Οραματίζεται τη χώρα του στο κλαμπ των δέκα ισχυροτέρων του κόσμου
Αρκεί μια ματιά στις προεκλογικές αφίσες του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) για να καταλάβει κανείς ότι ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έβλεπε πολύ πιο μακριά από τις εκλογές της 12ης Ιουνίου τις οποίες με άνεση κέρδισε. Στις αφίσες αυτές δεσπόζει μια χρονολογία: 2023. Εκεί έχει «καρφωμένο» το βλέμμα του ο τούρκος πρωθυπουργός. Τότε συμπληρώνονται 100 χρόνια από την ίδρυση της σύγχρονης τουρκικής Δημοκρατίας που ίδρυσε στα ερείπια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ο Μουσταφά Κεμάλ «Ατατούρκ». Ο Ερντογάν, ο άνθρωπος στον οποίο το κεμαλικό κατεστημένο είχε κάποτε απαγορεύσει ακόμη και την κάθοδο στις εκλογές, θέλει να βάλει την ανεξίτηλη σφραγίδα του στη μετατροπή της Τουρκίας σε περιφερειακή- ίσως και παγκόσμια- δύναμη. Μια δύναμη που θα έχει «ισλαμικό» άρωμα και σίγουρα θα ενοχλούσε τον Ατατούρκ.
Η άνοδος της Τουρκίας είναι μία από τις σημαντικότερες μικρές ιστορίες της διεθνούς πολιτικής της τελευταίας δεκαετίας. Αφού επί χρόνια υπήρξε ο καλύτερος «πελάτης» του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), έφθασε να είναι η χώρα με τη μεγαλύτερη ανάπτυξη διεθνώς, πίσω μόνο από την Κίνα και την Ινδία. Η επιτυχία αυτή εξαργυρώθηκε με τη συμμετοχή της Τουρκίας στην ομάδα των 20 μεγαλύτερων οικονομιών του πλανήτη (G20). Την ίδια στιγμή οι τουρκικές εταιρείες επεκτείνονται με σαρωτικούς ρυθμούς. Ιδιαίτερα στη Μέση Ανατολή οι τουρκικές κατασκευαστικές εταιρείες έχουν πάρει όλες τις μεγάλες δουλειές- με το Ιράκ να έχει αναδειχθεί σε νέο «Ελντοράντο». Η Τουρκία είναι αυτή τη στιγμή ο δεύτερος μεγαλύτερος κατασκευαστής επίπεδου γυαλιού και ο τρίτος μεγαλύτερος παραγωγός τηλεοράσεων για την Ευρώπη. Οι Τουρκικές Αερογραμμές έχουν μεταβληθεί σε παγκόσμια δύναμη και η Κωνσταντινούπολη είναι πλέον μια μεγαλούπολη στην οποία συρρέουν καθημερινά εκατομμύρια επιχειρηματιών και τουριστών.
Μεγαλεπήβολοι στόχοι
Οι στόχοι του οράματος με κωδικό «2023» χαρακτηρίζονται τουλάχιστον μεγαλεπήβολοι. Ως το 2023 η Τουρκία θα πρέπει να γίνει μία από τις 10 μεγαλύτερες οικονομικές δυνάμεις στον κόσμο, με το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) της να φθάνει στα 2 τρισ. δολάρια. Το κατά κεφαλήν εισόδημα του Τούρκου θα πρέπει να είναι 25.000 δολάρια και οι εξαγωγές να αυξάνονται ετησίως κατά 500 δισ. δολάρια. Τέλος, η ανεργία, η οποία πλήττει σήμερα κυρίως τους νέους και τους κατοίκους των αστικών κέντρων, να μειωθεί στα επίπεδα του 5%. Πέραν αυτών, ο Ερντογάν θέλει να δει την Τουρκία να κατασκευάζει αεροπλάνα, δορυφόρους, ακόμη και μη επανδρωμένα αεροσκάφη.
