Δρ. Σπύρος Κατσούλας
Η ευρεία διάδοση της Τεχνητής Νοημοσύνης αποτελεί ένα σημείο καμπής στην ανθρώπινη ιστορία. Όπως με όλα τα μεγάλα κομβικά σημεία του παρελθόντος, είναι πολύ νωρίς ακόμα και για να αντιληφθούμε το εύρος των αλλαγών που αναμένεται να σαρώσουν όλες τις εκφάνσεις των ανθρώπινων σχέσεων.
Ένα κρίσιμο ζήτημα που απασχολεί τη διεθνολογική κοινότητα είναι η επίδραση της Τεχνητής Νοημοσύνης στο πεδίο της στρατηγικής. Το κύριο χαρακτηριστικό της νέας τεχνολογίας είναι η ικανότητα να προσφέρει γρήγορες και ακριβείς απαντήσεις. Στη στρατηγική, όμως, η ουσία εξακολουθεί να βρίσκεται στην ερώτηση.
Οι τεχνολογίες αιχμής ανέκαθεν μαγνήτιζαν τις μεγάλες δυνάμεις. Δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση η Τεχνητή Νοημοσύνη. Τον Σεπτέμβριο του 2017, ο Βλαντιμίρ Πούτιν δήλωνε ότι «όποιος ηγηθεί στη σφαίρα της Τεχνητής Νοημοσύνης , θα γίνει ο ηγέτης του κόσμου». Στις ΗΠΑ, η τελική έκθεση της Επιτροπής Εθνικής Ασφάλειας για την Τεχνητή Νοημοσύνη το 2021 επεσήμαινε πως «οι νέες τεχνολογίες θα είναι μια πηγή τεράστιας δύναμης για τις εταιρείες και τις χώρες που τις αξιοποιούν.» Σύμφωνα με το Forbes, αυτή τη στιγμή η Κίνα έχει το προβάδισμα καθώς έχει ήδη περάσει από το στάδιο της έρευνας σε αυτό της εφαρμογής.
Όπως και με όλες τις προηγούμενες Επαναστάσεις στις Στρατιωτικές Υποθέσεις, ο αναβρασμός που επικρατεί στα πολιτικά γραφεία και τα γενικά επιτελεία είναι τεράστιος. Κανείς δεν θέλει να μείνει πίσω στη νέα κούρσα εξοπλισμών της Τεχνητής Νοημοσύνης. Ωστόσο, όσο πολύτιμη κι αν είναι η συνεισφορά των νέων τεχνολογικών μέσων, δεν παύει να πρόκειται για ένα ακόμα εργαλείο.
Ο καλύτερος τρόπος για να αντιληφθούμε το πραγματικό μέγεθος των αλλαγών που θα επιφέρουν οι νέες τεχνολογίες είναι να ανατρέξουμε στα βασικά της στρατηγικής θεωρίας, μέσα από τρία ερωτήματα: ποια είναι η θέση της τεχνολογίας στο οικοδόμημα της στρατηγικής θεωρίας; Τί δεν αλλάζει στην εποχή της Τεχνητής Νοημοσύνης; Τί σημαίνουν όλα αυτά για εμάς;
Ποια είναι η θέση της τεχνολογίας στο οικοδόμημα της στρατηγικής θεωρίας;
Η τεχνολογία ήταν ανέκαθεν εξόχως σημαντική για τη χάραξη και υλοποίηση της στρατηγικής. Δεν παύει, όμως, να αποτελεί έναν από τους πολλούς πυλώνες της στρατηγικής. Εάν υπολείπεσαι στους υπόλοιπους, τότε το τελικό αποτέλεσμα δεν θα είναι το επιθυμητό όσο κι αν διακρίνεσαι σε κάποιους από αυτούς. Από καιρού εις καιρόν έχει δοθεί δυσανάλογα μεγάλη έμφαση σε κάποιον από τους πυλώνες, είτε πρόκειται για την οικονομία, τη γεωγραφία, τις συμμαχίες, τους εξοπλισμούς, τη διοικητική μέριμνα ή την κουλτούρα. Το οικοδόμημα της στρατηγικής, όμως, στηρίζεται εξίσου σε όλους τους πυλώνες. Ως εκ τούτου, η υπερβολική έμφαση σ’ έναν μόνο πυλώνα προκαλεί ανισορροπία και παραμορφώνει σε επικίνδυνο βαθμό την εικόνα μας για τη πραγματικότητα.
