Σταύρος Λυγερός
Η πρόσφατη επίσκεψη Τσίπρα στην Τουρκία έριξε τη θερμοκρασία στις διμερείς σχέσεις και αυτή η τάση γίνεται προσπάθεια να εδραιωθεί με τη συζήτηση των δύο υπουργών Άμυνας για Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης στο Αιγαίο. Παρόλα αυτά, οι προκλήσεις συνεχίζονται και όπως έδειξε η γιγαντιαία άσκηση που πραγματοποίησαν ποτέ οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις, ο παράγοντας της στρατιωτικής ισχύος και της απειλής χρήσης βίας αποτελεί σταθερά της εξωτερικής πολιτικής και του καθεστώτος Ερντογάν.
Ως εκ τούτου, το κρίσιμο ερώτημα που συνεχίζει να απασχολεί το ελληνικό Γενικό Επιτελείο είναι εάν οι τουρκικές προκλήσεις μπορούν υπό προϋποθέσεις να εκφυλιστούν σε θερμό επεισόδιο. Όπως έδειξε και η κατάληψη του Αφρίν, η έννοια της στρατιωτικής νίκης παραμένει κεντρικό στοιχείο της κρατικής ιδεολογίας στη γειτονική χώρα. Αν και οι εκτιμήσεις είναι ότι το καθεστώς Ερντογάν δεν κινείται προς αυτή την κατεύθυνση πρόκλησης θερμού επεισοδίου, οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις προετοιμάζονται και γι’ αυτό το ακραίο ενδεχόμενο.
Ο συσχετισμός δυνάμεων μεταξύ των δύο χωρών καθίσταται ολοένα και πιο δυσχερής για την Ελλάδα σ’ όλα τα επίπεδα. Η προμήθεια ή των νέας γενιάς αμερικανικών μαχητικών F-35, ή των ρωσικών αντιαεροπορικών πυραύλων S-400 (απίθανο να πάρει και τα δύο) θα αρχίσει να αποκτά πλήρη κυριαρχία στον αέρα. Η Τουρκία αρχίζει να αποκτά κυριαρχία και στη θάλασσα, ενώ η κατάσταση στις χερσαίες δυνάμεις είναι ακόμα δυσμενέστερη.
Όπως προκύπτει από τα παραπάνω, οι προοπτικές στο επίπεδο του συσχετισμού στρατιωτικών δυνάμεων είναι σκοτεινές, λόγω και των επιπτώσεων που έχει η μακρόχρονη οικονομική κρίση στον εξοπλισμό και κατ’ επέκτασιν στο αξιόμαχο των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων. Προς το παρόν, πάντως, είναι –με ορθολογικούς όρους– απαγορευτική μία στρατιωτικού χαρακτήρα τουρκική επιθετική κίνηση.
Ο πειρασμός της εύκολης νίκης
Είναι ανησυχητικό, ωστόσο, το γεγονός ότι οι Τούρκοι θεωρούν πως, λόγω της οικονομικής κρίσης, η Ελλάδα είναι ευάλωτη στις πιέσεις. Από την άλλη πλευρά, όμως, υπάρχουν ισχυρά αντικίνητρα. Οι εδρεύουσες στην ευρωπαϊκή Τουρκία δυνάμεις έχουν αποδυναμωθεί, λόγω της μεταφοράς μηχανοκίνητων και τεθωρακισμένων μονάδων στη Συρία. Υπενθυμίζουμε ότι οι Τούρκοι έχουν εμπλακεί για τα καλά στο συριακό μέτωπο.
Επιπροσθέτως, συνεχίζεται η έστω και χαμηλής έντασης αιμορραγία, λόγω του παρατεταμένου ανταρτοπόλεμου στη νοτιοανατολική Τουρκία. Σύμφωνα με τουρκικές πηγές, οι πολεμικές συγκρούσεις στο Ιράκ και στη Συρία έχουν επιτρέψει στο ΡΚΚ όχι μόνο να προμηθευθεί πολύ πιο αποτελεσματικό οπλισμό σε σύγκριση με το παρελθόν, αλλά και να εκπαιδευθεί, γεγονός που συνεπάγεται μεγαλύτερες απώλειες για τους Τούρκους.
Πέρα από την επίσημη ελληνική ρητορική, ανεξάρτητοι στρατιωτικοί παρατηρητές θεωρούν ότι οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις διατηρούν, έστω και με τα δόντια, την αποτρεπτική ικανότητά τους. Μπορούν, δηλαδή, ακόμα να προκαλέσουν βαρύτατα πλήγματα στην τουρκική πλευρά σ’ όλα τα επίπεδα. Είναι πολύ διαφορετικό η Τουρκία να στέλνει δυνάμεις στη Συρία εναντίον των Κούρδων από το να εμπλακεί σε ένα θερμό επεισόδιο στο Αιγαίο, το οποίο μπορεί να μετεξελιχθεί σε γενικευμένη σύρραξη.
