GuidePedia

0


Να μην συμπεριληφθούν τα προγράμματα ασφάλειας και εφοδιασμού (SSI: Security of Supply and Information) στη διακρατική ελληνο-αμερικανική συμφωνία για την προμήθεια των μαχητικών πέμπτης γενεάς F-35A Lightning II, εισηγούνται τα Γενικά Επιτελεία Εθνικής Άμυνας (ΓΕΕΘΑ) και Αεροπορίας (ΓΕΑ). Η σχετική απόφαση δημοσιοποιήθηκε μέσω στοχευμένης «διαρροής» σε ψηφιακό μέσο ενημέρωσης. Κατά το δημοσίευμα «η στρατιωτική ηγεσία του ΥΠΕΘΑ (Α/ΓΕΕΘΑ και Α/ΓΕΑ) είναι εξαιρετικά καχύποπτη και συγκρατημένη με τα SSI διότι:

1) αφορούν ένα ποσό απροσδιόριστο μεν, αλλά κυμαινόμενο μεταξύ 600 και 800 εκατ. δολαρίων, και
2) τα επιτελεία, αν και απευθύνθηκαν πολλές φορές στην εταιρία, δεν έλαβαν απάντηση ούτε για το ακριβές (κατά προσέγγιση, έστω) ποσό, ούτε, το κυριότερο, για την ανάλυση του σε επιμέρους έργα, τιμολογημένα».

Η δημοσιογραφική όμως έρευνα αποκαλύπτει ότι οι δύο ανωτέρω αιτιάσεις δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Κατά πληροφορίες, το ποσό ανέρχεται σε 500 εκατ. δολάρια και έχει αναφερθεί σαφώς ότι είναι ενδεικτικό (ROM: Rough Order of Magnitude). Όπως δε είναι αυτονόητο, το τελικό ύψος του ποσού θα καθορισθεί μέσω διαπραγματεύσεων του ελληνικού δημοσίου με τη Lockheed Martin κατά τις οποίες θα επιλεγούν ποια προγράμματα θα υλοποιηθούν και θα οριστικοποιηθεί το περιεχόμενο τους και κατά συνέπεια το κόστος τους.

Κατά συνέπεια, εκ των πραγμάτων τίθεται το ερώτημα: έχουν πραγματοποιηθεί οι διαπραγματεύσεις μεταξύ ελληνικού δημοσίου και Lockheed Martin για τον καθορισμό του περιεχομένου και του κόστους των προγραμμάτων SSI; Από τη δημοσιογραφική έρευνα, δεν προκύπτει. Πως λοιπόν εξηγείται η εξαρχής … οικειοθελής παραίτηση της ελληνικής πλευράς να διαπραγματευθεί, αντιπροτείνει, διεκδικήσει και εφόσον τελικά δεν ικανοποιηθεί να απορρίψει εν μέρει ή συνολικά τα προγράμματα SSI;

Σε ό,τι αφορά τα επιμέρους έργα, σύμφωνα με πληροφορίες, η πρόταση της Lockheed Martin, που αποτελεί τη βάση της διαπραγμάτευσης, τα κατατάσσει σε δύο μεγάλες ομάδες, αυτά που θα υλοποιηθούν προς όφελος της Πολεμικής Αεροπορίας και αυτά προς όφελος της εγχώριας βιομηχανικής βάσης. Ειδικότερα:

>Στην πρώτη ομάδα περιλαμβάνονται:
-η κατασκευή των εγκαταστάσεων της κύριας επιχειρησιακής βάσης και των υποδομών για τα νέα μαχητικά,
-η ανάπτυξη δυνατοτήτων υποστήριξης των νέων μαχητικών,
-η κατασκευή υψηλού επιπέδου φυσικής και ψηφιακής προστασίας κέντρου επιχειρήσεων (ΚΕΠΙΧ) της Πολεμικής Αεροπορίας
-η δημιουργία κέντρου αριστείας επιχειρήσεων στον κυβερνοχώρο για την κυριότητα των πληροφοριών, δεδομένων και δικτύων,
-η δημιουργία υποδομής για τη διεξαγωγή δικτυοκεντρικών επιχειρήσεων.
-η αναβάθμιση των μαχητικών F-16 Block 30 και συγκεκριμένα η μελέτη και ανάπτυξη δύο συλλογών (αντίστοιχα για μονοθέσιο και διθέσιο μαχητικό) που θα αποτελέσουν τα πρωτότυπα του προγράμματος (επισημαίνεται ότι το κόστος των συλλογών και των εργασιών αναβάθμισης του συνόλου των μαχητικών της έκδοσης δεν περιλαμβάνεται).

