο Μαχμούντ Αχμαντινετζάντ ζήτησε συνομιλίες με τις ΗΠΑ για το πυρηνικό του πρόγραμμα, ο Τζορτζ Μπους ο νεώτερος, δήλωσε δημόσια ότι τοποθετεί το Ιράν στη λίστα των χωρών που αποτελούν τον περίφημο «Άξονα του Κακού»!
Από τότε οι σχέσεις με το Ιράν γύρισαν αρκετά χρόνια πίσω και οι ΗΠΑ, μαζί και όλος ο κόσμος έχασαν μια μεγάλη ευκαιρία για να υπάρξει ουσιαστικός διάλογος, με ένα Ιράν το οποίο αποτελείται από περισσότερους από έναν πόλους ισχύος στο πολιτικό του σύστημα και να αναζητηθεί διέξοδος σε ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα ασφαλείας της διεθνούς κοινότητας.
Μετά από 11 χρόνια στο Αφγανιστάν και την Αραβική Άνοιξη, οι ΗΠΑ έδειξαν να κατανοούν ότι δεν έχουν την ισχύ να συντηρούν πολιτικά καθεστώτα, με πολιτικές προτεραιότητες αντίθετες με τις εξαγγελίες των Αμερικανών προέδρων, ειδικά των Δημοκρατικών. Και κυρίως δεν έχουν το πολιτικό κεφάλαιο για να διατηρούν αντιδημοκρατικές καταστάσεις σε διάφορες χώρες, παίζοντας επικοινωνιακά παιχνίδια. Μέσα σε όλα αυτά άρχισαν να θεωρούν ότι το Ισραήλ αποτελεί βάρος στην εξωτερική τους πολιτική κι ότι η στήριξή του δημιουργεί όλο και περισσότερα προβλήματα. Αυτή η θεώρηση, σε συνδυασμό με το ζήτημα του Ιράν, μπορεί να εξηγήσει το γεγονός ότι οι ΗΠΑ επιτρέπουν ή απλώς ανέχονται την Τουρκία να προβαίνει στις ακραίες πολιτικά ενέργειές της.
Το ρήγμα που φαίνεται ότι έχει δημιουργηθεί στις σχέσεις ΗΠΑ και Ισραήλ είναι βασικό στοιχείο και για τα όσα συμβαίνουν, με την Τουρκία να εκμεταλλεύεται την κατάσταση προς όφελός της. Δημοσιεύματα και αναλύσεις στον αμερικανικό Τύπο δείχνουν ότι οι εβραϊκές οργανώσεις στις ΗΠΑ έχουν αρχίσει να αντιδρούν κατά της προεδρίας του Μπάρακ Ομπάμα, θεωρώντας ότι η αμερικανική εξωτερική πολιτική στρέφεται εναντίον του Ισραήλ. Αυτή η μάχη μεταφέρεται σε πολλά επίπεδα της γραφειοκρατίας των ΗΠΑ.
Τρία σχετικά σημεία – ενδείξεις. Το ένα ήταν η απόρριψη της πρότασης – τροπολογίας στην Επιτροπή της Γερουσίας που ενέκρινε την κατανομή των κονδυλίων του προϋπολογισμού Άμυνας.