Ο Αποστολάκης και ως αρχηγός ΓΕΕΘΑ και ως υπουργός Άμυνας έχει υπογραμμίσει ότι εάν επιχειρηθεί κατάληψη ελληνικής νησίδας οι εισβολείς θα ισοπεδωθούν. Με άλλα λόγια, ξεκαθάρισε πως η ελληνική πλευρά θα κλιμακώσει, γεγονός που πιθανότατα θα οδηγήσει σε σύρραξη. Με αυτόν τον τρόπο θεωρεί πως καθιστά αποτελεσματική την αποτροπή.
Τραυματισμένος από τις εκκαθαρίσεις
Ένας δεύτερος λόγος που καθιστά απαγορευτική μία τουρκική επιθετική κίνηση στο Αιγαίο είναι το γεγονός ότι οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις έχουν αποδεκατιστεί από το κύμα των διώξεων που ακολούθησε το πραξικόπημα του 2016. Οι αριθμοί είναι αποκαλυπτικοί. Ο αριθμός των αξιωματικών που έχουν φυλακισθεί ή απολυθεί ανέρχονται σε πολλές χιλιάδες. Τέσσερις στους 10 ανώτατους αξιωματικούς έχουν φυλακισθεί ή απολυθεί, γεγονός που έχει δημιουργήσει μεγάλα κενά στο επίπεδο των επιτελικών λειτουργιών. Αυτές τις ημέρες, τρία σχεδόν χρόνια μετά την απόπειρα πραξικοπήματος, έλαβε χώρα ένα νέο κύμα διώξεων στελεχών των ενόπλων δυνάμεων.
Στον κρίσιμο τομέα της πολεμικής αεροπορίας το πλήγμα είναι βαρύτατο. Έχουν φυλακισθεί ή απολυθεί πάνω από 250 πιλότοι. Σύμφωνα και με δήλωση Τούρκου ανώτατου αξιωματικού, ο οποίος έχει ζητήσει άσυλο σε ευρωπαϊκή χώρα, η έλλειψη πιλότων δημιουργεί σοβαρά προβλήματα ακόμα και στις επιχειρήσεις βομβαρδισμού κουρδικών στόχων.
Δεν είναι, όμως, μόνο οι αριθμοί. Το ρήγμα που έχει δημιουργηθεί στους κόλπους των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων είναι πολύ βαθύ και επηρεάζει καταλυτικά το αξιόμαχό τους. Είναι ενδεικτικό ότι υπάρχουν πιλότοι που παρότι δεν έχουν απολυθεί και συνεχίζουν να εκτελούν αποστολές, θεωρούνται ύποπτοι και ως εκ τούτου υποχρεώνονται να δίνουν καθημερινά το παρόν στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής τους!
Δεν εμπιστεύεται τους στρατηγούς
Ένας τρίτος λόγος που καθιστά απαγορευτική μία επιθετική κίνηση στο Αιγαίο είναι ότι ο Ερντογάν πιστεύει πως οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις δεν έχουν εκκαθαριστεί πλήρως και ως εκ τούτου είναι πολύ επιφυλακτικός απέναντί τους. Είναι ενδεικτικό ότι στις 10 Ιανουαρίου 2017 ψηφίσθηκε νόμος που μετέφερε κρίσιμες αρμοδιότητες του αρχηγού ΓΕΕΘΑ στον υπουργό Άμυνας. Αυτός διορίζει τους διοικητές των κλάδων, αποφασίζει τις προαγωγές και έχει υπό τον έλεγχό του τις στρατιωτικές σχολές.
Για την κατάσταση στις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις είναι ενδεικτικό ότι ο τέως αρχηγός του ΓΕΕΘΑ στρατηγός Μπασμπούγ εξέφρασε την άποψη πως εάν το πραξικόπημα δεν είχε αποτύχει θα είχαν προσχωρήσει και όσοι διοικητές στην κρίσιμη στιγμή δίστασαν ή τήρησαν στάση αναμονής. Την ίδια άποψη έχει εκφράσει και ο απόστρατος εισαγγελέας της στρατιωτικής Δικαιοσύνης Ουτσόκ: «εάν είχε συλληφθεί ο πρόεδρος, η στρατιωτική ιεραρχία θα είχε νομιμοποιήσει το πραξικόπημα».