Παρότι η στρατηγική θεωρία είναι ξεκάθαρη ως προς τη πολυδιάστατη φύση της στρατηγικής, συμβαίνει συχνά μια δύναμη να βασίζεται υπερβολικά σε μια μόνο διάσταση, παραβλέποντας τις υπόλοιπες. Τις περισσότερες φορές αυτό συμβαίνει όταν παρασυρόμαστε από τις τεχνολογικές εξελίξεις. Ο σπουδαίος Αμερικανός καθηγητής Michael Handel εντόπισε αυτό το φαινόμενο, περιγράφοντάς το ως τον κίνδυνο «τακτικοποίησης της στρατηγικής». Ο Handel επεσήμανε, δηλαδή, τον κίνδυνο να καταστεί η στρατηγική έρμαιο της τακτικής απλά και μόνο λόγω των επιχειρησιακών δυνατοτήτων που προσφέρει η τεχνολογία στις ένοπλες δυνάμεις.
Σήμερα μπορούμε να κάνουμε λόγο για τον κίνδυνο «τεχνικοποίησης της στρατηγικής». Να δείξουμε, δηλαδή, υπερβολική εμπιστοσύνη στις δυνατότητες που προσφέρει η τεχνητή νοημοσύνη σε βάρος της στρατηγικής συναίσθησης που χρειάζεται για την επίτευξη των πολιτικών μας στόχων.
Δεν είναι δύσκολο να παρασυρθεί κανείς καθώς είναι εντυπωσιακά τα μέχρι τώρα δείγματα από επιχειρήσεις όπου αξιοποιήθηκαν οπλικά συστήματα που λειτουργούσαν με τεχνητή νοημοσύνη. Ωστόσο, όπως έχει συμβεί συχνά στο παρελθόν, η πλάνη βρίσκεται στην πεποίθηση ότι μπορεί να βρεθεί μια λύση που να εγγυάται απόλυτη επιτυχία.
Οι επαναστάσεις στις στρατιωτικές υποθέσεις δημιουργούν την εσφαλμένη εντύπωση ότι «τον πόλεμο κερδίζουν τα καλύτερα όπλα». Η στρατηγική θεωρία λειτουργεί διορθωτικά αποκαθιστώντας την ισορροπία και αποδίδοντας στην τεχνολογία τη θέση που της αρμόζει: δίπλα στους υπόλοιπους πυλώνες της στρατηγικής.
Τί δεν αλλάζει στην εποχή της Τεχνητής Νοημοσύνης;
Με τόσο δραματικές αλλαγές στο πεδίο της τεχνολογίας, είναι εύλογο να θεωρήσει κανείς ότι ο πόλεμος αλλάζει. Πράγματι, ο χαρακτήρας του πολέμου αλλάζει διαρκώς—πλέον με ιλλιγιώδεις ρυθμούς. Ωστόσο, η φύση του πολέμου δεν αλλάζει. Τα θεμελιώδη στοιχεία του πολέμου και της στρατηγικής παραμένουν αναλλοίωτα στον χώρο και τον χρόνο. Εμφανίζονται απαράλλαχτα στη γεωπολιτική κονίστρα από τον 5ο αι. π.Χ. έως τον 21ο αι. μ.Χ.
Η καίρια συνεισφορά της Τεχνητής Νοημοσύνης εντοπίζεται στη δυνατότητα μιας μηχανής «να αντιλαμβάνεται, να αξιολογεί και να ενεργεί» με μεγαλύτερη ταχύτητα και ακρίβεια απ’ ότι ένας άνθρωπος. Το όραμα αυτής της προσέγγισης είναι να αφαιρέσει τελείως τον άνθρωπο από το πεδίο της μάχης. Όλα θα προκύπτουν (σχεδόν) αυτόματα.
Με βάση αυτή τη συλλογιστική οι αντιπαραθέσεις μεταξύ κρατών θα καταλήξουν να κρίνονται από μια πολεμική παρτίδα μεταξύ μηχανών και οι άνθρωποι θα είναι στη συνέχεια αναγκασμένοι να σεβαστούν το αποτέλεσμα. Ποιος θα μπορεί να αμφισβητήσει την έκβαση μιας τέτοιας αναμέτρησης; Μα φυσικά ο άνθρωπος.
Η στρατηγική είναι η προσπάθεια επιβολής της θέλησής μας στον αντίπαλο. Είναι εξαιρετικά πιθανό η θέα και μόνο της τεχνολογικής υπεροπλίας μιας υπερδύναμης να καταρρακώσει το ηθικό ενός αντιπάλου. Ανέκαθεν οι μεγάλες δυνάμεις διέθεταν τεχνολογίες αιχμής. Ωστόσο, τίποτα δεν είναι προδικασμένο. Τα πάντα εξαρτώνται από το συγκεκριμένο ιστορικό, πολιτικό και γεωγραφικό πλαίσιο. Και ασφαλώς από το διακύβευμα.