Εκεί, ο Γερουσιαστής Μαρκ Κερκ (Ρεπουμπλικάνος από το Ιλινόι) ζήτησε να καθυστερήσει η χρηματοδότηση για το ραντάρ X-band που θα χρησιμοποιείται στο πλαίσιαο της αντιβαλλιστικής άμυνας, με ένα από αυτά να τοποθετείται στην Τουρκία. Ο Γερουσιαστής δήλωσε πως ήθελε να καθυστερήσει η χρηματοδότηση μέχρι η κυβέρνηση του Ομπάμα να διαβεβαιώσει το Κογκρέσο ότι όλα τα στοιχεία που θα συλλέγονται από το ραντάρ θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την άμυνα του Ισραήλ. Για το θέμα οι Τούρκοι κυβερνητικοί δηλώνουν ότι πέτυχαν το ακριβώς αντίθετο, την πλήρη απομόνωση του Ισραήλ από την αξιοποίηση αυτών των πληροφοριών, πιθανότατα βέβαια για λόγους εσωτερικής και περιφερειακής – ισλαμικής «πολιτικής ορθότητας», για να αιτιολογήσει τη συνεργασία με τον «εχθρό». Ασφαλώς και μπορεί η Άγκυρα να επικαλεστεί το επιχείρημα ότι με τον τρόπο αυτό, δηλαδή τη φιλοξενία του ραντάρ, της δίδεται η δυνατότητα παρέμβασης στην κατεύθυνση προστασίας των αραβικών και γενικότερα μεσανατολικών συμφερόντων.
Το δεύτερο αίτημά του, που επίσης απορρίφθηκε, ήθελε τον περιορισμό της ανταλλαγής πληροφοριών με τη Ρωσία στον τομέα της πυραυλικής άμυνας.
Δεύτερο σημαντικό στοιχείο είναι η διεξαγωγή σφυγμομέτρησης στην πολιτεία της Νέας Υόρκης έδειξε ότι μόνο το 22% των Εβραίων ψηφοφόρων εγκρίνουν την πολιτική του Ομπάμα για το Ισραήλ και η πλειοψηφία των ψηφοφόρων (όχι μόνο εβραϊκής καταγωγής) ανέφερε ότι το Ισραήλ είναι «πολύ σημαντικό» για τον καθορισμό της ψήφου τους.
Τρίτο στοιχείο των τελευταίων ημερών είναι ότι νικητής σε ειδική ψηφοφορία για την εκλογή αντιπροσώπου στο Κογκρέσο, στην πολιτεία της Νέας Υόρκης, ήταν Ρεπουμπλικάνος, οι Δημοκρατικοί έχασαν για πρώτη από το 1922! Ακόμα και ο Δημοκρατικός υποψήφιος, Εντ Κοχ, υποστήριξε τον Ρεπουμπλικάνο συνυποψήφιό του, λέγοντας ότι θέλει να στείλει μήνυμα στην κυβέρνηση Μπάρακ Ομπάμα για την πολιτική που ακολουθεί με το Ισραήλ. Έτσι, νικητής αναδείχθηκε ο Μπομπ Τέρνερ.
Το γεγονός αυτό δείχνει πόσο συσπειρωμένο είναι το εβραϊκό λόμπι στην επιδίωξη των στόχων του και πόσο μπορεί να αυξήσει το πολιτικό – εκλογικό κόστος σε όποιον πρόεδρο παρεκκλίνει «της πεπατημένης». Η πολιτική του Μπ. Ομπάμα σίγουρα θα αντιμετωπίσει πολλά προβλήματα εσωτερικής νομιμοποίησης, ιδιαίτερα όμως θα τον προβληματίσει στο σκέλος που αφορά την επανεκλογή του στις εκλογές του 2012. Ήδη οι εβραϊκής καταγωγής χρηματοδότες του κόμματός του, απείχαν σε υψηλό ποσοστό από το να συνεισφέρουν και πάλι τα χρήματά τους.
Τι μπορεί να κάνει η Ελλάδα; Σε άλλες εποχές θα μπορούσε να είχε αναλάβει πρωτοβουλίες διαμεσολάβησης με το Ιράν. Αλλά όσον κι αν ο νυν πρωθυπουργός παρουσιάζεται ή έστω παρουσιαζόταν ως πρόσωπο διεθνώς αναγνωρισμένο, πλέον δεν έχει καμία δυνατότητα συνεισφοράς σε διεθνές επίπεδο. Πρώτον, γιατί το ελληνικό πολιτικό σύστημα είναι χρεοκοπημένο, μαζί και τα πρόσωπα που εμπλέκονται σε αυτό και δεύτερον, γιατί η ήδη υπάρχουσα έλλειψη σοβαρής ηγεσίας στο εσωτερικό της χώρας, θα πυροδοτούσε μεγαλύτερες αντιδράσεις, για έναν πρωθυπουργό που είναι αναποφάσιστος και απών.