Και μόνο το άκουσμα αυτών των αριθμών προκαλεί δέος. Εξ ου και οι φόβοι ότι η τουρκική οικονομία απειλείται με υπερθέρμανση. Οι «Κασσάνδρες των αγορών» πιέζουν εδώ και αρκετό καιρό τον τούρκο πρωθυπουργό να βάλει φρένο στην άκρατη ανάπτυξη και να περιορίσει τεχνητά τη ρευστότητα, μειώνοντας τις δημόσιες δαπάνες και αυξάνοντας τα επιτόκια δανεισμού. Παραμένει ένα ερώτημα όμως: Πώς θα περιοριστούν οι δημόσιες δαπάνες με σχέδια όπως η διώρυγα του Βοσπόρου, που προβλέπεται να κοστίσει 10-15 δισ. δολάρια;
Οσοι φοβούνται ότι ο κίνδυνος της υπερθέρμανσης είναι κάτι παραπάνω από υπαρκτός βλέπουν τα υψηλά δημοσιονομικά ελλείμματα και του εμπορικού ισοζυγίου, καθώς και τα υψηλά επίπεδα τραπεζικού δανεισμού νοικοκυριών και επιχειρήσεων. Και βέβαια υπάρχει πανταχού παρόν το «φάντασμα του πληθωρισμού» που επί χρόνια ταλάνισε την τουρκική οικονομία.
Φυσικά, ο κ. Ερντογάν δεν περιορίζεται στα οικονομικά. Αλλωστε είναι πολιτικός. Ο τούρκος πρωθυπουργός έχει πολλά ανοιχτά μέτωπα στο εσωτερικό, με πρώτα από όλα το Κουρδικό και τη θέσπιση νέου Συντάγματος, το οποίο θα αντικαταστήσει εκείνο που έγραψε η χούντα της δεκαετίας του 1980. Δεν έχει επίσης κρύψει την επιθυμία του να ανέλθει στην Προεδρία της Δημοκρατίας, ακόμη και να μετακομίσει την πρωτεύουσα της χώρας από την Αγκυρα στην Κωνσταντινούπολη.
Μια μεγάλη δύναμη όμως δεν μπορεί να ομφαλοσκοπεί. Ο Ερντογάν είναι ένας ηγέτης που θέλει μεν να κλείσει εσωτερικά μέτωπα, αλλά δεν αγνοεί το εξωτερικό. Λίγο μετά την ανακοίνωση των εκλογικών αποτελεσμάτων την περασμένη Κυριακή, ο τούρκος πρωθυπουργός έδωσε το στίγμα του.
«Χαιρετώ με στοργή τους λαούς της Βαγδάτης,της Δαμασκού,της Βηρυτού,του Αμμάν, του Καΐρου, της Τύνιδας, του Σαράγεβο, των Σκοπίων, του Μπακού, της Λευκωσίας και των υπόλοιπων φίλων και αδελφών λαών που παρακολουθούν τις ειδήσεις στην Τουρκία με μεγάλο ενθουσιασμό» είπε. Και πρόσθεσε: «Σήμεραη Μέση Ανατολή,ο Καύκασος και τα Βαλκάνια κέρδισαν το ίδιο όπως και η Τουρκία. Θα είμαστε ακόμη πιο δραστήριοι σε περιφερειακό και παγκόσμιο επίπεδο. Θα συνεχίσουμε να καλούμε για τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων,του κράτους δικαίου,της ελευθερίας και της δημοκρατίας στην περιφέρειά μας». Τι λείπει από τη δήλωση αυτή; Μα φυσικά η Ευρώπη.
Πάντως, στο όραμα με κωδικό «2023» για την εξωτερική πολιτική, το οποίο έχει συνοψίσει εύληπτα ο υπουργός Εξωτερικών Αχμέτ Νταβούτογλου , φιγουράρει ψηλά ο στόχος να γίνει η Τουρκία πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης ως το 2023. Πρόκειται για ένα ζήτημα που απασχολεί και την Αθήνα, καθώς αποτελεί μοχλό για την πρόοδο των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Ωστόσο η ελληνική πλευρά εκτιμά ότι ο Ερντογάν έχει επενδύσει εσχάτως προσεκτικά σε έναν αντιευρωπαϊσμό. Το ΑΚΡ και ο Ερντογάν προσωπικά πιστεύουν πλέον ότι πολλές ευρωπαϊκές χώρες δεν θέλουν την Τουρκία στην ΕΕ. Και η Τουρκία όμως φαίνεται να της γυρνά την πλάτη, επιδιώκοντας μόνο συγκεκριμένα οφέλη σε θέματα όπως η απελευθέρωση της βίζας και η στρατηγική συνεργασία. Με την πλειονότητα των ενταξιακών κεφαλαίων να μένουν κλειστά, ενημερωμένοι κύκλοι δεν κρύβουν πλέον ότι έχει ξεκινήσει και στην Αθήνα εντατικά η προετοιμασία για το ενδεχόμενο μιας ειδικής σχέσης ΕΕ- Τουρκίας.