Η σαφέστατη τεχνολογική υπεροπλία των Ηνωμένων Πολιτειών δεν έκαμψε τη θέληση ούτε των Βορειοβιετναμέζων, ούτε των Ταλιμπάν. Η Τεχνητή Νοημοσύνη δεν θα μπορούσε να είχε βοηθήσει τους Αμερικανούς ούτε στη μια ούτε στην άλλη περίπτωση. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν υπολείπονταν σε μέσα, αλλά σε στρατηγική συναίσθηση. Η Τεχνητή Νοημοσύνη δεν είναι παρά ένα ακόμα εργαλείο στη φαρέτρα των διεθνών δρώντων. Το ζητούμενο είναι πως θα εξυπηρετήσει τους πολιτικούς στόχους.
Οι μηχανές μπορούν να προσφέρουν απαντήσεις.
Στον πόλεμο και τη στρατηγική, όμως, η ουσία βρίσκεται στην ερώτηση.
Ο ανθρώπινος παράγοντας δεν μπορεί να υποκατασταθεί από τις μηχανές για μια σειρά από λόγους.
Πρώτον, οι προθέσεις της κάθε πλευράς θα εξακολουθήσουν να παραμένουν μυστήριο. Η ανθρώπινη κρίση είναι αυτή που καθορίζει τη συλλογή και ανάλυση των δεδομένων που τροφοδοτούν τους αλγορίθμους της Τεχνητής Νοημοσύνης. Η καχυποψία που τροφοδοτεί τα διλήμματα ασφάλειας δεν γίνεται να εξαλειφθεί. Η ουσία των γεωπολιτικών ανταγωνισμών εδράζεται στο τρίπτυχο φόβος, τιμή και συμφέρον του πατέρα των διεθνών σχέσεων Θουκυδίδη, το οποίο δεν μπορεί ούτε να παραμετροποιηθεί, αλλά ούτε και να τιθασευτεί.
Δεύτερον, η τεχνητή νοημοσύνη δεν μπορεί να διαλύσει την «ομίχλη του πολέμου», όπως την περιέγραψε αριστουργηματικά ο Κλαούζεβιτς. Για κάθε βεβαιότητα, εννοούσε ο Πρώσος φιλόσοφος του πολέμου, υπάρχει ένα τεράστιο «αλλά». Αυτό το οποίο αποκάλεσε τριβή. Οτιδήποτε, δηλαδή, διακρίνει την απρόβλεπτη πραγματικότητα του πολέμου από τα σχέδια επί χάρτου. Μπροστά στη τριβή είναι όλοι ίσοι. Ισχυροί και αδύναμοι· άνθρωποι και μηχανές. Η Τεχνητή Νοημοσύνη δεν εξαλείφει την τριβή. Απλά, την επαναπροσδιορίζει. Μπορεί να λύνονται κάποια παλιά προβλήματα, αλλά γεννώνται νέα ζητήματα τριβής που θα προκαλούν παρεκκλίσεις από τα σχέδια.
Τρίτον, η τεχνητή νοημοσύνη δεν μπορεί να υπερβεί την παράδοξη λογική του πολέμου. Στον στρατηγικό σχεδιασμό, η λογική συχνά αντιστρέφεται. Ο κακός δρόμος μπορεί να είναι προτιμότερος, ακριβώς επειδή είναι κακός και άρα ο αντίπαλος δεν θα του δώσει τη δέουσα προσοχή. Αυτή είναι η αρχή της παραπλάνησης που διατρέχει την Τέχνη του Πολέμου του Σουν Τσου. Το πρόβλημα, όμως, είναι ότι στον πόλεμο η επιτυχία δεν επαναλαμβάνεται. Αυτό που λειτούργησε την τελευταία φορά δεν θα λειτουργήσει την επόμενη. Ο εχθρός προσαρμόζεται. Ο καλός στρατηγικός σχεδιασμός πρέπει να είναι κάθε φορά ένα βήμα μπροστά.
Ακόμα κι αν η Τεχνητή Νοημοσύνη μπορέσει να δώσει τις καλύτερες απαντήσεις, τότε ένας δαιμόνιος αντίπαλος θα αλλάξει το ερώτημα. Διότι η στρατηγική είναι διάδραση. Μια διαρκής πάλη μεταξύ δύο αντιτιθέμενων θελήσεων.
Το τελευταίο και πιο κρίσιμο ζήτημα είναι τί σημαίνουν όλα αυτά για εμάς. Πώς πρέπει να ανταποκριθεί η Ελλάδα στις νέες προκλήσεις;
Είναι σαφές ότι οδεύουμε προς ένα στρατηγικό περιβάλλον ανταγωνισμού μεταξύ αντιπάλων που θα χρησιμοποιούν εκτεταμένα την Τεχνητή Νοημοσύνη. Η ανάπτυξη ειδικής στρατηγικής για την αξιοποίηση της Τεχνητής Νοημοσύνης από τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις είναι εκ των ων ουκ άνευ. Ωστόσο, δεν είναι το παν.