>Στη δεύτερη ομάδα περιλαμβάνονται:
α) έργα επ’ ωφελεία της Ελληνικής Αεροπορικής Βιομηχανίας (ΕΑΒ), όπως:
-η βελτίωση υποδομής πληροφορικής και κυβερνοασφάλειας,
-η δημιουργία σταθμού διαδικασιών συντήρησης και ελέγχου των F-35 και,
-η βελτίωση των υποδομών στην κατασκευή σύνθετων και μεταλλικών εξαρτημάτων καθώς και των εργαστηρίων παρελκόμενων κινητήρων και επιμετάλλωσης.

β) έργα επ’ ωφελεία της εγχώριας βιομηχανικής βάσης συνολικά, όπως
-η βελτίωση των υποδομών και δυνατοτήτων της,
-η κατασκευή εξαρτημάτων και συγκροτημάτων και
-η δημιουργία προοπτικών για ένταξη ελληνικών εταιριών ως υποκατασκευαστών στην αλυσίδα εφοδιασμού της Lockheed Martin για άλλα αμυντικά συστήματα.

Γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι τα προγράμματα της πρώτης ομάδας αφορούν άμεσα τους επιχειρησιακούς φορείς (πρωτίστως το ΓΕΑ και στη συνέχεια το ΓΕΕΘΑ), ενώ τα προγράμματα της δεύτερης ομάδας αφορούν ζήτημα γενικότερης κυβερνητικής πολιτικής που σε επίπεδο υπουργείου Εθνικής Άμυνας αποτελεί αρμοδιότητα της Διεύθυνσης Αμυντικών Επενδύσεων και Τεχνολογικών Ερευνών της Γενικής Διεύθυνσης Αμυντικών Εξοπλισμών και Επενδύσεων (ΓΔΑΕΕ/ΔΑΕΤΕ). Από τη «διαρροή» όμως μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι κάποιοι, «καχύποπτοι και συγκρατημένοι», εκμεταλλευόμενοι την παραίτηση της πολιτικής ηγεσίας του ΥΠΕΘΑ από τον πολιτικό έλεγχο επί των ενόπλων δυνάμεων, αποφασίζουν για όλα.

Ας επικεντρώσουμε αρχικά στο ζήτημα της βιομηχανικής συμμετοχής. Το πρώτο ερώτημα που μπορεί να εγείρει κάθε καλόπιστος παρατηρητής είναι εάν αποτελεί κυβερνητική απόφαση να μην επιδιωχθεί εγχώρια βιομηχανική συμμετοχή στο πρόγραμμα του F-35. Εάν η απάντηση είναι ναι, σε αυτή την περίπτωση ας ενημερωθούν ο υπουργός και ο υφυπουργός Εθνικής Άμυνας να τροποποιήσουν ανάλογα τις δηλώσεις τους. Εάν όμως αυτό δεν ισχύει, τότε η πρακτική του υπουργείου Εθνικής Άμυνας είναι επιεικώς ακατανόητη.

Από την πρώτη στιγμή που λήφθηκε η απόφαση για την προμήθεια του μαχητικού, το υπουργείο Εθνικής Άμυνας σε συνεργασία με την εγχώρια βιομηχανική και τεχνολογική βάση, θα έπρεπε να συντάξει λεπτομερές σχέδιο εγχώριας βιομηχανικής συμμετοχής στο πρόγραμμα, επιλέγοντας συγκεκριμένους τομείς / έργα ως βάση των διαπραγματεύσεων με την αμερικανική κυβέρνηση και την κατασκευάστρια εταιρία. Με άλλα λόγια δηλαδή, να εφαρμόσει τις αρχές της Εθνικής Αμυντικής και Βιομηχανικής Στρατηγικής (ΕΑΒΣ), θεσμικού κειμένου του υπουργείου Εθνικής Άμυνας (σε περίπτωση που έχει διαφύγει της προσοχής κάποιων εκ των φορέων του). Αυτό προφανώς όχι μόνο δεν έγινε εξ αρχής, αλλά επιδιώκεται να μην γίνει και εκ των υστέρων.