Μιλάει στο «Βήμα» ο καθηγητής Οικονομικών του Πανεπιστημίου Μπιλγκί της Κωνσταντινούπολης Ασάφ Σαβάς Ακάτ
«Η υπερθέρμανση της τουρκικής οικονομίας θα σήμαινε την επιστροφή ενός κινδύνου που επί χρόνια ταλαιπώρησε την Τουρκία. Και αυτός δεν είναι άλλος από τον πληθωρισμό» επισημαίνει μιλώντας στο «Βήμα της Κυριακής» ο καθηγητής Οικονομικών του Πανεπιστημίου Μπιλγκί της Κωνσταντινούπολης Ασάφ Σαβάς Ακάτ. Οπως εξηγεί, «δεν υπάρχουν ακόμη ξεκάθαρες ενδείξεις ότι κάτι τέτοιο θα συμβεί. Ορισμένοι δείκτες όμως χειροτερεύουν. Συμφωνώ πάντως με τις προβλέψεις της Κεντρικής Τράπεζας της Τουρκίας ότι η εγχώρια ζήτηση θα μετριαστεί στο δεύτερο μισό του 2011». Κατά τον κ. Ακάτ, μεγάλο πλεονέκτημα για την κυβέρνηση του πρωθυπουργού Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είναι η δημοσιονομική κατάσταση της χώρας, «που είναι πολύ σταθερή. Το 2010 αυξήθηκε το ΑΕΠ πάνω από 8%, το δημόσιο χρέος παραμένει χαμηλά, ο ιδιωτικός τομέας κινείται δυναμικά, συνοδευόμενος από μια ευέλικτη αγορά εργασίας. Το πλέον ευάλωτο σημείο όμως μοιάζει να είναι το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών». Από την άλλη πλευρά, κάποια στοιχεία όπως «το παρελθόν πολιτικής αστάθειας και λαϊκισμού, ο συγκεντρωτισμός και η αναποτελεσματική δημόσια διοίκηση, η διαφθορά, η εκτεταμένη φοροδιαφυγή και η παραοικονομία,η υψηλή ανεργία στα αστικά κέντρα και στους νέους και η χαμηλή αποταμίευση θα μπορούσαν να πλήξουν μελλοντικά τη σταθερότητα της τουρκικής οικονομίας».
Επί πολλά χρόνια η Τουρκία υπήρξε ένας από τους καλύτερους... πελάτες του ΔΝΤ. Βοήθησε ή όχι αυτό τη γειτονική χώρα; «Πιστεύω ότι η σχέση και η συνεργασία της Τουρκίας με το ΔΝΤ είχε και θετικά και αρνητικά στοιχεία για την Αγκυρα» παρατηρεί ο κ. Ακάτ. «Τα χρήματα του ΔΝΤ, αλλά και η αξιοπιστία του οργανισμού αυτού βοήθησαν πολύ στις αρχικές προσπάθειες για την καταπολέμηση του πληθωρισμού. Οι πολιτικές ηγεσίες στην Τουρκία εκμεταλλεύθηκαν τις προϋποθέσεις που έθεσε το ΔΝΤ για να ισχυροποιήσουν τη θέση τους και να προωθήσουν τις μεταρρυθμίσεις. Αυτά τα δύο σημεία είναι η θετική συνεισφορά του ΔΝΤ. Ωστόσο, την ίδια στιγμή, η επιμονή του Ταμείου, επί μακρόν, σε μια σφιχτή νομισματική πολιτική που δεν ήταν απαραίτητη αποτέλεσε και τη βασική αιτία της ανατίμησης της τουρκικής λίρας και της δημιουργίας ελλείμματος στο εμπορικό ισοζύγιο».