Ούτως εχόντων των πραγμάτων, είναι λογικό να υποθέσουμε πως ο Ερντογάν διστάζει να εξωθήσει τα πράγματα σε μία ελληνοτουρκική σύγκρουση. Φοβάται ότι μία τέτοια σύγκρουση εκ των πραγμάτων θα έδινε μεγάλα περιθώρια αυτόνομων κινήσεων στους στρατηγούς, οι οποίοι ενδεχομένως να τα χρησιμοποιούσαν για την ανατροπή του. Και ο φόβος του αυτός συνδέεται με την πεποίθησή του ότι οι Αμερικανοί επιδιώκουν να τον ανατρέψουν, χρησιμοποιώντας ερείσματα στις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις που δεν έχουν ξηλωθεί. Ίσως και εκμεταλλευόμενοι μία σύρραξη με την Ελλάδα.
Η απειλή ως πολιτικό όπλο
Τέλος, ούτε το διεθνές περιβάλλον ευνοεί μία τουρκική επιθετική κίνηση στρατιωτικού χαρακτήρα. Το κλίμα για τη νεοοθωμανική Τουρκία είναι αρνητικό σ’ όλη τη Δύση. Αν και οι Αμερικανοί συνεχίζουν τις προσπάθειες να επαναφέρουν την Τουρκία στο δυτικό μαντρί, κερδίζει ολοένα και περισσότερο έδαφος η θέση ότι η Ουάσιγκτον πρέπει να αλλάξει πολιτική έναντι του Ερντογάν και να τον αντιμετωπίσει όχι πλέον ως σύμμαχο, αλλά ως αποστάτη. Στην πραγματικότητα, οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις βρίσκονται σε μεταβατική φάση, αλλά είναι σαφές ότι κινούνται σε τροχιά επιδείνωσης παρά βελτίωσης.
Όπως φάνηκε και από το δόγμα που είχε παρουσιάσει ο παραιτηθείς πλέον αρμόδιος για την περιοχή μας Αμερικανός υφυπουργός Εξωτερικών Μίτσελ, η θεώρηση που κυριαρχεί και στο Στέητ Ντηπάρτμεντ και στο Πεντάγωνο είναι ότι η Ελλάδα από χώρα δεύτερης γραμμής τείνει γεωπολιτικά να μετατραπεί σε χώρα πρώτης γραμμής. Ως εκ τούτου πρέπει να αντιμετωπισθεί αναλόγως.
Παραλλήλως, η Ουάσιγκτον έχει εξοπλίσει τους Κούρδους με βαρύ οπλισμό, γεγονός που βάθυνε το ρήγμα στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις και εξώθησε την Άγκυρα ακόμα περισσότερο στην αγκαλιά της Μόσχας. Η υπαναχώρηση του προέδρου Τραμπ όσον αφορά την αποχώρηση των Αμερικανών από τη Συρία τίναξε στον αέρα τις ελπίδες του Ερντογάν πως θα είχε ελεύθερο το έδαφος να δράσει στη βόρειο Συρία.
Όλα αυτά καθιστούν ακόμα πιο προβληματικές τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις. Ουσιαστικά πρόκειται για φαύλο κύκλο, ο οποίος δεν μπορεί να σπάσει, επειδή λείπει η εμπιστοσύνη. Για την ακρίβεια, ο Ερντογάν είναι πεπεισμένος πως πίσω από το πραξικόπημα του 2016 ήταν η CIA.
Από όλα τα παραπάνω συνεπάγεται ότι αντικειμενικά η Τουρκία δεν έχει περιθώρια να επιχειρήσει μία στρατιωτικού χαρακτήρα επιθετική κίνηση στο Αιγαίο. Αυτό, βεβαίως, δεν πρόκειται να την εμποδίσει τους να επαναφέρει τις χρόνιες μονομερείς επεκτατικές διεκδικήσεις της, όπως τη θεωρία περί «γκρίζων ζωνών». Ούτε να χρησιμοποιεί, όποτε κρίνει σκόπιμο, την απειλή χρήσης στρατιωτικής βίας ως πολιτικό όπλο.
Οι κατά καιρούς δηλώσεις Τούρκων αξιωματούχων για «γκρίζες ζώνες» και τουρκικές βραχονησίδες κινούνται σ’ αυτό ακριβώς το πλαίσιο. Είναι αξιοσημείωτο, άλλωστε, ότι η κεμαλική αξιωματική αντιπολίτευση πλειοδοτεί σε επεκτατισμό στο μέτωπο του Αιγαίου. Η Αθήνα, πάντως, παρακολουθεί με προσοχή και ετοιμότητα, αλλά αποφεύγει επιμελώς να απαντήσει στις τουρκικές προκλήσεις κατά τρόπο που να οδηγεί σε κλιμάκωση. Η εκτίμηση που κυριαρχεί είναι ότι ο Ερντογάν δεν πρόκειται να υπερβεί το όριο.
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Δημοσίευση σχολίου