Για τους νεότερους ας θυμίσουμε ότι περί τα τέλη της δεκαετίας του 1990 η χώρα είχε αποφασίσει να μην καταβάλλει περί τα 200 εκατ. ευρώ για να ενταχθεί ως βιομηχανικός εταίρος στο πρόγραμμα του F-35. Για άλλη μία φορά η αποστροφή του ελληνικού πολιτικού οικοδομήματος στον μακροπρόθεσμο προγραμματισμό και τη δέσμευση σε επίσης μακροπρόθεσμους στόχους (δηλαδή σε χρονικό ορίζοντα μεγαλύτερο περισσότερο από τον τετραετή βίο μίας κυβέρνησης), υπήρξε σίγουρα ένας από τους λόγους που συνέβαλαν στη λήψη της παραπάνω απόφασης.

Περίπου 25 χρόνια μετά, με την κυβερνητική απόφαση για την προμήθεια των 20 μαχητικών F-35A, η χώρα έχει πάλι ευκαιρία εμπλοκής στο βιομηχανικό έργο του προγράμματος ως χρήστης του μαχητικού. Για να συμβεί όμως αυτό αφενός θα πρέπει η εγχώρια βιομηχανική βάση θα πρέπει να βελτιώσει υποδομές και δυνατότητες και ταυτόχρονα να «υποχρεωθεί» η κατασκευάστρια εταιρία στην εξεύρεση μεριδίου βιομηχανικού έργου σε ένα πρόγραμμα που μαζί με τους αρχικούς οκτώ εταίρους, συμμετέχουν συνολικά 17 χώρες, συμπεριλαμβανομένων και αυτών με τις μεγαλύτερες και δυναμικότερες αεροδιαστημικές βιομηχανίες στον κόσμο.

Η πιο πρόσφατη χώρα – χρήστης είναι η Γερμανία, που στις 14 Δεκεμβρίου 2022 ανακοίνωσε την προμήθεια 35 μαχητικών του τύπου, εκτιμώμενου μέγιστου κόστους 8,4 δις δολαρίων ΗΠΑ, σύμφωνα με την ανακοίνωση της υπηρεσίας συνεργασίας αμυντικής ασφάλειας του υπουργείου Άμυνας των ΗΠΑ (DSCA). Περίπου δύο μήνες αργότερα, στις 17 Φεβρουαρίου 2023, η γερμανική εταιρία Rheinmetall ανακοίνωσε την υπογραφή επιστολής πρόθεσης (LOI: Letter of Intent) που θα την καταστήσει «στρατηγική πηγή προμήθειας για την κεντρική άτρακτο των F-35». Όπως αναφέρεται στη σχετική ανακοίνωση Τύπου, εφόσον η συνεργασία υλοποιηθεί θα δημιουργηθεί δεύτερη ολοκληρωμένη γραμμή συναρμολόγησης (IAL: Integrated Assembly Line) για την κεντρική άτρακτο των F-35 (IAL) στη Γερμανία. Υπενθυμίζεται ότι η Γερμανία ΔΕΝ περιλαμβάνεται μεταξύ των οκτώ εταίρων του προγράμματος.

Θα κλείσουμε το πρώτο μέρος αυτού του σημειώματος, με τέσσερα ερωτήματα:
1) Είναι ή όχι πολύ πιθανό η χώρα μας να προμηθευτεί σε βάθος χρόνου 40 F-35A; Και αν ναι, αντί να προσπαθούμε να συμπιέσουμε το κόστος της προμήθειας εξοστρακίζοντας την εγχώρια βιομηχανική συμμετοχή, μήπως η έστω και καταρχήν συμφωνία της Γερμανίας για το βιομηχανικό έργο θα έπρεπε να μας κάνει πιο «σκληρούς» διαπραγματευτές, να απαιτήσουμε δηλαδή μεγαλύτερη εμπλοκή της εγχώριας βιομηχανίας;

2) Ακόμη δεν έχει γίνει αντιληπτό ότι το κόστος προμήθειας είναι κλάσμα του Κόστους Κύκλου Ζωής (ΚΚΖ) ενός οπλικού συστήματος και ότι μόνο η αύξηση της εγχώριας βιομηχανικής συμμετοχής καθιστά την άμυνα «βιώσιμη»;

3) Η συμπίεση του κόστους της προμήθειας του F-35 στη χρηματοδότηση ποιων προγραμμάτων αποσκοπεί;

4} Καθώς έχουμε εισέλθει σε προεκλογική περίοδο το Μαξίμου έχει αντιληφθεί ότι με τέτοια καμώματα απλώς επιβεβαιώνεται η κριτική της αντιπολίτευσης για έλλειψη ενδιαφέροντος για την εγχώρια βιομηχανία;

πηγή


Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.

Δημοσίευση σχολίου

 
Top