Το μόνο που θα μπορούσε να γίνει είναι να υπάρξει συνεργασία των ελληνικών οργανώσεων και των αντίστοιχων εβραϊκών στις ΗΠΑ, για ένα κοινό στόχο, που θα έφερνε ηρεμία και ασφάλεια στην Ανατολική Μεσόγειο, διορθώνοντας λάθη δεκαετιών και προβληματικές πολιτικές διαχείρισης καταστάσεων από την αμερικανική γραφειοκρατία του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και την αμερικανική κυβέρνηση, ελλείψει μακροπρόθεσμης πολιτικής διακυβέρνησης. Το αν αυτή η συνεργασία θα μπορούσε να φθάσει στο σημείο να θέσει ως προτεραιότητα την ανατροπή του Ομπάμα λόγω των θέσεων που λαμβάνει σε θέματα που άπτονται του σκληρού πυρήνα των εθνικών συμφερόντων των δυο χωρών, δεν είναι κάτι που θα μπορούσε να δημοσιοποιηθεί, ούτε να προταθεί ελαφρά τη καρδία. Είναι βέβαιο ότι οι άμεσα εμπλεκόμενοι γνωρίζουν καλύτερα από κάθε άλλον έως που μπορούν να πιέσουν, τι στόχους να θέσουν και με ποιον τρόπο να επιδιώξουν να τους επιτύχουν.
Προφανώς και το πρόβλημα για τις ΗΠΑ δεν είναι οι ΑΟΖ της Ελλάδας, της Κύπρου, της Τουρκίας ή του Ισραήλ, και το ποιος θα πάρει πετρέλαια από αυτές, όταν έχουν να αναλογιστούν το πυρηνικοποιημένο Ιράν και τις ανακατατάξεις στα αραβικά κράτη. Η εμπλοκή αμερικανικής εταιρείας στην εξόρυξη αλλά και η προοπτική διασφάλισης διαφοροποίησης της τροφοδοσίας της Δύσης με πηγές πέραν της Ρωσίας, δίνει στην υπόθεση μια γεωστρατηγική εμβέλεια. Αν το προχωρήσουμε και λίγο παραπέρα, αυτό έχει σχέση και με τη στάση ευρωπαϊκών κρατών και ειδικά της Γερμανίας, που τείνει να δημιουργήσει μια νέα αρχιτεκτονική ασφαλείας και οικονομικής διαχείρισης στην Ευρώπη, κρατώντας τις ΗΠΑ σε μια διακριτική απόσταση, ενώ την ίδια στιγμή εμβαθύνει συνεχώς την οικονομική – τουλάχιστον – συνεργασία με τη Ρωσία (άλλο ένα φλέγον ζήτημα). Ιδιαίτερα τη στιγμή που οι ΗΠΑ εμπλέκονται σε ένα ακόμη «θερμό σημείο» (στη Λιβύη) με τη Γερμανία να απέχει.
Μέσα σε όλα αυτά η Τουρκία έχει βρει ένα νέο ρόλο για τον εαυτό της και εξυπηρετείται δεόντως από την απούσα Ελλάδα από τη διεθνή πολιτική εδώ και χρόνια, λόγω ελλείψεων σε ατομικό, γραφειοκρατικό και πλέον οικονομικό επίπεδο…
Στο πλαίσιο αυτό, εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει το άρθρο του Council on Foreign Relations των ΗΠΑ, με τίτλο «Why Obama is Losing the Jewish Vote».
ΠΗΓΗ
Δημοσίευση σχολίου