Ένα ενδεχόμενο που απορρέει και πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη είναι η αλληλοεξουδετέρωση δύο τεχνητά νοημόνων αντιπάλων. Όσο προσαρμοσμένοι πρέπει να είμαστε στα κελεύσματα της νέας εποχής, άλλο τόσο πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι να δράσουμε σε περιβάλλον απουσίας τεχνολογίας.
Αυτό σημαίνει ότι τα συστήματα διοίκησης πρέπει να μπορούν να επιβιώσουν σε συνθήκες μειωμένης ταχύτητας & ακρίβειας. Επομένως, οι ανώτεροι διοικητές θα πρέπει να εκχωρήσουν τακτική και επιχειρησιακή ελευθερία σε χαμηλότερους βαθμούς. Πρέπει, συνεπώς, να δοθεί μεγαλύτερο βάρος στην κριτική ανάλυση των δεδομένων, στους εναλλακτικούς τρόπους δράσης και κυρίως στη στρατηγική οξυδέρκεια. Με άλλα λόγια, στο ανθρώπινο δυναμικό.
Ο 21ος αιώνας δεν θα διαφέρει ουσιαστικά από τους προηγούμενους εικοσιπέντε αιώνες στρατηγικής ιστορίας. Η τριανδρία των στρατηγικών σπουδών—Θουκυδίδης, Σουν Τσου και Κλαούζεβιτς—παραμένει διαχρονικά επίκαιρη. Ως εκ τούτου, η εμπέδωση και ο προβληματισμός πάνω στη στρατηγική σκέψη των κλασικών θεωρητικών παραμένει το καλύτερο εφόδιο για το νέο περιβάλλον.
Η όξυνση της κριτικής στρατηγικής σκέψης του έμψυχου δυναμικού αποτελεί το πραγματικό συγκριτικό πλεονέκτημα. Η Τεχνητή Νοημοσύνη δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη Στρατηγική Ιδιοφυία.
Το τελευταίο και πιο κρίσιμο ζήτημα είναι τί σημαίνουν όλα αυτά για εμάς. Πώς πρέπει να ανταποκριθεί η Ελλάδα στις νέες προκλήσεις;
Είναι σαφές ότι οδεύουμε προς ένα στρατηγικό περιβάλλον ανταγωνισμού μεταξύ αντιπάλων που θα χρησιμοποιούν εκτεταμένα την Τεχνητή Νοημοσύνη. Η ανάπτυξη ειδικής στρατηγικής για την αξιοποίηση της Τεχνητής Νοημοσύνης από τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις είναι εκ των ων ουκ άνευ. Ωστόσο, δεν είναι το παν.
Ένα ενδεχόμενο που απορρέει και πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη είναι η αλληλοεξουδετέρωση δύο τεχνητά νοημόνων αντιπάλων. Όσο προσαρμοσμένοι πρέπει να είμαστε στα κελεύσματα της νέας εποχής, άλλο τόσο πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι να δράσουμε σε περιβάλλον απουσίας τεχνολογίας.
Αυτό σημαίνει ότι τα συστήματα διοίκησης πρέπει να μπορούν να επιβιώσουν σε συνθήκες μειωμένης ταχύτητας & ακρίβειας. Επομένως, οι ανώτεροι διοικητές θα πρέπει να εκχωρήσουν τακτική και επιχειρησιακή ελευθερία σε χαμηλότερους βαθμούς. Πρέπει, συνεπώς, να δοθεί μεγαλύτερο βάρος στην κριτική ανάλυση των δεδομένων, στους εναλλακτικούς τρόπους δράσης και κυρίως στη στρατηγική οξυδέρκεια. Με άλλα λόγια, στο ανθρώπινο δυναμικό.
Ο 21ος αιώνας δεν θα διαφέρει ουσιαστικά από τους προηγούμενους εικοσιπέντε αιώνες στρατηγικής ιστορίας. Η τριανδρία των στρατηγικών σπουδών—Θουκυδίδης, Σουν Τσου και Κλαούζεβιτς—παραμένει διαχρονικά επίκαιρη. Ως εκ τούτου, η εμπέδωση και ο προβληματισμός πάνω στη στρατηγική σκέψη των κλασικών θεωρητικών παραμένει το καλύτερο εφόδιο για το νέο περιβάλλον.
Η όξυνση της κριτικής στρατηγικής σκέψης του έμψυχου δυναμικού αποτελεί το πραγματικό συγκριτικό πλεονέκτημα. Η Τεχνητή Νοημοσύνη δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη Στρατηγική Ιδιοφυία.
Δημοσίευση σχολίου