ΑΠΟ ΤΗ ΛΙΤΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΔΝΤ ΣΤΗΝ ΥΠΕΡΘΕΡΜΑΝΣΗ Επί πολλά χρόνια η Τουρκία υπήρξε ένας από τους καλύτερους... πελάτες του ΔΝΤ. Βοήθησε ή όχι αυτό τη γειτονική χώρα; «Πιστεύω ότι η σχέση και η συνεργασία της Τουρκίας με το ΔΝΤ είχε και θετικά και αρνητικά στοιχεία για την Αγκυρα» παρατηρεί ο κ. Ακάτ. «Τα χρήματα του ΔΝΤ, αλλά και η αξιοπιστία του οργανισμού αυτού βοήθησαν πολύ στις αρχικές προσπάθειες για την καταπολέμηση του πληθωρισμού. Οι πολιτικές ηγεσίες στην Τουρκία εκμεταλλεύθηκαν τις προϋποθέσεις που έθεσε το ΔΝΤ για να ισχυροποιήσουν τη θέση τους και να προωθήσουν τις μεταρρυθμίσεις. Αυτά τα δύο σημεία είναι η θετική συνεισφορά του ΔΝΤ. Ωστόσο, την ίδια στιγμή, η επιμονή του Ταμείου, επί μακρόν, σε μια σφιχτή νομισματική πολιτική που δεν ήταν απαραίτητη αποτέλεσε και τη βασική αιτία της ανατίμησης της τουρκικής λίρας και της δημιουργίας ελλείμματος στο εμπορικό ισοζύγιο».
Η «χρυσή οκταετία» του Ερντογάν
Μόνο εντυπωσιακές μπορούν να χαρακτηριστούν οι οικονομικές επιδόσεις των πρώτων δύο τετραετιών Ερντογάν. Αν και παρέλαβε «καμένη γη» από τους προκατόχους του, το ΑΚΡ δικαίως υπερηφανεύεται για την υψηλή ανάπτυξη (9%), τον διπλασιασμό του κατά κεφαλήν ΑΕΠ (στα 10.500 δολάρια πέρσι) και τον τριπλασιασμό των εξαγωγών, με πρώτο και καλύτερο «πελάτη» την Ευρώπη.
Ο «Σουλτάνος» βέβαια πολύ δύσκολα θα έβλεπε την εξουσία, αν δεν είχε προηγηθεί το μεγάλο χρηματιστηριακό και νομισματικό «κραχ» του 2001-2002, όταν κεφάλαια δεκάδων δισεκατομμυρίων έφυγαν από τη χώρα και η λίρα καταποντίστηκε.Το ΔΝΤ έσπευσε να «σώσει» την Τουρκία, αλλά τη λυπητερή πλήρωσαν τα παλαιά κόμματα, που δεν μπήκαν καν στη Βουλή!
Και λιτότητα και ανάπτυξη Το 2003 ήρθε ο σχηματισμός της πρώτης μονοκομματικής κυβέρνησης του AKP, η οποία με ενθουσιασμό υποστήριξε το πρόγραμμα σταθεροποίησης του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και τον «οδικό χάρτη» μεταρρυθμίσεων που απαίτησε η Ευρωπαϊκή Ενωση: έτσι, από το 2002 ως το 2007 η Τουρκία βίωσε τη μακροβιότερη περίοδο απρόσκοπτης οικονομικής ανάπτυξης, της τάξης του 6%-7% τον χρόνο.
Ομως η τουρκική οικονομία πραγματικά εκτοξεύτηκε μετά τις εκλογές και τη δεύτερη νίκη του 2007, όταν ο Ερντογάν «ξεθάρρεψε» και άρχισε να εφαρμόζει δική του, ακόμη πιο αναπτυξιακή πολιτική ραγδαίας οικονομικής επέκτασης. Μια φάση που κορυφώθηκε με την «έξωση» του ΔΝΤ το 2009, έπειτα από σκληρές διαπραγματεύσεις για συνέχιση του δανεισμού ως το 2020...
ΠΗΓΗ
Δημοσίευση σχολίου