Στη θέση της συζήτησης, που άρχισε στις 25 /3/2010, με σκοπό τον αμείλικτο μηχανισμό εποπτείας που είχε από τότε στο μυαλό της η γερμανίδα Καγκελάριος, ‘εμφυτεύτηκε’ στις 25 Μαρτίου του 2011 ένα μάλλον χλιαρό κείμενο, το γνωστό πια ως «Σύμφωνο για το Ευρώ+». Κατά το νέο Σύμφωνο η Επιτροπή, το Συμβούλιο και η Ευρωζώνη, θα ελέγχουν κάθε χρονιά τις δεσμεύσεις που αναλαμβάνουν τα κράτη μέσω εθνικών σχεδίων δράσης, σε θέματα μισθολογικών πολιτικών, αγοράς της εργασίας, συνταξιοδοτήσεων, ανταγωνιστικότητας κλπ.
Στο θέμα αυτό θα επανέλθει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις 23-24 Ιουνίου του 2011, αφού τα όσα πρόκειται να υιοθετηθούν τότε, θα προτείνουν τελικά ένα νέο σύνολο διαδικασιών, που θα συμπαρασύρουν τις όποιες χαλαρές δεσμεύσεις εισάγονται μέσω του εν λόγω Συμφώνου, που σχετίζονται με τα προαναφερθέντα.
Τι θα γίνει τον Ιούνιο του 2011: Θα οδηγηθούμε ένα βήμα παραπάνω στη λεγόμενη οικονομική διακυβέρνηση μέσω έξι προτάσεων νομοθετικού πλέον χαρακτήρα (δηλαδή δεσμεύσεων, που θα δοθούν με 5 Κανονισμούς και 1 Οδηγία).
Από το σύνολο των ανωτέρω έξι νομοθετημάτων δυο προτάσεις Κανονισμών (που θα υιοθετηθούν με τη διαδικασία της συναπόφασης Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Ευρωπαϊκού Συμβουλίου), παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Η πρώτη πρόταση εισάγει μια νέα μορφή εποπτείας, όταν διαπιστώνεται η ύπαρξη υπερβολικών μακροοικονομικών ανισορροπιών. Ειδικότερα τονίζει ότι η «εποπτεία των οικονομικών πολιτικών των κρατών μελών πρέπει να είναι πέραν της δημοσιονομικής εποπτείας προκειμένου να προλαμβάνονται οι υπερβολικές μακροοικονομικές ανισορροπίες…».
Έτσι, επιδιώκεται η ένταξη ενός συνόλου εθνικών πολιτικών με θέμα την μισθολογική πολιτική, τις αγορές εργασίας, τις πολιτικές των συντάξεων κ.ά., στο πλαίσιο κοινής εποπτείας εκ μέρους της ΕΕ.
Η πρόταση αυτή εισάγει επίσης ένα «μηχανισμό επαγρύπνησης για τον έγκαιρο εντοπισμό των νεοεμφανιζόμενων μακροοικονομικών ανισορροπιών…».
Προτείνει ειδικότερα, τη χρήση μιας περιορισμένης σειράς από οικονομικούς και χρηματοοικονομικούς δείκτες, που θα οδηγούν στον εντοπισμό των εν λόγω μακροοικονομικών ανισορροπιών με τη βοήθεια διαφόρων κατωφλίων (ανώτατων ή κατώτατων). Οπότε, σύμφωνα με τη λογική αυτή, η ΕΕ δε θα επιτάσσει τι πρέπει να κάνουν τα ‘άταχτα’ κράτη μέλη σε θέματα μισθών, συντάξεων κ.λπ, αλλά τι δεν πρέπει να κάνουν (!!!).
Η δεύτερη πρόταση Κανονισμού αναφέρεται στις κυρώσεις που προβλέπονται στην περίπτωση παραβάσεων των ανωτέρω κατωφλίων. Εδώ εισάγεται μια ιδιαίτερα σημαντική νέα διαδικασία λήψης αποφάσεων: Κατά τα γραφόμενα στο σχέδιο του Κανονισμού «H απόφαση (για τις κυρώσεις που ανέρχεται σε πρόστιμο 0,1% του ΑΕΠ), θεωρείται ότι έχει εγκριθεί από το Συμβούλιο εκτός αν αυτό έχει αποφασίσει με ειδική πλειοψηφία να απορρίψει την πρόταση (της Επιτροπής) μέσα σε δέκα ημέρες από την έγκριση της από την Επιτροπή». Με την πρόταση αυτή ισχυροποιείται ο ρόλος της Επιτροπής σε ζητήματα επιβολής κυρώσεων, καθώς υποκαθιστά εμμέσως το Συμβούλιο. Αποτελεί πρωτόγνωρη καινοτομία στη διαδικασία λήψης αποφάσεων στους κόλπους της ΕΕ.
Τα προαναφερθέντα στους δυο επίμαχους προς ψήφιση Κανονισμούς, αφορούν λοιπόν σε διαδικασίες, στόχους και κυρώσεις, που με τη σειρά τους θα οριοθετούν σε στενά πλαίσια, τις ‘αυτόνομες’ εθνικές πολιτικές για μισθούς, όρια συνταξιοδότησης κ.λπ.
Αποτελώντας οι εν λόγω ρυθμίσεις κοινοτικό δίκαιο, είναι εύλογο ότι θα δέσουν σφικτά τα όσα προβλέφθηκαν στο «Σύμφωνο για το ευρώ+», κυκλώνοντας τα τελευταία με ένα ιδιαίτερα έξυπνο τρόπο. Αν και οι προς εξέταση ρυθμίσεις, βρίσκονται εκτός των αρμοδιοτήτων της ΕΕ και κατ΄ επέκταση εκτός των κοινών πολιτικών της, τελικά με τον τρόπο που μεθοδεύονται, θα γίνουν μέρος των τελευταίων.
Ως προς το ευρωομόλογο…σιγή ιχθύος!
ΠΗΓΗ
Δημοσίευση σχολίου